Δομολεσσά Σελλών
Η Δομολεσσά (Τοπική Κοινότητα Σενίκου - Δημοτική
Ενότητα ΣΕΛΛΩΝ), ανήκει στον δήμο ΔΩΔΩΝΗΣ της Περιφερειακής Ενότητας ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της
Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".
Η επίσημη ονομασία
είναι "η Δομολεσσά". Έδρα του δήμου είναι η Αγία Κυριακή και ανήκει στο
γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το
σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, η Δομολεσσά ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα
Σενίκου, του πρώην Δήμου ΣΕΛΛΩΝ του Νομού ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ.
Η Δομολεσσά έχει
υψόμετρο 356 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος
39,5788826252 και γεωγραφικό μήκος 20,6207173169. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε
στη Δομολεσσά θα βρείτε εδώ.
Η Τουρκικη στατιστικη για τη Δομολεσσα συμφωνα με
το ΣΑΛΝΑΜΕ του 1895
Καζας (τμημα) Παραμιθιας
Αριθμος χανεδον (σπιτια)
7
Πληθισμος ανδρων 36
Πληθισμος γυναικών 21
Πρώην Δήμος
Σελλών
Ο Δήμος Σελλών ήταν δήμος του νομού
Ιωαννίνων που συστάθηκε με το πρόγραμμα
Καποδίστριας από τη συνένωση παλαιότερων κοινοτήτων της περιοχής, που
αποτέλεσαν στη συνέχεια τα δημοτικά διαμερίσματα του δήμου. Λειτούργησε την
περίοδο 1999 -2010 οπότε και καταργήθηκε με την εφαρμογή του προγράμματος
Καλλικράτης και εντάχθηκε στον νέο δήμο Δωδώνης.
Βρισκόταν στα νότια του νομού στα όρια με το Νομό Θεσπρωτίας , και περιλάμβανε
δεκαπέντε δημοτικά διαμερίσματα.
Η έδρα του Δήμου βρισκόταν στον οικισμό Τύρια
του δημοτικού διαμερίσματος Μπαουσιών
δίπλα στον ποταμό Τύρια.
Από τον οικισμό διέρχεται η Εγνατία
Οδός (Κόμβος Σελλών).
Ο Δήμος Σελλών είχε πληθυσμό 2.213 κατοίκους και
έκταση 166.075 στρέματα
Το όνομα του δήμου προέρχεται από τους αρχαίους Σελλούς
ή Ελλούς, κατοίκους της Δωδώνης
και της γύρω περιοχής.
Σελλοί ή Έλλοι
Σελλοί ή Έλλοι που ήταν οι κάτοικοι της αρχαίας
Ελλοπίας , χώρα της Ηπείρου στις πεδινές περιοχές της Δωδώνης και του
λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων.
Σελλοί αναφέρονται από τον Όμηρο, στην Ιλιάδα, οι
ερμηνευτές - « υποφήται » - των εντολών του Δία , θεού της Δωδώνης και των
Πελασγών , ο οποίος βασίλευε στη « δυσχείμερον » Δωδώνη . Τους χαρακτηρίζει
μάλιστα «ανιπτόποδες χαμαιεύναι » ή όπως μεταφράζουν οι Ν. Καζαντζάκης και Ι.
Κακριδής «.χαμοκοιτάμενοι , ανιφτόποδες ζουν οι Σελλοί , οι δικοί σου προφήτες
.», ή «.οι Σελλοί , οι λερόποδοι χαμόστρωτοί σου μάντεις .»όπως εμηνεύει ο Αλ.
Πάλλης το στίχο του ομήρου .
Ο Αριστοτέλης γράφει στα «Μετεωρολογικά»πως οι Σελλοί
ήταν κάτοικοι της αρχαίας Ελλάδας , η οποία βρισκόταν στην περιοχή της Δωδώνης
και του Αχελώου. Σημειώνει μάλιστα ότι ονομάζονταν και Γραικοί, και αργότερα ,
στην εποχή του , Έλληνες .
Οι Σελλοί ή Ελλοί ,σύμφωνα με τον Κ. Φαλτάιτς ήταν
«ομηρική φυλή », η οποία «.εκπεμπομένη εκ της Ηπείρου δια των διόδων της Πίνδου
έδοσεν εις το νότιον τμήμα της Βαλκανικής το όνομα Ελλάς και εις τους κατοίκους
το όνομα Έλληνες.».
Ο Σ .Ι .Δάκαρης υποστηρίζει πως οι Έλλοπες , οι Ελλοί ή
Σελλοί ήταν κλάδος του φύλου των Θεσπρωτών , και «.κατοικούσαν στην πεδιάδα των
Ιωαννίνων και της Δωδώνης την αρχαία Ελλοπία.». Συμπληρώνει επίσης ότι «.είναι
πολύ πιθανόν πως το όνομα Έλληνες δεν είναι άσχετο με το όνομα Ελλοί ». Μάλιστα
οι Σελλοί «. κατά μια αρχαιότατη θρησκευτική συνήθεια δεν έπλεναν τα πόδια τους
(ανιπτόποδες) και κοιμόνταν καταγής (χαμαιεύναι ), για να βρίσκονται διαρκώς σε
επαφή με τη γη , απ' όπου αντλούσαν τη μαντική τους δύναμη, την ικανότητα δηλαδή
να εξηγούν τα θεία μηνύματα...», σημειώνει ο Σ. Ι. Δάκαρης .
Ο N. G. L. Hammond επισημαίνει ότι «.Σελλοί ή Ελλοί της
Δωδώνης στην Ιλιάδα και η Ελλοπίη του Ησίοδου οφείλουν το όνομά τους - ή έδωσαν
το όνομά τους - στον άνω ρου του Αχέροντος , που φθάνει κοντά στη Δωδώνη και το
όνομα αυτό Σελλήεις , έλαβε κατ' επέκταση όλος ο ρους του ποταμού.».
Τέλος ας σημειωθεί πως σύμφωνα με τις θεσσαλικές
παραδόσεις , μυθικός πρόγονος των Ελλών ή Σελλών ήταν ο γιος του Θεσσαλού , ο
δρυμοτόμος Ελλός , ο οποίος επιχείρησε να κόψει τη φηγό, την ιερή βαλανιδιά της
αρχαία Δωδώνης . Τον απέτρεψε ένα περιστέρι μιλώντας του με ανθρώπινη λαλιά ,
και ο Ελλός έγινε ο πρώτος ιερέας του Δία .
Για την ετυμολογία της λέξης Σελλοί ή Ελλοί, η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια "ΠΥΡΣΟΣ" μας πληροφορεί, ότι "...ο ανώνυμος συντάκτης του "Μεγάλου Ετυμολογικού" παράγει το όνομα από τα έλη τα μετά τον κατακλυσμόν συγκεντρωθέντα εν Ελλοπία ή από του ποταμού Σελλήεντος..."
Οι
Ελλοί αναφέρονται στον Πίνδαρο, στον Ησύχιο κ.ά.
Κατά τον Π. Αραβαντινό οι
Σελλοί υπήρξαν «...έθνος Ηπειρωτικόν, οι αυτοί των Ελλών και Σελλιόνων,
οικούντες πέριξ της Δωδώνης, ήτοι εν ταις πεδιάσι των Ιωαννίνων...». Αλλού πάλι
γράφει: «...Σελλον.. Οι Κατσανοχωρίται κάτοικοι, οι και Ελλοί
καλούμενοι...».
Οι Σελλοί ή Ελλοί ήταν «ομηρική φυλή», η οποία
«...εκπεμπόμενη εκ της Ηπείρου δια των διόδων της Πίνδου έδοσεν εις το νότιον
τμήμα της Βαλκανικής το όνομα Ελλάς και εις τους κατοίκους το όνομα Έλληνες...»
σύμφωνα με τον Κ. Φαλτάιτς.
Κατά τον Ευλ. Κουρίλα «.. .η λέξις έχει σχέση
προς το σέλας, και κατά ταύτα Έλληνες (σ.σ. δηλαδή οι Σελλοί ή Ελλοί) είναι οι
φωτεινοί, οι λαμπροί και ένδοξοι...».
Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις
Θεσσαλικές παραδόσεις, ο μυθικός πρόγονος των Ελλών ή Σελλών ήταν ο γιός του
Θεσσαλού, ο δρυμοτόμος Ελλός, ο οποίος επιχείρησε να κόψει τη φηγό, την ιερή
βαλανιδιά της Αρχαίας Δωδώνης. Τον απέτρεψε ένα περιστέρι μιλώντας του με
ανθρώπινη φωνή - λαλιά και ο Ελλός έγινε ο πρώτος Ιερέας του Δία.
Σελλοί
ονομάζονταν οι κάτοικοι της αρχαίας Δωδώνης του Ολύμπου (όπου και το αρχικό
Μαντείο πριν από τον κατακλυσμό του Ωγυγου). Ήταν φύλακες του μαντείου του Διός,
αναγκασμένοι να διάγουν βίον τραχύ και ασκητικό. Η λέξη Σελλοί συναντάται και ως
Έλλοί (δασυνόμενη) δηλ. Έλ-λοι = οι άνθρωποι οι ιεροί που γεννήθηκαν από τους
λίθους (λάας), οι Έλληνες ιερείς του Διός. Σελλοί = οι απόγονοι του
Έλλοπος-Πελασγού, του πρώτου κατοίκου της θεσσαλίας-Περραιβίας. Στην Ιλιάδα, (Π'
233-235): «Ζευ άνα, Δωδωναίε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων
δνσχειμέρον άμφί δέ Σελλοί σοϊ ναίουσ'ύποφήται άνιπτόποδες χαμαιεϋναι». (= Δία
βασιλιά, Δωδωναίε, Πελασγικέ, που κάθεσαι μακριά και προστατεύεις τη Δωδώνη με
το βαρύ χειμώνα, γύρω δε οι Σελλοί κατοικούν, οι ερμηνευτές των χρησμών σου, που
κοιμούνται κατά γης και έχουν άνιπτα πόδια).
~ Ο Πίνδαρος αναφέρει: Ελλοί =
αδελφικός τύπος της ίδιας λέξεως και Σελλοί: συγγενές του Έλληνα.
~ Τους
Φοίνικες, τους πρωτο-έλληνες κατοίκους της Παλαιστίνης που κατάγονταν από την
Ήπειρο, τους ονόμαζαν και Σελέαρ.
5,6 εκατομμύρια Ελληνες α',
β', γ'αλλά και δ' γενιάς αποτελούν σήμερα τον Ελληνισμό της Διασποράς, τον
Απόδημο Ελληνισμό. Με τον όρο "Απόδημος Ελληνισμός" εννοούμε όλους τους
ομογενείς του εξωτερικού είτε αυτοί προέρχονται από τον ελλαδικό ή κυπριακό χώρο
είτε από τις διάφορες ελληνικές εστίες που δεν υπάγονται στην κυριαρχία των δύο
ελληνικών κρατών Ελλάδας και Κύπρου.
Στο σημείο αυτό απαιτείται ένας εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων "Μετανάστης", "Απόδημος", Ομογενής", οι οποίοι άλλοτε χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες και άλλοτε ως επάλληλες είτε υπάλληλες έννοιες.
Ο Μετανάστης προσδιορίζεται από τον αντίθετό του, τον γηγενή τον αυτόχθονα. Δεν αποτελεί εγγενές τμήμα ή παραγωγή του χώρου υποδοχής. Ετσι σαν τμήμα και παραγωγή ενός άλλου ανόμοιου κοινωνικού χώρου εκδιώκεται στην περιφέρεια του κοινωνικού χώρου υποδοχής, εκεί όπου οι ελαστικές δομές καθιστούν την παραμονή του σ'αυτές λιγότερο προβληματική για τις κεντρικές δομές του χώρου υποδοχής αλλά και διότι η ελαστικότητα των περιφερειακών αυτών δομών καθιστά ανεκτή την παρουσία σ'αυτές ξένων και εγκλείσιμων υποχώρων. Η διείσδυση από τις περιφερειακές στις εσωτερικές δομές του χώρου υποδοχής προυποθέτει την πάταξη των αντιστάσεων του γεννήτορα χώρου μέχρι την τελική αλλοίωσή του και προσομοίωσή του με τις παραγωγές του χώρου υποδοχής.
Στο σημείο αυτό απαιτείται ένας εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων "Μετανάστης", "Απόδημος", Ομογενής", οι οποίοι άλλοτε χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες και άλλοτε ως επάλληλες είτε υπάλληλες έννοιες.
Ο Μετανάστης προσδιορίζεται από τον αντίθετό του, τον γηγενή τον αυτόχθονα. Δεν αποτελεί εγγενές τμήμα ή παραγωγή του χώρου υποδοχής. Ετσι σαν τμήμα και παραγωγή ενός άλλου ανόμοιου κοινωνικού χώρου εκδιώκεται στην περιφέρεια του κοινωνικού χώρου υποδοχής, εκεί όπου οι ελαστικές δομές καθιστούν την παραμονή του σ'αυτές λιγότερο προβληματική για τις κεντρικές δομές του χώρου υποδοχής αλλά και διότι η ελαστικότητα των περιφερειακών αυτών δομών καθιστά ανεκτή την παρουσία σ'αυτές ξένων και εγκλείσιμων υποχώρων. Η διείσδυση από τις περιφερειακές στις εσωτερικές δομές του χώρου υποδοχής προυποθέτει την πάταξη των αντιστάσεων του γεννήτορα χώρου μέχρι την τελική αλλοίωσή του και προσομοίωσή του με τις παραγωγές του χώρου υποδοχής.
Ο όρος "Απόδημος" προσδιορίζεται από τον ένδημο ή
ενδημούντα. Ειναι ο μή ένδημος, ο απελθών και κατοικών εκτός των ορίων του
χώρου που ορίζεται ως δήμος ή πατρίδα και του οποίου αποτελεί τμήμα και παραγωγή
του.
Ετσι το ίδιο άτομο αντιμετωπίζεται ως Απόδημος από την πλευρά του γεννήτορα χώρου και ως μετανάστης ή έπηλυς από την πλευρά του χώρου υποδοχής.
Ο τρίτος όρος "Ομοεθνής" παραπέμπει σε διαφοροποιημενους, διαχωρισμένους και διακριτούς χώρους, τους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ομοεθνής είναι λοιπόν ο ανήκων στο ίδιο έθνος που μπορεί να είναι και αλλογενής ή αλλόφυλος.
Ως Ελληνισμός γενικά νοείται το σύνολο των ατόμων που κατάγονται από το ελληνικόν γένος. Ομογενείς των Ελλαδιτών είναι όλοι οι ελληνικής καταγωγής εκτός του ελλαδικού χώρου, εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους. Ως Απόδημος Ελληνισμός νοείται το τμήμα εκείνο του Ελληνισμού το οποίο ζει εκτός των προγονικών εστιών του. Στον Απόδημο Ελληνισμό συμπεριλαμβάνονται όλοι οι απόδημοι Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι, οι απόδημοι Ελληνες από την Βόρειο Ηπειρο, την Μικρά Ασία και τον Πόντο και αλλαχού.
Ετσι το ίδιο άτομο αντιμετωπίζεται ως Απόδημος από την πλευρά του γεννήτορα χώρου και ως μετανάστης ή έπηλυς από την πλευρά του χώρου υποδοχής.
Ο τρίτος όρος "Ομοεθνής" παραπέμπει σε διαφοροποιημενους, διαχωρισμένους και διακριτούς χώρους, τους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ομοεθνής είναι λοιπόν ο ανήκων στο ίδιο έθνος που μπορεί να είναι και αλλογενής ή αλλόφυλος.
Ως Ελληνισμός γενικά νοείται το σύνολο των ατόμων που κατάγονται από το ελληνικόν γένος. Ομογενείς των Ελλαδιτών είναι όλοι οι ελληνικής καταγωγής εκτός του ελλαδικού χώρου, εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους. Ως Απόδημος Ελληνισμός νοείται το τμήμα εκείνο του Ελληνισμού το οποίο ζει εκτός των προγονικών εστιών του. Στον Απόδημο Ελληνισμό συμπεριλαμβάνονται όλοι οι απόδημοι Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι, οι απόδημοι Ελληνες από την Βόρειο Ηπειρο, την Μικρά Ασία και τον Πόντο και αλλαχού.
Αναγκαίο επίσης είναι η αναφορά στις σχέσεις των
όρων "Ελληνισμός-Ομογένεια". Αναφέρθηκε ήδη πως ομογενείς των Ελλαδιτών ειναι
όλα τα άτομα ελληνικής καταγωγής που ζουν εκτός των ορίων του ελλαδικού
κράτους. Αυτό σημαίνει πως ο όρος ομογένεια αναφέρεται στην φυλετική σχέση
μεταξύ των τμημάτων του Ελληνισμου. Ομογενείς των Ελλαδιτών είναι για
παράδειγμα και οι ένδημοι Ελληνοκύπριοι καθώς και οι ένδημοι Βορειοηπειρώτες
και όχι μόνον οι απόδημοι Ελλαδίτες.
Η αναφορά στην κοινή καταγωγή αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό του συνόλου του Ελληνισμού. Δεν ειναι όμως αυτή και μόνη η καταγωγή που κρατά τον Απόδημο Ελληνισμό ζωντανό κομμάτι του Ελληνισμού. Εδώ οι έννοιες "ταυτότητα" και "ελληνικότητα" αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία.
Η διατήρηση ή όχι και μέχρι ποιάς γενιάς της ταυτότητας του Απόδημου Ελληνισμού είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Η ίδια η έννοια "ταυτότητα", ως σύμπτωση της υποκειμενικής και αντικειμενικής διάστασης του ατόμου, της ομάδας ή γενιάς έχει σημασία μόνον όταν αυτή εκλαμβάνεται στην διαχρονική της διάσταση. Μ' αυτη την έννοια κάθε γενιά συγκροτεί την δική της ταυτότητα, η οποία αποτελεί σε τελική ανάλυση την δυναμική σύνθεση, των εμπειριών της, του πολιτισμού (παράδοση και πολιτιστικός περίγυρος) και των στόχων της.
Εδώ ανακύπτει ένα βασικό πρόβλημα. Από το σύνολο των γενικά αποδεκτών υπεριστορικών αμετάβλητων οντοτήτων, συστατικών στοιχείων του έθνους -έδαφος, γλώσσα, παράδοση - ποιό μπορεί να αποτελέσει ασφαλή βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως πρός τον βαθμό διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας του Απόδημου Ελληνισμού. Μπορούμε να μιλάμε τελικά για ελληνική ταυτότητα ως συνδετικό, μη προσδιορίσιμο ούτε άλλωστε συγκρίσιμο μέγεθος μεταξύ των δύο τμημάτων του Ελληνισμού;
Η διαφορετικότητα του συνόλου των κοινωνικών σχέσων από χώρα σε χώρα κι απο περίοδο σε περίοδο ειναι βασικά υπεύθυνη για τους διαφοροποιημένους προσανατολισμούς, δομές και λειτουργίες των ελληνικών παροικιών στο εξωτερικό. Η διαφοροποιήσεις αυτές καθιστούν αφερέγγυα την "ελληνική ταυτότητα" του Απόδημου Ελληνισμού αλλά και του Ελληνισμού γενικά ως προσδιοριστικό σημείο αναφοράς και αντιδιαστολής της εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Η υπεριστορικότητα των συστατικών στοιχείων του έθνους απαιτεί αντίστοιχα υπεριστορικά μεγέθη προσδιορισμού του Ελληνισμού ως ενιαίας οντότητας σε διαφορετικές χωροχρονικές μήτρες αναφοράς. Η ελληνική ταυτότητα στην διαχρονική της διάσταση, ως ιστορία και μύθος που δίνουν στον Ελληνισμό την αίσθηση της συνέχειας στον χρόνο και της ενότητας στον χώρο ειναι αναγκαία όχι όμως και ικανή συνθήκη ανταπόκρισης-αναγωγης του Ελληνισμού στην υπεριστορικότητα των συστατικών του στοιχείων. Εδώ ο όρος "Ελληνικότητα" ως ενα είδος θεωρητικής ταυτότητας δίνει την δική του συνεισφορά.
Ως Ελληνικότητα ορίζεται η σχέση ένταξης-υποταγής σ' ένα σύστημα στοιχείων μεταβιβαζόμενης ιδεολογικοποιημένης συλλογικής κληρονομιάς, η οποία συνθέτει την βάση της διαφοροποίησης και αυτοπροσδιοριμού του Ελληνισμού ως αυτοτελούς οντότητας και επιδιώκει με την σταθερή αναπαραγωγή ττης την συνεχή επιβεβαίωση της διαφοροποιητικής της λειτουργίας.
Οι Ελληνες Απόδημοι στην εγκατάστασή τους στην νέα χώρα έπρεπε να κατοχυρώσουν τους υλικούς όρους επιβίωσής τους, οικοδομώντας ταυτόχρονα τις προυποθέσεις επίτευξης των στόχων της Αποδημίας. Τις περισσότερες φορές οι στόχοι αυτοί συνδέονται άμεσα με τις αιτίες που τους οδήγησαν στην αποδημία. Αυτή η εμφανής παρουσία των αιτιών της αποδημίας και η τάση άρσης αυτών λειτουργεί σαν βασικός συσπειρωτικός, σαν πρώτος παράγοντας ώθησης στην εθνοργάνωση.
Η κατοχύρωση των υλικών όρων επιβίωσης οδηγεί τους απόδημους σε διάφορες συσπειρώσεις, κυρίως αλληλοβοήθειας, αλληλουποστήριξης και ενημέρωσης για τις δυνατότητες αντιμετώπισης των βασικών καθημερινών προβλημάτων τους. Οι πρώτες ομογενειακές οργανώσεις στην γένεσή τους έχουν κυρίαρχο στοιχείο τους ακριβώς αυτή την αλληλοβοηθητική ανάγκη, ανεξάρτητα από την επωνυμία της ομογενειακής οργάνωσης, αν είναι δηλ. κοινότητα, εθνικοτοπικός σύλλογος ή οποιαδήποτε άλλη τυπική ή άτυπη οργάνωση.
Η διαδικασία αναγνώρισης του ξένου κοινωνικού περιβάλλοντος δημιουργεί τις προυποθέσεις στοιχειώδους πολιτιστικής επικοινωνίας των απόδημων Ελλήνων με το περιβάλλον αυτό, αλλά ταυτόχρονα σ'αυτή τήν επικοινωνία διαφαίνονται και οι πρώτες πολιτιστικές συγκρούσεις καί αναδεικνύεται η ανάγκη πολιτιστικής άμυνας. Οσο μεγαλύτερη ένταση έχουν αυτές οι πολιτιστικές συγκρούσεις τόσο πιό ισχυρά, πιό κυρίαρχα αναδεικνύονται στην ομογενειακη οργάνωση τα στοιχεία μιάς οργανωμένης πολιτιστικής άμυνας. Η οργανωμένη πολιτιστική άμυνα τείνει, εκεί που οι εξωτερικοί παράγοντες τό επιτρέπουν, να πάρει την μορφή ενός ολοκληρωμένου συστήματος αναπαραγωγής του συνόλου των ιδεολογικών και πολιτιστικών σχέσεων και αξιών της ομοεθνικής ομάδας. Η δεκτικότητα όπως και η αφομοιωτικότητα νέων πολιτιστικών στοιχείων της φιλοξενούσης χώρας από πολιτιστικές μειονότητες θα καθορίσει τον χαρακτήρα της πολιτιστικής άμυνας των ομογενειακών οργανώσεων και θα τις προσδώσει χαρακτηριστικά μιάς ιδιόμορφης πολιτιστικής διείσδυσης, μιάς πολιτιστικής συνύπαρξης η οποία θα χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα συμπεριφοράς, από την ανοχή έως την αναγνώριση της ισοτιμίας των δύο πολιτισμών.
Το συγκεκριμένο καί χωροχρονικά προσδιορισμένο επίπεδο του συνόλου των κοινωνικών σχέσων της χώρας υποδοχής, ο βαθμός ρευστότητας των σχέσεων παραγωγής θα καθορίσει και τις δυνατότητες διείσδυσης της ομοεθνικής ομάδας στο συνολικό πλέγμα των σχέσεων παραγωγής καταλαμβάνοντας σ' αυτές συγκεκριμένες θέσεις. Για κάθε ελληνική παροικία στο εξωτερικό κάθε συγκεκριμένη περίοδος δημιουργεί και τα δικά της πλαίσια ανάπτυξης της παροικίας, τα οποία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή της, την δομή και τον προσανατολισμό της.
Η εμφάνιση των πρωτων ομογενειακών οργανώσεων έχει σχέση με την ανάγκη αλληλοβοήθειας των απόδημων Ελλήνων και με την τέλεση των βασικών θρησκευτικών μυστηρίων. Σταδιακά οι δραστηριότητες διευρύνονται και τείνουν να καλύψουν το σύνολο των πολιτιστικών αναγκών των μελών τους. Η παρουσία μαθητικού δυναμικού θα διευρύνει περαιτέρω τα πλαίσια των πολιτιστικών δραστηριοτήτων καλύπτοντας και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των νεαρών Ελλήνων σχολικής ηλικίας. Οι ομογενειακές οργανώσεις παίρνουν έτσι τον χαρακτήρα της καθολικής πολιτιστικής άμυνας απέναντι σε μια κοινωνία την οποία τα μέλη της ομογενειακής οργάνωσης βιώνουν σαν εχθρική είτε γιατί έτσι πράγματι είναι, είτε γιατί οι απόδημοι Ελληνες αδυνατούν να αντιληφθούν την νέα κατάσταση σ 'ολο της το εύρος αποδίδοντας σ' αυτήν την κατάσταση τον χαρακτήρα μιας χρονικά περιορισμένης παραμονής ή γιατί τέλος αδυνατούν ή δεν θέλουν να προσαρμοστούν στο νεο πολιτιστικό περιβάλλον.
Η κατοχύρωση των βασικών υλικών όρων διαβίωσης και των βασικών πολιτιστικών αναγκών θα δημιουργήσει την βάση γιά την ανάδειξη νέων αναγκών και αντίστοιχων μορφών οργάνωσης για την κάλυψή τους. Οι ανάγκες αυτές είναι ουσιαστικές μέν αλλά δευτερογενείς και η προσπαθεια κάλυψης τους χαρακτηρίζει την απαρχή μιας διαδικασίας πολιτισμικής κατ' αρχάς προσέγγισης με σαφή όμως τα στοιχεία της επίδρασης των προσπολιτισμικών διαδικασιών της χώρας υποδοχής.
Αυτή η στιγμή είναι και η πιό καθοριστική για το μέλλον των ελληνικών κοινοτήτων αλλά και των Απόδημων Ελλήνων στην συγκεκριμένη χώρα. Ειναι η περίοδος η οποία είναι επιρρεπής σε κάθε είδους παρέμβαση από ομοεθνικούς παράγοντες, είτε κρατικούς είτε εκκλησιαστικούς. Ειναι η περίοδος όπου δοκιμάζεται η συνοχή της ομοεθνικής ομάδας. Οι συγκρούσεις για την επικράτηση της μιας ή της άλλης πολιτισμικής κατεύθυνσης της παροικίας είναι έντονες και πολλές φορές διχαστικές. Η διάρκεια παραμονής των απόδημων Ελλήνων στην χώρα υποδοχής ακόμη κι οταν δεν ομολογείται προσδοκάται μακρά. {..Τελικά η σύγκρουση αυτή θα οδηγήσει στην συσπείρωση της παροικίας σε δύο βασικοιύς πόλους, την ορθόδοξη εκκλησία και τις ανεξάρτητες Κοινότητες. Η συσπείρωση σε δύο πόλους είναι το αποτέλεσμα της αδυναμίας των ομογενών να διαγνώσουν νηφάλια τις ανάγκες τους και ανάλογα να συγκροτήσουν τις οργανώσεις και μηχανισμούς που θα τις καλύψουν...}.
Οι εθνικοτοπικες οργανώσεις δίνουν μια διέξοδο στους Ελληνες μετανάστες. Ειναι οι οργανώσεις εκείνες οι οποίες από την μια πλευρά μπορούν να μείνουν έξω από την διαμάχη, εφ' όσον αυτή υπάρχει, ανεξάρτητων κοινοτήτων και εκκλησίας και από την αλλη πλευρά παρουσιάζουν ισχυρότατες αντιστάσεις στις προσπολιτισμικές διαδικασίες των χωρών υποδοχής. Εκπληρούν τελικά με μεγαλύτερη πληροτητα τις πολιτιστικές ανάγκες των μελών τους, αφου τα μέλη τους ακριβώς έχουν τις ίδιες πολιτιστικές καταβολές και κοινή την επιθυμία να ενισχύσουν τις ιδιαίτερές τους πατρίδες στην Ελλάδα.
Με την πάροδο του χρόνου και με την σταθεροποίηση της θέσης των απόδημων Ελλήνων στην χώρα υποδοχής εμφανίζονται μονόσκοπες ή ολιγόσκοπες οργανώσεις, οι οποίες καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες όπως μουσικη, χορό, θέατρο, ποδόσφαιρο κ.λ.π. Η εμφάνιση των οργανώσεων αυτών δείχνει ότι οι προσπολιτισμικές διαδικασίες των χωρών υποδοχής είχαν τα πρώτα τους αποτελέσματα αλλά και πως οι απόδημοι Ελληνες έχουν ξεπεράσει ουσιαστικά το στάδιο της προσαρμογής στην παραγωγική διαδικασία και έχουν ενταχθεί σ' αυτήν αναγνωρίζοντας και πολλές φορές κυριαρχώντας τους όρους της.
Η εισροή Ελλήνων νεομεταναστών στις χώρες υποδοχής και η συγκέντρωσή τους σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως και ο προσανατολισμός των περισσοτέρων σε συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής στην χώρα υποδοχής θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στην πολιτιστική άμυνα των παλαιομεταναστών και στην ισχυροποίηση της θέσης τους στην παραγωγική διαδικασία, θα δημιουργήσει ταυτόχρονα όμως και νέες συγκρούσεις στο εσωτερικό της ομοεθνικής ομάδας. Οι συγκρούσεις αυτές αναφέρονται σε δύο επίπεδα και θα επηρεάσουν και τον προσανατολισμό των ομογενειακών οργανώσεων. Το πρώτο επίπεδο αφορά στο είδος των αναγκών που καλούνται να καλύψουν οι ομογενειακές οργανώσεις και ιδιαίτερα οι κοινότητες. Οι παλαιομετανάστες έχοντας καλύψει τις βασικές ανάγκες επιβίωσή τους πιέζουν ουσιαστικα στην κάλυψη δευτερογενών αναγκών γεγονός στο οποίο αντιτίθενται οι νεομετανάστες, οι οποίοι δεν έχουν κατοχυρώσει ή έχουν σε μικρό βαθμό κατοχυρώσει τους υλικούς όρους διαβίωσής τους στην χώρα υποδοχής. Ουσιαστικά οι νεομετανάστες πιέζουν σε μια επιβράδυνση της προσαρμογής της ομογενειακής οργάνωσης στην κάλυψη των δευτερογενών αναγκών των παλαιομεταναστών δίνοντας το προβάδισμα στην κάλυψη των δικών τους πρωτογενών αναγκών.
Το δεύτερο επίπεδο σύγκρουσης αναφέρεται σε μια ιδιόμορφη πολιτιστική σύγκρουση. Η περίοδος που μεσολάβησε μεταξύ των μεταναστευτικών ρευμάτων έχει διαφοροποιήσει ουσιαστικά και την πολιτιστική υποδομή των μεταναστών. Οι παλαιομετανάστες είναι πολιτιστική παραγωγή μιας διαφορετικής περιόδου στην Ελλάδα και οι προσπολιτισμικές διαδικασίες των χωρών υποδοχής έχουν διαφοροποιήσει σημαντικά τα πολιτιστικά στοιχεία αναφοράς τους σε σχέση με τους νεομετανάστες. Οι αντιθέσεις αυτές επενδύονται και το πολιτικό στοιχείο το οποίο τελικά διαμορφώνει ένα τρίτο επίπεδο σύγκρουσης και στο οποίο τελικά συγχωνεύονται οι αντιθέσεις των δύο άλλων επιπέδων.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις και ο εμφύλιος πόλεμος όλα μεταφέρονται από τα διάφορα ελληνικά μεταναστευτικά ρεύματα στον απόδημο ελληνισμό. Στις πολιτικές αυτές διαμάχες που ενίοτε παίρνουν τον χαρακτήρα ανοιχτής πολιτικής σύγκρουσης και διχασμού οι ελληνικές αρχές στο εξωτερικό δεν φαίνονται να παραμένουν αμέτοχες. Συνήθως οι ελληνικές διπλωματικές αρχές στο εξωτερικό αντιμετώπιζαν τον Απόδημο Ελληνισμό με τον ίδιο διχαστικό τρόπο που αντιμετωπίζετο και ο Ελλαδικός Ελληνισμός ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τις αδιέξοδες πολιτικές αντιπαραθέσεις και πάθη και στον Απόδημο Ελληνισμό. Αυτή η τακτική στον Απόδημο Ελληνισμό μπορεί να απέφερε βραχυπρόθεσμα κάποια θετικά αποτελέσματα στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, μακροπρόθεσμα όμως λειτουργούσε σαν παράγοντας άρσης εξ όλων, και εκ των ευνοουμένων, της εμπιστοσύνης προς το εθνικό κέντρο και σαν παράγοντας αποδοχής των προσπολιτισμικών διαδικασιών των χωρών υποδοχής.
2. Δομή και λειτουργία ομογενειακών οργανώσεων
Κατά τον χρόνο της πρώτης μετανάστευσης Ελλήνων σε χώρα υποδοχής οι Ελληνες μετανάστες είχαν συνείδηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους και αναγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα τους εαυτούς τους ως αλλογενή μειονότητα σ' ένα λίγο-πολύ ομοιογενές κυρίαρχο περιβάλλον και ως αντικείμενο των μηχανισμών αποκλεισμού και απομόνωσης από την κυρίαρχη εθνότητα. Κατά την συγκρότησή τους επομένως σε ομογενειακές οργανώσεις βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της δομής και λειτουργίας της συλλογικής τους δραστηριότητας ηταν τόσο οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των χωρών υποδοχής, τα όρια και οι προυποθέσεις που αυτές έθεταν όσο και η θέση που κατείχαν οι Ελληνες στο συνολικό κοινωνικό σύστημα της χώρας υποδοχής.
Αν η επίδραση των κοινωνικών συνθηκών στην προσδιορισμό της δομής αλλά και της λειτουργίας της ομογενειακής οργάνωσης ειναι εμφανής η επίδραση όμως της θέσης των Απόδημων Ελλήνων στο συνολικό κοινωνικό σύστημα χρειάζεται καποιες διευκρινίσεις. Η θέση αυτή των Απόδημων Ελλήνων ορίζεται από την πραγματική θέση που κατέχουν οι Ελληνες μετανάστες στην παραγωγική διαδικασία και από την αντίληψη που έχουν γι' αυτήν τόσο οι ίδιοι οι Ελληνες όσο και ο ντόπιος πληθυσμός. Η απόδοση σ' αυτούς ενός σημαντικού οικονομικού, πολιτιστικού και πολιτικού ρόλου στην κοινωνία της χώρας υποδοχής διευρύνει τις δυνατότητες αποτελεσματικότερης οργάνωσής τους η οποία τείνει να προσλάβει χαρακτήρα "πολιτιστικής επίθεσης". Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν οι χώρες "υποδοχής" είναι οικονομικά υπανάπτυκτες και η παρουσία των Ελλήνων στις χώρες αυτές αποτελεί στοιχείο της εξάρτησης της χώρας υποδοχής από οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες. Στο σύστημα αυτό της εξάρτησης οι Ελληνες καταλαμβάνουν την πλησιέστερη προς τον ντόπιο πληθυσμό θέση υπεροχής ως διαμεσολαβητές προς την ή τις επικυρίαρχες χώρες.
Διαφορετικές όμως είναι οι δυνατότητες των Ελλήνων όταν η χώρα υποδοχής είναι οικονομικά ανεπτυγμένη. Σ' αυτή την περίπτωση αναπτύσσεται, συνεργούντων και των μηχανισμών της κυρίαρχης εθνότητας, ισχυρό, στους Ελληνες,το σύνδρομο του πολιτιστικά υποδεέστερου με αποτέλεσμα είτε τον αμυντικό προσανατολισμό της ομογενειακής οργάνωσης με αντιστοιχη προσαρμογή της δομής της, είτε την ανάδειξη ισχυρών τάσεων αφομοίωσης. Η διαδιακασία πολιτιστικής προσαρμογής επιμηκύνεται και το πολιτιστικό σόκ είναι αρκετά ισχυρό. Η προσδοκώμενη διάρκεια παραμονής στην χώρα υποδοχής ελαττούται και γενικά όλες οι συλλογικές δραστηριότητές τους έχουν τον χαρακτήρα του πρόσκαιρου, του προσωρινού. Η δομή και η λειτουργία της ομογενειακής οργάνωσης κυριαρχούνται από την αντίληψη του προσωρινού της παραμονής τους στην ξένη χώρα και δεν υπάρχει θέση για σκέψεις δημιουργίας υποδομής και μακρόχρονου προγραμματισμού.
Η προσδοκώμενη διάρκεια παραμονής των Ελλήνων πρωτομεταναστών στην χώρα υποδοχής θα επηρεάσει τόσο την συνεκτικότητα και πολυπλοκότητα της δομής και ως εκ τούτου την λειτουργία και τον προσανατολισμό της ομογενειακής οργάνωσης που θα συγκροτήσουν όσο και την σύνθεσή της. Από την στιγμή που οι Ελληνες μετανάστες ξεπέρασαν την αντίληψη της βραχύχρονης παραμονής τους στην χώρα υποδοχής άρχισαν να κάνουν και τα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση οργάνωσης των συλλογικών ενδοεθνικών δραστηριοτήτων τους πιό αποτελεσματικά με σαφή τα στοιχεία του μακροπρόθεσμου προγραμματισμού.
Οι ομογενειακές οργανώσεις για ένα μεγάλο διάστημα κατώρθωσαν να διατηρήσουν την ικμάδα τους και να πληρούν τις ανάγκες των μελών με αρκετή επάρκεια, παρά τις πολλές φορές εσωτερικές τους συγκρούσεις. Στο διάστημα, όμως, αυτό αλλάζει τόσο η θέση που κατείχαν οι Ελληνες στο συνολικό κοινωνικό σύστημα της χώρας υποδοχής όσο και η αντίληψη που έχουν γι' αυτήν την θέση τόσο οι ίδιοι οι Ελληνες όσο και ο ντόπιος πληθυσμός. Κι αυτό αποτελεί ουσιαστικά την απαρχή της φυλορροής των ομογενειακών οργανώσεων. Η δεύτερη και οι επόμενες γενιές δεν δείχνουν την ίδια προθυμία κάλυψης των επικοινωνιακών τους κυρίως αναγκών μέσα μέσα από τους παροικιακούς θεσμούς. Η δεύτερη και οι επόμενες γενιές ειναι πολιτιστικές παραγωγές ενός διπολιτισμικού περιβάλλοντος, του ενδοεθνικού και του γηγενή με σαφή και νομοτελειακά προσδιορισμένη την υποχώρηση των επιδράσεων του ενδοεθνικού περιβάλλοντος υπέρ του γηγενή. Πλέον των 4.000 ομογενειακών οργανώσεων βιώνουν καθημερινά την γήρανσή τους αδυνατώντας να εντάξουν στην δύναμή τους, στις δραστηριότητές τους τον ηλικιακά νέο ομογενειακό πληθυσμό. Τα στοιχεία του οργανωμένου ομογενειακού πληθυσμού είναι συντριπτικά. Περί το 7 % μπορεί να υπολογίζεται το ποσοστό οργάνωσης του Απόδημου Ελληνισμού σε συλλογικούς φορείς, ποσοστό που πρέπει να ανασυντάξει τους σχεδιασμούς και να αναπροσανατολίσει τους στόχους και τις δραστηριότητες των θεσμοθετημένων οργάνων - και εννοώ κατά κύριο λόγο του Σ.Α.Ε- , φθίνον ποσοστό, που πρέπει να επανακαθορίσει έννοιες, πολιτικές και δράσεις της ελληνικής πολιτείας 5.607.000 υπολογίζεται πως αριθμεί ο Απόδημος Ελληνισμός, αλλά ο ακριβής αριθμός παραμένει μάλλον άγνωστος. Ελληνικής καταγωγής άτομα γ' και δ' γενιάς, πολίτες χωρών υποδοχής δεν συμπεριλαμβάνονται στα στοιχεία κυρίως των υπερπόντιων χωρών. Μια ακριβής απογραγή δε από την πλευρά της Ελλάδας είναι σχεδόν αδύνατη. Η ανταπόκριση των Αποδήμων Ομογενών μας σε μια τέτοια προσπάθεια θα είναι σίγουρα ελλειπής.
Η αναφορά στην κοινή καταγωγή αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό του συνόλου του Ελληνισμού. Δεν ειναι όμως αυτή και μόνη η καταγωγή που κρατά τον Απόδημο Ελληνισμό ζωντανό κομμάτι του Ελληνισμού. Εδώ οι έννοιες "ταυτότητα" και "ελληνικότητα" αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία.
Η διατήρηση ή όχι και μέχρι ποιάς γενιάς της ταυτότητας του Απόδημου Ελληνισμού είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων. Η ίδια η έννοια "ταυτότητα", ως σύμπτωση της υποκειμενικής και αντικειμενικής διάστασης του ατόμου, της ομάδας ή γενιάς έχει σημασία μόνον όταν αυτή εκλαμβάνεται στην διαχρονική της διάσταση. Μ' αυτη την έννοια κάθε γενιά συγκροτεί την δική της ταυτότητα, η οποία αποτελεί σε τελική ανάλυση την δυναμική σύνθεση, των εμπειριών της, του πολιτισμού (παράδοση και πολιτιστικός περίγυρος) και των στόχων της.
Εδώ ανακύπτει ένα βασικό πρόβλημα. Από το σύνολο των γενικά αποδεκτών υπεριστορικών αμετάβλητων οντοτήτων, συστατικών στοιχείων του έθνους -έδαφος, γλώσσα, παράδοση - ποιό μπορεί να αποτελέσει ασφαλή βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως πρός τον βαθμό διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας του Απόδημου Ελληνισμού. Μπορούμε να μιλάμε τελικά για ελληνική ταυτότητα ως συνδετικό, μη προσδιορίσιμο ούτε άλλωστε συγκρίσιμο μέγεθος μεταξύ των δύο τμημάτων του Ελληνισμού;
Η διαφορετικότητα του συνόλου των κοινωνικών σχέσων από χώρα σε χώρα κι απο περίοδο σε περίοδο ειναι βασικά υπεύθυνη για τους διαφοροποιημένους προσανατολισμούς, δομές και λειτουργίες των ελληνικών παροικιών στο εξωτερικό. Η διαφοροποιήσεις αυτές καθιστούν αφερέγγυα την "ελληνική ταυτότητα" του Απόδημου Ελληνισμού αλλά και του Ελληνισμού γενικά ως προσδιοριστικό σημείο αναφοράς και αντιδιαστολής της εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Η υπεριστορικότητα των συστατικών στοιχείων του έθνους απαιτεί αντίστοιχα υπεριστορικά μεγέθη προσδιορισμού του Ελληνισμού ως ενιαίας οντότητας σε διαφορετικές χωροχρονικές μήτρες αναφοράς. Η ελληνική ταυτότητα στην διαχρονική της διάσταση, ως ιστορία και μύθος που δίνουν στον Ελληνισμό την αίσθηση της συνέχειας στον χρόνο και της ενότητας στον χώρο ειναι αναγκαία όχι όμως και ικανή συνθήκη ανταπόκρισης-αναγωγης του Ελληνισμού στην υπεριστορικότητα των συστατικών του στοιχείων. Εδώ ο όρος "Ελληνικότητα" ως ενα είδος θεωρητικής ταυτότητας δίνει την δική του συνεισφορά.
Ως Ελληνικότητα ορίζεται η σχέση ένταξης-υποταγής σ' ένα σύστημα στοιχείων μεταβιβαζόμενης ιδεολογικοποιημένης συλλογικής κληρονομιάς, η οποία συνθέτει την βάση της διαφοροποίησης και αυτοπροσδιοριμού του Ελληνισμού ως αυτοτελούς οντότητας και επιδιώκει με την σταθερή αναπαραγωγή ττης την συνεχή επιβεβαίωση της διαφοροποιητικής της λειτουργίας.
Οι Ελληνες Απόδημοι στην εγκατάστασή τους στην νέα χώρα έπρεπε να κατοχυρώσουν τους υλικούς όρους επιβίωσής τους, οικοδομώντας ταυτόχρονα τις προυποθέσεις επίτευξης των στόχων της Αποδημίας. Τις περισσότερες φορές οι στόχοι αυτοί συνδέονται άμεσα με τις αιτίες που τους οδήγησαν στην αποδημία. Αυτή η εμφανής παρουσία των αιτιών της αποδημίας και η τάση άρσης αυτών λειτουργεί σαν βασικός συσπειρωτικός, σαν πρώτος παράγοντας ώθησης στην εθνοργάνωση.
Η κατοχύρωση των υλικών όρων επιβίωσης οδηγεί τους απόδημους σε διάφορες συσπειρώσεις, κυρίως αλληλοβοήθειας, αλληλουποστήριξης και ενημέρωσης για τις δυνατότητες αντιμετώπισης των βασικών καθημερινών προβλημάτων τους. Οι πρώτες ομογενειακές οργανώσεις στην γένεσή τους έχουν κυρίαρχο στοιχείο τους ακριβώς αυτή την αλληλοβοηθητική ανάγκη, ανεξάρτητα από την επωνυμία της ομογενειακής οργάνωσης, αν είναι δηλ. κοινότητα, εθνικοτοπικός σύλλογος ή οποιαδήποτε άλλη τυπική ή άτυπη οργάνωση.
Η διαδικασία αναγνώρισης του ξένου κοινωνικού περιβάλλοντος δημιουργεί τις προυποθέσεις στοιχειώδους πολιτιστικής επικοινωνίας των απόδημων Ελλήνων με το περιβάλλον αυτό, αλλά ταυτόχρονα σ'αυτή τήν επικοινωνία διαφαίνονται και οι πρώτες πολιτιστικές συγκρούσεις καί αναδεικνύεται η ανάγκη πολιτιστικής άμυνας. Οσο μεγαλύτερη ένταση έχουν αυτές οι πολιτιστικές συγκρούσεις τόσο πιό ισχυρά, πιό κυρίαρχα αναδεικνύονται στην ομογενειακη οργάνωση τα στοιχεία μιάς οργανωμένης πολιτιστικής άμυνας. Η οργανωμένη πολιτιστική άμυνα τείνει, εκεί που οι εξωτερικοί παράγοντες τό επιτρέπουν, να πάρει την μορφή ενός ολοκληρωμένου συστήματος αναπαραγωγής του συνόλου των ιδεολογικών και πολιτιστικών σχέσεων και αξιών της ομοεθνικής ομάδας. Η δεκτικότητα όπως και η αφομοιωτικότητα νέων πολιτιστικών στοιχείων της φιλοξενούσης χώρας από πολιτιστικές μειονότητες θα καθορίσει τον χαρακτήρα της πολιτιστικής άμυνας των ομογενειακών οργανώσεων και θα τις προσδώσει χαρακτηριστικά μιάς ιδιόμορφης πολιτιστικής διείσδυσης, μιάς πολιτιστικής συνύπαρξης η οποία θα χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα συμπεριφοράς, από την ανοχή έως την αναγνώριση της ισοτιμίας των δύο πολιτισμών.
Το συγκεκριμένο καί χωροχρονικά προσδιορισμένο επίπεδο του συνόλου των κοινωνικών σχέσων της χώρας υποδοχής, ο βαθμός ρευστότητας των σχέσεων παραγωγής θα καθορίσει και τις δυνατότητες διείσδυσης της ομοεθνικής ομάδας στο συνολικό πλέγμα των σχέσεων παραγωγής καταλαμβάνοντας σ' αυτές συγκεκριμένες θέσεις. Για κάθε ελληνική παροικία στο εξωτερικό κάθε συγκεκριμένη περίοδος δημιουργεί και τα δικά της πλαίσια ανάπτυξης της παροικίας, τα οποία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή της, την δομή και τον προσανατολισμό της.
Η εμφάνιση των πρωτων ομογενειακών οργανώσεων έχει σχέση με την ανάγκη αλληλοβοήθειας των απόδημων Ελλήνων και με την τέλεση των βασικών θρησκευτικών μυστηρίων. Σταδιακά οι δραστηριότητες διευρύνονται και τείνουν να καλύψουν το σύνολο των πολιτιστικών αναγκών των μελών τους. Η παρουσία μαθητικού δυναμικού θα διευρύνει περαιτέρω τα πλαίσια των πολιτιστικών δραστηριοτήτων καλύπτοντας και τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των νεαρών Ελλήνων σχολικής ηλικίας. Οι ομογενειακές οργανώσεις παίρνουν έτσι τον χαρακτήρα της καθολικής πολιτιστικής άμυνας απέναντι σε μια κοινωνία την οποία τα μέλη της ομογενειακής οργάνωσης βιώνουν σαν εχθρική είτε γιατί έτσι πράγματι είναι, είτε γιατί οι απόδημοι Ελληνες αδυνατούν να αντιληφθούν την νέα κατάσταση σ 'ολο της το εύρος αποδίδοντας σ' αυτήν την κατάσταση τον χαρακτήρα μιας χρονικά περιορισμένης παραμονής ή γιατί τέλος αδυνατούν ή δεν θέλουν να προσαρμοστούν στο νεο πολιτιστικό περιβάλλον.
Η κατοχύρωση των βασικών υλικών όρων διαβίωσης και των βασικών πολιτιστικών αναγκών θα δημιουργήσει την βάση γιά την ανάδειξη νέων αναγκών και αντίστοιχων μορφών οργάνωσης για την κάλυψή τους. Οι ανάγκες αυτές είναι ουσιαστικές μέν αλλά δευτερογενείς και η προσπαθεια κάλυψης τους χαρακτηρίζει την απαρχή μιας διαδικασίας πολιτισμικής κατ' αρχάς προσέγγισης με σαφή όμως τα στοιχεία της επίδρασης των προσπολιτισμικών διαδικασιών της χώρας υποδοχής.
Αυτή η στιγμή είναι και η πιό καθοριστική για το μέλλον των ελληνικών κοινοτήτων αλλά και των Απόδημων Ελλήνων στην συγκεκριμένη χώρα. Ειναι η περίοδος η οποία είναι επιρρεπής σε κάθε είδους παρέμβαση από ομοεθνικούς παράγοντες, είτε κρατικούς είτε εκκλησιαστικούς. Ειναι η περίοδος όπου δοκιμάζεται η συνοχή της ομοεθνικής ομάδας. Οι συγκρούσεις για την επικράτηση της μιας ή της άλλης πολιτισμικής κατεύθυνσης της παροικίας είναι έντονες και πολλές φορές διχαστικές. Η διάρκεια παραμονής των απόδημων Ελλήνων στην χώρα υποδοχής ακόμη κι οταν δεν ομολογείται προσδοκάται μακρά. {..Τελικά η σύγκρουση αυτή θα οδηγήσει στην συσπείρωση της παροικίας σε δύο βασικοιύς πόλους, την ορθόδοξη εκκλησία και τις ανεξάρτητες Κοινότητες. Η συσπείρωση σε δύο πόλους είναι το αποτέλεσμα της αδυναμίας των ομογενών να διαγνώσουν νηφάλια τις ανάγκες τους και ανάλογα να συγκροτήσουν τις οργανώσεις και μηχανισμούς που θα τις καλύψουν...}.
Οι εθνικοτοπικες οργανώσεις δίνουν μια διέξοδο στους Ελληνες μετανάστες. Ειναι οι οργανώσεις εκείνες οι οποίες από την μια πλευρά μπορούν να μείνουν έξω από την διαμάχη, εφ' όσον αυτή υπάρχει, ανεξάρτητων κοινοτήτων και εκκλησίας και από την αλλη πλευρά παρουσιάζουν ισχυρότατες αντιστάσεις στις προσπολιτισμικές διαδικασίες των χωρών υποδοχής. Εκπληρούν τελικά με μεγαλύτερη πληροτητα τις πολιτιστικές ανάγκες των μελών τους, αφου τα μέλη τους ακριβώς έχουν τις ίδιες πολιτιστικές καταβολές και κοινή την επιθυμία να ενισχύσουν τις ιδιαίτερές τους πατρίδες στην Ελλάδα.
Με την πάροδο του χρόνου και με την σταθεροποίηση της θέσης των απόδημων Ελλήνων στην χώρα υποδοχής εμφανίζονται μονόσκοπες ή ολιγόσκοπες οργανώσεις, οι οποίες καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες όπως μουσικη, χορό, θέατρο, ποδόσφαιρο κ.λ.π. Η εμφάνιση των οργανώσεων αυτών δείχνει ότι οι προσπολιτισμικές διαδικασίες των χωρών υποδοχής είχαν τα πρώτα τους αποτελέσματα αλλά και πως οι απόδημοι Ελληνες έχουν ξεπεράσει ουσιαστικά το στάδιο της προσαρμογής στην παραγωγική διαδικασία και έχουν ενταχθεί σ' αυτήν αναγνωρίζοντας και πολλές φορές κυριαρχώντας τους όρους της.
Η εισροή Ελλήνων νεομεταναστών στις χώρες υποδοχής και η συγκέντρωσή τους σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως και ο προσανατολισμός των περισσοτέρων σε συγκεκριμένους τομείς της παραγωγής στην χώρα υποδοχής θα έχει ευεργετικές επιδράσεις στην πολιτιστική άμυνα των παλαιομεταναστών και στην ισχυροποίηση της θέσης τους στην παραγωγική διαδικασία, θα δημιουργήσει ταυτόχρονα όμως και νέες συγκρούσεις στο εσωτερικό της ομοεθνικής ομάδας. Οι συγκρούσεις αυτές αναφέρονται σε δύο επίπεδα και θα επηρεάσουν και τον προσανατολισμό των ομογενειακών οργανώσεων. Το πρώτο επίπεδο αφορά στο είδος των αναγκών που καλούνται να καλύψουν οι ομογενειακές οργανώσεις και ιδιαίτερα οι κοινότητες. Οι παλαιομετανάστες έχοντας καλύψει τις βασικές ανάγκες επιβίωσή τους πιέζουν ουσιαστικα στην κάλυψη δευτερογενών αναγκών γεγονός στο οποίο αντιτίθενται οι νεομετανάστες, οι οποίοι δεν έχουν κατοχυρώσει ή έχουν σε μικρό βαθμό κατοχυρώσει τους υλικούς όρους διαβίωσής τους στην χώρα υποδοχής. Ουσιαστικά οι νεομετανάστες πιέζουν σε μια επιβράδυνση της προσαρμογής της ομογενειακής οργάνωσης στην κάλυψη των δευτερογενών αναγκών των παλαιομεταναστών δίνοντας το προβάδισμα στην κάλυψη των δικών τους πρωτογενών αναγκών.
Το δεύτερο επίπεδο σύγκρουσης αναφέρεται σε μια ιδιόμορφη πολιτιστική σύγκρουση. Η περίοδος που μεσολάβησε μεταξύ των μεταναστευτικών ρευμάτων έχει διαφοροποιήσει ουσιαστικά και την πολιτιστική υποδομή των μεταναστών. Οι παλαιομετανάστες είναι πολιτιστική παραγωγή μιας διαφορετικής περιόδου στην Ελλάδα και οι προσπολιτισμικές διαδικασίες των χωρών υποδοχής έχουν διαφοροποιήσει σημαντικά τα πολιτιστικά στοιχεία αναφοράς τους σε σχέση με τους νεομετανάστες. Οι αντιθέσεις αυτές επενδύονται και το πολιτικό στοιχείο το οποίο τελικά διαμορφώνει ένα τρίτο επίπεδο σύγκρουσης και στο οποίο τελικά συγχωνεύονται οι αντιθέσεις των δύο άλλων επιπέδων.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις και ο εμφύλιος πόλεμος όλα μεταφέρονται από τα διάφορα ελληνικά μεταναστευτικά ρεύματα στον απόδημο ελληνισμό. Στις πολιτικές αυτές διαμάχες που ενίοτε παίρνουν τον χαρακτήρα ανοιχτής πολιτικής σύγκρουσης και διχασμού οι ελληνικές αρχές στο εξωτερικό δεν φαίνονται να παραμένουν αμέτοχες. Συνήθως οι ελληνικές διπλωματικές αρχές στο εξωτερικό αντιμετώπιζαν τον Απόδημο Ελληνισμό με τον ίδιο διχαστικό τρόπο που αντιμετωπίζετο και ο Ελλαδικός Ελληνισμός ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τις αδιέξοδες πολιτικές αντιπαραθέσεις και πάθη και στον Απόδημο Ελληνισμό. Αυτή η τακτική στον Απόδημο Ελληνισμό μπορεί να απέφερε βραχυπρόθεσμα κάποια θετικά αποτελέσματα στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, μακροπρόθεσμα όμως λειτουργούσε σαν παράγοντας άρσης εξ όλων, και εκ των ευνοουμένων, της εμπιστοσύνης προς το εθνικό κέντρο και σαν παράγοντας αποδοχής των προσπολιτισμικών διαδικασιών των χωρών υποδοχής.
2. Δομή και λειτουργία ομογενειακών οργανώσεων
Κατά τον χρόνο της πρώτης μετανάστευσης Ελλήνων σε χώρα υποδοχής οι Ελληνες μετανάστες είχαν συνείδηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους και αναγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα τους εαυτούς τους ως αλλογενή μειονότητα σ' ένα λίγο-πολύ ομοιογενές κυρίαρχο περιβάλλον και ως αντικείμενο των μηχανισμών αποκλεισμού και απομόνωσης από την κυρίαρχη εθνότητα. Κατά την συγκρότησή τους επομένως σε ομογενειακές οργανώσεις βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της δομής και λειτουργίας της συλλογικής τους δραστηριότητας ηταν τόσο οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των χωρών υποδοχής, τα όρια και οι προυποθέσεις που αυτές έθεταν όσο και η θέση που κατείχαν οι Ελληνες στο συνολικό κοινωνικό σύστημα της χώρας υποδοχής.
Αν η επίδραση των κοινωνικών συνθηκών στην προσδιορισμό της δομής αλλά και της λειτουργίας της ομογενειακής οργάνωσης ειναι εμφανής η επίδραση όμως της θέσης των Απόδημων Ελλήνων στο συνολικό κοινωνικό σύστημα χρειάζεται καποιες διευκρινίσεις. Η θέση αυτή των Απόδημων Ελλήνων ορίζεται από την πραγματική θέση που κατέχουν οι Ελληνες μετανάστες στην παραγωγική διαδικασία και από την αντίληψη που έχουν γι' αυτήν τόσο οι ίδιοι οι Ελληνες όσο και ο ντόπιος πληθυσμός. Η απόδοση σ' αυτούς ενός σημαντικού οικονομικού, πολιτιστικού και πολιτικού ρόλου στην κοινωνία της χώρας υποδοχής διευρύνει τις δυνατότητες αποτελεσματικότερης οργάνωσής τους η οποία τείνει να προσλάβει χαρακτήρα "πολιτιστικής επίθεσης". Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν οι χώρες "υποδοχής" είναι οικονομικά υπανάπτυκτες και η παρουσία των Ελλήνων στις χώρες αυτές αποτελεί στοιχείο της εξάρτησης της χώρας υποδοχής από οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες. Στο σύστημα αυτό της εξάρτησης οι Ελληνες καταλαμβάνουν την πλησιέστερη προς τον ντόπιο πληθυσμό θέση υπεροχής ως διαμεσολαβητές προς την ή τις επικυρίαρχες χώρες.
Διαφορετικές όμως είναι οι δυνατότητες των Ελλήνων όταν η χώρα υποδοχής είναι οικονομικά ανεπτυγμένη. Σ' αυτή την περίπτωση αναπτύσσεται, συνεργούντων και των μηχανισμών της κυρίαρχης εθνότητας, ισχυρό, στους Ελληνες,το σύνδρομο του πολιτιστικά υποδεέστερου με αποτέλεσμα είτε τον αμυντικό προσανατολισμό της ομογενειακής οργάνωσης με αντιστοιχη προσαρμογή της δομής της, είτε την ανάδειξη ισχυρών τάσεων αφομοίωσης. Η διαδιακασία πολιτιστικής προσαρμογής επιμηκύνεται και το πολιτιστικό σόκ είναι αρκετά ισχυρό. Η προσδοκώμενη διάρκεια παραμονής στην χώρα υποδοχής ελαττούται και γενικά όλες οι συλλογικές δραστηριότητές τους έχουν τον χαρακτήρα του πρόσκαιρου, του προσωρινού. Η δομή και η λειτουργία της ομογενειακής οργάνωσης κυριαρχούνται από την αντίληψη του προσωρινού της παραμονής τους στην ξένη χώρα και δεν υπάρχει θέση για σκέψεις δημιουργίας υποδομής και μακρόχρονου προγραμματισμού.
Η προσδοκώμενη διάρκεια παραμονής των Ελλήνων πρωτομεταναστών στην χώρα υποδοχής θα επηρεάσει τόσο την συνεκτικότητα και πολυπλοκότητα της δομής και ως εκ τούτου την λειτουργία και τον προσανατολισμό της ομογενειακής οργάνωσης που θα συγκροτήσουν όσο και την σύνθεσή της. Από την στιγμή που οι Ελληνες μετανάστες ξεπέρασαν την αντίληψη της βραχύχρονης παραμονής τους στην χώρα υποδοχής άρχισαν να κάνουν και τα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση οργάνωσης των συλλογικών ενδοεθνικών δραστηριοτήτων τους πιό αποτελεσματικά με σαφή τα στοιχεία του μακροπρόθεσμου προγραμματισμού.
Οι ομογενειακές οργανώσεις για ένα μεγάλο διάστημα κατώρθωσαν να διατηρήσουν την ικμάδα τους και να πληρούν τις ανάγκες των μελών με αρκετή επάρκεια, παρά τις πολλές φορές εσωτερικές τους συγκρούσεις. Στο διάστημα, όμως, αυτό αλλάζει τόσο η θέση που κατείχαν οι Ελληνες στο συνολικό κοινωνικό σύστημα της χώρας υποδοχής όσο και η αντίληψη που έχουν γι' αυτήν την θέση τόσο οι ίδιοι οι Ελληνες όσο και ο ντόπιος πληθυσμός. Κι αυτό αποτελεί ουσιαστικά την απαρχή της φυλορροής των ομογενειακών οργανώσεων. Η δεύτερη και οι επόμενες γενιές δεν δείχνουν την ίδια προθυμία κάλυψης των επικοινωνιακών τους κυρίως αναγκών μέσα μέσα από τους παροικιακούς θεσμούς. Η δεύτερη και οι επόμενες γενιές ειναι πολιτιστικές παραγωγές ενός διπολιτισμικού περιβάλλοντος, του ενδοεθνικού και του γηγενή με σαφή και νομοτελειακά προσδιορισμένη την υποχώρηση των επιδράσεων του ενδοεθνικού περιβάλλοντος υπέρ του γηγενή. Πλέον των 4.000 ομογενειακών οργανώσεων βιώνουν καθημερινά την γήρανσή τους αδυνατώντας να εντάξουν στην δύναμή τους, στις δραστηριότητές τους τον ηλικιακά νέο ομογενειακό πληθυσμό. Τα στοιχεία του οργανωμένου ομογενειακού πληθυσμού είναι συντριπτικά. Περί το 7 % μπορεί να υπολογίζεται το ποσοστό οργάνωσης του Απόδημου Ελληνισμού σε συλλογικούς φορείς, ποσοστό που πρέπει να ανασυντάξει τους σχεδιασμούς και να αναπροσανατολίσει τους στόχους και τις δραστηριότητες των θεσμοθετημένων οργάνων - και εννοώ κατά κύριο λόγο του Σ.Α.Ε- , φθίνον ποσοστό, που πρέπει να επανακαθορίσει έννοιες, πολιτικές και δράσεις της ελληνικής πολιτείας 5.607.000 υπολογίζεται πως αριθμεί ο Απόδημος Ελληνισμός, αλλά ο ακριβής αριθμός παραμένει μάλλον άγνωστος. Ελληνικής καταγωγής άτομα γ' και δ' γενιάς, πολίτες χωρών υποδοχής δεν συμπεριλαμβάνονται στα στοιχεία κυρίως των υπερπόντιων χωρών. Μια ακριβής απογραγή δε από την πλευρά της Ελλάδας είναι σχεδόν αδύνατη. Η ανταπόκριση των Αποδήμων Ομογενών μας σε μια τέτοια προσπάθεια θα είναι σίγουρα ελλειπής.
του Ι. Μότση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου