(Ψώνια οικοσκευής - προικιάρικης, για άνοιγμα νέου
σπιτιού - αλλιώς τα αγγειά του σπιτιού γύρα στα 1850 )
Με τέσσερα άλογα
και έξι μουλάρια είχαν φτάσει αποβραδί στα Γιάννινα. Αρχές του Μάη ήταν, λίγες
μέρες μετά το πανηγύρι του Μαηθανασιού κι ο Θάνος με τον αδερφό του το Γιαννάκη,
τον παραγιό του τον Αποστόλη κι είχαν πάρει
αποκοντά και τη γυναίκα του Γιαννάκη τη Λάμπρω, που θανάξερε καλύτερα απ' αυτούς
να διαλέξει τα χρειαζούμενα είχαν έρθει απ το χωριό, τρεις μέρες δρόμο για να
αγοράσουν όσα σ' ένα καινούργιο σπιτικό που ανοίγει είναι απαραίτητα. Τον άλλο
μήνα, πριν το θέρο θα γίνονταν ο γάμος της Θοδωρούλας. Μοναχοκόρη του Θάνου η
Θοδωρούλα και η μικρότερη απ΄τ' άλλα τρία αδέρφια της. Απ΄τις αρχές του Μάρτη
μαστόροι απ΄τα Τζιουμέρκα είχαν χτίσει το σπίτι της, προικιό κι αυτό απ τον
πατέρα της. Του θύμιζε τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του την Πανάγιω, πούχε χαθεί
στη γέννα της. Οσο μεγάλωνε τόσο ομορφότερη γίνονταν. Φεγγαροπρόσωπη, ψηλή και
λιανή σα λαμπάδα. Τη μεγάλωσε η νύφη του η Λάμπρω, που ο θεός τόδωσε και δεν
είχε θυγατέρα, μονάχα τρεις γιους. Σαν κόρη της τη μεγάλωνε και την καμάρωνε. Κι
είχε έρθει μαζί με τους άντρες στα Γιάννενα, για να φροντίσει η ίδια για το
νοικοκυριό που θα άνοιγε η Θοδωρούλα.
Μπονόρα ήταν ακόμα, σαν άνοιξαν τα
μάτια κι έκαμαν το σταυρό τους. Απόφαγαν τα μπιρμπιλόνια και τη μαμαλίγγα πούχε
για πρωινό ο κυρ Δήμος στο χάνι του και κίνησαν με τα φορτιάτικα ζωντανά για το
παζάρι. Τ' άλογα τάφησαν δεμένα στο χάνι.
Φτάνοντας σιγοπερπάταγαν
εξετάζοντας τις πραμάτειες των καλατζήδων και των μαγαζιών. Παράδες είχε μαζί
του ο Θάνος, είχε κάνει το κουμάντο του. Δεν ξέταζαν τις τιμές αλλά να πάρουν τα
καλύτερα. Τόχε τάμα στον εαυτό του και στην Πανάγιω, απ΄όταν η Θοδωρούλα ήταν
ένα κοψίδι. Τη φαντάζονταν ντυμένη στα άσπρα, νυφούλα και το κορμί του έτρεμε,
στο στήθος φλεκάραγε η καρδιά του και τα μάτια του λαμπύριζαν. Σκούπιζε το δάκρυ
αναθυμιούμενος πως δε θα της παραστέκονταν μάννα στο γάμο.
Σαν αποτέλειωσαν
του παζαριού τη γύρα, στάθηκαν σ ένα καλατζάδικο. Ετούτο το μαγαζί, μεγάλο σαν
χάνι, ένα παζάρι μαναχό του, είχε αραδιασμένα απ' όλα τα ειδίσματα μιανού
νοικοκυριού. Στάθηκαν οι τρεις τους, ο παραγιός είχε ξεμείνει με τα ζωντανά όξω
απ' το παζάρι, μπροστά σ' ένα βουνό από ντιψιά. Όλα τα σκέδια και όλα
μπακιρένια.
Η Λάμπρω τήραξε μια φορά τα ντιψιά και μια το Θάνο. Εκειός της
έγνεψε με το κεφάλι σαν να της έλεγε: πάρε ότι θέλεις!.
Ξεδιάλεξε δυο
ντέψες, τέσσερα μεσιακά και τέσσερα ντιψάκια. Τα μάτια της κάτι γύρευαν ακόμα
ανάμεσα στα χαλκώματα μέχρι που έπεσαν απάνω σε ένα σινί. Το αναμέρισε κιαυτό
σαν χρειαζούμενο για πίτες. Ο Θάνος πήγε δίπλα της και της ψιθύρισε στ' αυτί να
ξαγκρίσει κι ένα για εκείνη. Κι αν δεν είχε φάει πίτες από τα χέρια της.
Λαχανόπιτες, κριασόπιτες, μακαρονόπιτες, ριζόπιτες, τραχανόπιτες αλλά εκεί που
καμιά μαγείρισσα δεν την έφτανε ήταν οι κολοκυθόπιτες κι οι γαλατόπιτες.
Ανάσταιναν και πεθαμένο.
Της το χρώσταγε λοιπόν το σινί και νάταν
τακριβότερο! Σάματις ότι έφτιαχνε για φαγηρό η Λάμπρω κι αυτός δεν το
γεύονταν.
Από τότε που έμεινε μοναχός του, όλη τη φαμελιά του η Λάμπρω τη
φρόντιζε. Στο μαγείρεμα, το πλύσιμο και στο μεγάλωμα των παιδιών. Για τις
βαρειότερες δουλειές του σπιτιού βοήθαγε η Μαρούλα. Ορφανό κοπελάκι από πατέρα
κόρη ξαδερφού του που είχε χαθεί το 21 στον πόλεμο στα Γιάννενα. Την είχε
μαζέψει από παιδούλα και τη μεγάλωνε με την κόρη του σαν δεύτερη θυγατέρα του.
Την μπασκαλιά την είχαν λογοδώσει με τον Πάνο Φίστα στο Μαράτι. Σ' ενα χρόνο θα
γίνονταν ο γάμος της και θα ματαέρχονταν στα Γιάννενα για τα προικιά της.
Εβγαλε τη σακούλα του, να πληρώσει ο Γιαννούλης, το σινί που διάλεξε η
Λάμπρω, αλλά με μια στραβή ματιά που τόριξε ο Θάνος δε ματαγρουβήθηκε κι
αναμέρισε.
Η Λάμπρω ούτε που κοίταγε τι έκαναν τα αδέρφια. Είχε
ξομπλιάσει μια γάστρα σιδερένια και τη ζύγιαζε με τα χέρια της. Δεν έπρεπε να
είναι ούτε αλαφριά μα μούτε και βαριά. Σε λίγο καιρό η Θοδωρούλα μπορεί να
κίναγε γκαστρωμένη, να μη σηκώνει βάρητα.
Είχε μια πήχη άνοιγμα κι ύψος μια
απαλάμη. Κι από πάνω της λαβή χαλκωματένια για να περνά η μάσια ή το σύντραυλο.
Αναμέρισε και δυο μάσιες, δυο πυροστιές και δυο τσιμπίδες και ένα σάτσι, μια
γαστρούλα παφλένια, ανάλαφρη για τις κουλούρες.
Τα μάτια της άστραφταν από
ικανοποίηση. Δυο - δυο της είχε πει ο Θάνος να τα παίρνει και καμιά φορά
περσότερα, αλλά αυτή τήραγε να του κάνει κι οικονομία.
Είχε ο Θάνος παράδες,
απ΄τον καιρό πούηταν κουμανταδόρος του Αλή στα έργα της αποστράγγισης στο Βάλτο.
Τότες που δούλεψαν χιλιάδες άνθρωποι, χριστιανοί και τούρκοι για να φύγουν τα
νερά που λίμναζαν από τα Ρόκα μέχρι τη Στρεβίνα και τις Κουμπζιάδες. Τότε ήταν
που του μπήκε στο μυαλό να σκάψει τη Βόσσα και να την κάνει πλώιμη απ' το
Χανόπουλο ως το Λούρο. Δούλεψε ο κοσμάκης με πληρωμή, στράγγισε ο τόπος κι έγινε
γόνιμος για καλλιέργειες και βάρκες, μπορούσαν να φτάνουν σε μία ώρα απ το
Βρωμονέρι στο Λούρο κι από κει στην Πρέβεζα. Τόμαθε ο Αλής, ήρθε ο ίδιος να το
θαυμάσει το έργο και μια βδομάδα δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ανεβοκατεβαίνει
τη Βόσσα με μια βάρκα.
Τότε ήταν που χρύσωσε τον Θάνο. Κανένας ποτέ δεν
έμαθε πόσα κιούπια χρυσάφι τούδωκε. Μούτε αυτός μολόγησε σε κανέναν ούτε στα
αδέρφια του. Μα πρέπει να ήταν ατελείωτοι οι παράδες. Ολο το χωριό μοναχός του
σχεδόν τόφτιαξε. Οι άλλοι βοήθαγαν με τα χέρια κι αυτός με το χρυσάφι. Και
φρόντιζε πάντα για τους αδύναμους να μην τους λείπουν τα χρειαζούμενα για να
ζήσουν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια. Ο Αλής είχε χαθεί, όχι όμως η εκτίμηση πούχαν
όλες οι αρχές στο Θάνο. Μέτραγε ακόμα το όνομά του και ο λόγος του. Τόσους
ανθρώπους είχε βοηθήσει σε όλα τα χωριά.
Ό, τι η Λάμπρω ξεδιάλεγε, ο γύφτος
το αναμέραγε. Κιαυτουνού τα μάτια γέλαγαν. Ετούτοι που μπήκαν στο μαγαζί του θα
τον διαγούμιζαν!
Ενα μικρότερο ντιψί με αχείλια ψηλότερα. Τέτοιον νταβά δεν
είχε ματαϊδεί. Είχε αυτιά χαλκωματένια, κι από τις δυο μεριές κι από πάνω καπάκι
με χειρολαβή. Σιγά μη δε θα τόπαιρνε για τη Θοδωρούλα! Τόβαλε στην άκρη μαζί με
άλλους τρεις νταβάδες, χωρίς χερούλια. Σαυτούς θα ψήνονταν γκιουβέτσια,
μικρότερα ψωμάκια αλλά κι οι λειτουργιές για την εκκλησιά. Αναμέρισε ακόμα ένα
σιδεροτήγανο μαζί και δυο χαλκοτήγανα. Στο χαλκοτήγανο, βαθύτερο από το
σιδερένιο μαγειρεύονταν πρόχειρα φαγητά για λίγα άτομα. Κρέας, τραχανάς,
ζιουματούρα. μαμαλίγγα. Δυο κακάβια και τρεις τέτζιερες σε διάφορα μεγέθη με
αρβάλια και ξαρβάλωτα και τρεις κούτουλες έναν μπακιρένιο και δυο από πάφλα,
όλους με χερούλια, να ρίχνουν το γάλα στις τσαντήλες στο τυροκόμισμα, αλλά και
για να πίνουν νερό να ρίχνουν το γάλα στις τσαντίλες, αλλά και για να πίνουν
γάλα ή νερό. Κι άμα πάλιωναν, θα τάΙζαν μαυτούς τρόγαλο τα σκυλιά.
Ένα
λαδορόι από πάφλα είδε η Λάμπρω, δίπλα στα χουλιάρια. Ούτε αυτή είχε στο δικό
της κονάκι μα μήτε κι ο Θάνος. Αλλά στη Θοδωρούλα θα τόπαιρνε. Ξεδιάλεξε και
σιδερένια χουλιάρια, μεγάλα και μικρότερα, δυο μπρίκια, ένα μπακιρένιο τσουκάλι
για νερό, μια σκάρα για ψήσιμο και δυο σούφλες σιδερένιες, μια λιανή για
κοκορέτσια και μια χοντρότερη για κρεατικά. Ξυλένιες είχαν αρκετές. Και δεν
είχαν ανάγκη από τίποτες ξύλινο.Ολα τάφτιαχνε στο χωριό τους ο μπαρμπα Μήτρος.
Τεχνίτης από τους λίγους, μισό αιώνα τώρα στο τσαντιρένιο αργαστήρι του
μπαινόβγαινε κόσμος από όλο τον κάμπο και τα γύρα χωριά.
Πήρε ακόμα τρία
χαλκωματένια γκιούμια με όμορφο στενό λαιμό και μποτσινάρι και κούπωμα για το
στόμα του. Μαυτό θα κένωνε κρασί και κρύο νερό η Θοδωρούλα. Αλλά και νερό για να
νιφτούν με τα γκιούμια θα νάριχναν. Ομορφα αγγειά σκέφτηκε η Λάμπρω, μα όχι
βολικά. Από μέσα δεν καλαλίζονταν και ήταν και βαριά μια κι ήταν από χάλκωμα.
Αλλά δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Αναμέρισε καμιά δεκαριά τάσια για να πίνουν
νεράκι και κρασί, δυο παγούρια φτιαγμένα από μολύβι, ήταν απ΄το Μωριά της είπε ο
καλατζής, μια και στα Γιάννενα δεν δούλευαν το μολύβι, για να κερνάνε μαυτό
κρασί ή τσίπουρο. Απ΄ αυτό έπιναν με τη σειρά όλοι βυζαίνοντας από το στόμιό
του. Γύρισε πιο πίσω πού είχε δει μια ξύστρα για να ξύνει η Θοδωρούλα, τα
πλαστήρια και δυο τενεκεδένια δοχεία με κουπώματα για το κουβάλημα του νερού,
αλλά και να κουβαλάνε το γάλα. Κι ακόμα ένα τσίγκο, σαν βαρέλι χωρίς κούπωμα για
νερό και μια ποτήστρα για τον κήπο.
Εβαλε στην άκρη μια λιένη, σιδερένια
λεκάνη για το νίψιμο και το λούσιμο κι ένα σκαφίδι από λευκοσίδηρο.
Εδειξε
στο γύφτο ένα μεγάλο μπακιρένιο καζάνι κι ένα μικρότερο κιαυτό χαλκωματένιο. Το
μεγάλο ήταν χρήσιμο για το πλύσιμο των σκουτιών και το μικρότερο για μαγείρεμα
σε γιορτές που θα είχαν να κάνουν κουμάντο για πολλούς. Είδε κι ένα ρακοκάζανο
όμορφο, χάλκινο, αλλά τέτοιο είχαν δικό τους.
Τώρα η Λάμπρω μόνο χάζευε την
πραμάτεια του γύφτου. Είχε πάρει όλα τα αγγειά, που χρειάζονταν για να ανοίξει
σπίτι.
Εβγαλε ο Θάνος τη σακούλα και σαν λογαριάστηκε με το αφεντικό του
γύφτου, τον έμπορα, πλέρωσε με λίρες χρυσές. Κιέβαλε και δυο τρεις στην τσέπη
της ποδιάς της Λάμπρως κρυφά. Ο Γιαννούλης το κατάλαβε μα δεν είπε τίποτε. Ένα
χαμόγελο έσκασε κάτω απ΄τα παχειά μουστάκια του. Πάντα τον βοήθαγε ο Θάνος και
κρυφά και στα φανερά. Μα ετούτες οι λίρες ήταν χάρισμα στη Λάμπρω να τις χαλάσει
αυτή όπως σκεφτεί. Αν κιαυτή, ο Γιαννούλης τόξερε από άλλες φορές, σε καμιά
ανήμπορη θα τις έδινε.
Εστειλε ένα γυφτόπουλο, ο μαγαζάτορας να φωνάξει τον
Αποστόλη τον παραγιό, να ρθει με τα μουλάρια να φορτώσουν, να κινήσουν σήμερα
κιόλα για το χωριό, αφού περάσουν από το χάνι να φάνε και να πάρουν και τ'
άλογα.
Σαν αποφόρτωσαν κι όλοι μαζί έκαναν κι έναν έλεγχο μην ξέχασαν τίποτε
στο μαγαζί, έβαλε ο Θάνος κάμποσα γρόσια στο χέρι του γύφτου που τους βοήθησε
στις αγορές. Αυτό του φίλησε το χέρι και κίνησαν για το χάνι.
Η Λάμπρω
στάθηκε μπροστά σε ένα μαγαζί με ασημικά κι έδειξε με το χέρι της στους άντρες
που την κοίταγαν τα εικονίσματα. Δεν θάταν πρέπο να μην αγοράσουν εικονίσματα
για το σπίτι τη Θοδωρούλας.
Αιντε της είπε ο Θάνος κι εκείνη πήρε ένα
κόνισμα τη Παναγιάς με το Χριστό να τον κρατάει στα χέρια, κι ένα τ' Αηθανάση,
μεγάλη η χάρη του είπε και σταυροκοπήθηκε, πούχαν την εκκλησιά του στο
χωριό.
Σίμωσε ο Θάνος να πλερώσει τον άνθρωπο και τούπε να του ξεδιαλέξει δυο
ζευγάρια σκουλαρίκα, μαλαματένιες τραμντάνες. Ενα για τη Θοδωρούλα κι ένα για τη
νύφη του, την Πατρούλα, του πρώτου γιου του, του Γιώργου τη γυναίκα. Ο Νίκος και
ο Κώτσιος ήταν ανύπαντροι ακόμα.
Και μια ταμπακιέρα ασημένια διάλεξε ο ίδιος
και τη χάρισε στον αδερφό του το Γιαννούλη, που ήταν θεριακλής στο να φουμάρει.
Είπε να πάρει κιαυτός μια αλυσίδα για το ρολόι του, αλλά μετάνιωσε. Γέρασε,
σκέφτηκε, δεν ήθελε πλια στολίδια. Καλύτερα ένα θυμιατό να πάρει του παπά
Γιωργάκη τ' αλλουνού τα' αδερφού του για την εκκλησιά τ' Αηθανάση, εκεί που θα
γένονταν ο γάμος τη Θοδωρούλας. Καλή ιδέα, χαμογέλασε και τόκανε πράξη.
Είχε
πάει μεσημέρι σαν έφτακαν στο χάνι. Εφαγαν και έκατσαν λίγο να ξαποστάσουν. Θα
κίναγαν νωρίς για να βραδιάσουν στο χάνι στο Τέροβο ή στα Πέντε Μπγάδια αν
πρόκαναν και από κει την άλλη μέρα το δειλινό να ήταν στο χωριό τους, που του
καρτέραγαν οι δικοί τους και πιο πολύ η Θοδωρούλα.
Θανάσης Γ. Γεωργάκης
Από ''Τα μανιτάρια της Ηπείρου''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου