Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Ο Σιούλας ο Εντέκατος....

Γράφει ο Γιώργος Γιαννάκης

Χάσου από δω αχαΐρευτε σε βάλαμε να φυλάξεις πέντε γίδια και αυτά δεν αφήκαν κηπάρι για κηπάρι α να χαθείς ανίκανε τούτα του αμόλησε ο μπάρπα Περδίκας στον έρμο το Σιούλα που δεν ήταν πρώτη φορά που τα άκουγε.   

Αυτό το άκακο ανθρωπάκι που ήταν σήκω- σήκω κάτσε κάτσε που δεν είχε πειράξει ούτε μερμήγκι. Ορφανό από πατέρα, χάθηκε εκεί  στο ποτάμι καθώς  έκανε τον κερατζή  και πήγε να περάσει απέκη τον  πήρε  ο Καλαμάς και τον έφτακε στη θάλασσα. Η μάνα του μια μισόζουρλη, μοναχός του μεγάλωσε κάνοντας θελήματα παίρνοντας κάνα  γροσόπουλο έτσι έλεγε τα χρήματα. Κάποτε έτρωγε και κάνα κομμάτι  ψωμί από  καμιά αγγαρεία που έκανε.

Σιούλα έλα εδώ θα πας απάνω στο βουνό στον  τσέλιγγα  τον Καραγιώργο και θα του πεις αύριο σιμά στο δείλι  θα περάσω για τα αρνιά του λέει ο χασάπης ο Νικολός Ού γραμμή ο Σιούλας  αρέντα να μην χάσει με τίποτα το δίφραγκο για το βουνό και από αυτά και τόσα άλλα και τι δεν έκανε.  Όλοι τον είχαν του ποταμού ,θυμάμαι τα καψώνια που του κάναν τα παιδιά και τρελαίνομαι. Περισσότερο εκείνος ο Ηλίας ο γιός του γραμματικού εγώ τον έλεγα  Μαυρολία και με μάλωνε η μάννα μου που ήταν ξαδέρφες με την μάννα του του ,είχε  βάλει μια κοπριά ο    αθεόφοβος τυλιγμένη σαν γιαπράκι και του δωκε να την φάει. 

Ήταν Ανάσταση, τα παιδιά βαρούσαν την καμπάνα κάποια στιγμή την αναποδογύρισαν έρχεται ο επίτροπος, ποιός το έκανε; 

-Ο Σιούλας λένε τα παιδιά  

-Άκου εδώ  του λέει του Σιούλα κάθε χρόνο η εκκλησιά φρόντιζε και έκανες Πάσχα φέτος δεν θα κάνεις. 

Άκου τι του είπε ο  παλιάνθρωπος   λες και ήταν δικά του τα ξόδια νάνε καλά του αυτός ο καλός άνθρωπος ο ευεργέτης Λαμπρίδης που άφησε λεφτά για τους φτωχούς. Καλά λέει ο Παππούς να φοβάστε αυτουνούς που κάνουν μεγάλους σταυρούς. Ήταν λίγοι που τον λυπόταν, ούτε   για ταίρι στα Λαζαρούδια τον ήθελαν κανένας. 

Ήταν Οκτώβρης μήνας  τα κανόνια ακουγόταν πέρα από τον Καλαμά ξέσπασε πόλεμος. Οι  Ιταλοί από τις πέντε το πρωί προσβάλουν τα πάτρια  εδάφη και «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους» έλεγε ο  Σταυρόπουλος με εκείνη την βροντερή φωνή στο ράδιο. Ο  Σιούλας δεν κρατιέται  το αποφασίζει θα πάω να πολεμήσω, πάει στην Ογδόη Μεραρχία που  είναι εκεί κοντά  στο Καλπάκι. Βρίσκει τον Κατσιμήτρο με τα πολλά παρακαλετά τον βάζει τραυματιοφορέα, τον κατάλαβε ο Ευρυτάνας  ο  Υποστράτηγος μια και αυτός από εθελοντής ξεκίνησε.

 Ο Σιούλας  έτρεχε παντού να μεταφέρει τραυματίες και δυστυχώς και νεκρούς.    Μια μέρα τον φώναξε ο Κατσιμήτρος και του λέει, μπράβο ρε Αναστάση κάνεις καλή δουλειά είναι σαν να πολεμάς με δυο ντουφέκια. Ο Σιουλας το είχε καμάρι κανένας δεν του είχε πει μπράβο και του το λέει ολόκληρος Στρατηγός!!! 

Αφού τους ξεπαστρέψαμε τους  Ιταλούς γύρισε και ο Σιούλας στο χωριό. Αλλά πολύ διαφορετικός δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και νά σου ο  δεύτερος κατακτητής. Οι Γερμανοί αυτή η φοβερή Εντελβάις,  που δεν άφησε τίποτα όρθιο στην  Ήπειρο. Ο Λαός ξεσηκώνετε  δημιουργούνται αντάρτικες ομάδες μια τέτοια και στα Πωγώνια σε μια ενέδρα σκοτώνουν δυο Γερμανούς  καταφτάνουν οι Γερμανοί στο χωριό ο λοχαγός Ντρίχτερ λέει στον Πρόεδρο. "Μαζέψαμε  τους δέκα γιατί μάθαμε ότι ήταν έντεκα [δεν λείπουν ποτέ τα καλά παιδιά  που μαρτυράνε ] αύριο  στο εκτελεστικό θέλω τον ενδέκατο ή αλλιώς θα κάψω το χωριό μαζί και σας." Τον πρόεδρο τον ζώνουν τα μαύρα φίδια την άλλη μέρα όλο το χωριό μαζωμένο στην πλατεία και οι δέκα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Πρόεδρος τρελαίνετε του έρχονται στο νου οι Λιγγιάδες  ωρέ την ίδια τύχη θα έχουμε και εμείς!!!

Και ξάφνου μια φιγούρα γνώριμη  που περπατάει αργά νωχελικά,  ναι είναι ο Σιούλας ο Χαζοσιούλας ο τιποτένιος  που  έκατσε  εντέκατος στη γραμμή για να σωθεί το χωριό.  ναι το παλληκάρι δεν δέχτηκε ούτε  τα  μάτια να του κλείσουν!!


Γιώργος Γιαννάκης

Απόδημος Κραψίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: