Η γνώριμη εικόνα των χιλιάδων τρακτέρ στους
δρόμους κυριαρχεί πάλι στη δημόσια ζωή. Δηλώσεις, σημαίες, τηλεοπτικές κάμερες,
η αγροτική Ελλάδα ξεσηκώνεται. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά, αλλά δεν
είναι πάντως «μια από τα ίδια». Η ένταση των αγροτικών κινητοποιήσεων
εκφράζει την συλλογική αντίδραση και απόγνωση ενός χώρου που ήταν για δεκαετίες
έρμαιο των κομματικών παιχνιδιών, μια σίγουρη δεξαμενή ψήφων. Τα πράγματα όντως
άλλαξαν. Πέρα από την αμηχανία των αναλυτών και τον υφέρποντα λαϊκισμό
παρατηρούμε νέα φαινόμενα. Αυτοί που μιλούν είναι κυρίως νέοι παραγωγοί, ξέρουν
τα προβλήματα, δεν είναι άσχετοι με το επάγγελμα. Οι αντιδράσεις τους επίσης
σχετίζονται με την γενικότερη κοινωνική αμηχανία. Πίσω από τον κομματικό λόγο
αναδεικνύονται οι νέες αντιθέσεις.
Πώς έχει σήμερα το θέμα, το νέο
αγροτικό ζήτημα; Οι αγρότες προτάσσουν το θέμα της επιβίωσης του
πρωτογενούς τομέα. Η κυβέρνηση είναι δεσμευμένη, θέλει να κλείσει τις τρύπες, να
βρει χρήματα. Ας σταθούμε για λίγο στη γενική εικόνα. Από τη μια οι αποτυχημένοι
κομματικοί συνεταιρισμοί, η υπερχρέωση των εκμεταλλεύσεων, η γήρανση του
απασχολούμενου πληθυσμού, ο έλεγχος της γης από λίγες πλέον οικογένειες, η
σταθερή εγκατάλειψη των καλλιεργειών και η μείωση των κτηνοτροφικών μονάδων και
βεβαίως η επί σειρά ετών αντιπαραγωγική χρήση των επιδοτήσεων. Σε αυτό το τοπίο
ήρθε να προστεθεί το βαρύ και απότομο μνημονιακό φορτίο: τεκμήρια,
φορολογικά βάρη, μείωση των επιδοτήσεων, αύξηση του κόστους καλλιέργειας μέσω
του ΦΠΑ για τα εφόδια, κατάργηση του αγροτικού πετρελαίου, μεγάλη έλλειψη
ρευστότητας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών πτυχών δημιούργησε ένα
εκρηκτικό κοινωνικό τοπίο. Το αγρο-ασφαλιστικό, έτσι όπως προτάθηκε, αφενός μεν
δεν δημιουργεί ένα βιώσιμο σύστημα, αφετέρου έγινε το φυτίλι για την πυροδότηση.
Υπάρχει όμως γενικά η αίσθηση ότι η επαρχία, το χωριό τα πάει
καλύτερα μέσα στην κρίση. Μέχρις ενός βαθμού έτσι είναι, αλλά και στην
επαρχία οι επιπτώσεις της κρίσης και των μέτρων που λαμβάνονται για την
αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος, είναι πλέον ορατές. Το κόστος ζωής
έχει ανέβει, οι συντάξεις μειώνονται, οι λογαριασμοί στο τέλος του μήνα είναι
ανελαστικοί, η εφορία διευρύνει ολοένα και περισσότερο τους στόχους της, η
παραγωγική δραστηριότητα φθίνει, ο τζίρος υποχωρεί, ενώ πολλές αγροτικές
επιχειρήσεις έχουν πάγιες και ανελαστικές υποχρεώσεις (υπαλλήλους, εφόδια, κοκ).
Ο εθισμός στην κατανάλωση, το τραύμα του χρηματιστηρίου, η κοινωνία του καναπέ
είχαν και στην επαρχία αντίκτυπο.
«Σύμφωνα με στοιχεία πάντως, ο «κίνδυνος
φτώχειας» στις αγροτικές περιοχές, παρά τα προαναφερθέντα, παραμένει στα
«ιστορικά» επίπεδα του 27%, όμως σε ημιαστικές και αστικές ανέβηκε από
14% το 2008 σε 19% το 2014. Το αρνητικό πρωτείο σε αυτόν τον δείκτη περιλαμβάνει
κυρίως νησιά του Αιγαίου, τη Βόρεια και την Κεντρική Ελλάδα.
Οι επιπτώσεις της κρίσης αφορούν λοιπόν και το χωριό. Η
μείωση των εισοδημάτων και η αύξηση των υποχρεώσεων δημιουργούν ανασφάλεια,
άγχος και ένταση κι αυτό αφορά και τον αγροτικό χώρο. Στο κοινωνικό επίπεδο
βλέπουμε νέες αντιθέσεις. Το δίπολο χωριό-πόλη δεν ήταν ποτέ ισχυρό εδώ, αφού
δεν γνωρίσαμε τη βιομηχανική επανάσταση. Οι νέες και πραγματικές αντιθέσεις της
ελληνικής πραγματικότητας είναι: κρατισμός/δημιουργικότητα, εθνική
παραγωγή/εισαγωγές, ανασυγκρότηση/διάλυση. Η ανισορροπία στη σύνθεση του
ΑΕΠ (οι υπηρεσίες αφορούν το 80% του ΑΕΠ) εκφράζει καθαρά το στρεβλό μοντέλο που
κυριαρχεί μέχρι τώρα σε βάρος της πραγματικής οικονομίας κι αυτό εκ των
πραγμάτων δεν μπορεί να συνεχισθεί. Πίσω από αυτά υποβόσκουν κρίσμα ιδεολογικά
ερωτήματα και κοινωνικές επιλογές, τις οποίες ούτε τα πολιτικά κόμματα, ούτε η
τηλεόραση με τα διαρκή χάχανα, μπορούν να κουκουλώσουν.
Οι νέοι δεν προτιμούν
το χωριό, οι Ελληνίδες δεν θέλουν σύζυγο αγρότη, οι γέροντες είναι ανήμποροι,
αλλά η αγροτική ζωή θέλει νέα ζευγάρια, δύναμη, καθημερινή φροντίδα για τα
δέντρα ή τα ζωντανά. Δεν ζουν με το facebook οι κατσίκες...Χωρίς τους ξένους
εργάτες η ελληνική κτηνοτροφία δεν στέκεται, υπάρχει συνεπώς θέμα κοινωνικής
αναβάθμισης ενός χώρου που υποβαθμίστηκε και χλευάστηκε συνειδητά επί δεκαετίες.
Όλα από την αρχή λοιπόν; Μάλλον χρειάζεται μια ριζοσπαστική
ενατένιση του μέλλοντος, αφού οι πάμπολλες, συνήθεις προσπάθειες δεν αποδίδουν.
Δεν θέλουμε απλά μια αυτόνομη οικονομία, θέλουμε μια οικονομία που θα είναι σε
πλήρη συνάρτηση με την κοινωνία.
Υπάρχει η πολιτική βούληση; Η φοροδιαφυγή
π.χ. εύκολα μπορεί να αντιμετωπισθεί για τους πραγματικούς αγρότες, μέσω των
ετήσιων δηλώσεων εκτάσεων και καλλιεργειών. Να η ευκαιρία για μια εθνική
πολιτική, πάνω από κόμματα και επικοινωνιακά παιχνίδια. Ισως το
«αγροτικό ζήτημα», όπως και στο παρελθόν, γίνει η αφορμή για την επεξεργασία
μιας απαραίτητης συνεκτικής εθνικής πολιτικής που θα έχει ως κεντρικό πυρήνα την
ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και όχι συγκυριακά φοροεισπραχτικά
μέτρα...Την αύξηση της παραγωγής κι όχι τις ψηφοθηρικές υποσχέσεις για νέα
πακέτα επιδοτήσεων...Την έμπρακτη υποστήριξη των παραγωγών στο χωράφι, αντί για
νέες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις...Τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, τη
δημιουργία ενός αξιόπιστου παραγωγικού προτύπου με την αξιοποίηση των
πλεονεκτημάτων μας. Για να μπουν επιτέλους οι βάσεις για μια δημιουργική,
αξιοπρεπή ζωή στο χωριό, στην κωμόπολη, στην επαρχία.
Το νέο αγροτικό
ζήτημα χρειάζεται αντιμετώπιση με όρους σύγχρονους και χωρίς κομματικό φανατισμό
και λαϊκισμό. Δεν είναι τα ελλείμματα του ΟΓΑ το κύριο θέμα, το κράτος
δεν μπορεί να μην ενισχύσει τον ΟΓΑ, όταν ενισχύει τα ταμεία των δημοσίων
υπαλλήλων, των νομικών, της ΔΕΗ κοκ. Τα πραγματικά ελλείμματα είναι το έλλειμμα
παραγωγής, το έλλειμμα ανθρώπινου δυναμικού, το έλλειμμα πολιτικής. Αλλιώς
τίθεται λοιπόν το πρόβλημα. Οπως τονίζει ο καθηγητής Κ. Βεργόπουλος, που είναι
ένας από τους βαθείς γνώστες των κοινωνικών διαστάσεων του αγροτικού ζητήματος
(βλ. το γνωστό σχετικό βιβλίο του, «το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, εκδ.
Εξάντας») σε πρόσφατο άρθρο του «σε κάθε περίπτωση δεν προηγείται το
ασφαλιστικό της ανάπτυξης, αλλά αντίθετα η ανάπτυξη του
ασφαλιστικού».
Στο επίκεντρο μιας νέας πολιτικής πρέπει συνεπώς να
είναι ο παραγωγός και η οικογένειά του, η αγροτική επιχείρηση, η υποβοήθηση της
εθνικής παραγωγής και η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας πάνω σε ένα
λειτουργικό παραγωγικό πρότυπο: όλα τα άλλα (φορολογικό, ασφαλιστικό, ρόλος των
επιδοτήσεων, όριο αφορολογήτου εισοδήματος) θα πρέπει να αντιμετωπισθούν πάνω σε
αυτή τη βάση. Με αίσθηση δικαιοσύνης, ισοτιμίας, σοβαρότητας, διαλόγου και με το
βλέμμα στο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου