Γράφει ο Χρήστος Α.Τούμπουρος
«Η
πεθερά με βλασφημά το γιο της να μην
πάρω/για δε με θέλει νύφη της στον κόσμο
τον απάνω»
Δεν
είναι τυχαίο, γιατί και πώς, τόσα και
τόσα δίστιχα, τετράστιχα, ποιήματα
ολόκληρα «βγήκαν» και περιγράφουν τη
διαολιά ή τέλος πάντων «το διάολο που
έχει μέσα της η πεθερά!» Δε λέμε, υπήρχαν
και υπάρχουν και σωστές πεθερές.
(Προσωπικά πιστεύω πως ο θεσμός αυτός
πρέπει να καταργηθεί ουσιαστικά…)
Η
στάση και η συμπεριφορά της πεθεράς
συνιστά διαχρονικό πρόβλημα. Από τότε
που τραγούδαγαν το «είδα εγώ το Χάροντα
μα ούτε που με νοιάζει. Το μόνο που
κατάλαβα, της πεθεράς μου μοιάζει»,
μέχρι το πρόσφατο τραγούδι «Το σοβαρό
και το μεγάλο αμάρτημά σου/ είναι που
έφερες στο σπίτι τη μαμά σου/ κι ενώ
περνάγαμε καλά εσύ κι εγώ/ βάλαμε τώρα
μες στο σπίτι λοχαγό.» (Θέμης Ανδρεάδης)
η πεθερά -αυτού του είδους που περιγράφω
στο εν λόγω σημείωμα- διαλύει σπίτια,
στέλνει ανθρώπους στο ψυχιατρείο, αν
δεν πάει αυτή πρώτα, καλύπτει «πεσίματα»
σε σκάλες, για να καλύψει τα ακάλυπτα
και αγωνίζεται, ξετεντώνεται και
χτυπιέται κάτω σαν μικρό παιδί, άμα δεν
της περνάει.
Από τη στιγμή που θα
ακουστεί περίτρανα και περίφημα το
τραγούδι «Έβγα μάνα, πεθερά, να δεχτείς
τα νιόγαμπρο,/ Ήρθανε μεσ’ την αυλή, να
τους δώσεις την ευχή./Βγαίνει η πεθερά
στη σκάλα, με το μέλι, με το γάλα, ρίχνει
ρύζι να ριζώσουν, τα παιδιά της να
προκόψουν.» που κάθε πεθερά, ακόμη και
«ο λύκος ο καψαλός» «ντυνόταν» με το
αγγελικό πρόσωπο, έβαζε τη μουσατένια
προβατοπροβιά θα έλεγε κάποιος, έπαιρνε
το ύφος της αγίας και οσιομάρτυρος και
υποδεχόταν -λόγος να γίνεται- τα νιόγαμπρα
στο αρχοντικό της, μέχρι να διαπιστώσει
την πραγματικότητα η γυναίκα-νύφη
πέρναγαν κάμποσες μέρες.
Μετά
άρχιζε το διαολοσιατάνισμα από το στόμα
της. «Τσέκλια φ’στάνια έφερε!» Και
ξεκίναγε ο ταραμός. «Δεν ξερω εκείν’ η
μάνα τ’ς πώς την έστειλ’, ντιπ κατά
ντιπ ξεζάρκωτ’. Ένα σ’κτι να βαλ’ επάν’
τ’ς δεν εχ’.» Κι αν τύχαινε ο γιόκας
της να είχε ξενιτευθεί αμέσως μετά το
γάμο, ούι μάνα μ’ τι ταραμό θα της έδινε.
«Πού πας; Πού σ’ το ‘χουν στρωμένο; Τι
δ’λειά έχ’ς εσύ να βγαίν’ς στ’ν αγορά;
Ποιος σε περιμέν’;» Κι αν έπεφτε στην
παγίδα και της απαντούσε «να, πάω να
πάρω λίγο καφέ μην έρθ’ κανένας και δεν
έχουμε να τον κεράσουμε τίποτε», άρχιζε
ο εξάψαλμος. «Τι λες κυρά μ’. Προχθές
έφερα εγώ καφέ. Πόσο καφέ έβαλες χτες
στον πατέρα σ’ που ήρθε εδώ; Έναν
τέντζερ’. Θα μέθ’σε ο χ’στιανός.» Κι
άλλα πολλά.
Πώς να το κάνουμε; Η
μάνα δύσκολα θα αποδεχτεί ότι το γιο
της, τον κανακάρη της, το καρποστάλ’
του χωριού, τον πήρε «ξένη» κοπέλα, τον
καπάκωσε και τον «δεμάτιασε» στον κόρφο
της. Δε μοιράζεται. Είναι δ’κό τ’ς το
παιδί. Και βέβαια η συμπεριφορά της
πεθεράς εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι
άλλου αρσενικού. Αν ήταν το μόνο σερκό,
φωτιά που την έκαψε. Πήρε το μοναχογιό
ή το μόνο σερκό. Της έφεξε. Μεγαλοβδομάδα
γεννήθ’κε. Και ...αλίμονό της. Για όλα
αυτή πλέον φταίει. Και τότε και τώρα.
Αυτή καίει το φαΐ, αυτή τσεκλάει τα
ρούχα, αυτή καίει τα πλυντήρια, αυτή
βρωμίζ’ τα τείχια κι αυτή λερών’ τα
περβάζια με τα λουλούδια της. Κι αν ακόμη
η πεθερά διέβλεπε ή διαβλέπει καμιά
πνευματική υπεροχή της νύφης έναντι
του δικού της ούγκανοιυ, ε, τότε, άστα
να πάνε. «Νύν υπέρ πάντων ο αγών!»
Τσαλακώστε την. Φάτε την. Υποβαθμίστε
την. Χαντακώστε την. Στα τείχια τα δικά
μας δεν νοούνται δευτεράτζες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου