Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Νοσταλγία
και βουβός, αλλ’ ασίγαστος πόθος, δεμένα
μ’ ένα απροσμέτρητο σε βάθος συναισθηματικό
εθιμικό αποθησαύρισμα, αναμοχλεύουν
στο νου και στην ψυχή μας, με κάποιο
απαλό κι ολόγλυκο αναπλαστικό σκίρτημα,
ημέρες, ώρες, εικόνες, αναμνήσεις από
την αλλοτινή παραδοσιακή γιορταστική
ζωή στα Τζουμέρκα κατά τις Αποκριές της
Μεγάλης Σαρακοστής. Αναζητάμε τέτοιες
μέρες με ανύσταχτη προσδοκία την παλιά
χαρά, που ξαλαφρώνει την καρδιά, καθώς
κυλάει βιαστική και φευγαλέα μαζί με
την τρεχάτη ζωή μας στην ασάλευτη και
ατάραχη κοίτη του χρόνου. Έτσι η δίμορφη
θεά των αρχαίων Ελλήνων η ωραία
«Μνημοσύνη», ή ξανθή «Αρμονία» μπαίνει
στον λαβύρινθο του χρόνου κι ελευθερώνει
απ’ το παραδοσιακό σεντούκι της την
ταπεινή κι ολόκαρδη χαρά, για να πετάξει
πάνω απ’ την πικρή καθημερινότητά
μας.
Τη χαρά της Αποκριάς. Με την
φτωχική, απλοϊκή, όμως τόσο γραφική
αχαμνοσύνη της ασουλούπωτης μεταμφίεσης,
τα μαντιλομπουμπουλώματα μικρών και
μεγάλων, με τα χοντροκομμένα, αλλά
πανέξυπνα, αστεία και πειράγματα. Με
τις παρέες των προσωπιδοφόρων και τα
έξυπνα λογοπαίγνια και καμώματα στους
δρόμους. Με τα ευτράπελα και σκωπτικά
τραγούδια των μασκαράδων στις γειτονιές
και τα κρασονυχτικά χωρατά και χαροκόπια.
Οι ολάνοιχτες πόρτες των σπιτιών
βροντούσαν κι έτρεμαν απ’ τα χτυπήματα
των μασκαρεμένων επισκεπτών ως αργά το
βράδυ κι ήταν όλοι καλόκαρδοι,
καλοπροαίρετοι, καλοδεχούμενοι.
Οι
νοικοκυρές, για το καλό του σπιτιού,
πρόθυμα πρόσφεραν στους μασκαρεμένους
κρασί, κρεατόπιτα ή τυρόπιτα ή γαλατόπιτα,
από παχύ γάλα όψιμης γέννας ζωντανών
τους, την «κλαστρόπιτα» και ακολουθούσαν
χοροί, πηδήματα, σπαρταριστά αποκριάτικα
παιγνιδίσματα, γανώματα, πειράγματα,
γέλια. Μετά το τελετουργικό τους
αποκαλύπτονταν, αντάλλαζαν θερμές ευχές
και έφευγαν για άλλη επίσκεψη, άλλο
ξεφάντωμα, φαγοπότι και Διονυσιακό
μασκαρομεθύσι.
Σήμερα άλλαξαν τα
πράγματα.
«Όλα σ’ αυτή τη γη
μασκαρευτήκαν/ονείρατα, ελπίδες και
σκοποί,/ οι μούρες μας μουτσούνες
εγινήκαν/δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.»
Γεώργιος Σουρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου