Δείτε τα video
Αηδονιά Πηγών Άρτας
Η Αηδονιά (Τοπική Κοινότητα Πηγών - Δημοτική Ενότητα Τετραφυλίας), ανήκει στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη της Περιφερειακής Ενότητας Αρτας που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".
Η επίσημη ονομασία είναι "η Αηδονιά". Έδρα του δήμου είναι η Άνω Καλεντίνη και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, η Αηδονιά ανήκε στο Τοπικό Διαμέρισμα Πηγών, του πρώην Δήμου Τετραφυλίαςτου Νομού Αρτας.
Η Αηδονιά έχει υψόμετρο 616 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος 39,2935066898 και γεωγραφικό μήκος 21,4116932003. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στην Αηδονιά θα βρείτε εδώ.
Το 1940 απογράφηκαν 164 κάτοικοι, το 1951 είχε 169 κατοίκους, το 1961 εμφανίζεται με 200 κατοίκους, το 1971 είχε 158, το 1981 μειώθηκαν στους 113, και το 1991 απογράφηκαν 131 κάτοικοι. Στην απογραφή του 2001, τέλος, είχε 107 κατοίκους.
Το όνομα του το πήρε το 1981 κατά τη μετονομασία των οικισμών και σημαίνει περιοχή με αηδόνια, ενώ πριν το 1981 ονομαζόταν Κονάτσια, ένα όνομα σλαβικής προέλευσης (Κονάτσκι) που σημαίνει διοικητήριο, προφανώς από κάποια υπηρεσία που διοικούσε τη φρουρά της γέφυρας Κοράκου.
Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη
Ο Δήμος Γεωργίου Καραϊσκάκη είναι δήμος της Περιφερειακής Ενότητας Άρτας της Περιφέρειας Ηπείρου. Ο δήμος συστάθηκε με τη συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Ηρακλείας, Καραϊσκάκη και Τετραφυλίας.
Πρωτεύουσα του δήμου είναι η Άνω Καλεντίνη και ιστορική πρωτεύουσα οι Πηγές Τετραφυλίας, όπου βρίσκεται η μαρτυρική Μονή Σέλτσου.
Ο πρώην Δήμος Τετραφυλίας
Ο Δήμος Τετραφυλίας ήταν δήμος του νομού Άρτας. Με την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης εντάχθηκε στον νέο δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. Βρισκόταν στο ανατολικότερο τμήμα του νομού, στα σύνορα με τον Καρδίτσας, με τον οποίο χωριζόταν από τον ποταμόΑχελώο. Αποτελούνταν από 7 δημοτικά διαμερίσματα, καταλάμβανε έκταση 159,8 Km2 και είχε συνολικό πληθυσμό 3.792 κατοίκους (απογραφή 2001). Έδρα του δήμου ήταν το Αστροχώρι.
Στον δήμο περιλαμβάνονταν τα παρακάτω δημοτικά διαμερίσματα και οικισμοί (στις αγκύλες ο πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του 2001):
-
- το Αστροχώρι [ 38 ]
- η Βουτανιάδα [ 20 ]
- οι Καστανιές [ 76 ]
- ο Πλάτανος [ 175 ]
-
- η Ελάτη [ 151 ]
- το Ρισέσι [ 69 ]
- η Σταυροβρύση [ 146 ]
-
- η Καστανιά [ 326 ]
- η Μηλιά [ 12 ]
- ο Πέτρου [ 38 ]
- οι Τσελιγγάδες [ 30 ]
- το Φράξο [ 126 ]
-
- η Μεγαλόχαρη [ 107 ]
- ο Άγιος Γεώργιος [ 44 ]
- η Αφροξυλιά [ 61 ]
- η Κρύα Βρύση [ 83 ]
- το Λαμπίρι [ 84 ]
- τα Ποτιστικά [ 84 ]
-
- ο Μεσόπυργος [ 182 ]
- το Αλωνάκι (τ. η Κολτσίδα) [ 35 ]
- η Βελανιδιά [ 84 ]
- το Βουλιαγμένο [ 61 ]
- η Βρυσούλα (τ. η Αλαταριά) [ 85 ]
- τα Κανάλια [ 20 ]
- ο Παλαιόμυλος [ 104 ]
-
- οι Πηγές [ 214 ]
- ο Άγιος Βασίλειος [ 48 ]
- ο Άγιος Νικόλαος [ 146 ]
- η Αηδονιά [ 107 ]
- το Δίλοφο [ 132 ]
- η Ιτέα [ 70 ]
- ο Κασιανός [ 20 ]
- οι Μηλιές [ 263 ]
- τα Παλαιομύλια [ 46 ]
- τα Χουτιανά [ 33 ]
Αγία Παρασκευή Αηδονιάς Πηγών Άρτας
Η Ιερά Μονή Σέλτσου,το δεύτερο Ζάλογγο των Σουλιωτών
Η τοπογραφία της Ι.Μ. Σέλτσου
Στην Ανατολική άκρη του νομού Άρτας, και στην περιοχή που ο ποταμός Αχελώος ή Ασπροπόταμος χωρίζει το νομό αυτό από τους νομούς Τρικάλων και Καρδίτσας, υψώνεται το εντυπωσιακό ορεινό συγκρότημα της Φρούσιας, το οποίο έχει σχήμα πετάλου ανοικτού προς τα Θεσσαλικά Άγραφα. Από την ψηλότερη δηλαδή κορυφή της Φρούσιας, τα Στεφάνια (1760 μ.), ξεκινάνε δύο βραχώδεις ράχες, από τις οποίες η μεν βόρεια, που περνάει από την κορυφή Τσούκα (1756 μ.) και καταλήγει κάθετα σχεδόν στον Αχελώο λέγεται από τους ντόπιους ράχη της Φρούσιας, η δε νότια, που περνάει από την κορυφή Κοκκινόλακος ή Νεγκόζη (1750 μ.) και καταλήγει το ίδιο σχεδόν απότομα στον Αχελώο, είναι γνωστή ως ράχη του Φράξου. Ανάμεσα στις δύο αυτές ράχες κατεβαίνει ακόμα πιο απότομα, από τα Στεφάνια στον Αχελώο, η κακοτράχαλη και επικίνδυνη χαράδρα Νεγκόζη ή Νιγκόζι από την οποία πήρε το όνομά της και η ομώνυμη κορυφή της Φρούσιας. Σε μία μικρή επιφάνεια της ράχης του Φράξου, 300 με 400 μέτρα πάνω από την απόκρημνη δεξιά όχθη του Αχελώου, απέναντι από το χωριό Πετρωτό (παλιά Λιάσκοβο) και σε απόσταση 2 ωρών με τα πόδια από το χωριό Πηγές (παλιά Βρεστενίτσα) και το δημόσιο δρόμο Άρτας - Καρδίτσας, είναι χτισμένο το ιστορικό μοναστήρι του Σέλτσου ή Σέλτζου ή της Παναγίας της Σελτσιώτισσας, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η Μονή Σέλτσου δηλαδή είναι χτισμένη σε μία από τις πιο ορεινές και απροσπέλαστες περιοχές της Ηπείρου, προσιτή, ακόμη και σήμερα, μόνο από το χωριό Πηγές. Η προσπέλαση της από το χωριό Μεσούντα μέσω της ράχης της Φρούσιας και της χαράδρας Νεγκόζη είναι σχεδόν αδύνατη για τα ζώα και πολύ επικίνδυνη για τους ανθρώπους, ενώ η επικοινωνία της με τα εξίσου απομονωμένα και σε απόκρημνα βουνά κρυμμένα χωριά των Τρικάλων και των Θεσσαλικών Αγράφων γινόταν άλλοτε μόνο από την περίφημη μονότοξη Γέφυρα του Κοράκου - χτίστηκε από τον Αγ. Βησσαρίωνα το 1514 - 1515, αλλά καταστράφηκε από τους αντάρτες το Μάρτιο του 1949 - την οποία αντικατέστησε σήμερα η ομώνυμη τσιμεντένια γέφυρα.
Η θρησκευτική φυσιογνωμία της Ι. Μ. Σέλτσου
Η Μονή Σέλτσου ανήκε στην Επισκοπή Ραδοβιζίου (Ραδιοβισδίου ή Ραδοβιστίου) η οποία είχε έδρα της το Βελεντζικό (μέχρι το 1830) και μετά τη Λιτζά των Αγράφων (μέχρι το 1881) και ανήκε στη Μητρόπολη Λάρισας. Από το 1881, η περιοχή Ραδοβιζίου (η περιοχή της Άρτας ανάμεσα στην επαρχία του Βάλτου, τα Τζουμέρκα και τον Αχελώο, και μ' αυτήν και η Μονή Σέλτσου), μετόχι της Μονής Ροβέλιστας, υπάγονται στο νομό και την Ιερά Μητρόπολη Άρτας.
Η Μονή γιόρταζε και γιορτάζει στις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα της Παναγίας, για να μη συμπίπτει το πανηγύρι της με το πανηγύρι της γειτονικής Μονής Σπηλιάς των Αγράφων που γίνεται στις 15 Αυγούστου.
Χρονολογία Κτήσεως - Κτήτορες
Η κτητορική επιγραφή της Μονής βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο υπέρθυρο της θύρας που οδηγεί από τον κυρίως ναό στο νάρθηκα κάτω από την τοιχογραφία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Με μελανά βυζαντινά γράμματα, μικρά και μεγάλα κατά διπλούν και σύνθετο τρόπο αναγράφεται τετράστιχη κτητορική επιγραφή. Σύμφωνα με την επιγραφή η ανέγερση και ιστόρηση του ναού πραγματοποιήθηκαν το έτος 1697 με συνδρομή και εξόδων των Ιερομόναχων Ρηγηίνου, Βαρθολομαίου, Ζαχαρίου, Αλεξίου, Αλεξίου ιερέως, Ιακώβου, Διονυσίου, του Επισκόπου κυρ Αρσενίου και των «εντιμότατων αρχόντων» κυρ Νίκου και Αποστόλη.
Οι τοιχογραφίες του ναού έγιναν από τον Αρτινό Ιερέα Νικόλαο με τα τέκνα του και αποτελούν το μοναδικό ενυπόγραφο έργο του ζωγράφου. Δε γνωρίζουμε εάν ο μήνας Δεκέμβριος ορίζει την αρχή ή το τέλος της ζωγραφικής, κρίνοντας όμως από ανάλογες μεταβυζαντινές επιγραφές στις οποίες η ημερομηνία που υπάρχει σημειώνει την λήξη του έργου μπορούμε να υποθέσουμε ότι και εδώ δηλώνεται το πέρας των εργασιών. Δεν αναγράφεται ποιας επισκοπής ήταν επίσκοπος ο Αρσένιος, αναμφίβολα όμως θα ήταν της επισκοπής Ραδοβιζίου που είχε όρια και στις δυο πλευρές του Αχελώου.
Στο Ανατολικό τμήμα του νοτίου χορού, στο ύψος της ζώνης των ολόσωμων αγίων, εικονίζονται σε φυσικό μέγεθος, ολόσωμοι, οι κτήτορες του Μοναστηρίου Καπετάν Νίκος & Καπετάν Αποστόλης.
Δεξιά και προς το Ιερό εικονίζεται ο καπετάν Νίκος και αριστερά ο καπετάν Αποστόλης. Φέρουν στην κεφαλή φωτοστέφανο, κρατούν διπλό σταυρό και προσφέρουν το ομοίωμα του ναού στη Θεοτόκο.
Το καθολικό του μοναστηριού
Οι τρίπλευροι χοροί που υπάρχουν στις μακρές πλευρές του ναού φτάνουν ως τη στέγη. Στη βορειοδυτική γωνία σώζονται τα θεμέλια ανοικτού οροστώου. Εξωτερικά ο ναός καλύπτεται με δίριχτες στέγες από ντόπιες σχιστόπλακες, ενώ η όλη στέγη παρουσιάζει βαθμιδωτή διάταξη προσδίδοντας στο όλο κτίσμα ποικιλομορφία και χάρη.
Ο ναός είναι κτισμένος με πελεκημένους ασβεστόλιθους τοποθετημένους σε κανονικές λίγο-πολύ οριζόντιες ισοδιάστατες στρώσεις με ενδιάμεσες στρώσεις κονιάματος. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται στην τρίπλευρη αψίδα του Ιερού, πάνω από το μονόλοβο παράθυρο σαν επίστεψη τοποθετείται ένα μικρό ημικυκλικό τόξο. Το εσωτερικό του ναού φωτίζουν μικρά και λιγοστά παράθυρα - ανοίγματα στο νότιο και βόρειο τοίχο και στην αψίδα του Ιερού που ανοίχτηκαν πριν γίνουν οι τοιχογραφίες. Η είσοδος στο ναό γίνεται από το βόρειο τοίχο. Μία μικρή ημικυκλική θύρα διαστάσεων 1.70 μ. ύψος και ενός μέτρου πλάτους οδηγεί στο νάρθηκα, ενώ μια άλλη θύρα ίδιων περίπου διαστάσεων οδηγεί στον ανατολικό τοίχο στον κυρίως ναό. Το δάπεδο του ναού διατηρεί την αρχική του πλακόστρωση.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού έχει τη γνωστή κατά την Τουρκοκρατία διάταξη σε ζώνες. Αρχίζει με την απεικόνιση των αγίων σε δύο ζώνες στα κάτω μέρη του κυρίως ναού. Στη χαμηλότερη ζώνη (α')ιστορούνται ολόσωμοι οι μεγάλοι άγιοι της ορθοδοξίας. Στην επόμενη (β') ζώνη σε συνεχόμενα στηθάρια τοποθετήθηκαν άγιοι «ήσσονος σημασίας». Πάνω απ' αυτές έχει ζωγραφιστεί μία ενιαία (γ') ζώνη περιμετρικά που σταματάει στην αψίδα του ιερού με τους 24 οίκους του Ακάθιστου Ύμνου. Στην δ' και ε' ζώνη στις επιφάνειες των θόλων ιστορούνται οι μεγάλες δεσποτικές και θεομητορικές εορτές. Αντιμέτωπες στα τεταρτοσφαίρια των δύο πλάγιων χορών εξαίρονται οι κεντρικές σκηνές του Δωδεκάορτου, η Μεταμόρφωση (Εικ. 4) και η Ανάσταση του Κυρίου.
Στο δυτικό τοίχο πάνω από τη θύρα που οδηγεί στον πρόναο ιστορείται η μνημειώδης κοίμηση της Θεοτόκου και δύο ακόμη επεισόδια του βίου της, αριστερά η Γέννηση και δεξιά τα Εισόδια της Θεοτόκου ενώ πιο κάτω αριστερά από τη θύρα ιστορούνται οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ και απέναντι οι ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Στα ανώτερα και εμφανέστερα σημεία του ναού τοποθετούνται οι παραστάσεις με το υψηλότερο συμβολικό νόημα. Στο θόλο της εγκάρσιας καμάρας προσαρμόζεται το εικονογραφικό πρόγραμμα το καθιερωμένο για τρούλο. [.]
Το πρόγραμμα αυτό παρ' όλο το μικρό μέγεθος του καθολικού διακρίνεται από θαυμαστή ενότητα και περιορίζεται στα πλέον ουσιώδη στοιχεία από κάθε εικονογραφικό κύκλο, ώστε να παρέχεται στους πιστούς με κάθε δυνατή σαφήνεια η ευαγγελική ιστορία και το δόγμα της χριστιανικής θρησκείας. Το όνομα του ζωγράφου μας είναι γνωστό από την κτητορική επιγραφή.
- Ως προς την τεχνοτροπία οι τοιχογραφίες της Μονής Σέλτσου που εκτελεί ο Αρτινός ιερέας Νικόλαος με τα τέκνα του έχουν λογιότερο χαρακτήρα από αντίστοιχα μνημεία της εποχής, που πρέπει να προέρχεται από τη στενή γνωριμία του ζωγράφου με «κρητικά» μνημεία και αποτελούν ένα αξιόλογο έργο για την ποιότητα της ζωγραφικής γραφής. Οι σκηνές οργανώνονται εύρυθμα με βάση την αρχή της αξονικής συμμετρίας και με αναζητήσεις εκ μέρους του ζωγράφου για την απόδοση του προοπτικού βάθους. Οι μορφές τοποθετούνται σε διαφορετικά επίπεδα. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν το φυσικό χώρο διαρθρώνονται σε επάλληλα επίπεδα υποβάλλοντας κάποια έννοια βάθους στον ζωγραφικό πίνακα και δημιουργώντας κατάλληλα επίπεδα για την τοποθέτηση των δρώντων προσώπων. Πολύ σπουδαίος είναι και ο ρόλος των αρχιτεκτονημάτων αφού με τις ποικίλες χρήσεις τους προσδιορίζουν το χώρο της δράσης, πλαισιώνουν τα πρόσωπα, αναδεικνύουν τις πρωταγωνιστικές μορφές και αποτελούν εξισορροπητικά στοιχεία της σύνθεσης. Οι ολόσωμοι άγιοι με την αρμονική σχεδίαση των χαρακτηριστικών τους το μαλακό ζωγραφικό τους πλάσιμο το ήρεμο ήθος τους είναι έργα προικισμένου ζωγράφου. Τα πρόσωπα δουλεύονται με επιμέλεια με έντονη την αντίθεση ανάμεσα στα φωτεινά μέρη που κυριαρχούν και στο βαθύ καφέ χρώμα του προπλασμού στο περίγραμμα. Τα ενδύματα επίσης δουλεύονται με αρκετή επιτυχία ώστε να συμβάλλουν στη δήλωση της πλαστικότητας του σώματος.
Σε γενικές γραμμές η ευγένεια των στάσεων και των χειρονομιών, η ευρυθμία στην οργάνωση των συνθέσεων, η αρμονία της χρωματικής κλίμακας, το συγκρατημένο και κλασικό στη διατύπωση του ύφος των έργων της κρητικής σχολής είναι οικεία στο περιβάλλον και στις καταβολές της τέχνης του Νικολάου και των παιδιών του. Ωστόσο εντοπίζονται και στοιχεία που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τοπικής σχολής στη ΒΔ Ελλάδα το 16 αιώνα. Σημειώνουμε τα ανθρωπόμορφα σύννεφα στην Κοίμηση της Θεοτόκου, τους χρυσούς έκτυπους φωτοστέφανους και τα χρυσά εγκόλπια των Αγίων. Οι τοιχογραφίες της Ι.Μ. Σέλτσου είναι έργο ώριμου ζωγράφου εξοικειωμένο στην κάλυψη μεγάλων επιφανειών και με άμεση γνώση μνημειακών συνόλων.
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο
Στην ίδια εποχή, τέλος του 17ου αιώνα, ανάγεται και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, με πλούσιο φυτικό και ζωικό διάκοσμο, επίχρυσο και ελαφρά ανάγλυφο σε βάθος ερυθρό ή κυανό.
Το ξυλόγλυπτο φράγμα αποτελεί ενιαίο έργο εκτεινόμενο ισοϋψές και κατακόρυφο και στα τρία μέρη του Ιερού Βήματος. Διακρίνονται τρία καθ' ύψος βασικά μέρη, η βάση με την ζώνη των μεγάλων Δεσποτικών Εικόνων, ο θριγκός και η επίστεψη των Λυπηρών.
Η βάση αποτελείται από απλά βαμμένα ορθογώνια σανιδώματα. Πάνω από αυτή εκτείνεται η ζώνη των δεσποτικών εικόνων από τις οποίες ξεχωρίζουν, η Κοίμηση της Θεοτόκου, Ένθρονος Παναγία Οδηγήτρια, Ένθρονος Παντοκράτωρ, Πρόδρομος πτερωτός και τέλος Κοίμηση της Θεοτόκου.
Τον θριγκό συναποτελούν τρεις ανάγλυπτες ταινίες με ζωικό και φυτικό διάκοσμο μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται δύο σειρές μικρών εικόνων -19 εικόνες στην κάθε σειρά- που χωρίζονται μεταξύ τους από γλυπτούς κιονίσκους. Στην επάνω σειρά των εικόνων εικονίζονται μορφές της Μ. Δέησης και σκηνές από το Δω-δεκάορτο στην κάτω σειρά. Το κέντρο της κάθε σειράς των εικόνων κατέχει παράσταση του Χριστού. Πάνω από το θριγκό υπάρχει ένας ωραίος και καλοδιατηρημένος Εσταυρωμένος με λυπηρά. Αυτά συγκροτούνται από ζεύγος καμπυλούμενων αντωπών δελφίνων που βαστάζουν με τη συμβολή των ρυγχών τους τον σταυρό, ενώ με τα άκρα των ουρών τα εικονίδια της Παναγίας αριστερά, και του Ιωάννη του αγαπημένου μαθητή δεξιά. Στη ράχη των δελφίνων πατούν περίοπτα περιστέρια. Ο σταυρός, στον οποίο τοποθετείται ο Χριστός που πατά σε υποπόδιο, είναι καταστόλιστος περιμετρικά με φυτικά κοσμήματα, τα άκρα των κεραίων του έχουν διαμορφωθεί σε τρίλοβα δισκάρια, στα οποία διακρίνονται γραπτές παραστάσεις των συμβόλων των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Γύρω από τα δισκάρια υπάρχουν διάφορα φυτικά κοσμήματα. Στο διάχωρο που αποτελεί και τη βάση του σταυρού, ανάμεσα από τις κεφαλές των δελφίνων απεικονίζεται η κάρα του Αδάμ - σημαίνουσα τον «Κρανίου Τόπου».
Τα βημόθυρα της Ωραίας Πύλης χωρίζονται σε 2 καθ' ύψος ζώνες με γραπτές παραστάσεις. Στην κατώτερη ζώνη εικονίζονται οι ιεράρχες, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Αθανάσιος κάτω από γλυπτή τοξοστοιχία. Τα κενά των αψιδόμορφων τόξων πληρούνται με φυτικά κοσμήματα. Ολόκληρο σχεδόν το ανώτερο μισό των βημοθύρων καταλαμβάνουν δύο ευρύχωρα διάχωρα που σχηματίζουν πολύλοβο τόξο. Στα διάχωρα αυτά εικονίζονται οι μορφές του Ευαγγελισμού με τη Θεοτόκο όρθια που κρατεί στα χέρια ειλητάριο - ενώ το βάθος «γεμίζει» με πλούσιο διάκοσμο από αρχιτεκτονήματα. Στο ανώτερο τμήμα των βημοθύρων υπάρχουν σαρκώδη φυλλώματα, διάτρητης εκτέλεσης στα οποία τελειώνουν τα δύο θυρόφυλλα. Οι παραστάδες της Ωραίας Πύλης έχουν μορφή κιόνων που απολήγουν πάνω σε λεβητοειδή κιονόκρανα. Η Ωραία Πύλη τέλος επιστέφεται από γλυπτό υπέρθυρο που σχηματίζει κάτω ημικυκλικό τόξο.
Η άλλη πύλη του τέμπλου καταλήγει σε οξυκόρυφο τόξο. Το όλο τέμπλο με το χρυσό επίχρισμα και την προσεγμένη εκτέλεση του αποτελεί ένα αξιόλογο έργο. Το βλέμμα του προσκυνητή διέρχεται ομαλότατα από την μία επιφάνεια στην άλλη χωρίς να συναντά απότομες μεταβολές (βαθύτερα λαξευμένα ή και διάτρητα τμήματα). Όλα είναι γαλήνια, στη γαλήνη δε αυτή υποβοηθούν και τα διακοσμητικά θέματα στις διάφορες ζώνες (κυρίως ποικιλόμορφοι ανθοφόροι βλαστοί με λίγα πτηνά και ζώα) καθώς και η προσεγμένη σύνθεση των λυπηρών.
Ιστορία της Μονής Σέλτσου
Η Μονή Σέλτσου οφείλει τη φήμη της στην ιστορική μάχη που έγινε στην περιοχή της, τον Απρίλη του 1804, μεταξύ των στρατευμάτων του Αλή Πασά και των Σουλιωτών, και στον ηρωισμό και την αυτοθυσία των τελευταίων, οι οποίοι, όπως στο Ζάλογγο, προτίμησαν το θάνατο και το γκρέμισμα στον Αχελώο από την αιχμαλωσία και την ατίμωση.
Η Μάχη του Σέλτσου. Ο Χαλασμός των Μποτσαραίων.
Στην περιοχή των Πηγών, και σε απόσταση δύο ωρών με τα πόδια (περίπου 5 χιλιόμετρα), βρίσκεται και το ιστορικό μοναστήρι του Σέλτσου. Η Μονή Σέλτσου οφείλει τη φήμη της στην ιστορική μάχη που έγινε στην περιοχή της τον Απρίλη του 1804 μεταξύ των στρατευμάτων του Αλή Πασά και των Σουλιωτών, και στον ηρωισμό και την αυτοθυσία των τελευταίων, οι οποίοι, όπως στο Ζάλογγο, προτίμησαν το θάνατο και το γκρέμισμα στον Αχελώο από την αιχμαλωσία και την ατίμωση.
Μετά την παράδοση του Σουλίου στον Αλή Πασά με την συνθήκη στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, οι Σουλιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν κατά τμήματα το Σούλι. Ο Αλή Πασάς παρασπονδώντας διέταξε να κυκλωθούν τα μέρη απ' όπου θα περνούσαν οι οικογένειες, να τις αιχμαλωτίσουν και να τις μεταφέρουν στα Γιάννενα. Η πρώτη ομάδα που κατευθύνονταν προς την Πάργα υπό τις οδηγίες του Φώτη Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου, κάπου 2.000 άτομα, κατάφερε πολεμώντας σκληρά να φθάσει στον προορισμό της. Δύο άλλες ομάδες με αρχηγούς τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα κινήθηκαν προς το Ζάλογγο με σκοπό ένα τμήμα αυτών να εγκατασταθεί στη Λάμαρη, πεδιάδα Λούρου και Ζαλόγγου, ενώ το άλλο τμήμα, το πιο πολυάριθμο, μόλις φθάσει εκεί να προχωρήσει στην συνέχεια προς το Βουργαρέλι όπου από το 1800 έχει εγκατασταθεί η οικογένεια των Μποτσαραίων, όταν ο Γεώργιος Μπότσαρης, πατέρας του Κίτσου, εγκατέλειψε την περιοχή του Σουλίου και πήρε ως αντάλλαγμα το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Οι οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο αντιμετώπισαν και πάλι τη μανία των Τουρκοαλβανών του Αλή. Όταν η κατάσταση έγινε κρίσιμη άλλοι από τους Σουλιώτες έκαναν απελπισμένοι έξοδο και διέφυγαν άλλοι όμως βρήκαν το θάνατο ή αιχμαλωτίστηκαν. 22 γυναίκες και 6 άνδρες στις 18 Δεκεμβρίου προτίμησαν να γκρεμιστούν στο βάραθρο από το ψηλότερο μέρος του βουνού -οι μητέρες εκσφενδόνισαν πρώτα τα παιδιά τους- παρά να πέσουν στα χέρια των εχθρών. Ένα σώμα από 160 Σουλιώτες υπό του Κίτσου Μπότσαρη κατάφερε να διασπάσει τις γραμμές των πολιορκητών και να φθάσει στο Βουργαρέλι. Μετά τη μάχη του Ζαλόγγου ο Αλή Πασάς έστειλε δύναμη 500 στρατιωτών για να συλλάβουν 23 οικογένειες Σουλιωτών οι οποίες διέμεναν στη Ρηνιάσα (περιοχή ανάμεσα στην Πάργα και την Πρέβεζα, σήμερα Ριζά). Οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και άρχισαν χωρίς διάκριση να σκοτώνουν και να αιχμαλωτίζουν. Μια Σουλιώτισσα, η Δέσπω Σέχου, σύναξε όλη τη φαμίλια της στον πύργο του Δημουλά και άρχισε τον πόλεμο στους Τουρκαρβανίτες. Για ν' αποφύγει την σκλαβιά έβαλε φωτιά στη μπαρουταποθήκη και ο πύργος με 11 ψυχές σωριάστηκε σε ερείπια.
Όταν έφθασε ο Κίτσος Μπότσαρης στο Βουλγαρέλι και πληροφορήθηκε τα παραπάνω γεγονότα, αποφάσισε να εγκαταλείψουν την περιοχή του Βουργαρελίου όπου κινδύνευαν να κυκλωθούν και να υποστούν την τύχη του Ζαλόγγου. Τους συμβούλευσε να βαδίσουν προς τη Βρεστενίτσα στην περιοχή των Αγράφων, όπου υπήρχαν φυσικά οχυρές θέσεις.
Περί τα τέλη του Δεκέμβρη του 1803 αναχώρησαν από το Βουργαρέλι προς την Βρεστενίτσα 1.148 Σουλιώτες, άνδρες γυναίκες και παιδιά, υπό την αρχηγία των Κίτσου και Νότη Μπότσαρη ενώ συγχρόνως απέστειλαν στα Γιάννενα τον Παλάσκα να διαμαρτυρηθεί στον Αλή Πασά. Ήθελαν έτσι από τη μια μεριά να κερδίσουν χρόνο, από την άλλη να έλθουν σε συνεννόηση με τον Αλή για να μπορέσουν να απομακρυνθούν ανενόχλητοι από την Ήπειρο. Ο Αλή Πασάς απάντησε στον Παλάσκα ότι αγνοούσε τα γεγονότα, τον διαβεβαίωσε ότι θα τιμωρήσει τους ενόχους και τον προέτρεψε να πείσει τους Σουλιώτες να μεταβούν στα Γιάννενα όπου κανένα κίνδυνο δεν θα διέτρεχαν. Συγχρόνως όμως διέταξε δύο εμπειροπόλεμους στρατηγούς, τον Άγο Μπουχαρδιάρη ή Βασιάρη και τον Μπεκήρ Τζογαδούρο να ετοιμάσουν σώμα από 5.000 Τουρκοαρβανίτες για να καταδιώξουν τους Σουλιώτες. Οι Σουλιώτες μετά από κοπιώδη και μακρά πορεία έφθασαν στη Βρεστενίτσα και περίμεναν τον Παλάσκα.
Η άφιξη του Παλάσκα διέψευσε και τις τελευταίες ελπίδες σωτηρίας. Ο Κίτσος Μπότσαρης έκανε τότε το μοιραίο σφάλμα -για να μην απομακρυνθούν οι Σουλιώτες από τα αρματολίκια Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων που εξουσίαζαν, και στην περιοχή των οποίων είχαν συγκεντρωμένα τρόφιμα, πολεμοφόδια και χρήματα- να οχυρωθεί στη φυσικά οχυρή Μονή Σέλτσου. Η περιοχή του Σέλτσου είναι μεν φυσικά οχυρή θέση, έχει όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα αφού στερείται εξόδου διαφυγής όπως η τακτική του πολέμου απαιτεί.
Πάντως αποφάσισαν να μείνουν στην περιοχή της Μονής και εάν υπάρξει ανάγκη να αμυνθούν βασιζόμενοι στην πείρα και στη γενναιότητα που είχαν αποκτήσει από τα τόσα χρόνια πολέμου και θέτοντας σε εφαρμογή και εκεί στο Σέλτσο την τακτική που τόσα χρόνια εφάρμοζαν στα βράχια του Σουλίου. Άρχισαν να συγκεντρώνουν τρόφιμα και ζωοτροφές από τις γύρω περιοχές, στο εσωτερικό και στα κελιά της Μονής εγκατέστησαν τα γυναικόπαιδα, και τέλος κατασκεύασαν τρία οχυρά στην κορυφογραμμή του Φράξου. Το πρώτο ακριβώς πάνω από το μονοπάτι που οδηγεί από το χωριό Βρεστενίτσα στη Μονή και τα άλλα δύο προς το πάνω μέρος της κορυφογραμμής Φράξου και προς την κορυφή Νεγκόζη. Από τα φυλάκια αυτά, το πρώτο ήταν περισσότερο ενισχυμένο γιατί βρισκόταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι και λογικά θα δεχόταν τη μεγαλύτερη πίεση των δυνάμεων του Αλή. Την αρχηγία του είχε αναλάβει ο Κίτσος Μπότσαρης που παράλληλα διεύθυνε και την όλη άμυνα των οχυρωμάτων αυτών. Τα δύο άλλα οχυρώματα «Φράξος» και «Προφήτης Ηλίας» φυλάσσονταν από μικρότερες δυνάμεις ανδρών αφού δεν ήταν δυνατή από τα μέρη εκείνα η κατά μέτωπο επίθεση του εχθρού και επειδή οι περιοχές αυτές ήταν καλυμμένες με χιόνια. Υπήρχε και ένα τέταρτο φυλάκιο πάνω από την Μονή και την πλευρά του Νεγκόζη επανδρωμένο με λίγους άνδρες που φύλαγε δύσβατους δρόμους που οδηγούν από την κορυφογραμμή και από την χαράδρα του Νεγκόζη στο μοναστήρι.
Εκτός των οχυρωμάτων της γραμμής αυτής οι Σουλιώτες σε απόσταση 400-500 μέτρων από τη Μονή σε χαμηλότερα υψώματα είχαν αναγείρει πρόχειρα φυλάκια δεύτερης αμυντικής ζώνης, επανδρωμένα με τους γηραιότερους των ανδρών και τις γυναίκες που μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Στο μοναστήρι μαζί με τους Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν και άλλοι (καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους) Έλληνες κάτοικοι του Ραδοβιζίου με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των Σουλιωτών να φτάσει τους 1.400. Απ' αυτούς ένοπλοι, άνδρες και γυναίκες, ήταν μόνο 500 (360 άνδρες και οι υπόλοιπες γυναίκες).
Στις 12 Γενάρη του 1804 οι οχυρωμένοι στη Μονή Σέλτσου Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από 8.000 Τουρκαρβανίτες υπό τους Μπεκήρ Τζογαδούρο, Άγο Μπουχορδάρη ή Βασιάρη, και Βελή Πασά, καθώς και από τους υπηρετούντες τον Αλή Πασά Έλληνες αρματολούς με τους άνδρες τους, Ζήκο Μίχα και Αλέξη Τζήμα της Λάκκας Λελόβων, Κωνσταντίνο Πουλή των Τζουμέρκων και Δημήτριο Καραΐσκο (τον πατέρα του Γ. Καραϊσκάκη) του Βάλτου. Μετά από μικρή προπαρασκευή τριών ημερών, στις 15 Γενάρη ακολούθησε η πρώτη επίθεση των Τουρκοαλβανών, η οποία αποκρούσθηκε από τους οχυρωμένους στην Μονή του Σέλτσου Σουλιώτες που πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Ο απολογισμός της πρώτης μάχης ήταν 78 νεκροί Τουρκαλβανοί και 6 Σουλιώτες. Τον κύριο όγκο της επίθεσης δέχθηκε το πρώτο οχυρό. Οι Σουλιώτες του φυλακίου αυτού έμπηξαν στο μέρος εκείνο, σύμβολο της γενναίας αντίστασης και της σιδερένιας θέλησης, ένα σιδερένιο Σταυρό. Από το γεγονός αυτό ονομάσθηκε το μέρος εκείνο «Σιδερένιος» ονομασία που και σήμερα κατέχει η θέση αυτή. Από την πρώτη αυτή αναμέτρηση οι Τούρκοι έλαβαν σκληρό μάθημα και κατανόησαν ότι δεν ήταν δυνατό με βίαιη τακτική και κατά μέτωπο επίθεση να καταλάβουν το Μοναστήρι και άρχισαν πάλι τη γνωστή τους τακτική, τον αποκλεισμό, περιμένοντας από την πείνα, τον άλλο εχθρό των Σουλιωτών να πετύχει ότι αυτοί δεν μπορούσαν. Ολόκληρο το χειμώνα του 1804 οι Σουλιώτες έμειναν στενά αποκλεισμένοι στο μοναστήρι του Σέλτσου.
Στις 20 Απρίλη ο Αλή Πασάς στέλνει και νέες ενισχύσεις και με επιστολή του παραγγέλνει στους στρατηγούς του να ξεπαστρέψουν μια «φούχτα κατσικοκλεφτών» όπως τους αποκαλούσε, εντός δέκα ημερών.
Την επόμενη μέρα, 21 Απρίλη του 1804 μετά από τρίμηνη πολιορκία και προδοσία του Γιώργου Κύργιου, ανιψιού του Ζίκου Μίχου -του είχε υποσχεθεί ο Αλή Πασάς το αρματολίκι της Λάκκας εάν τους βοηθούσε να πάρουν το μοναστήρι- μία ομάδα από 3.000 Τουρκοαλβανούς και άλλους 1.200 εφεδρικούς Αλβανούς εξουδετέρωσε την αντίσταση του Φυλακίου «Προφήτης Ηλίας» που βρισκόταν πάνω από τη Μονή Σέλτσου και εισέβαλε στο χώρο του μοναστηριού. Στη φονική και άνιση μάχη που επακολούθησε και γενικεύτηκε με την προσθήκη και άλλων Τουρκαλβανών, άλλοι Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν -όπως ο Νότης Μπότσαρης, η γυναίκα του Χριστίνα και τα παιδιά του Κίτσου Μπότσαρη, Κώστας, Δέσποινα και Αγγελική- και άλλοι, κυρίως γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών γκρεμίστηκαν σε βάραθρο 300 μέτρων, αφήνοντας τα κορμιά τους στον Ασπροπόταμο, αναδεικνύοντας έτσι το μοναστήρι του Σέλτσου σε νέο Ζάλογγο. Σ' αυτούς που προτίμησαν να πνιγούν παρά να αιχμαλωτιστούν από τους Τούρκους ήταν και η όμορφη 19χρονη Λένη Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου (μερικοί υποστηρίζουν πως πρόκειται για την 21χρονη Ελένη Μπότσαρη, κόρη του Νότη και ανιψιά του Κίτσου Μπότσαρη) για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία της οποίας γράφτηκαν πολλά δημοτικά τραγούδια. Το σημείο στο οποίο πήδησε η Λένω Μπότσαρη στον Αχελώο, έμεινε στην ιστορία ως «το πήδημα της καπετάνισσας». Ο Κίτσος Μπότσαρης με το γιο του Μάρκο πολέμησαν τον εχθρό, γλίτωσαν σε μια σπηλιά κρυμμένοι -γνωστή στην περιοχή ως «Σπηλιά του Κίτσου Μπότσαρη»- και μετά από πολλές περιπέτειες έφθασαν στην Πάργα όπου βρίσκονταν και οι άλλοι Σουλιώτες με το Φώτη Τζαβέλλα.
Ο τελικός απολογισμός από τη μάχη του Σέλτσου και τον χαλασμό των Μποτσαραίων ήταν η διάσωση μόνο 80 Σουλιωτών από τους οποίους οι 65 - σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες 54- πέρασαν τον Αχελώο σε διάφορα σημεία και κατέφυγαν στ' Άγραφα.
Το Σέλτσο κλείνει την τριλογία των θυσιών των Σουλιωτών μακριά από το Κακοσούλι (Ζάλογγο - Ρηνιάσσα - Σέλτσο) που ακολούθησε μετά την συνθηκολόγηση του 1803. Σαν ένα άλλο Ζάλογγο, πιο οδυνηρό όμως από χαμένες ανθρώπινες ψυχές μαρτυρεί ότι ο τόπος ούτε δίνει ούτε αφαιρεί την ανδρεία.
Το παραπάνω κείμενο είναι επεξεργασμένο απόσπασμα από το βιβλίο: «Ι.Μ. Σέλτσου (1697)» του Αθανάσιου Π. Αρκουμάνη που εκδόθηκε από την Αδελεφότητα Πηγιωτών Άρτας το 1998.
Γέφυρα Κοράκου
Παλιά το πέρασμα από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και αντίστροφα ήταν τρομερά δύσκολο.
Οι ταξιδιώτες είχαν να αντιμετωπίσουν, εκτός από τα ψηλά βουνά, τον ορμητικό και μεγάλο ποταμό Αχελώο.
Για να νικηθεί αυτό το υδάτινο εμπόδιο έπρεπε να κτιστούν γεφύρια. Ένα από τα γεφύρια που κτίστηκαν ήταν "το γεφύρι του Κοράκου".
Ένωνε το Ν. Καρδίτσας με το Ν. Άρτας. Το έκτισε το 1514 - 1515 ο αρχιεπίσκοποςτης Λάρισας Βησσαρίωνας, ο οποίος για να συγκεντρώσει τα χρήματα ταξίδεψε στα Βαλκάνια. Όταν γύρισε από το ταξίδι βρήκε τους μαστόρους έτοιμους να κλειδώσουν το τόξο του γεφυριού. Εκείνη όμως τη μέρα έγινε σεισμός και το γεφύρι γκρεμίστηκε. Οι μαστόροι απογοητεύτηκαν και σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν το έργο.
Λέγεται ότι, τότε ο επίσκοπος έριξε στην όχθη του ποταμού μια χούφτα χρυσά νομίσματα και το κτίσιμο ξανάρχισε.
Το έργο προχωρούσε αλλά τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν. Ο επίσκοπος επιχείρησε νέο ταξίδι, αυτή τη φορά στην Ουγγαρία και στην Τσεχοσλοβακία. Όταν γύρισε το έργο είχε τελειώσει.
Ο επίσκοπος όρισε την ημέρα για τα εγκαίνια. Την ίδια μέρα έκανε και τον αγιασμό μπροστά στους μαστόρους και στους χωρικούς από τα γύρω χωριά. Για την ονομασία του γεφυριού υπάρχουν τέσσερις εκδοχές.
Σύμφωνα με την πρώτη, όταν ο επίσκοπος έκανε τον αγιασμό ρώτησε πως φαινόταν πάνω στη μεγάλη καμάρα.
<< Σαν κόρακας Δέσποτα>> είπαν οι χωρικοί. <<Γεφύρι του Κόρακα, ας είναι το όνομά του>> είπε ο επίσκοπος.
Η δεύτερη εκδοχή, μας πληροφορεί ότι το ονόμασε έτσι ο πρωτομάστορας. Όταν είδε τον επίσκοπο να περπατάει πάνω στο γεφύρι του φώναξε από την όχθη του ποταμού: << Σα κόρακας φαίνεσαι εκεί πάνω γέροντα>>.
Η τρίτη εκδοχή είναι διαφορετική. Όταν τελείωσε το έργο, όλα τα ξύλα που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή πήραν φωτιά. Ο καπνός μαύρισε το γεφύρι και έτσι πήρε το όνομα.
Η τελευταία εκδοχή μιλάει για ένα κοράκι που κάθισε στο γεφύρι όταν τελείωσε ο αγιασμός. Το επεισόδιο το πήρε η λαϊκή μούσα και το έκανε τραγούδι:
"Τ' έχεις καημένε κόρακα
και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα
για τούρκικα κεφάλια;
Πέτα, ψηλά κατ' Άγραφα
στου Άσπρου το γεφύρι".
Το γεφύρι ανατινάχτηκε το Μάρτιο του 1949. Σήμερα σώζονται μόνο τα βάθρα του.
Διαχρονικό το αίτημα ανακατασκευής της ιστορικής γέφυρας Κοράκου που είχε πέσει και αυτή θύμα του εμφυλίου πολέμου
Εξήντα επτά (67) χρόνια συμπληρώνονται στις 28 Μαρτίου από την ημέρα που έπεσε η ιστορική γέφυρα Κοράκου στην κοιλάδα του Αχελώου.
Από τότε, φορείς και κάτοικοι της περιοχές έχουν επανειλημμένα ζητήσει την ανακατασκευή της γέφυρας.
Στα πόδια του Φέλλου Πετρωτού (Λιασκόβου) Αργιθέας Καρδίτσας, στο συνοικισμό Συκιάς-θέση Πυργάκι ή Σκαλούλα κοντά στα Ξερικούλια και στα πόδια του Κοκκινόλακου των Πηγών (Βρεσθενίτσας) Άρτας (Φράξος- πλαγιά Τσολάκη), όπου ο Αχελώος ή Άσπρος ή Ασπροπόταμος χωρίζει τους δυο νομούς χτίστηκε το 1514-1515 η περίφημη μονότοξη πέτρινη καμάρα « Η Γέφυρα του Κοράκου» ή «το Κορακογιοφύρι » ή ποιητικά «του Κόρακα το διόφυρο» ή «του Άσπρου το γιοφύρι».
Έζησε για 434 χρόνια αντέχοντας σε σεισμούς και μανιασμένες κατεβασιές του Άσπρου και έπεσε κι αυτή θύμα του εμφυλίου στις 28 Μαρτίου του 1949.
Η γέφυρα ανατινάχθηκε το 1949 από άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού, σε μια προσπάθεια να ανακόψουν την επίθεση που δέχονταν
Το ιστορικό γεφύρι χτίστηκε από το Μητροπολίτη των γεφυριών Βησσαρίωνα το Β΄ μητροπολίτη Λάρισας που δεν τον ενδιέφερε η υστεροφημία για αυτό και δεν έβαλε το όνομά του ως χορηγός παρά την ονόμασε «του Κοράκου» λόγω του ύψους της και «επειδή την ημέρα των εγκαινίων σταθείς εις το μέσον της γέφυρας και ερωτών: "πώς με βλέπετε;", οι μαστόροι του απήντησαν: σαν κόρακα, αυτός τους είπε: "ε, τότε γέφυρα του Κοράκου να είναι το όνομά της"».
Οι περιοχές Αργιθέας και Τετραφυλλίας και γενικότερα οι νομοί Καρδίτσας - Άρτας, αν και συνορεύουν, αποκόπηκαν ώς το 1961, οπότε και κατασκευάσθηκε η σημερινή αμαξογέφυρα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί επιστημονικές ημερίδες, με θέμα την προώθηση του ζητήματος για την ανακατασκευή του γεφυριού.
Με το σκεπτικό ότι η «αλυσίδα» πολιτισμού πρέπει να έχει όλους τους κρίκους της, μαζί με την ανακατασκευή του γεφυριού το αίτημα περιλαμβάνει την αναστήλωση των τουρκικών φυλακίων που υπήρχαν εκατέρωθεν της γέφυρας και την ανάδειξη της επιχωματωμένης Κουτσοκαμάρας, ενός μικρότερου γεφυριού στην περιοχή.
Το Κορακογιόφυρο, όπως είναι επίσης γνωστή η γέφυρα Κοράκου, δεν ήταν απλώς ένα πετρογέφυρο. Αποτελεί θρύλο, ιστορία, πολιτισμό.
Η δε τέχνη και τεχνική του θεωρούνται αξεπέραστη. Ήταν κτισμένο πάνω στον άξονα της αρχαίας οδού Τρίκκης - Γόμφων - Αργιθέας - Αμβρακίας και είχε μεγάλη στρατηγική και εμπορική σημασία.
Ήταν η μεγαλύτερη μονότοξη γέφυρα των Βαλκανίων, καθώς το άνοιγμα στην βάσης της ήταν 48 μέτρα, το μεγαλύτερο ύψος της 26, το πλάτος της 2,30 ενώ η απόσταση από την μία άκρη έως την άλλη ήταν 80 μέτρα. Λέγεται ότι ειδικά τις μέρες της βαρυχειμωνιάς το πέρασμα της γέφυρας προκαλούσε φόβο και δέος. Μάλιστα, οι ηλικιωμένοι της περιοχής θυμούνται ότι, σε πολλές περιπτώσεις, όσοι είχαν υψοφοβία τους έδεναν τα μάτια.
Τη γέφυρα φρουρούσαν δυο Κούλιες, όπως ονομάζονταν τα τουρκικά φυλάκια, η μία από την πλευρά της Αργιθέας και η δεύτερη στην πλαγιά κάτω από τις Πηγές της Άρτας. Στις Κούλιες, που ήταν πέτρινα διώροφα κτίρια υπηρετούσαν τούρκοι φύλακες, που επόπτευαν το πέρασμα και το προστάτευαν από δολιοφθορά.
«Η ανακατασκευή τέτοιων ιστορικών μνημείων αποτελεί πρόκληση για τη σύγχρονη Ευρώπη. Αφενός γιατί η τέχνη και η τεχνική που αφορά το συγκεκριμένο έργο, αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού και συνεπώς πρέπει να αναδειχθεί και να παραμείνει ως εξαιρετικά σημαντικό απόθεμα της ιστορικής συνέχειας, αφετέρου γιατί υπάρχει πάντα μια σημειολογική ερμηνεία στήριξης τέτοιων πρωτοβουλιών που σχετίζονται με ιστορικά κτίσματα. Η σύνδεση μας με την τοπική και εθνική ιστορία και τα μηνύματα ενότητας και συνεργασίας που κομίζουν στη σύγχρονη πολυπολιτισμική Ευρώπη των λαών και των πολιτισμών», λένε υψηλά ιστάμενοι στο Ευρωκοινοβούλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου