Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Εξ Ελαίας Πρεβέζης
Το ρηθέν «Γιάννενα, πρώτα στα γρόσια στα γράμματα και στ’ άρματα», επεκτείνεται και εκτός πόλεως, σε ολόκληρη την Ήπειρο. Πάμπολλοι Ηπειρώτες συνετέλεσαν με την ευστροφία του μυαλού τους, την ενεργητικότητά του, το πνευματικό τους δαιμόνιο, στην πρόοδο της επιστήμης, στην καλυτέρευση της καθημερινής ζωής. Ανήσυχα πνεύματα, έφεραν και εφάρμοσαν στην πατρίδα τους ακόμα και εφευρέσεις από την Ευρώπη και τον άλλον κόσμο. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε με την «εισαγωγή» του αερόστατου.
Συρράκο
Εδώ διίστανται οι απόψεις. Άλλοι γράφουν ότι η επίδειξη του πρώτου αερόστατου στην Ελλάδα έγινε το έτος 1803, στην περιοχή του σημερινού αεροδρομίου των Ιωαννίνων, με την ανοχή ή και την χωρίς κόστος συνδρομή του Αλή πασά. Άλλοι γράφουν ότι ο νέος που έκανε την επίδειξη κατάγονταν από το Συρράκο και άλλοι από τους Καλαρρύτες. Ίσως ήταν χρυσοχόος ή είχε σπουδάσει ιατρός. Συμφωνούν όμως ότι ονομάζονταν Μπαχώμης ή Παχώμης ή Παχώμιος.
Αλή Πασάς
Ακόμη έχει γραφτεί ότι την επίδειξη κατέγραψε ο Γιάννης Βηλαράς, ιατρός του Αλή πασά την εποχή εκείνη, σε 150 σατυρικούς στίχους με τον τίτλο «Η εν Ιωαννίνοις περί το 1803 Αεροστατική σφαίρα».
Καλαρρύτες
Εδώ θα μεταφερθεί, όπως ακριβώς έχει, ένα άρθρο της εφημερίδας «Φωνή της Ηπείρου» (εκδότης Γ. Γάγαρης, φύλο 417, 16 Φεβρουαρίου 1901, σελίδα 4). Στο άρθρο φαίνεται ότι η επίδειξη έγινε στην πλατεία του χωριού και ο ποιητής ίσως ήταν ο Ψαλλίδας. Να σημειωθεί ότι βοηθοί στην επίδειξη του αερόστατου ήταν όλοι οι κάτοικοι του χωριού και οι αρχόντοι ακόμα.
«ΤΟ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΝ
[Ο εξ εγκρίτου οικογενείας Καλαρρυτών της Ηπείρου Μπαχώμης αποπερατώσας τας εν Ιταλία σπουδάς του επανήλθεν εις την πατρίδα του ένθα εξήσκει επιτυχώς το επάγγελμά του.
Πρό της επαναστάσεως του 1821, αλλ’ άγνωστον πότε, εβουλήθη να προσφέρη εις τους συμπολίτας αυτού το θέαμα του αεροστάτου. Προπαρασκευάσας άπαντα τα προς τούτο αναγκαία, μετέβη εν τη πλατεία εν ή συνήλθεν άπαν το χωρίον ίνα απολαύση του νέου φαινομένου, και ήρξατο την φούσκωσιν του αεροστάτου. Αλλ’ είτε εξ αγνοίας των απαιτουμένων γνώσεων είτε εξ απειρίας των βοηθών αυτού η σφαίρα εκάη προτού ανυψωθή, και ούτω εματαιώθη η ανύψωσις του αεροστάτου με μεγάλην θλίψιν του ιατρού και των θεατών.
Η αποτυχία αύτη υπήρξεν αφορμή σατύρας ήν εύρον εν τοις εγγράφοις του μακαρίτου πατρός μου, γεγραμμένης δια της τότε συνήθους γραφής άνευ χρονολογίας και ονόματος του ποιητού, αλλ’ υποθέτω ότι είνε έργον του γνωστού Αθανασίου Πέτρου Ψαλίδα εξ Ιωαννίνων, όστις απεβίωσε τω 1833 εις την νήσον Αγίας Μαύρας ένθα κατέφυγε μετά την επανάστασιν]. Α. Γ. Δ.
Πού είσθε κόσμοι συναθροισθήτε,
Δράμετ’ ευθέως και μην αργείτε,
Μικροί μαγάλοι, παιδιά γερόντοι,
Πτωχοί και πλούσιοι, λαός κι αρχόντοι,
Κουτζοί, αόμματοι και κρατιμένοι,
Υγιείς και άρρωστοι, σακατεμένοι,
Όλοι όσ’ είσθε συναθροισθήτε,
Θαύμα μεγάλο για να ιδήτε,
Τρεχάτε γλίγωρα, τρεχάτε λέγω,
Τ’ αν δεν προφθάσετε, εγώ δεν πταίγω.
Ελάτε όλοι, τινάς μη μείνει,
Τ’ ό,τι θα γίνη, ποτέ δεν γίνη.
Του περιφήμου πολλά βλασσιάρου
Ευτυχισμένου γάλλων Ικάρου,
Μέλλει να ιδήτε και γολφονιέρου
Ζηλωτήν μέγαν. Καλάρη χαίρου.
Χαίρου Καλάρη τ’ είναι παιδί σου,
Κ’ η δόξα όλη είναι δική σου,
Ίκαρος νέος με νέον τρόπον,
Θέλει πετάξει στούτον τον τόπον.
Τρεχάτε κόσμος, ως πότ’ αργείτε
Να η παράταξις, συναθροισθήτε,
Μωρέ τι συνάθροισις τι κόσμου πλήθος,
Να κι’ ο Παχώμης με γλυκύν ήθος.
Γλίγωρα γλίγωρα, πάντων προτρέχει,
Και εις τους πλάταις του το βάρος έχει
Τον βοηθάει αριστερόθεν,
Ο Γεώργιος Σκιούρτης, και δεξιόθεν
Ο κυρ Δημήτρης τ’ αντισηκώνει,
Πάντα το βάρος τού διωρθώνει,
Νικολός Γιάγκος με το μπαστούνι,
Του κυρ Παχώμη το κοντογούνι.
Τρία πατήματα οπίσω μένει,
Και φορτωμένος μ’ αυτά πηγαίνει
Ο Κοντογιάννης εις το κεφάλι,
Γεμάτον κάρβουνα ένα μαγκάλι.
Ο Γιώργης Άρτης στο δεξί χέρι
Ένα καλάθι γεμάτο φέρει
Δέκ’ άλλοι βλάχοι ακολουθούσι
Και ο καθ’ ένας κάτι βαστούσι.
Τριχαίς παλούκια τζαπιά και φτιάργια
Περών’ αρίδες, χοντρά σκεπάρια,
Σακκιά με πίσσαν και με κατράμι
Και δυό ζαλίκια λιανό καλάμι,
Όλα χρειώδη δια την σφαίραν
Που θα πηγαίνη χειμάρρου πέραν,
Πλήθος παιδίων τους τριγυρίζουν,
Χορσίσω ρίχνοντας, και τους σιουρίζουν
Πηγαίνουν έρχονται άϊντε φωνάζουν,
Ένα του άλλου, μακρόθεν κράζουν
Άϊντε να ιδούμεν, άϊντέστ’ ακόμι
Την σιαμαντούραν του κυρ Παχώμη
Φθάν’ η παράταξις στον ωρισμένον
Τόπον, για τούτο ετοιμασμένον,
Οι συντοπίταις ευθύς σιμμώνουν
Τον κυρ Παχώμη που ξεφορτώνουν,
Ο Κοντογιάννης σιμμά πηγαίνει,
Με το μαγκάλι, και τ’ αποθένει,
Φορεί ο Παχώμης το κοντογούνι,
Και ο Γεώργιος Άρτης ένα φουσούνι,
Απ’ το καλάθι ευθύς ευγάζει,
Μα ο Παχώμης του το αρπάζει
Και μοναχός του τότ’ αρχινάει
Σαν καλός γύφτος για να φυσάη,
Όμως μη τύχη και πάρ’ αέρα,
Πρό του χρειώδους καιρού η σφαίρα.
Ο Γεώργης, Γκιούστης, Κολέτας Δήμος,
Οι δύο προβάλλουν πολλά φρονίμω,
Με τα σχοινία καλά δεμένη,
Να την κρατούσι εσφαλισμένην,
Λοιπόν ευθέως παλούκια σταίνουν,
Και με τους σπάγγους την σφαίραν δένουν
Ωσάν τζατήρι την εξαπλώνουν,
Και τότ’ αρχίζουν και την φουσκώνουν,
Γκιούρτης, Κολέτας με τον Παχώμη,
Και άλλοι είκοσι βλάχοι ακόμη
Φυσούν απαύστως, μα δεν είνε τρόπος
Να την φουσκώσουν, χαμένος κόπος,
Λέγει ο Γκιούρτης ‘πρέ ντόμνε τζέο,
Αν δεν φουσκώση, εγώ τι φταίω.
Με τόσον φύσημα, με κόπον τόσο
Χίλιους γαϊδάρους να σου φουσκώσω.
Δεν κοκκινίζει και δεν ιδρώνει,
Όταν κτυπάει εις το αμώνι.
Ο κουτζοήφαιστος με την βαρειάν του,
Έχοντας κύκλωπας στην συντροφιάν του
Και με την δύναμιν οπού κτυπάει,
Κάμνει την Αίτναν να αντιχάη.
Ως ο Παχώμης λιχομανώντας,
Ανακατεύεται συχνά πηδώντας,
Συχνογυρίζοντας, τον κώλο σειώντας
Και την φωτίαν συχνοσυμπώντας.
Ανάπτει όλος και κοκκινίζει,
Φωνάζει, σκούζει κι’ όλου μανίζει
Και μέγαν κόπον, εις μισήν μέραν,
Τέλος φουσκώνει αυτήν την σφαίραν.
Τότ’ ο Παχώμης τον Κοντογιάνη
Κράζει, του φέρει ένα τηγάνι,
Κατράμι, πίσσαν και σαμιακίζι
Θιάφι, κροκίδια, ρακήν γεμίζει
Φωτιάν τους δίδει, κι ευθύς πηγαίνει
Υπό την σφαίραν το αποθένει,
Υψούτ’ η φλόγα ανδρειωμένη,
Και κατ’ ευθείαν, στην σφαίραν μπαίνει
Σαν το καράβι που κινδυνεύει,
Εις βαθύ πέλαγος όταν αγριεύει.
Βογγούν τα κύματα και τα κατάρτια,
Στρέφουν απαύστως πανιά κι’ εξάρτια.
Έτζι κι η σφαίρα συχνοκινείται,
Στρέφει μεγάλως κι’ όλη κλονείται.
Πλην ένα ένας άνεμος την φλόγ’ αμπώχνει
Μ’ ορμήν και βίαν κείθεν διώχνει.
Ο Γκιούρτης πρόθυμος παίρνει και άλλους
Από τους βλάχους τους πλιό μεγάλους
Βάνουντ’ εις τάξιν από το μέρος,
Όπου την βίαν θεωρούν του αέρος
Και τους τζουπέδες όσο μπορούσι
Τότ’ ο Παχώμης τάλια (1) φωνάζει,
Τάλια σας λέγω μεγάλως κράζει,
Κόπτει ο Γκιούρτης απ’ την μεργιάν του
Μ’ από την άκραν μεγάλην βίαν του
Γιατ’ εκεί στέκει αλησμονάει.
Και τον τζουπέν του γιατί κρατάει,
Σκύφτει να κόψη και τότε μένει
Η σφαίρα απέκι ξεσκσπασμένη
Τρέχει ο Παχώμης τάλια κι’ απέκι
Ντράκουλ φωνάζει τάλια παρέκι.
Όσο να τρέξουν, όσο να κόψουν,
Τέτοιοι άνθρωποι πώς να προκόψουν
Γυρίζ’ η σφαίρα όλ’ άνω κάτω
Κ’ ευθύς ανάπτει από τον πάτω
Ανακατεύονται ευθύς οι βλάχοι
Πηδούν φωνάζουν σαν οι βαθράχοι,
Ού λάϊ τράκουλ τι αμαρτία
Ού τράκουλ σάροι τι αμαρτία
Δίκαιον έχεις ώ κυρ Παχώμη
Πλην έχεις και άδικον κομάτι ακόμη,
Βλάχος και συ ‘σαι αναμφιβόλως
Ψηχήν και σώμα βλάχαρος όλος.
Αν είχες όμως να σε βοηθήσουν,
Άλλα κεφάλια να συνεργήσουν,
Εντροπιασμένος δεν ήσουν τώρα,
Λοιπόν ογλίγωρα σύρε στη χώρα
Κόσμος που είσθε συναθροισμένοι
Κοπιάστε φεύγετ’ άλλο δεν μένει.
Άϊντεστε τώρα τι καρτερείτε,
Δεν έχετ’ άλλο για να ιδήτε
Η σφαίρα έπιασε, άναψ’ εκάη,
Καλοξημέρωμα σαν κάη, ας κάη.
Έκλασ’ η νύφη, σκόλασ’ ο γάμος,
Αυτό το ‘ξερι και ο παπά Χάμος.
- Εκ του ιταλικού taglia, κόψε».
Ας είναι και η παραπάνω άποψη γνωστή. Μνημόσυνο σ’ όλους τους πρωτοπόρους Ηπειρώτες, όλων των εποχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου