Γράφει
η Κατερίνα Σχισμένου.
Για
άλλη μια φορά ο συγγραφέας Κωνσταντίνος
Ανυφαντής μας εξέπληξε με μια ιστορία
του, αρκετά αιματηρή και σκοτεινή από
τον τόπο μας. Το Κομμένο. Φέτος είδαμε
πως πολλοί νέοι καλλιτέχνες και μάλιστα
από τον ίδιο τον τόπο να προσπαθούν να
αποδώσουν μια δική τους εκδοχή σε
εγκλήματα που δεν μπορεί να συλλάβει
ανθρώπινος νους. Αυτή είναι εξάλλου και
το νόημα και η καθαρτική λειτουργία της
τέχνης. Να αποδώσει πολλές φορές ανείπωτα
συμβάντα, όταν η λογική σταματά και
συναντά το σκοτάδι, το χάος. Όπως πιστεύει
και ο ίδιος ο συγγραφέας σε συζήτηση
που είχαμε τη χαρά να κάνουμε, οι πολιτικοί
δεν κατάφεραν να βρουν μια λύση για
δικαιοσύνη και για άλλη μια φορά
τυφλώθηκαν ηθελημένα. Το ελάχιστο που
ίδιος μπορεί να κάνει είναι μια λογοτεχνική
τιμωρία κάθαρση για τους αδικοχαμένους
του Κομμένου και του κάθε Κομμένου.Το
θέμα είναι κατά πόσο κάποιοι κοιμούνται
ή μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι και με
το δεύτερο αυτό βιβλίο «Οι σκιές της
αντίπερα όχθης 2» τιμά την πόλη του, που
ελπίζει να τον τιμήσει κι αυτή. Εμείς
πιστεύουμε πως το αίμα του κάθε ενός
νεκρού που πότισε αυτή την πικρή πατρίδα
και ιδιαίτερα τα μαρτυρικά χωριά δεν
μπορεί να βρει ποτέ δικαίωση. Πάντοτε
θα φωνάζει και θα ορθώνεται σαν ένα
φάντασμα στα απόνερα της ιστορίας μας
που άλλοι τιμούν και άλλοι εκμεταλλεύονται
για δικούς τους στενούς προσωπικούς
λόγους προδίδοντας το χρέος τους αρχικά
ως άνθρωποι και μετά ως πατριώτες. Όμως
η δικαιοσύνη πάντοτε μετρά στο τέλος,
όπως και το χρέος μας.
Κυριακή 15
Αυγούστου 1943
Τα νέα ήταν απαίσια και
δυσάρεστα. Από αυτά που τα ακούς και με
δυσκολία μπορείς να τα αποδεχτείς . Με
τρόμο πληροφορηθήκαμε πως δικά
μας
αδέρφια, Γερμανοί στρατιώτες, παιδιά
του δοξασμένου μας Ράιχ
σκοτώθηκαν
με άνανδρο και ύπουλο τρόπο σε ένα μικρό
και ασήμαντο χωριό
της ελληνικής
υπαίθρου. Εκδίκηση και μόνο εκδίκηση
αντηχεί στα αυτιά μας
τις τελευταίες
ώρες. Σκληρά αντίποινα εναντίον των
ανταρτών που εξαιτίας
τους χάθηκαν
οι σύντροφοί μας και ξεκλήρισμα του
χωριού που είχαν το
λημέρι τους. Ο
ίδιος ο τιμημένος και ηρωικός διοικητής
μας μόλις αντίκρισε στον χάρτη το χωριό
το έξυσε με το νύχι του σαν να ήταν κάποια
βρωμιά και ένα αίσθημα αηδίας σχηματίστηκε
στο πρόσωπό του. Υπόσχομαι στο άδικο
αίμα των συντρόφων μου να μην μείνει
πέτρα πάνω στην πέτρα και ο θάνατος από
αύριο να είναι ο μόνος που θα περπατά
στους δρόμους του χωριού. Για την
επιχείρηση της εκκαθάρισης
προσφέρθηκα
εθελοντικά. Μόνη μου σκέψη και έγνοια
πως θα πνίξω στο αίμα
αυτό το καταραμένο
ανταρτοχώρι. Είναι τόσος ο πόθος μου
και η λαχτάρα μου
που δεν μπορώ να
κοιμηθώ. Περιμένω με αγωνία να ξημερώσει.
Κάθομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου
καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο
άλλο περιμένοντας την διαταγή της
αναχώρησης.
Δευτέρα 16 Αυγούστου
1943
Ώρα πέντε το πρωί. Επιτέλους η
πολυπόθητη διαταγή έχει δοθεί. Τα
αντίπαλα και εχθρικά σκουλήκια θα
ποδοπατηθούν και θα εξαφανιστούν από
προσώπου γης για το καλό της Αρείας
φυλής και για την δόξα του πολυαγαπημένου
μας Φύρερ, του μεγάλου πατέρα μας. Είμαστε
πια έτοιμοι, πάνοπλοι, με πολυβόλα,
οπλοπολυβόλα, τσεκούρια και μαχαίρια,
χειροβομβίδες και όλμους. Δύσκολη
αποστολή αλλά είμαι σίγουρος πως εγώ
και οι υπόλοιποι άντρες θα την φέρουμε
για άλλη μια φορά εις πέρας.
Επιβιβαστήκαμε
στα οχήματα και μετά από μιάμιση ώρα
διαδρομής φτάσαμε στο άτιμο χωριό.
Κανείς δεν έπρεπε να επιζήσει. Όλοι
πρέπει να εκτελεστούν .Δεν έχει ξημερώσει
ακόμη και παρόλα αυτά στα αυτιά μας
φτάνουν ήχοι από γέλια,μουσική και
εύθυμα τραγούδια. Φαίνεται πως οι
αντάρτες γλεντάν για την ύπουλη νίκη
τους .Δε γνωρίζουν όμως πως όλο το μέρος
έχει ζωθεί από παντού και η θηλιά του
θανάτου όλο και μικραίνει. Είμαστε όλοι
νευρικοί και έτοιμοι να βουτήξουμε στην
μάχη αλλά οι εντολές είναι σαφείς. Ούτε
ένας πυροβολισμός χωρίς να δοθεί το
σύνθημα. Η βρόμικη σφηκοφωλιά πρέπει
να εξοντωθεί μια και καλή. Να μην μείνει
κανείς όρθιος και ζωντανός.
Με μια
παρέα από συντρόφους μου κατευθυνθήκαμε
στην εκκλησία στην είσοδο του χωριού.
Ακουμπήσαμε τα όπλα μας στην μάντρα
περιμένοντας το σύνθημα της
επίθεσης.
Άναψα ένα τσιγάρο κρατώντας στο αριστερό
μου χέρι το “πιστό” μου
τσεκούρι όταν
μπροστά μας εμφανίστηκε ο δικός τους
ιερέας κρατώντας ένα ...παράξενο φανταχτερό
ύφασμα και ένα χοντρό βιβλίο. Οι ματιές
για μια στιγμή ενώθηκαν και ένιωσα λες
και ο άντρας αυτός διάβασε τις σκέψεις
μου για αυτά που θα έπραττα. Χωρίς να
πει κουβέντα μπήκε μέσα στον ναό. Φοβήθηκα
μήπως
φανερωθεί ο σκοπός της επίσκεψης
μας και αρχίσει να χτυπάει την καμπάνα
για να ειδοποιήσει τους κατοίκους.
Κάνοντας νόημα σε δύο συντρόφους μου
μπήκαμε μέσα στον χώρο κραδαίνοντας τα
τσεκούρια και τα μαχαίρια μας. Λίγα
λεπτά αργότερα βγήκα τελευταίος
καθαρίζοντας την ματωμένη λάμα πάνω σε
ένα τοίχο και κρύβοντας ένα ακριβό χρυσό
ποτήρι μέσα στον σάκο μου. Τελικά οι
εκκαθαρίστηκες επιχειρήσεις έχουν.....
και τα τυχερά τους.
Δευτέρα 16 Αυγούστου
1943 ώρα 6:30π.μ.
Δύο φωτοβολίδες που
ρίχτηκαν στο αέρα ήταν το σύνθημα της
επίθεσης
εναντίον των ανταρτών, ήταν
η ώρα της εκδίκησης. Βαδίζοντας μέσα
στα στενά
του χωριού σαν ένας άλλος
Σκανδιναβός μυθικός ήρωας σκότωνα
με
απερίγραπτη αγριότητα οποιονδήποτε
έβρισκα μπροστά μου. Το τσεκούρι μου,
η
λάμα, η λαβή του και το ίδιο μου το χέρι
είχαν γίνει κατακόκκινα από το
καταραμένο
αίμα και από τους ανθρώπινους ιστούς
που είχαν κολλήσει πάνω
μου. Μια άγρια
χαρά συνόδευε τις ηρωικές μου πράξεις.
Άντρες, γυναίκες,
παιδιά και γέροντες
γεύονταν εδώ και ώρα την βία του δοξασμένου
μας Ράιχ. Οι στράτες και τα σοκάκια του
χωριού είχαν γεμίσει με πτώματα κάθε
ηλικίας. Οι υπαίτιοι της τραγωδίας είχαν
τιμωρηθεί και τα βυζανιάρικα τους,το
νέο αίμα δεν θα πρόφταινε να μεγαλώσει
και να ενοχλήσει πια τον ένδοξο στόχο
μας αφού είχαν γίνει ''τροφή'' για τις
ξιφολόγχες μας και τα ακονισμένα
τσεκούρια μας. Ούτε οι έγγυες θα
εξαιρούνταν από αυτήν την λίστα .Σκίσιμο
της κοιλιάς τους και το κακό χτυπιόνταν
κυριολεκτικά στην ρίζα του. Και ....όλα
αυτά φυσικά με το αζημίωτο. Ότι έβρισκα
πάνω στα κορμιά τους χρυσό ή ασημένιο,
μικρής ή μεγάλης άξιας μέταλλο, το
μάζευα.. Όταν επιτέλους γύριζα νικητής
στην πατρίδα μου από τα λάφυρα που
κέρδιζα με το σπαθί μου και την ανδρεία
μου θα έκανα μία πλούσια ζωή μακριά από
έγνοιες, ζώντας μέσα στη χλιδή και την
ακολασία.
Με απίστευτη δύναμη και με
ένα επιδέξια χτύπημα άνοιξα στα δύο το
κεφάλι
ενός αντάρτη που με ικεσίες
προσφέροντάς μου τιμαλφή και χρυσαφικά,
με
παρακαλούσε να τον αφήσω να ζήσει.
Οι τσέπες μου ήταν πια γεμάτες από
χρυσούς
σταυρούς, βέρες, χρυσά ρολόγια. Τι τα
θέλουν τα λούσα οι νεκροί,
σκέφτηκα
την ώρα που κάρφωνα το τσεκούρι μου στο
στήθος ενός χωριάτη.
Βοηθός των ανταρτών
σίγουρα ,ο ίδιος ήθελε να μας κεράσει
κρασί για τον τάχα
γάμο της κόρης του,
όπως ανέφερε πριν περάσει στην αντίπερα
όχθη. Με μια
γρήγορη κίνηση έβγαλα από
το χέρι του την βέρα του γάμου και την
έριξα μέσα
στην γεμάτη τσέπη μου.
Έπρεπε
όμως να βρω κάπου να κρύψω τον μικρό μου
θησαυρό, ώστε να μην γίνω αντιληπτός
από τους αξιωματικούς και από τους
υπόλοιπους άντρες. Με σύμμαχο τον καπνό
από τα σπίτια που καίγονταν, μπήκα στα
ερείπια μια παλιάς οικίας και βγάζοντας
τα γρήγορα από τις τσέπες μου, τα
καταχώνιασα με γοργές κινήσεις στο
μισογκρεμισμένο τζάκι καλύπτοντας τα
μετά με τούβλα και χώμα. Μετά την
εκκαθάριση θα έβρισκα έναν τρόπο να
έρθω να τα μαζέψω. Ποιος θα ασχολιόταν
με ένα ερειπωμένο σπίτι και κυρίως σε
ένα μέρος πια που δεν θα υπήρχε ζωντανή
ψυχή.
Λίγες ώρες μετά οι αξιωματικοί
μας με φωνές και βρισιές μας συγκέντρωσαν
και μας επιβίβασαν πάλι στα καμιόνια
.Μας συγχαίρουν για την επιτυχία της
αποστολής Και πράγματι μεγάλη επιτυχία
χωρίς κανένα δικό μας νεκρό.
Δυστυχώς
δεν θα καταφέρω να φτάσω στον κρυμμένο
μου θησαυρό, αφού η μυρωδιά από τα καμένα
πτώματα και πυκνοί καπνοί έκαναν αδύνατη
την πρόσβασή μου εκεί. Πιστεύω και πρέπει
στο μέλλον να βρω τρόπο να αποκομίσω τα
λάφυρα που με τόσο κόπο συγκέντρωσα. Ο
κόσμος να χαλάσει όσα χρόνια κι αν
περάσουν εγώ ο Χάινριχ θα βρω έναν τρόπο
να επιστρέψω στην αμύθητη λεία μου.
Τρίτη
20 Ιουλίου 1965
Τι παράξενο. Λόγω αντίξοων
συνθηκών έχω να γράψω στο ημερολόγιό
μου από εκείνη την ένδοξη μέρα της νίκης
μας. Μετά όλα άλλαξαν. Συνεχείς
μετακινήσεις,η εκστρατεία στην Ρωσία
και ο χρόνος ελάχιστος όχι μόνο για να
οργανώσω τις σκέψεις μου μα και για να
ξεκουράσω το κορμί μου.
Έχουν περάσει
πια πολλά χρόνια που η κραταιά μας
Γερμανία ταπεινώθηκε από
τους συμμάχους.
Εγώ ο ίδιος μάλιστα κατηγορήθηκα και
φυλακίστηκα σαν
εγκληματίας πολέμου
σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Εγώ
που μόνο ευγενή και υψηλά αισθήματα
πατριωτισμού τρέφω και τίποτα παραπάνω.
Κανείς δεν αναγνώρισε τον ηρωισμό μου
και την ανδρεία μου. Με αποκάλεσαν
χασάπη, αδίστακτο σφάχτη τα ελεεινά
ανθρωπάρια που μόνο με τα γραπτά ξέρουν
να πολεμούν. Μου στέρησαν μεχρι και την
χαρά του να γράφω στο ημερολόγιο μου
τις σκέψεις μου για να μην τρελαθώ μέσα
σε εκείνο το υγρό και ανήλιαγο κελί. Ας
είναι όμως. Τώρα ελεύθερος πια ,πιο
δυνατός θα αρχίσω και πάλι να γράφω τις
σκέψεις και τα όνειρά μου. Τουλάχιστον
όμως τώρα θα γευτώ τους καρπούς της τότε
δράσης μου. Μπορεί να πέρασαν είκοσι
δύο χρόνια, μπορεί τα μαλλιά μου να
γκριζάρισαν αλλά ποτέ δεν ξέχασα το
μέρος όπου καταχώνιασα τα όνειρα και
τις ελπίδες της καλύτερης ζωής μου.
Άρχισα τις ετοιμασίες για το μεγάλο και
ίσως δύσκολο ταξίδι. Ένα καλό φιλαράκι
στο Βερολίνο κατάφερε και μου βρήκε ένα
πλαστό δίπλωμα περιβαλλοντολόγου ,έτσι
θα περάσω ανενόχλητος από τα περίεργα
μάτια των ντόπιων. Ο στόχος μου πρέπει
με κάθε τρόπο να επιτευχθεί.
Δευτέρα
26 Ιουλίου 1965
Επιτέλους μετά από ένα
κουραστικό ταξίδι με τρένο έφτασα
Θεσσαλονίκη. Από εκεί επιβίβαση σε
λεωφορείο περιτριγυρισμένος από
βρόμικους χωριάτες όπου μερικοί είχαν
κουβαλήσει μαζί τους μέχρι και κατοικίδια
ζώα. Αμέτρητες ώρες ταλαιπωρίας μέσα
από αφιλόξενα βουνά και αρκετές φορές
ήρθαν στο μυαλό μου εικόνες από το ένδοξο
παρελθόν μου τότε που στην επίλεκτη
ομάδα που ήμουν πολεμούσαμε και
κατατροπώναμε τους εχθρούς του Ράιχ
μας. Περασμένα μεσάνυχτα φτάσαμε στα
Γιάννενα. Διανυκτέρευσα σε ένα φτηνό
ξενοδοχείο και πριν χαράξει αναχώρησα
για Αρτα. Η ψεύτικη ιδιότητά μου θα μου
άνοιγε εύκολα πόρτες για να φτάσω στον
πολυπόθητο στόχο μου. Είχε φέξει πια
για τα καλά όταν έφτασα στην πόλη. Από
την τοπική αστυνομία πήρα άδεια για
έρευνα στα χωριά του κάμπου σχετικά με
την παράκτια ελληνική χλωρίδα. Όταν με
ρώτησαν από που επιθυμούσα να ξεκινήσω
τους έδειξα ένα χαρτί που είχε γραμμένη
μόνο μια λέξη με κεφαλαία γράμματα,ΚΟΜΜΕΝΟ.
Ο
διοικητής για λίγο παρέμεινε σκεφτικός.
Έκανε ένα τηλέφωνο και μετά από λίγο
εμφανίστηκε ένας κοντόχοντρος κύριος
που μιλώντας σε άπταιστα(!) γερμανικά
με καλωσόρισε και με ενημέρωσε πως στο
χωριό θα με πήγαινε περιπολικό και θα
διέμενα σε σπίτι με όλες τις ανέσεις.
Ξεκινήσαμε μετά από λίγο και μετά από
μια σύντομη διαδρομή δίπλα στις κατάφυτες
όχθες του ποταμού φτάσαμε στο μέρος που
πριν χρόνια είχα επισκεφτεί για να
σπείρω θάνατο και πόνο.
Προς μεγάλη
μου έκπληξη δεν αντίκρισα ένα
ρημαδιασμένο μέρος με χαμόσπιτα και
κατεστραμμένα σπίτια αλλά ξαναγεννημένο
με με μικρά παιδιά να παίζουν στην
πλατεία του χωριού και τους μεγάλους
να κάθονται στα καφενεία συζητώντας
για τα καθημερινά τους θέματα και
προβλήματα. Μεγάλη εντύπωση μου έκανε
το πλήθος των μαυροφορεμένων γυναικών
στο χωριό. Τελικά κάτι είχα καταφέρει,
κάτι είχε μείνει από την πρώτη μου
“επίσκεψη” εκεί σκέφτηκα κρυφογελώντας.
Ο άντρας που με συνόδευε με σύστησε στον
πρόεδρο του χωριού και μόλις ανέφερε
την εθνικότητά μου διέκρινα το πρόσωπό
του να σκοτεινιάζει. Τι παράξενο όμως,
αυτό έγινε για λίγες στιγμές αφού έπειτα
ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό
του. Με αγκάλιασε και με αυτό τον τρόπο
μου έδειξε ότι ήμουν καλοδεχούμενος.
Έπειτα με οδήγησε στο μνημείο της
πλατείας του χωριού. Με τη βοήθεια του
διερμηνέα μου κατάλαβα πως ήταν το
μνημείο για τους νεκρούς της σφαγής που
είχε γίνει πριν είκοσι δύο χρόνια και
που εγώ ο ίδιος είχα μερίδιο ευθύνης.
Με τρεμάμενη φωνή ο πρόεδρος του χωριού
ανέφερε πως κάθε άνθρωπος από οποιοδήποτε
κράτος είναι καλοδεχούμενος στο μαρτυρικό
χωριό γιατί η αγάπη και η ειρήνη δεν
γνωρίζουν σύνορα. Έσκυψα το κεφάλι
μπροστά στο μνημείο παίρνοντας το πιο
περίλυπο ύφος μου που ίσως και ο πιο
επιτυχημένος ηθοποιός θα με ζήλευε. Από
μέσα μου όμως καταριόμουν τον εαυτό μου
που δεν είχαμε καταφέρει εκείνη την
μέρα να εξολοθρεύσουμε όλη αυτή την
άτιμη ράτσα.
Τρίτη 27 Ιουλίου
1965
Ξύπνησα πνιγμένος στον ιδρώτα με
ένα αίσθημα βάρους στο στήθος μου. Όλο
το βράδυ λες και ζούσα το παρελθόν
αντίκρισα κάθε λεπτό της σφαγής. Δεν
ξέρω αν φταίει ο χώρος αλλά πρέπει σήμερα
γοργά όλα να τελειώσουν να φύγω από αυτό
το καταραμένο μέρος που στοιχειώνει
την ψυχή μου. Ακόμη προσπαθώ να σκεφτώ
αν οι παιδικές φωνές και τα κλάματα που
άκουγα στη μέση της νύχτας ήταν κομμάτι
του εφιάλτη ή απλά παιδιά που έπαιζαν
έξω από το δωμάτιο μου, στον δρόμο.
Αποκαμωμένος πήρα ένα πλούσιο πρωινό
με ντόπια προϊόντα και έπειτα βγήκα για
την ανεύρεση του δικού μου θησαυρού.
Δεν δυσκολεύτηκα πολύ να το βρω. Όλα
ήταν ίδια λες και ο χρόνος δεν είχε
αφήσει σημάδια στο σημείο εκείνο. Μόνο
τα αγριόχορτα είχαν θεριέψει πολύ
γεγονός το οποίο με βοηθούσε για την....
μελέτη της τοπικής χλωρίδας. Για να
αποφύγω τα αδιάκριτα και περίεργα μάτια
των χωρικών αποφάσισα η δουλειά να γίνει
το βράδυ. Από αύριο όλα θα είναι
διαφορετικά.
Τρίτη 27 Ιουλίου 1965 ώρα
10:30μμ
Αποχαιρέτησα τον πρόεδρο του
χωριού ,τον ευχαρίστησα για την φιλοξενία
του και παρά τις αντιρρήσεις του για
την απρόσμενη αποχώρησή μου , του εξήγησα
πως έχω συνηθίσει να εργάζομαι και να
ταξιδεύω βράδυ. Έφυγα από το φιλόξενο
σπίτι και πολλές φορές στη διάρκεια της
διαδρομής μέχρι την κρυμμένη λεία μου
ένιωθα λες και κάποιος με ακολουθούσε.
Σταμάτησα πολλές φορές το βήμα μου
γυρνώντας πίσω αλλά δεν αντίκριζα τίποτα
παρά μόνο άδειο δρόμο. Επιτέλους έφτασα
στο πολυπόθητο σημείο εκεί που πριν
είκοσι δύο χρόνια στοίβαξα τα όνειρά
μου. Ποτέ δεν είναι αργά όμως σκέφτηκα
και χαμογέλασα. Το χρήμα και ο πλούτος
δεν αλλοιώνονται από το πέρασμα του
χρόνου. Αντιθέτως μεγαλώνει η αξία
τους.
Απομάκρυνα τα τούβλα και τα
χώματα από το παλιό τζάκι και ναι σε
λίγες στιγμές αμέτρητα χρυσά ρολόγια,
βέρες, κοσμήματα ήταν στα χέρια μου. Με
γρήγορες κινήσεις τα τοποθέτησα στο
δισάκι μου. Με γρήγορα βήματα προσπάθησα
να βγω από το γκρεμισμένο σπίτι. Ένιωθα
όμως ότι τα αγριόχορτα και τα αγκάθια
λες και ήθελαν να με κρατήσουν εκεί.
Ίσως να φταίει το τσίπουρο που με κέρασε
το μεσημέρι ο πρόεδρος αλλά νιώθω λες
και το κορμί μου το τραβάνε αμέτρητα
χέρια. Λες και τα πόδια μου, είναι
κολλημένα στη ματωμένη γη μετά βίας
κατάφερα και βγήκα έξω από αυτόν τον
παράξενο χώρο. Πήρα μερικές βαθιές
ανάσες και άρχισα να περπατάω προς τη
δημοσιά με κατεύθυνση την πόλη. Γνώριζα
πως αν περπατούσα με γοργό ρυθμό όλο το
βράδυ το πρωί θα ήμουν στη πόλη της Άρτας
και από εκεί και πέρα όλα ήταν εύκολα.
Τι
παράξενο! Μπροστά στα μάτια μου αντίκρισα
ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Πραγματικά
μου έκανε εντύπωση πως τέτοια ώρα αυτοί
οι χωριάτες ήταν ξάγρυπνοι και στη μέση
του δρόμου. Άρχισα να περπατώ με σκυμμένο
το κεφάλι περνώντας ανάμεσά τους
νιώθοντας τα μάτια τους καρφωμένα πάνω
μου. Ένιωσα την τσάντα μου να βαραίνει
πάρα πολύ. Για μια στιγμή σήκωσα το
κεφάλι μου και αυτό που είδα μόνο ένα
ταραγμένο μυαλό θα μπορούσε να το
αντικρίσει. Πρόσωπα μαυρισμένα,μισοκαμμένα,
άλλα με τους οφθαλμούς τους εξωριγμένουςκαι
άλλα με το κεφάλι τους πολτοποιημένο
να με καρφώνουν με το παγωμένο βλέμμα
τους. Είδα μάνες με τις κοιλιές σκισμένες
και τα βρέφη τους αγέννητα καταματωμένα
στην αγκαλιά τους. Αντίκρισα νεαρούς
άντρες με σκισμένα στα στήθη τους και
με τα χέρια τους να κρατάν τα σωθικά
τους. Δεν ξέρω αν αυτά είναι γεννήματα
της φαντασίας μου ή η τιμωρία μου για
το κακό που έκανα σε αυτόν τον τόπο. Έχω
τρομοκρατηθεί. Άρχισα να τρέχω μέσα στα
χωράφια, έχασα τον δρόμο μου, οι μορφές
όμως και τα φαντάσματα του παρελθόντος
είναι ακριβώς πίσω μου σε απόσταση
αναπνοής. Έχω πανικοβληθεί πια, δεν ξέρω
τι να κάνω.
Τετάρτη 28 Ιουλίου ώρα
3:00π.μ.
Αυτά που γράφω είναι το τελευταίο
κομμάτι του ημερολογίου μου, ο δικός
μου μάλλον επικήδειος. Μπήκα σε μια από
τις βάρκες που ήταν δεμένες στο ποτάμι
και με τρεμάμενο χέρι γράφω αυτές τι
λέξεις. Επί τρεις ώρες τρέχω μέσα σε
χωράφια, μπαξέδες, επί τρεις ώρες έχω
χάσει τον δρόμο μου λες και είμαι
εγκλωβισμένος στον δικό μου λαβύρινθο.
Τα βογκητά, τα ουρλιαχτά και οι φωνές
τον ψυχών δεν με αφήνουν στιγμή. Για να
στιγμή στάθηκα σε ένα ξέφωτο και όλα
σταμάτησαν. Λες και με λυπήθηκαν, λες
και η τιμωρία πήρε τέλος. Πόσο ανόητος
ήμουν όμως. Στον χώρο που ήμουν αντίκρισα
πάνω στα χόρτα χνάρια από βήματα μικρού
παιδιού να έρχονται κατά πάνω μου, ενώ
σε μερικά σημεία στο χορτάρι ένιωθες
λες και μπουσουλάει μωρό πάνω του. Πέταξα
από πάνω μου το δισάκι με τα καταραμένα
λάφυρα και μπήκα σε μία από τις βάρκες.
Θα προσπαθήσω να φτάσω στην αντίπερα
όχθη και από εκεί όπου με βγάλει ο δρόμος.
Ακόμα κι εδώ νιώθω πως αόρατα χέρια
προσπαθούν να με ρίξουν στο νερό. Έχασα
το κουπί μου λες και κάτι το τράβηξε για
πάντα στον βυθό του ποταμού. Τώρα πια
ξέρω πως η τιμωρία είναι βέβαιη, πως ο
χαμός μου είναι σίγουρος. Όσα χρόνια
και να περάσουν το αίμα που χάθηκε άδικα
πάντα θα ψάχνει τρόπο να εκδικηθεί για
να ηρεμήσει και να αναπαυθεί. Αφήνω αυτό
το ημερολόγιο μέσα στην βάρκα για να
γνωρίσει ο κόσμος πόσο απάνθρωπος και
σκουλήκι υπήρξα. Βλέπω μορφές να
εμφανίζονται στην επιφάνεια του νερού
και να με πλησιάζουν. Αν υπάρχει Θεός
ας με συγχωρέσει. Ήμουν λάθος σε
όλα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η ιστορία με την
“κάθαρση” δυστυχώς αποτελεί μύθο αφού
ποτέ δεν τιμωρήθηκαν οι υπαίτιοι της
σφαγής. Δυστυχώς όμως δεν αποτελούν
μύθο οι άδικοι νεκροί της θηριωδίας 317
ψυχές.
Τα όμορφα χωριά άδικα καίγονται
και ξεκληρίζονται.....
Κατερίνα Σχισμένου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου