Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Τα σταγονίδια του κ. Παρασκευά


Γράφει ο Αλέξανδρος Γεωργίου

Ο αξιότιμος συμπολίτης κ. Παρασκευάς Αμάραντος, εγερθείς ολίγον πάρωρα εκ της κλίνης του, κατόπιν ανησύχου ύπνου και ενός τρομακτικού ονείρου, εις το οποίον όλοι οι Αθηναίοι είχαν αποθάνει εκ γρίππης, υπό μορφήν πνευμονικής πανώλους και είχεν απομείνει ζωντανός μόνον αυτός εις το απέραντον νεκροταφείον, εφόρεσε τα ρούχα του σπασμωδικώς και έσπευσε να εξέλθη της οικίας του, δια να βεβαιωθή,  εν εγρηγόρσει πλέον, περί της απατηλότητος του κακού του ονείρου. Πριν εξέλθη, έσπευσε, κατά την απαράβατον συνήθειάν του, να ασπασθή την χαριτόβρυτον σύζυγόν του κ. Καλλιόπην.
Κάτω τας χείρας! ανέκραξεν  έντρομος εκείνη. Το Ιατροσυνέδριον απηγόρευσε  τα φιλήματα εις τα χείλη. Τα λουλούδια μαραμένα, τα φιλιά φαρμακωμένα, Παρασκευά μου.
Ο κ. Παρασκευάς εδοκίμασε τότε να αποθέση το πρωινόν του φίλημα εις την δεξιάν της Καλλιόπης.
Ούτε! εκραύγασεν εκείνη. Και αυτό απαγορεύεται. Δεν έμαθες λοιπόν ότι υπάρχουν τρεις μορφαί γρίππης, η πνευμονική, η νευρική και η κοιλιακή και ότι ένα φίλημα ισοδυναμεί με πνευμονικήν πανώλην, μηνιγγίτιδα, τύφον, εντερορραγίαν και βέβαιον θάνατον ; Που ζης, Παρασκευά μου;
Ο κ. Παρασκευάς, ο οποίος καθ’ όλον το διάστημα αυτό ευρίσκετο εις το ρεύμα, καθόσον ή Καλλιόπη είχεν αρχίσει εφαρμόζουσα, από όρθρου βαθέος, τον αερισμόν της οικίας, κατελήφθη από αιφνίδιους πταρμούς. Αντί ν’ ακούση όμως «με της υγείες του», είδε την συμβίαν τρεπομένην εις άτακτον φυγήν κραυγάζουσαν μανιωδώς:
Βοήθεια ! Βοήθεια! Σταγονίδια ! Ο άθλιος μου επέταξε τα σταγονίδιά του. Χαρίκλεια, Παγώνα, Δημητράκη, τρεχάτε, φέρτε τα αντισηπτικά!
Η Χαρίκλεια, η Παγώνα και ο Δημητράκης έσπευσαν επί τόπου, μετακομίζοντες φιάλας με οξυγονούχον ύδωρ, διάλυσιν υπερμαγκανικού καλίου, διάλυσιν άχνης υδραργύρου και ένα πελώριον ψεκαστήρα, μεταφερθέντα επειγόντως από το κτήμα του κ. Αμαράντου, όπου εχρησίμευε διά την ράντισιν των αμπέλων. Επεδόθησαν δε πάραυτα εις γενικήν απολύμανσιν εμψύχων και αψύχων, μηδέ των κατοικίδιων ζώων εξαιρουμένων. Εν  τω μεταξύ ο κ. Αμάραντος, έντρομος, έσπευσε να καταφύγη εις το δωμάτιόν του και να αναμένη εκεί το πεπρωμένον. Διά κάθε ενδεχόμενον όμως, έκρινε καλόν να ζητήση ένα θερμαντικόν ποτόν προς αποσόβησιν του κρυολογήματος. Κατεκλίθη εις την  κλίνην του και εφώναξε:
Καλλιόπη, ένα ζεστό, παιδί μου. Δεν μου κάνετε ένα ζεστό; Ένα τίλλιο, ένα χαμομήλι; Γρήγορα! 
Καλά, καλά! ηκούσθη μία φωνή.
Επέρασεν όμως αρκετή ώρα και το ζεστό δεν εφαίνετο. Εν τω μεταξύ ο κ. Παρασκευάς ήκουσεν από την κλίνην του τον εξής διάλογον, διαμειβόμενον μεταξύ  τριών προσώπων εις τον διάδρομον:
Πήγαινε λοιπόν, Παγώνα, το ζεστό του αφέντη σου.
Τί είπατε, λέει; Εγώ να του πάω το ζεστό; Να μου πετάξη σταγονίδια; Δεν έχω όρεξι να πεθάνω, κυρία μου. Και είμαι και αρραβωνιασμένη. Ας το πάη η Χαρίκλεια.
Δεν μπαίνω εγώ εκεί μέσα να χαλάση ο κόσμος. Στη φωτιά θα μπω για  είκοσι ψωροδραχμές που παίρνω; Ορίστε μας ! Ας το πάη ο Γιωργάκης.
— Άϊντε, Γιωργάκη, παιδί μου, εσύ πού είσαι παλληκάρι. Πήγαινε το ζεστό του κυρίου. Να χαρής τα μάτια σου.
Ό,τι άλλο αγαπάς, κυρία μου. Αλλά με σταγονίδια δεν ανακατεύουμαι. Η μάννα μου δεν έχει άλλο παιδί από μένα. Δεν το πας του λόγου σου, κυρία, που τον έχεις και άνδρα;
Θα πήγαινα, βρε παιδί μου. Αν αρρωστήσω όμως κι εγώ, ποιός θα τον περιποιηθή τον αφέντη σου; Αυτό είνε, βλέπεις.


Ο κ. Παρασκευάς, υποστάς όλην αυτήν την τραγικότητα τον φοβερού διαλόγου και βλέπων εαυτόν εγκαταλελειμμένον σκληρώς εν τω ιδίω του οίκω, ετινάχθη από την κλίνην του, ήρπασε με απεγνωσμένας κινήσεις τον πλατύγυρον πίλον του και έλαβε την τρομεράν απόφασιν να δραπετεύση του οίκου του, ως ο αείμνηστος Τολστόης. Και, αν αποθάνη, ν’ αποθάνη τουλάχιστον εις τούς δρόμους, ξένος μεταξύ ξένων. Κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και μετ’ ολίγον ευρέθη εις το πεζοδρόμιον. Την στιγμήν αυτήν ακριβώς διήρχετο ενώπιόν του ένα εξοχικόν τραμ. Επέβη του οχήματος, ως αλλόφρων, με κατεύθυνσιν προς το άγνωστον. Όλαι όμως αι θέσεις ήσαν κατειλημμέναι και ο κ. Παρασκευάς εστάθη κλονούμενος επί των ποδών του, εις τον διάδρομον. Άλλ’ έξαφνα μία σατανική σκέψις επεφοίτησεν εις τον τεταραγμένον εγκέφαλόν του:
Αψούτ!
Ο διάδρομος πάραυτα εκενώθη.
Αψούτ!
Όλοι οι καθήμενοι επιβάται εστράφησαν έντρομοι προς τον άνθρωπον με τα σταγονίδια.
Αψούτ!
Πέντε θέσεις εκενώθησαν αυτοστιγμί.
Ο κ. Παρασκευάς κατέλαβε και τας πέντε διά τον εαυτόν του, το επανωφόρι του, την ράβδον του, τον πλατύγυρον πίλον του και το νυκτικόν του, το οποίον είχε συναποφέρει εις την φυγήν. Εξέδραμεν ανέτως εις την εξοχήν, επέστρεψεν επίσης ανέτως δια της ιδίας μεθόδου, έφαγεν εις το εστιατόριον επίσης ανέτως, εκκενώσας μ’ ένα πταρμόν ολόκληρον τραπέζι, και επί τέλους απεφάσισε να επιστρέψη εις προχωρημένην ώραν εις τα ίδια. Η πιστή σύζυγος τον ανέμενεν εις την κλίμακα.
Τι έγεινες, Παρασκευά μου; Ανησυχήσαμε. Τι ώρα είνε αυτή που γυρίζεις στο σπίτι σου;
Ο κ. Παρασκευές επήρε μίαν βαθυτάτην αναπνοήν και απήντησεν:
Αψούτ I
Η κ. Καλλιόπη καπνός ην και διελύθη. Θέσας τοιουτοτρόπως εκποδών διά των θαυματουργών σταγονιδίων του και το τελευταίον αυτό εμπόδιον, που του έφρασσε τον δρόμον του, επήγε και εκοιμήθη μακαριώτατα, ευλογών τα μικρόβια της γρίππης και τον Πφάΐφερ, ο οποίος τα ανεκάλυψεν.

Παύλος Νιρβάνας
Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 12 Οκτωβρίου 1918


Ο γνωστός λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας έγραψε το πιο πάνω χρονογράφημα κατά το χρόνο της κορύφωσης στην Ελλάδα της ισπανικής γρίπης. Το αναφερόμενο στο κείμενο Ιατροσυνέδριον ήταν το θεσμοθετημένο επιστημονικό όργανο, σύμβουλος των κυβερνήσεων σε θέματα επιδημιών κλπ., αντίστοιχο της σημερινής επιστημονικής ομάδας για τον κορωνοϊό (ναι, υπήρχαν και πριν εκατό χρόνια όργανα-σύμβουλοι της εκτελεστικής εξουσίας, δεν ανακαλύφθηκε τώρα ο τροχός).
Το συγκεκριμένο χρονογράφημα είναι μία άκρως γλαφυρή περιγραφή των προ δεκαετιών αντιδράσεων των ανθρώπων σε κατάσταση επιδημίας. Θα μπορούσε να γραφεί με τις ίδιες λέξεις και σήμερα, όπως θα μπορούσε εξίσου να προδιαγράψει μελλοντικές ανθρώπινες συμπεριφορές. 
Αυτό που κάνει τους συγγραφείς (και όχι μόνο) σπουδαίους είναι η διαχρονικότητα των έργων τους. 



Αλέξανδρος Γεωργίου
Δικηγόρος Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: