Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Απ' το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ ένα... τσιγάρο δρόμος!


Η είδηση για τον ξαφνικό θάνατο του θείου Χαράλαμπου αιφνιδίασε τους πάντες!

-Μα πώς; Αναρωτήθηκε ο Ζαχαρίας.
Τι πώς Χριστιανέ μου, τον αποπήρε η γυναίκα του. Αυτός πια ήταν το ανθολόγιο των παθήσεων. Πίεση, χοληστερίνη, σάκχαρο, αρθριτικά, προστάτης. Άντε τώρα ντύσου, για να πάμε στην κηδεία.
Αυτό το «ντύσου» ακούγεται πάντα απειλητικό. Σημαίνει δηλαδή, ότι πρέπει να βγάλεις τα καθημερινά σου ρουχαλάκια, αυτά που συνηθίζεις να φοράς, γιατί έτσι βολεύεσαι. Έτσι γουστάρεις. Έτσι είσαι ο εαυτός σου. πρέπει λοιπόν να τα βγάλεις και να φορέσεις κουστούμι. Μάλιστα. Ακούγεται εύκολο αλλά δεν είναι.
Το κουστούμι το μπλε -μπλε νουάρ- για την ακρίβεια, είναι επιμελώς τοποθετημένο σε ζελατίνα. Φρεσκομυρίζει καθαριστήριο. Καταλαμβάνει τον αριστερό χώρο της ντουλάπας. Και στέκει με την ανάλογη έπαρση, περιμένοντας κοινωνικές εκδηλώσεις του επιπέδου του. Τουτέστιν γάμους, βαπτίσεις, κηδείες.
Από τη μια εκδήλωση στην άλλη, όμως, μεσολαβούν ικανά χρονικά διαστήματα κι ο σωματότυπος αλλάζει. Μεγαλώνει τσιμπάς κάνα κιλό παραπάνω. δημιουργείται περιμετρικά ναυαγοσωστικού τύπου σωσίβιο. Ιδρώνεις και ασφυκτιάς γενικά με περισσή ευκολία.
Κι αυτό το κουστούμι αρχίζεις πλέον να το κοιτάς εχθρικά, κάθε που ανοίγεις το φύλλο της τετράφυλλης -από μαόνι- ντουλάπας, προίκα της γυναίκας σου.

Ο Ζαχαρίας, για παράδειγμα, έχει συνεργείο. Φοράει όλη τη μέρα τη μπλε φόρμα της δουλειάς του. Όταν βγάζει βόλτα το σκύλο φοράει τις φόρμες του. Όταν βλέπει ποδόσφαιρο στο σπίτι φοράει τα τζάμπερς του. Κι όταν πηγαίνει με την συμβία του για καφεδάκι, παγωτό και τα σχετικά. φοράει μπλου τζινς και polo μπλουζάκια.
Γενικά ο Ζαχαρίας είναι βολικός άνθρωπος. Φοράει οτιδήποτε εκτός από κουστούμι και ράσο! Το πρώτο από πεποίθηση. Το δεύτερο γιατί ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να γίνει παπάς.
Μόλις προκύπτει όμως κοινωνικό συμβάν. Μόλις ακούσει τη γνωστή φράση: -άντε τώρα να ντυθείς κι εσύ. Εκεί ο Ζαχαρίας χάνει τη μπάλα. Θες το λευκό υποκάμισο, που κουμπώνει μέχρι επάνω. Θες το σακάκι, που όσο να πεις τον στενεύει. Θες ο λαιμοπνίχτης, που παιδεύεται να δέσει τον κόμπο και ποτέ δεν τον πετυχαίνει. Τέλος πάντων, από την ώρα που «ντύνεται» και μετά δεν ξέρει τι του φταίει.
Και δεν είναι μόνο το κουστούμι, είναι και τα παπούτσια. Τα «καλά του». Επιλογή της γυναίκας του. Μυτερά λες και πρόκειται να σημαδέψει κατσαρίδα στη γωνία.
-Άσε ρε γυναίκα να βάλω τα Adidas μου. (κρυφό καμάρι τάχει. Adidas Energy. 124 ευρώ παρακαλώ)
Δεν πάνε Χριστιανέ μου.
-Γιατί δεν πάνε, εγώ έχω δει τον Μικ Τζάγκερ. φοράει κουστούμι με αθλητικά παπούτσια.
Ζαχαρίααα τελείωνε. Πέρασε η ώρα, θ' αργήσουμε.
Ε, από κει κι ύστερα αρχίζει το μαρτύριο. Στέκεται όρθιος στην εκκλησία κι ο κάλος τον πεθαίνει, η γραβάτα τον πνίγει. βγάζει συνέχεια το μαντήλι του και σκουπίζει το μέτωπο. Κι ακούει από πίσω και τη θεία Αγλαΐα. να σχολιάζει: Είδες ο Ζαχαρίας πόσο τον αγάπαγε τον μακαρίτη το Χαράλαμπο. Φαίνεται το παλληκάρι είναι πολύ συγκινημένο.
Ο Ζαχαρίας κάνει να ξεσφίξει λίγο το λουρί του παντελονιού, μα με τόσο κόσμο, πού να τολμήσει, φοβάται μη παρεξηγηθεί.
Στο τέλος έρχεται κι η ώρα των ασπασμών και των εναγκαλισμών με τους συγγενείς, τους φίλους και τους εν γένει παρευρισκόμενους. Εδώ πάλι ο Ζαχαρίας δείχνει αμήχανος, δεν συμμετέχει.
Αυτός που πάντα είναι λαλίστατος. Με διακριτικό χιούμορ ακόμα και στις δύσκολες στιγμές. Αυθόρμητος και γλυκόλογος. τώρα μοιάζει σαν να βρίσκεται αλλού.
-Ζαχαρία! Τον σκουντάει η γυναίκα του, πήγαινε να χαιρετήσεις τον κ. Κατραμπανέλη, είναι ο γυμνασιάρχης στο σχολείο των παιδιών.
Άσε με ρε γυναίκα.
Η γυναίκα του, του ρίχνει μια από κείνες τις ματιές «καλά, θα τα πούμε σπίτι».

Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα. Κάθε άνθρωπος ανάλογα με τις δραστηριότητές του και δη τις επαγγελματικές, επιλέγει και τα ρούχα του.
Γιατί πώς να το κάνουμε; Άλλες ανάγκες έχει ένας τσοπάνος απάνω στο αγαπημένο Μιχαλίτσι. άλλες ένας συνταξιούχος τραπεζικός, που ταΐζει τις πάπιες στον υδροβιότοπο. κι άλλες ένας βαρύτονος τραγουδιστής της Όπερας, που κάνει πρόβες μπροστά στον καθρέφτη διαπιστώνοντας πως:
«Φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει
έκφραση αλλάζει και μας πλανεύει».
Πέρα από το επάγγελμα και τον τόπο διαμονής, τα ρούχα μας είναι μέρος της προσωπικότητάς μας. Υπογραμμίζουν τη στάση μας απέναντι στη ζωή. Και υπογράφουν κατά κάποιο τρόπο την αισθητική μας.
Όλοι μας λίγο - πολύ έχουμε μια αδυναμία σε ένα πουλόβερ ή ένα παλιό ζευγάρι μπότες, που αρνούμαστε πεισματικά να αποχωριστούμε όσο κι αν αυτό τρίβεται ή παλιώνει.
Για την περίπτωση εξάλλου έχουν γραφτεί και τα ανάλογα άσματα: «Το παλιό μου παλτό» τραγουδά με πάθος ο Δάντης. «Το πουκάμισο το θαλασσί» (που το φόραγε πότε ο ένας πότε ο άλλος) τραγουδά ο Νταλάρας.
Και για κείνα τα πολυφορεμένα «Blue Suede Shoes». μας κάνει λόγο -ο βασιλιάς των βασιλιάδων- ο ένας κι αξεπέραστος Elvis Presley.
Μέχρι εδώ καλά. Εκεί που το πράγμα πολλές φορές ξεφεύγει και γίνεται ιλαρό, είναι όταν ένας άνθρωπος διαφοροποιεί τις συνήθειές του, προκειμένου να παραστήσει κάτι άλλο.
Όταν, για παράδειγμα, μια υπέρβαρη κυρία προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε δωδεκάποντες γόβες μιμούμενη τα καλλίγραμμα μοντέλα, που βλέπει στην τηλεόραση. ή όταν μία υπέργηρη κυρία προσπαθεί να κάνει την Αλίκη στο Ναυτικό. ή όταν ένας μάγκας της ψαραγοράς, ντύνεται χρηματιστής της Σοφοκλέους, για να ταιριάξει με την καινούργια του Mercedes S-Class. (Το τελευταίο παράδειγμα δεν είναι τυχαίο. Πρόσφατα το ΣΔΟΕ τσίμπησε έξι «ψαράδες» στην ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, που απέκρυψαν φόρους 8.068.000 ευρώ).


Αν αυτή η αδυναμία μας, να παριστάνουμε αυτό που δεν είμαστε στην πραγματικότητα, περιορίζονταν στην επιλογή ενδυμάτων, κανένα πρόβλημα.
Όταν όμως αλλάζουμε θέσεις, ιδεολογίες και κόμματα σαν να αλλάζουμε φούστα - μπλούζα, τότε κάτι μυστήριο συμβαίνει σε τούτο τον τόπο. Μυστήριο που δεν κρύβεται στον τάφο της Αμφίπολης αλλά στη δίψα του νεοέλληνα να τα «κονομήσει», να βολευτεί, να εξελιχθεί, να ανέλθει (κάνοντας άλλους να κατέλθουν), να αρπάξει ό,τι μπορεί ξεκινώντας από μηδενική γκανιότα και φτάνοντας σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία.
Το πολιτικό παιχνίδι των τελευταίων δεκαετιών είναι ουσιαστικά παιχνίδι γκαρνταρόμπας. Βγάζω το ζιβάγκο όταν καταρρέει το ΠΑΣΟΚ και βάζω Νεοδημοκρατικό μπλέιζερ. Μόλις οι δημοσκοπήσεις δείξουν άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, καταχωνιάζω το σακάκι στο χρονοντούλαπο και βγάζω το Burberry πουκαμισάκι. Ω ναι, τα Burberry's αρέσουν πολύ στον Αλέξη. όπως και τα «Ralph Lauren».
Με αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο ελίσσομαι, προχωρώ, αξιοποιώ τις γνωριμίες μου και είμαι μέσα στο παιχνίδι.
Έρχεται κιόλας στο νου μου μια χαρακτηριστική περίπτωση, από τις πολλές που ο καθ' ένας μας γνωρίζει:
Στη δεκαετία του '80 μια νεαρή γυναίκα υποστήριζε με πάθος το ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα για ανταμοιβή την έβαλε στην Ολυμπιακή (καλά το τι κόσμο χώραγε αυτή η Ολυμπιακή. θάπρεπε να γραφτεί ολόκληρος τόμος). Περνώντας τα χρόνια διεπίστωνε ότι παρέμεινε στάσιμη στην εταιρία -προηγούνταν άλλοι ΠΑΣΟΚοι- κι άρχισε να καλοβλέπει την αξιωματική αντιπολίτευση. Μεθοδικά και με στοχευμένες κινήσεις μεταλλάχτηκε σε ένθερμη Νεοδημοκράτισσα! Η Ν.Δ. για ανταμοιβή το 2004 την έκανε αεροσταθμάρχη! Μάλιστα, ένα ολόκληρο επαρχιακό αεροδρόμιο για πάρτη της. Ευτυχώς τελικά συνταξιοδοτήθηκε. Γιατί αν συνέχιζε τις πολιτικές μεταμφιέσεις, στην αναμενόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα κατέληγε υπουργός μεταφορών.

Βέβαια, ο καθ' ένας το παλεύει όπως μπορεί. Όμως είναι οξύμωρο. Αυτά τα τελευταία χρόνια -τα χρόνια της κρίσης- αυτοί που θορυβούν και κλαψουρίζουν πιο πολύ απ' όλους, είναι αυτοί που ευθύνονται για το σημερινό κατάντημα: Συνδικαλιστές που απομυζούσαν τις ΔΕΚΟ, επίορκοι υπάλληλοι, μεγαλοστελέχη οργανισμών με καταθέσεις που προκαλούν ίλιγγο, οργανωμένες «συμμορίες» απορόφησης κοινοτικών κονδυλίων, παρασιτικά δημοσιοϋπαλληλικά καρτέλ, αχόρταγα τρωκτικά των δημοσίων ταμείων.
Όλος αυτός ο συρφετός καλοπέρασε και θέλει να συνεχίσει να καλοπερνάει. Όταν μάθεις στα πολλά δεν μπορείς πλέον να ζεις με λίγα. Όταν ο ουρανίσκος συνηθίσει το malt whisky δεν ξαναγυρίζεις στο ούζο.
Το πάρτι για όλους αυτούς συνεχίζεται. Απλά χαμήλωσαν για λίγο τα φώτα και λιγόστεψαν τα καναπεδάκια με το χαβιάρι. Δεκάρα δεν δίνουν αν η χώρα είναι χρειοκοπημένη.
Αν η μεγάλη μερίδα της Ελληνικής κοινωνίας περιμένει την καταβολή των συντάξεων στο τέλος του μήνα (των συντάξεων των γονιών τους) για να πάει από το ένα σούπερ μάρκετ στ' άλλο, να προλάβει τις προσφορές και να προμηθευτεί τα απολύτως απαραίτητα.
Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να αλλάξουν πάλι ρούχα. Να αναρτήσουν καινούργια ταμπέλα. Να χειροκροτήσουν άφθαρτο αρχηγό.


Ομογενοποιήθηκαν ήδη με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε λίγους μήνες θα επιστρέψουν στο παιχνίδι δυναμικά: Θα κρατικοποιήσουν ό,τι πετάει κι ό,τι κολυμπάει. Θα διορίσουν ξανά όλους τους συγγενείς τους. Θα ευλογήσουν την «απευθείας ανάθεση». Και θα θωπεύσουν λάγνα την μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας μας: ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ.

Εξάλλου, έσκασε μύτη ανάμεσα στους Καραγκιοζοπαίχτες και η Μεγάλη Αρχόντισσα του 2004. Τότε που η σπατάλη του δημοσίου χρήματος εκτοξεύτηκε στο διάστημα μαζί με τα ντοπέ μετάλλια, που κατακτήσαμε.
Η Αρχόντισσα του 2004 επιστρέφει όπως ο Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ στον «Εξολοθρευτή»! Κάθεται ηγεμονικά πλησίον του Αλέξη. Σηκώνει αυστηρά το καλοσχεδιασμένο τοξοτό της φρύδι και μας κοιτάει στα μάτια.
Γιάννα ready for business.

Γράφει η Τζέννυ Π. Σιαμαλέκα

Δεν υπάρχουν σχόλια: