Η Βούρμπιανη είναι
χωριό της Ηπείρου
που βρίσκεται στο δήμο
Κόνιτσας του νομό
Ιωαννίνων. Ανήκει στα Μαστοροχώρια
και έφτασε στην ακμή του τον 18ο και το 19ο αιώνα.
Γενικά στοιχεία Η Βούρμπιανη απέχει 26 χιλιόμετρα από
την Κόνιτσα.
Διοικητικά, υπαγόταν μέχρι το 1997 στην επαρχία Κονίτσης. Έπειτα
αποτέλεσε τμήμα του δήμου Μαστοροχωρίων ενώ από το 2011 υπάγεται στο δήμο Κόνιτσας.
Εκκλησιαστικά υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και
Κονίτσης ενώ διαθέτει τον ιερό ναό της Παναγίας που χρονολογείται από τον 16ο
αιώνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2011, ο πληθυσμός της ανέρχεται σε
68 κατοίκους.
Ιστορικά στοιχεία Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας,
η Βούρμπιανη ήταν γνωστή για τους ντόπιους κτίστες της καθώς και για τους
τεχνίτες ξυλογλυπτικής. Υποστηρίζεται πως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης
του 1821, υπό τον φόβο των ληστών και των λεηλασιών, πολλοί κάτοικοι των
χωριών του Σαραντάπορου βρήκαν καταφύγιο στη Βούρμπιανη. Το 1854 η Βούρμπιανη ήταν πληθυσμιακά
το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό της ευρύτερης περιοχής, μετά την Κόνιτσα,
με 384 οικογένειες. Το 1875 ιδρύθηκε στη Βούρμπιανη η
Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα που αποτέλεσε το πρώτο σχολαρχείο στην περιοχή, το
οποίο στεγαζόταν σε διώροφο πέτρινο κτίριο και λειτούργησε μέχρι το 1986 ως δημοτικό
Σχολείο, γυμνάσιο και οικοτροφείο. Το 1878, σύμφωνα με αναφορά του
γενικού πρόξενου Ιωαννίνων
προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας,
Θεόδωρο
Δηλιγιάννη, η Βούρμπιανη παρουσιάζεται ως μια από τις βορειότερες περιοχές
της Ηπείρου όπου γλωσσικά κυριαρχούσαν τα ελληνικά.
Κατά την ύστερη Τουρκοκρατία,
υπαγόταν στον καζά Λεσκοβικίου. Μετά την προσάρτηση στο ελληνικό
κράτος, ο οικισμός αποτέλεσε έδρα στρατιωτικής εποπτείας της
μεθορίου
Κατά τις πρώτες ημέρες του Ελληνοϊταλικού
πολέμου, η Βούρμπιανη κατελήφθη από τις ιταλικές
δυνάμεις αλλά στις 7
Νοεμβρίου του 1940 ανακαταλήφθηκε από αποσπάσματα
της Α' Μεραρχίας Πεζικού. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, η Βούρμπιανη
απετέλεσε επανειλημμένως πεδίο συγκρούσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων
πλευρών.
Επιφανείς κάτοικοι Από την Βούρμπιανη κατάγονταν ο
αξιωματούχος της αυλής του Αλή
πασά, Κώστας Γραμματικός, ο ποιητής Τέλλος
Άγρας, ο οφθαλμίατρος και ευεργέτης Αλέξιος Τράντας και ο στρατιωτικός και
πολιτικός Σωκράτης Δημάρατος
Μαστοροχώρια Κόνιτσας. Η αυστηρότητα της
πέτρας!
Πυρσόγιαννη, Καστάνιανη, Βούρμπιανη,
Γοργοπόταμος, Δροσοπηγή, Χιονάδες.?γνωστα στο πρώτο άκουσμα ηπειρώτικα χωριά,
που ανέδειξαν όμως άξιους και ξακουστούς μαστόρους της πέτρας και του ξύλου,
έργα των οποίων κοσμούν μέχρι τις μέρες μας, όχι μόνο τον ελλαδικό και βαλκανικό
χώρο, αλλά βρίσκονται διάσπαρτα και σ' άλλους μακρινούς τόπους και ηπείρους.
Έργα μοναδικά, εμπνευσμένα και πλασμένα από τεχνίτες βιρτουόζους στο πελέκημα
και στο κτίσιμο της πέτρας, στην ξυλογλυπτική και στην αγιογράφηση. Δημιουργίες
αξεπέραστες στο χρόνο, χάρη στις οποίες η Ήπειρος δεν περηφανεύεται σήμερα μόνο
για τα Ζαγόρια, αλλά και για τα ταπεινά κονιτσιώτικα Μαστοροχώρια της που, μη τι
άλλο, αποτελούν μια πρόσκληση για γνωριμία με ακόμα μια άγνωστη γωνιά της
πατρίδας μας.
Η Κόνιτσα, που απέχει 65 χλμ. βορειοδυτικά των Ιωαννίνων,
δίνει το ιδιαίτερο στίγμα της σ' αυτή την περιοχή της Βορειοανατολικής Ηπείρου,
αποτελώντας έναν επιθυμητό προορισμό για περιηγητές, φυσιολάτρες, ορειβάτες και
οπαδούς του ράφτιγκ και του καγιάκ, και ταυτόχρονα το ιδανικό ορμητήριο για τη
γνωριμία σας με τα Μαστοροχώρια. Κτισμένη σε υψόμετρο 630 μέτρων, στις πλαγιές
της Τραπεζίτσας, η Κόνιτσα καταφέρνει να ασκεί μια ανεξάντλητη γοητεία που
στηρίζεται, τόσο στις διαχρονικές αρχιτεκτονικές της γραμμές, που μαρτυρούν τη
δεξιοτεχνία των λαϊκών μαστόρων, όσο και στην επαφή της με τη σπάνια χλωρίδα και
πανίδα της τοπικής φύσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι ο Εθνικός
Δρυμός του Βίκου-Αώου, ίσως ο ομορφότερος της πατρίδας μας, βρίσκεται στην
περιοχή της Κόνιτσας.
Περιδιαβαίνοντας τα λιθόστρωτα καλντερίμια της παλιάς
πόλης, τολμήστε μια στάση στο παρελθόν και επισκεφτείτε το πέτρινο αρχοντικό της
Χάμκως (μητέρας του Αλή Πασά), το αρχοντικό του Χουσείν Σίσκου και φυσικά το
περίφημο τοξωτό γεφύρι-σύμβολο της πόλης, που ορθώνει το πέτρινο ανάστημά του
πάνω από τα νερά του Αώου ποταμού. Παράλληλα, πλήθος άλλων προορισμών και
αξιοθεάτων υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή, που μπορούν να μονοπωλήσουν το
ενδιαφέρον σας (η Μονή Στομίου, το μοναδικό στην Ελλάδα πάρκο άγριας ζωής στο
Μπουραζάνι, η Μονή της Θεοτόκου ή Μολυβδοσκέπαστη, καθώς και ο Εθνικός Δρυμός
του Βίκου-Αώου.
Τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας απλώνονται σ' ένα γεωγραφικό
χώρο πλησίον της αλβανικής μεθορίου, όπου κυριαρχούν τα ορμητικά νερά του
ποταμού Σαραντάπορου και ο επιβλητικός όγκος του όρους Γράμμου. Με αφετηρία την
Κόνιτσα, θα οδηγήσετε στην Εθνική οδό Κόνιτσας - Κοζάνης για περίπου 23 χλμ.,
έως ότου στα αριστερά σας θα συναντήσετε ένα μικρό ασφαλτοστρωμένο επαρχιακό
δρόμο, ο οποίος θα επωμιστεί χρέη ξεναγού στην περιπλάνησή σας στα
αντιπροσωπευτικότερα μαστοροχώρια της πέτρας και του ξύλου (Πυρσόγιαννη,
Βούρμπιανη, Ασημοχώρι, Χιονάδες, Γοργοπόταμος, Πληκάτι), χωριά που φαντάζουν σαν
αετοφωλιές μέσα στις καταπράσινες πλαγιές του Γράμμου. Εξίσου όμως ενδιαφέροντα
είναι τα Μαστοροχώρια Δροσοπηγή, Καστάνιανη, Μόλιστα και Γαννάδιο, που
βρίσκονται στα δεξιά της Εθνικής οδού.
Η Πυρσόγιαννη (Προσόγιαννη), το
κεφαλοχώρι της περιοχής, θα σας υποδεχτεί 2 χλμ. μετά τη διασταύρωση, σε
υψόμετρο 840 μέτρων. Στην πλατεία του χωριού, εκεί όπου δεσπόζει ένας αιωνόβιος
πλάτανος και μια παραδοσιακά πετρόκτιστη βρύση, λειτουργεί ο μοναδικός ξενώνας
της Πυρσόγιαννης (Αρμολόι), ενώ κατά την περιπλάνησή σας στα λιθόστρωτα
καλντερίμια του χωριού θα έχετε την ευκαιρία να παρατηρήσετε την ιδιάζουσα
αρχιτεκτονική των διώροφων και τριώροφων πετρόκτιστων κατοικιών, καθώς και την
εκτεταμένη χρήση πέτρας και ξύλου σε αρκετές άλλες κατασκευές. Μια λιτή
αρχιτεκτονική ομοιομορφία που παραδόξως δεν κουράζει, αλλά αντίθετα ηρεμεί και
εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, καθώς το κυρίαρχο υλικό της γκριζωπής πέτρας
ενσωματώνεται αρμονικά στην ομορφιά του φυσικού τοπίου. Αντιπροσωπευτικό δείγμα
της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της πέτρας αποτελεί η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου
(1904) με το διπλό πετρόκτιστο καμπαναριό της, που σύμφωνα με τις τοπικές
παραδόσεις είναι κτισμένη πάνω σε γιγάντιους κορμούς δέντρων (οι οποίοι
επωμίζονται το ρόλο θεμελίων), ενώ οι διάφορες αρχοντικές κατοικίες που
δεσπόζουν στα όρια της Πυρσόγιαννης μαρτυρούν το πέρασμα ενός πλούσιου
παρελθόντος, γεμάτο ακμή και ευημερία. Επίσης, αξίζει να επισκεφτείτε την
εξαίσια εκκλησία του Αγ. Νικολάου (1724), ενώ στα πλαίσια της διάσωσης της
ανεκτίμητης πολιτιστικής κληρονομιάς των Μαστοροχωρίων, στην Πυρσόγιαννη
πρόκειται να λειτουργήσει το <<Μουσείο της Πέτρας>>, καθώς και η
Σχολή Μαστόρων. Μια πραγματικά αξιέπαινη προσπάθεια που φιλοδοξεί να αποτελέσει
ένα ερέθισμα και ένα κίνητρο προς τις νεότερες γενιές για την αναβίωση και τη
διδασκαλία της παραδοσιακής μαστορικής τέχνης, η οποία δέχτηκε το τελειωτικό της
χτύπημα με την εκτεταμένη χρήση του τσιμέντου, που εμφανίστηκε λίγο πριν το Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Πυρσόγιαννη, φημισμένο χωριό καταγωγής μαστόρων της
πέτρας, συνιστά τον καταλληλότερο τόπο προκειμένου να γνωρίσετε την ιστορία των
κονιτσιώτικων Μαστοροχωρίων, αφού στη κοινοτική βιβλιοθήκη μπορείτε να
μελετήσετε και να ενημερωθείτε για την ιστορία, τις συνήθειες και τα
τελετουργικά των μαστόρων της πέτρας ανά τους αιώνες. Η ιστορία των
Μαστοροχωρίων ανάγεται στο 16ο αιώνα, εποχή κατά την οποία οι οικονομικές
αντιξοότητες, οι δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης, καθώς και η χαμηλή ως μηδαμινή
παραγωγή των αγροτικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, υποχρέωσαν τους
ντόπιους να εγκαταλείψουν τις συνήθεις βιοποριστικές τους ενασχολήσεις και να
στραφούν στην τέχνη του κτισίματος, της ξυλογλυπτικής και της ζωγραφικής. Έτσι,
έχοντας οργανωθεί κυρίως σε ομάδες (μπουλούκια-συντεχνίες) των 3-15 ατόμων,
ηλικίας από 12-65 χρονών, οι μάστορες (ή αλλιώς κουδαραίοι) έφευγαν στις αρχές
της άνοιξης για άλλες ελλαδικές περιοχές (αλλά και για το εξωτερικό) και
επέστρεφαν συνήθως στις αρχές Νοεμβρίου, για να φύγουν ξανά την ερχόμενη άνοιξη
σε άλλες, καινούργιες δουλειές. Πολλές φορές όμως απουσίαζαν χρόνια ολόκληρα,
ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω. Ωστόσο, με το πέρασμα του
χρόνου, οι Ηπειρώτες μάστορες καταξιώθηκαν διεθνώς και τα δημιουργήματά τους
έγιναν περιζήτητα: περίτεχνα αρχοντικά, τζαμιά και μιναρέδες, δημόσια κτήρια και
σχολεία, σαράγια και πέτρινα γεφύρια ορθώθηκαν από τα έμπειρα, ροζιασμένα χέρια
των μαστόρων της περιοχής, οι οποίοι, κτίζοντας με μεράκι και φαντασία,
ταξίδεψαν στην Αφρική, στην Ινδία, ακόμα και στην Αμερική, χαρίζοντας παράλληλα
πλούτο και δόξα στα Μαστοροχώρια τους. Παρεμπιπτόντως, από την Πυρσόγιαννη
καταγόταν και ο αρχιμάστορας Ζιώγας Φρόντζος, που έκτισε το 1871 το μονότοξο
γεφύρι της Κόνιτσας, ένα από τα μεγαλύτερα σε ύψος (20 μέτρα) και πλάτος (40
μέτρα) των Βαλκανίων.
Επόμενο Μαστοροχώρι της διαδρομής η Βούρμπιανη, 5 χλμ.
βορειότερα της Πυρσόγιαννης. Σκαρφαλωμένη σε υψόμετρο 900 μέτρων, η
αραιοδομημένη Βούρμπιανη (Βούρπανη), σαφώς μικρότερη σε έκταση από την
Πυρσόγιαννη, έχει απλώς να επιδείξει την εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου, το ναό
του Αγ. Δημητρίου και το λιθόκτιστο Γυμνάσιο (1928). Η Βούρμπιανη έχει να
υπερηφανευτεί για τη λειτουργία (στα μέσα του 19ου αιώνα) του πρώτου Γυμνασίου
της περιοχής και την ίδρυση της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας Βούρμπιανης (1883),
ενώ περιδιαβαίνοντας σήμερα τα όριά της εύκολα θα διακρίνετε τα σημάδια της
ερήμωσης και της εγκατάλειψης, στοιχεία που χαρακτηρίζουν άλλωστε και τα
υπόλοιπα μαστοροχώρια της περιοχής. Ελάχιστοι κατοικούν πια εδώ, κυρίως
ηλικιωμένοι που αρνούνται πεισματικά -ακόμα και το χειμώνα- να εγκαταλείψουν τις
εστίες τους, σε αντίθεση με τους νεότερους, οι οποίοι μένουν στα μεγάλα αστικά
κέντρα (Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα) και έρχονται στα Μαστοροχώρια μόνο για τις
ολιγοήμερες καλοκαιρινές τους διακοπές. Δυστυχώς, η περίοδο ακμής των
Μαστοροχωρίων (18ος-19ος αιώνας) έχει περάσει ανεπιστρεπτί και όλα πλέον είναι
αφημένα στην τύχη τους και στην παρακμή του χρόνου.
Μόλις 2 χλμ. μετά την
Βούρμπιανη θα προσεγγίσετε το μικρό χωριό Ασημοχώρι (Λεσκάτσι), άλλον έναν
εγκαταλειμμένο οικισμό που είναι κτισμένος στα 970 μέτρα, μέσα σε μια πανέμορφη
τοποθεσία με πηγαία νερά. Συνεχίζοντας την πορεία σας, παραβλέψτε τη διασταύρωση
που οδηγεί στο Γοργοπόταμο και κατευθυνθείτε στους Χιονάδες (12 χλμ. μετά τη
διασταύρωση της Εθνικής οδού) που βρίσκονται σχεδόν δίπλα στα σύνορα με την
Αλβανία. Στο τελευταίο χιλιόμετρο, ο δρόμος εμφανίζει μια υπερβολικά στριφτή και
ανηφορική κλίση, για να σας οδηγήσει τελικά στο κτισμένο σαν αετοφωλιά ακριτικό
χωριό των Χιονάδων. Οι Χιονάδες (Σιονάδες), πνιγμένοι μέσα στο καταπράσινο
οικοσύστημα της περιοχής, βρίσκονται σε υψόμετρο 1150 μέτρων, ενώ από την
εκκλησία του Αγ. Αθανασίου (1886) που δεσπόζει επιβλητικά στην είσοδο του
χωριού, ακριβώς στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου, μπορείτε να θαυμάσετε μια
εξαίσια πανοραμική θέα της περιοχής.
Οι Χιονάδες αποτελούν τη γενέτειρα πάμπολλων
λαϊκών ζωγράφων-αγιογράφων, που εξαπλώθηκαν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη
Θεσσαλία και στη νησιωτική Ελλάδα, για να διακοσμήσουν αμέτρητα αρχοντικά και
εκκλησίες με εξαίσιες τοιχογραφίες και αγιογραφίες αντίστοιχα. Τα έργα των
Χιοναδιτών ζωγράφων δέχτηκαν αρχικά επιρροές από τη βυζαντινή αγιογραφία του
Αγίου Όρους, για να συμπεριλάβουν στη συνέχεια στοιχεία από την Κρητική σχολή
και από τις εκάστοτε τάσεις της ευρωπαϊκής σχολής του 18ου και 19ου αιώνα. Στο
σχολείο του χωριού, σύντομα πρόκειται να λειτουργήσει το Μουσείο Χιοναδιτών
Αγιογράφων.
Αντίθετα, οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι του γειτονικού
οικισμού του Γοργοπόταμου (Τούρνοβο), ενός καλοσυντηρημένου αλλά σχεδόν
ερημωμένου χωριού, περηφανεύονται για τις πάμπολλες γενιές ξυλογλυπτών και
μαραγκών που γεννήθηκαν στο χωριό τους. Έχοντας ειδικευτεί στο σκάλισμα του
ξύλου, οι Ταλιαδόροι (ή αλλιώς Τουρνοβίτες) διακοσμούσαν με περίτεχνα τέμπλα
όλες τις εκκλησίες της Ηπείρου, καθώς και πολλές άλλες εκκλησίες ανά την
ελληνική επικράτεια. Περιζήτητοι για την ειδικότητά τους, οι Γοργοποταμιώτες
μοιραία ξενιτεύτηκαν και άφησαν δείγματα της τέχνης τους σε πολλά μέρη του
κόσμου, βαδίζοντας κι αυτοί πάνω στους άγνωστους και ξεχασμένους πια δρόμους των
μαστόρων της πέτρας.
Δείγμα της τέχνης των Γοργοποταμιωτών ξυλογλυπτών
αποτελεί το ιερό τέμπλο του ναού της Παναγίας, που επιβάλλεται να
επισκεφτείτε.
Η περιπλάνησή σας στα Μαστοροχώρια θα ολοκληρωθεί με ένα
γρήγορο πέρασμα από το μικρό οικισμό Πληκάτι (Πληκάδες), όπου αξίζει να
επισκεφτείτε την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου (17ου αιώνα), ενώ οι πιο τολμηροί
μπορείτε να επιχειρήσετε την προσέγγιση του χωριού Αετομηλίτσα, του βορειότερου
χωριού του νομού Ιωαννίνων, αν φυσικά διαθέτετε ένα όχημα 4Χ4, ή μοτοσικλέτα
εντούρο.
Αντικρίζοντας και πάλι την Εθνική οδό Κόνιτσας - Κοζάνης, άλλη μια
διαδρομή στα ίχνη της τοπικής παράδοσης και της ιστορίας,
που αντιπροσωπεύει
η περιπλάνηση στα κονιτσιώτικα Μαστοροχώρια της λήθης, φτάνει δυστυχώς στο τέλος
της, ενώ καθ' οδόν προς την Κόνιτσα (ή την Κοζάνη) σίγουρα
θα σιγοτραγουδάτε
τους στίχους του ηπειρώτικου-κονιτσιώτικου τραγουδιού
που ακούγατε στα
Μαστοροχώρια: <<Ήλιε μου, τι πολλάργησες / δεν πας να βασιλέψεις / σε
καταριέτ' η αργατιά / κι οι ξενοδουλευτάδες>>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου