Γερμανοί
περιηγητές που επισκέφτηκαν σε διάφορες
εποχές την Ελλάδα έχουν αφήσει ένα
σημαντικό αριθμό βιβλίων με τις εντυπώσεις
από τα ταξίδια τους και κυρίως τις
επισκέψεις τους σε αρχαιολογικούς
τόπους και μνημεία.
Τα
βιβλία αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν
ως πολιτιστικοί τουριστικοί οδηγοί της
εποχής τους. Η αφήγηση τους κινείται
συνήθως μέσα στο πνεύμα του ιδιόμορφου
γερμανικού φιλελληνισμού, που ιστορικά
χαρακτηρίζεται μεν από μια συμπάθεια
προς τον αγώνα των Ελλήνων για την εθνική
τους ανεξαρτησία αλλά παράλληλα και
από μια διαρκή λατρεία προς τους αρχαίους
Έλληνες, τους οποίους όμως έβλεπε ως
προγόνους περισσότερο των πολιτιστικά
προηγμένων Γερμανών παρά των
«καθυστερημένων» Νεοελλήνων.
Τρία
σχετικά βιβλία που εντόπισα τελευταία
δίνουν μια παραστατική εικόνα της
αντίληψης που είχαν οι Γερμανοί για την
Ελλάδα, σαν έννοια και σαν χώρα, από μια
άκρως ενδιαφέρουσα ιστορική περίοδο,
την εποχή του Εθνικοσοσιαλισμού.
Πρόκειται για τα βιβλία των περιηγητών
Φραντς Σπούντα (Franz Spunda), Γιοάχιμ
Γκέρστεμπεργκ (Joachim Gerstenberg) και Έρχαρτ
Κέστνερ (Erhart Kästner), οι οποίοι επισκέφτηκαν
τη χώρα μας τις χρονιές 1936, 1940 και 1942
αντίστοιχα. Οι τρεις ταξιδιώτες ήταν
κάτοχοι κλασσικής παιδείας, πολύπλευρα
μορφωμένοι και ενημερωμένοι για την
ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας.
Μέσα στις αφηγήσεις τους έψαξα να βρω
τις ξεχωριστές εντυπώσεις τους από την
πόλη μας, η οποία και στις τρεις περιπτώσεις
αποτέλεσε μονάχα τον ενδιάμεσο σταθμό
των ταξιδιών για την επίσκεψη της
Δωδώνης. Πολλές από τις μαρτυρίες τους
από τα Γιάννενα εκείνης της εποχής
παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Μέρες
του '36
Ο
Φραντς Σπούντα (1.1.1890 - 1.7.1963) ήταν φιλόλογος
καθηγητής Γυμνασίου και συγγραφέας.
Ήδη από τη δεκαετία του '20 έκανε μεγάλα
ταξίδια στην Ελλάδα και στην ευρύτερη
Ανατολή. Από το 1932 υπήρξε μέλος της
Ναζιστικής Ένωσης Διδασκάλων, ενώ το
1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας στο
Τρίτο Ράιχ, έγινε πρόεδρος του Συνδέσμου
Γερμανών συγγραφέων στην Αυστρία. Στο
ταξίδι που περιγράφεται στο βιβλίο του
ο περιηγητής βρέθηκε στα Γιάννενα -
σύμφωνα με τα συμφραζόμενα - την
καλοκαιρινή περίοδο πριν το πραξικόπημα
της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά.
Ο
Σπούντα έφτασε στην πόλη μας με λεωφορείο
από την Πρέβεζα και αφού προηγουμένως
είχε επισκεφτεί την Κέρκυρα. Αξιοσημείωτο
στην ιδιαίτερα γλαφυρή περιγραφή της
διαδρομής είναι η συχνή παρουσία
στρατιωτικών φυλακίων, για την
αντιμετώπιση, όπως επεξηγεί, του
προβλήματος των ληστοσυμμοριών, που
αποτελούσε τότε ακόμη μάστιγα για την
ελληνική περιφέρεια. Με την άφιξή του
στην πόλη, επισκέπτεται τον διοικητή
της χωροφυλακής (ονόματι Εμμανουήλ
Στάρα), ο οποίος του παραχωρεί έναν
συνοδό χωροφύλακα για την προγραμματισμένη
επίσκεψή του στην Δωδώνη. Στη συνάντηση
του εκείνη ο Γερμανός επισκέπτης
σοκαρίζεται, όταν ο Στάρας του δείχνει
με υπερηφάνεια ένα μάτσο φωτογραφίες
από κομμένα κεφάλια επικηρυγμένων
ληστών της εποχής, που είχε εξολοθρεύσει
η υπηρεσία του.
Τις εντυπώσεις του
από την πόλη ο Σπούντα τις συνοψίζει
στο παρακάτω απόσπασμα: «Μόνο η κεντρική
της οδός έχει φωτισμό και πίσω από αυτή,
στο σκοτάδι της νύχτας, στοιβάζονται
τα παλιά σπίτια από την εποχή της
Τουρκοκρατίας. Γάτες περιφέρονται με
χάρη, σκυλιά γαυγίζουν, παιδιά τσακώνονται.
Στο καφενείο άνδρες κάθονται κάτω από
τον πλάτανο, με το ναργιλέ στο στόμα,
γύρω από το εκτυφλωτικό φως μιας λάμπας
ασετιλίνης. Παιδιά του δρόμου φωνάζουν
πουλώντας τις εφημερίδες, που μόλις
έφτασαν από την Πρέβεζα. Ένας τυφλός
καλόγερος, προσπαθεί με το μπαστούνι
του να βρει αργά το δρόμο για το σπίτι
του. Αυτά είναι τα Γιάννενα», σημειώνει.
Στη πόλη βρίσκει επίσης δυο κινηματογράφους,
ενώ παρακολουθεί με ενδιαφέρον και μία
παράσταση Καραγκιόζη.
Κατά την επίσκεψη
στο Κάστρο παρατηρεί ότι αυτό κατοικείται
κυρίως από Εβραίους και Αλβανούς, ενώ
τα σπίτια του βρίσκονται σε άθλια
κατάσταση και πολλά είναι ακατοίκητα.
Στο Ιτς-Καλέ βρίσκει το πρώην σεράι του
Αλή Πασά να χρησιμοποιείται ως στρατιωτικό
νοσοκομείο και το Φετιχέ Τζαμί ως
(στρατιωτικό) φαρμακείο. Αντικρίζοντας
το Ασλάν Τζαμί, θαμπώνεται από την
«υπέργεια ομορφιά» του, για να σημειώσει
με μια μικρή δόση ειρωνείας: «Ξεκίνησα
να βρω στο ταξίδι μου την αρχική πηγή
της Ευρώπης και τώρα βλέπω μπροστά μου
την γοητευτική μαγεία της Ασίας» .
Η
μετάβαση στη Δωδώνη γίνεται με άλογα
και τη συνοδεία του ένοπλου χωροφύλακα.
Ο Σπούντα βρίσκει την κατάσταση του
θεάτρου απελπιστική, με τις πέτρες να
είναι διασκορπισμένες εδώ κι εκεί. «Ούτε
μια σειρά δεν έχει διατηρηθεί, σαν
κάποιος σεισμός να είχε ταρακουνήσει
και να είχε αφήσει τα πάντα άνω-κάτω. Η
Ορχήστρα έχει μετατραπεί σε χωράφι, η
Σκηνή βρίσκεται ακόμη παραχωμένη στη
γη», αναφέρει στο αντίστοιχο σημείο του
βιβλίου του. Από το ύψος των πλαϊνών
τειχών ο συγγραφέας μένει έκθαμβος από
το γύρω τοπίο. «Η θέα προς τον Τόμαρο
και το δρυόδασός του είναι μεγαλειώδης,
όσο τίποτε άλλο στην Ελλάδα. Η τραγική
ηρεμία του τοπίου, το αιωνόβιο βουνό
μέσα στον αποδυναμωμένα καφετί φωτισμό
του, τα πλαϊνά κτίσματα που μοιάζουν με
πύργους, η σκληροψημμένη βάση της
κοιλάδας, που από κάτω της γλυκοκοιμούνται
πολλές θεότητες, καθώς και ο στυφός
βουνίσιος αέρας, καρυκευμένος με το
πικρό άρωμα βοτάνων, όλα αυτά μιλάνε
μια απερίγραπτη γλώσσα, κάτι που δεν
μπορεί κανείς να κατανοήσει με λόγια,
και φανερώνει την ύπαρξη εκεί κοντά
ενός θεού, τόσο τρομερού, που κανένας
άνθρωπος δε θα τολμούσε να πλάσει τη
μορφή του σε μια ανθρώπινη απεικόνιση».
Λίγο
πριν τον πόλεμο
Για
τον επόμενο επισκέπτη, τον Γιοάχιμ
Γκέρστεμπεργκ, γνωρίζουμε μόνον, ότι
υπήρξε φωτογράφος, περιηγητής και
συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων. Εξέδωσε
μεταπολεμικά ένα βιβλίο με θέμα την
Ολυμπία και τους Ολυμπιακούς Αγώνες
καθώς και άλλα ταξιδιωτικά βιβλία για
την Βουλγαρία και την Γροιλανδία. Σε
αντίθεση με τους άλλους δυο περιηγητές,
ο Γκέρστεμπεργκ, φτάνει στην πόλη με
αεροπλάνο από την Αθήνα, μετά από μια
ενδιάμεση προσγείωση στο Αγρίνιο. Όπως
αναφέρει σχετικά, συνοδεύεται από δυο
γερμανοσπουδαγμένους Έλληνες από τη
Λακωνία, τους δρ Βέργο και δρ Σιδερίδη.
Στην
πόλη μας βρέθηκε λίγους μόνο μήνες πριν
ξεσπάσει ο πόλεμος, δηλαδή το καλοκαίρι
του 1940. Όπως και σε πολλά άλλα σημεία
της αφήγησής του ταξιδιού, έτσι κι εδώ
κάνει αναφορές στη δυσπιστία και
καχυποψία των Αρχών για την παρουσία
του και τους σκοπούς του ταξιδιού του.
Μέσω όμως μιας συστατικής επιστολής
ενός υπουργού της μεταξικής κυβέρνησης,
του παρέχεται η δυνατότητα να συναντηθεί
με τον Δήμαρχο και τις υπόλοιπες τοπικές
Αρχές. Του παραχωρείται για συνοδεία
και ένας χωροφύλακας με πολιτικά, τον
οποίο υποψιάζεται, ότι περισσότερο
παρακολουθεί τις δραστηριότητές τους
παρά ότι τους προστατεύει.
Αποτυπώνοντας
τις πρώτες του εντυπώσεις από τα Γιάννενα
ο Γκέρστεμπεργκ αναφέρει: «Η λίμνη
καθορίζει όλο το γύρω τοπίο και
αιχμαλωτίζει αμέσως τον κάθε επισκέπτη.
Είναι ιδιαίτερα όμορφη με τα σύννεφα
να αντανακλώνται μέσα της, τα ωραία
υψώματα με ένα ομιχλώδες μπλε χρώμα, με
τα τζαμιά, που οι λεπτοί μιναρέδες τους
καθρεφτίζονται στο νερό, σαν μολύβια
πάνω σε μια μαύρη γυάλινη επιφάνεια».
Φτάνοντας
στην πόλη αναφέρει, ότι εγκαταστάθηκαν
στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ», που ήταν ότι
πιο σύγχρονο προσφέρονταν εκείνη την
εποχή ενώ αργότερα πήγαν για μπάνιο στη
λίμνη. Επισκέφτηκαν το νησί και τα
μοναστήρια του, ενώ ένας ξεναγός τους
αφηγήθηκε και το ιστορικό της θανάτωσης
του Αλή Πασά, δείχνοντάς τους μάλιστα
και τις γνωστές τρύπες από τις σφαίρες
στο πάτωμα του τελευταίου του καταφύγιου.
Οι επισκέπτες έμειναν έκπληκτοι από
τις αγιογραφίες με τους αρχαίους Έλληνες
φιλόσοφους στη μονή Φιλανθρωπινών.
Επισκέφτηκαν επίσης το κάστρο, για να
μαγευτούν από τη θέα γύρω από το Ασλάν
Τζαμί, ενώ αφιέρωσαν πολύ χρόνο στα
διάφορα παλαιοπωλεία της πόλης, στα
οποία, όπως αναφέρει, «εκτός από διάφορα
κλασσικά αρχαία κομμάτια, βρίσκει κανείς
θαυμάσια ασημικά και κεντήματα
μπροκάρ».
Για την επίσκεψη στη
Δωδώνη χρησιμοποίησε ένα από τα λίγα
ταξί που υπήρχαν τότε στην πόλη, ενώ
αρνητική εντύπωση σχηματίζεται και σ’
αυτόν από την κατάσταση του αρχαιολογικού
μνημείου.«Κατά τα άλλα επικρατεί και
εδώ αιώνια σιωπή, ίσως τόσο βαθιά όσο
σε κανένα άλλο τόπο αρχαίας λατρείας
στην Ελλάδα» σημειώνει, κλείνοντας αυτό
το κεφάλαιο της περιήγησής του.
Στην
Κατοχή
Ο
Έρχαρτ Κέστνερ (13.3.1904-3.2.1974) ήταν επίσης
γερμανός φιλόλογος, ενώ στην αρχή της
επαγγελματικής του σταδιοδρομίας
εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος. Από το
1939 υπήρξε μέλος του γερμανικού Ναζιστικού
Κόμματος (NSDAP). Στον πόλεμο κατατάγηκε
ως εθελοντής και το Υπουργείο Προπαγάνδας
του ανέθεσε να συγγράψει βιβλία για
τους στρατευμένους της Βέρμαχτ με θέμα
την Ελλάδα. Στο παρόν βιβλίο ο Κέστνερ
εγκωμιάζει τη νίκη των Γερμανών
κατακτητών, ως την επιστροφή της βόρειας
«άρειας φυλής» στην «προγονική» τους
χώρα στο Νότο. Γνωστότερα είναι άλλα
έργα του για την Ελλάδα, που κυκλοφόρησαν
μεταπολεμικά (εν μέρει αυτολογοκριμένα),
για την Κρήτη, τα ελληνικά νησιά και το
Άγιο Όρος. Το ταξίδι στην Ελλάδα που
περιγράφεται σ’ αυτό το βιβλίο, έγινε
το καλοκαίρι του 1942.
Ο Κέστνερ είναι
ένας ευχάριστος αφηγητής. Ερχόμενος
οδικά από την Πρέβεζα και εντυπωσιασμένος
από τις πρώτες εικόνες του ηπειρωτικού
τοπίου αναφέρει:
«Εδώ αρχίζει μια
Ελλάδα των απέραντων και απονεκρωμένων
τόπων, της μοναξιάς και της ερημιάς, και
της μοναδικής ομορφιάς. Το τοπίο εδώ
είναι ηρωικό. Νιώθει κανείς πολύ κοντά
στη χώρα που είχε στο νου του και η οποία
ίσως υπήρξε κάποτε πραγματικά. Η κοιλάδα
του Λούρου – ποιος την ξέρει; Κι όμως
είναι πιο μεγαλειώδης, πιο άγρια και
συναρπαστική από την κοιλάδα των Τεμπών.
Μια ζούγκλα από βαθυπράσινα πλατάνια
και βελανιδιές. Γάργαρα νερά, καθαρά,
κρύα και ορμητικά πάνω από αστραφτερές
κροκάλες. Ένα ποτάμι και μια κοιλάδα,
όπως θα πρέπει να ήταν στην αρχαιότητα
στην Ελλάδα. Ίσως – ή μάλλον σίγουρα –
έτσι ορμητικά και κρυστάλλινα κρύα ήταν
τα ελληνικά ποτάμια, πριν την αποψίλωση
των δασών και την ερημοποίηση της φύσης.
Οι κορμοί των δένδρων είναι πρωτόγονα
μαγικοί και σκουρόχρωμοι. Ανάμεσά τους
λιβάδια, βαθυκόκκινη γη και άλογα που
βοσκάνε. Οι βράχοι, χιλιόμορφα σμιλευμένοι,
με σπηλιές και πύλες: ένας κόσμος που
εύκολα τον συνέδεε κανείς με πνεύματα
και θεούς...Αυτή είναι η Ήπειρος, η χώρα
των βουνών και των κοιλάδων».
Μέσα στο
ηπειρωτικό περιβάλλον ο Κέστνερ
συνειδητοποιεί την ιδιαιτερότητα του
ελληνικού τοπίου, ανακαλύπτοντας το
«μυστικό» του, όπως λέγει: «Οτιδήποτε
τραχύ, σκληρό, ρωγμώδες, ψαθυρό, γίνεται
ελαφρύ και μαλακό από το φως. Στα χρώματα
κυριαρχεί ότι πιο απαλό, εκλεκτό και
φωτεινό...και οι φόρμες είναι εντελώς
σαφείς και παρούσες. Κάθε πτυχή, κάθε
γραμμή, κάθε σχήμα εμφανίζεται με
ευκρίνεια. Το μυστικό δεν βρίσκεται,
όπως σε μας (σ.σ. στη βόρεια Ευρώπη) στο
ομιχλώδες, στο ξεθωριασμένο της
ατμόσφαιρας αλλά στο εκτυφλωτικό
φως».
Κατά την παραμονή του στην
πόλη, η έλλειψη καθαριότητας τον
απογοητεύει και του δημιουργεί την
εικόνα μιας υπανάπτυκτης, ανατολίτικης
πόλης.«Τα Γιάννενα, αν δεν ήταν τόσο
βρόμικα, θα μπορούσαν να συγκριθούν με
κάποιο οικισμό στη λίμνη Vierwaldstättersee
(στην Ελβετία). Έτσι όπως είναι όμως,
προκαλούν μια αποκρουστική εντύπωση.
Ο επισκέπτης δεν βρίσκεται απλά στα
πρόθυρα αλλά κυριολεκτικά μέσα στην
Ανατολή. Το τουρκικό στοιχείο έχει
διατηρηθεί εκπληκτικά καθαρό.»
Εξαιρετικό
ενδιαφέρον παρουσιάζει στη συνέχεια
μια μαρτυρία του Κέστνερ σχετικά με το
εβραϊκό στοιχείο της πόλης, που δυο
σχεδόν χρόνια αργότερα έμελλε να
εξοντωθεί από τους γερμανούς κατακτητές:
«Στην παλιά πόλη υπάρχει ένα πραγματικό
γκέτο. Όσοι Χριστιανοί μένουν εδώ έχουν
έναν άσπρο σταυρό βαμμένο με λαδομπογιά
στην πόρτα τους». Τριγυρνώντας στα στενά
της πόλης ο Κέστνερ παρατηρεί ακόμη τα
παράθυρα με τις «σιδεριές σαν κλουβιά»
και τα στενά δρομάκια, που είναι
«πραγματικά παζάρια, μαγαζιά και
εργαστήρια κολλητά το ένα με το άλλο,
τα διάφορα σινάφια ωραία συγκεντρωμένα
μαζί». Οι πολλοί πελαργοί τον εντυπωσιάζουν
επίσης: «Σαν να είχαν όλοι οι πελαργοί
της Ευρώπης κάποια «συνδιάσκεψη» στα
Γιάννενα» αναφέρει με χιούμορ.
Όταν
επισκέπτεται τη Δωδώνη θαμπώνεται κι
αυτός από την ομορφιά της γύρω περιοχής.
«Ο επισκέπτης πλησιάζοντας τυλίγεται
από τη σιωπηλή μοναξιά του τόπου. Όλος
ο υπόλοιπος κόσμος μένει τότε πίσω»
γράφει. Αφού περπατήσει αρκετά ανάμεσα
στα αρχαιολογικά ευρήματα, κάθεται στο
τέλος στην κερκίδα του αμφιθεάτρου και
αφήνεται να παρασυρθεί από τη μαγεία
του τοπίου.«Ένας δυνατός βουνήσιος
αέρας, - γράφει - σαν την ανάσα των κορυφών,
φυσάει όλη την ώρα μέσα στην κοιλάδα.
Στη βάση της στέκονται ακόμα πολλές
βελανιδιές, όχι σαν δάσος αλλά μεμονωμένα
δένδρα, γερά και φαρδιά, που αστράφτουν
στο φως του ήλιου, δε μοιάζουν με τις
βελανιδιές στη Γερμανία, πρόκειται για
αρχέγονες λεπτόφυλλες άμισχες βελανιδιές,
που ψιθυρίζουν στον αέρα, στην ανάσα
του ήλιου, το πανάρχαιό τους θρόισμα,
όμως δεν είναι κανείς εκεί, που να
εμπιστεύεται την θεϊκότητα των ήχων
τους».
Βιβλία:
1.Franz Spunda:
Griechenland. Fahrten zu den alten Göttern, εκδ. Insel, Leipzig,
(1938) 1943.
2. Joachim Gerstenberg: Griechenland. Idee und
Erlebnis, εκδ. Broschek & Co, Hamburg, 1942.
3. Erhart
Kästner: Griechenland. Ein Buch aus dem Kriege, εκδ. Gebr. Mann,
Berlin, 1943.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου