Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Ο Αλή Πασάς και τα γεφύρια του


  O Αλή μπέης, μετέπειτα Αλή πασάς των Ιωαννίνων, γεννήθηκε το 1744 στο Τεπελένι. Σ’ αυτά τα μέρη είχε εγκατασταθεί -σχεδόν κυνηγημένος απ’ την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας- ένας πρόγονός του. πατέρας του ήταν ο Βελή μπέης, ενώ η μητέρα του Χάμκω καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Κόνιτσας. Απ’ τον ίδιο γάμο -ο Βελή είχε παντρευτεί δύο φορές- έμελλε να γεννηθεί, τέσσερα χρόνια αργότερα, και η Χαϊνίτσα.
   Ανήσυχος και φιλόδοξος ο Αλή, συγκρότησε από πολύ νωρίς, παιδί ακόμη, ένοπλη ομάδα και διατρέχοντας τις κοντινές αλλά και πιο μακρινές περιοχές λήστευε και τρομοκρατούσε τους κατοίκους. μέχρι το μακρινό αλλά πλούσιο Ζαγόρι έφτανε, όπου, διορατικός, φρόντιζε να κάνει επιλεκτικές φιλίες που αργότερα θα τον βοηθούσαν στην άνοδό του. Από την ανελέητη, συνεχή καταδίωξη των ανδρών του Κουρτ πασά, ξέφευγε έξυπνα, βρίσκοντας καταφύγιο πότε στο Πωγώνι -στη Σωπική- και πότε, βορειότερα, στα χωριά της Ζαγοριάς. Κάποια στιγμή, όμως, έπεσε στα χέρια τους και σιδεροδέσμιος οδηγήθηκε στο Μπεράτι.   

   Εκεί, σίγουρα θα έχανε το κεφάλι του, αν δεν τον λυπόταν, δεν υπέκυπτε στα παρακάλια και τις υποσχέσεις του, ο πάντα φιλεύσπλαχνος Αχμέτ Κουρτ πασάς. Του χάρισε τη ζωή, για τα νιάτα του, και του επέτρεψε, επιπλέον, να εγκατασταθεί στην πόλη. Ο Αλή, είναι αλήθεια, για αρκετό διάστημα, κράτησε το λόγο του, ύστερα όμως απ’ ένα γεγονός που το θεώρησε προσβλητικό, επέστρεψε και πάλι στο γνωστό του ληστρικό βίο. Είχε διεκδικήσει σε γάμο την κόρη του ίδιου του πασά -με την υποστήριξη της μητέρας της- αλλά η Μέριεμ, που της δόθηκε το δικαίωμα της επιλογής, προτίμησε για σύζυγό της τον Ιμπραήμ μπέη, γιο ισχυρού τοπάρχη της Αυλώνας.  



Αλή πασάς (1744-1822)
   Ο Κουρτ πασάς, μην αντέχοντας τα καινούργια καμώματα του Αλή, που σημειωτέον έγινε πιο αδίστακτος, τον επικήρυξε με 5.000 γρόσια! Η αντίδραση του νεαρού ληστή, άμεση, φανερώνει τον παμπόνηρο χαρακτήρα του. Φόρεσε τα ρούχα του σ’ ένα τραγί, το πυροβόλησε για να γεμίσουν αίματα, και τα έστειλέ με δυο έμπιστους άντρες του στο Μπεράτι να εισπράξουν την αμοιβή. με αυτή μπόρεσε να προσλάβει κι άλλους στην ομάδα του, να τους οπλίσει καλλίτερα και να συνεχίσει τα αιματηρά του κατορθώματα που, απ’ ότι φαίνεται, του απέφεραν αρκετά κέρδη. Ιδιαίτερα εκδικητική φύση, δεν δίσταζε να αφανίζει ολόκληρα χωριά όταν στέκονταν εμπόδιο στα σχέδια του. Παράδειγμα το Χόρμοβο και η Λέκλη, αργότερα το Γαρδίκι, που σκότωσε όλους τους κατοίκους τους με δόλο!  
   στο μεταξύ, η μητέρα του η Χάμκω, με σημαντικές γνωριμίες στους μπέηδες της περιοχής και φιλόδοξη για το μέλλον του, φρόντιζε να αποκτά ο γιος της όλο και περισσότερο κύρος και δύναμη, παρά τις παράνομες δραστηριότητές του. με δική της άλλωστε πρόταση, ο ισχυρός έπαρχος του Δέλβινου Καπλάν πασάς τον δέχθηκε το 1767 γαμπρό του. ο Αλή, με εντυπωσιακή τελετή, παντρεύτηκε τη Γκιουλσούμ (Εμινέ) και απέκτησε τους πρώτους του γιους, τους Μουχτάρ και Βελή.
   Τελικά, το 1786 που θα πεθάνει ο Κουρτ πασάς, ο Αλή θα έχει αποκτήσει τόση δύναμη, τέτοιες φιλίες, που εύκολα θα καταφέρει να διοριστεί απ’ την Πύλη αρχηγός του άτακτου στρατού και υπεύθυνος της ασφάλειας των δρόμων. είναι η αρχή της ανόδου του, μιας σταδιοδρομίας που, κατά ομολογία όλων, θα συνεχίσει να χτίζεται με εξυπνάδα, προσεγμένα σχέδια, και ελιγμούς που θα τους ζήλευαν και οι καλύτεροι ξένοι διπλωμάτες. ταυτόχρονα όμως, η απροσχημάτιστη βία, οι μηχανορραφίες, ο σφετερισμός ξένων περιουσιών, ακόμη και οι δολοφονίες -πολλές και στυγερές- θα συνεχίσουν να αποτελούν οικείες μεθόδους και πρακτικές για τον πρώην ληστή, παρά τα αξιώματα που το ένα μετά το άλλο θα έρχονται …  
  
   κατηγορεί κρυφά τον ευεργέτη και πεθερό του Καπλάν πασά για ολιγωρία έναντι των επαναστατημένων χειμαρριωτών, με συνέπεια τούτος να καρατομηθεί στο Μοναστήρι. Στους έξι γιους του τελευταίου σπέρνει τέτοια διχόνοια, που σχεδόν αλληλοεξοντώνονται. Το όφελός του; Διορίζεται έπαρχος του Δέλβινου. η κατακραυγή όμως των ντόπιων δεν θα του επιτρέψει να εγκατασταθεί στην πόλη.  
   Δεν απογοητεύεται. Με την υποστήριξη πλούσιων Ζαγορίσιων εμπόρων, τίθεται επικεφαλής μεγάλης δύναμης που καταδιώκει τους πρώην συντρόφους του, τους ληστές που λυμαίνονταν τις περιοχές Ιωαννίνων και Τρικάλων. Στα τελευταία θα αναλάβει σε λίγο διοικητής -θα είναι η ανταμοιβή του επειδή με 3.000 αλβανούς θα διακριθεί στον Ρωσσοτουρκικό πόλεμο! απ’ τα πρώτα του εκεί έξυπνα μέτρα, θέλοντας να προσεταιριστεί και τους χριστιανικούς πληθυσμούς, θα είναι η τιμωρία διακεκριμένων μουσουλμάνων -γενίτσαρων και σπαχήδων- που βαρύνονταν με υπερβολικές καταχρήσεις.   
   Όμως, είναι το 1788 που, επιτέλους, καταφέρνει να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. με πρόφαση διενέξεις τοπικών αρχόντων, εξεστρατεύει κατά των Ιωαννίνων, παντρεύεται τη Ζελιχά που η οικογένειά της κληρονομικά διοικεί την πόλη, και πάνω στη σύγχυση αναγορεύεται έπαρχος! ο Σουλτάνος, προ τετελεσμένων γεγονότων, θα το δεχθεί, δεν θα αργήσει δε να του απονείμει τον τίτλο του Βεζίρη και του Πασά των …τριών ιππουρίδων! εκτίμησε ικανότητές του που είχαν άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου.  

Ο Αλή πασάς στο Βουθρωτό

   Παράλληλα με τα ειρηνικά έργα, την έξυπνη συμπεριφορά -η θρησκευτική ανοχή  κάνει την αυλή του κέντρο προσωπικοτήτων, διπλωματών, στρατιωτικών, λογίων, καλλιτεχνών- ο Αλή πασάς φροντίζει να εδραιώνει και να επεκτείνει την εξουσία του. με καλά υπολογισμένες κινήσεις -γάμους των γιων του στην Αυλώνα- αλλά συχνά και μ’ απροκάλυπτη βία, κατακτά την μία μετά την άλλη πόλεις σαν την Άρτα, τους Άγιους Σαράντα, τη Χειμάρα. Ειδικά για την τελευταία, η Πύλη θα τον ονομάσει …αρσλάν ( = λιοντάρι). Όσο για τους Σουλιώτες που τον αμφισβητούν, θα ξεκινήσει εναντίον τους διαδοχικές επιθέσεις που θα του στοιχίσουν  βέβαια χρόνο, χρήμα και αίμα, αλλά στο τέλος θα τους υποτάξει. 
   το κύρος λοιπόν και η φήμη του ολοένα και μεγαλώνουν. φτάνει σε σημείο να αλληλογραφεί με μεγάλους ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι, εντυπωσιασμένοι, ανοίγουν στην επικράτειά του μέχρι και προξενεία. ακόμη και με τον Ναπολέοντα αναπτύσσει φιλία, που του ζητάει -και το επιτυγχάνει- γάλλοι αξιωματικοί να εκπαιδεύουν τους άνδρες του. βέβαια, κατά πάγια τακτική του, όταν κρίνει πως οι βλέψεις του, τα συμφέροντά του, απαιτούν άλλη στάση, εύκολα αλλάζει στρατόπεδο. Με τέτοιες κινήσεις, πάντα πονηρά και βίαια, προσαρτά -χάνει και ξανακερδίζει- την Πρέβεζα, τη Βόνιτσα, την Πάργα, το Βουθρωτό. Και θα έρθει αργότερα η σειρά του Μπερατιού, του Δέλβινου, του Αργυρόκαστρου! Έτσι, σιγά αλλά μεθοδικά, θα ενσωματώσει στην επικράτειά του όχι μόνο την παλιά και τη Νέα Ήπειρο, αλλιώς Νότια και Βόρεια, αλλά, με το διορισμό των γιων του -που πάντα ελέγχει και καθοδηγεί- στην Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο, τη Λάρισα και αλλού, το πασαλίκι του θα πάρει ασυνήθιστα μεγάλες διαστάσεις.

Ο Αλή πασάς με την Κυρά-Βασιλική

   η συνεχώς αυξανόμενη δύναμή του όμως, έχει ήδη αρχίσει να προβληματίζει την Κωνσταντινούπολη, που κατά καιρούς εκφράζει ανησυχίες, κάποτε έμμεσες ή και άμεσες απειλές. με δώρα τότε ο Αλή και υποστήριξη ισχυρών φίλων, προσπαθεί και διασκεδάζει τις εντυπώσεις, αναιρεί τον κίνδυνο. γνωρίζει άλλωστε πολύ καλά και εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του κράτους, τον ευνοεί και η απόσταση. Αλλά η μακροχρόνια επιθυμία του -απόσπαση απ’ την Πύλη και αυτονομία- δεν μπορεί να καμουφλάρεται πάντα πειστικά.   
  
   τελικά, το 1820, ο Αλή κηρύσσεται φερμανλής, εχθρός δηλαδή της Πύλης και στέλνονται εναντίον του μεγάλες δυνάμεις να τον εξοντώσουν. Αυτός, σε αντιπερισπασμό, καίει τ’ αγαπημένα του Γιάννενα -για να μη βρίσκει εφόδια ο αυτοκρατορικός Στρατός- και οχυρώνεται στο παλάτι του, τα Λιθαρίτσια. Η πολιορκία θα διαρκέσει  κοντά δυο χρόνια κι ο ηλικιωμένος πασάς -είναι πια 78 χρονών- θα μπορέσει για άλλη μια φορά, την τελευταία, να εκδηλώσει όλα τα συν και πλην του χαρακτήρα του... 
   Θα αφήσει να διαδοθεί πως βαφτίστηκε χριστιανός, προσδοκώντας βοήθεια από Έλληνες και Αλβανούς χριστιανούς. Θα τάξει διακυβέρνηση με Σύνταγμα και θα αυξήσει τους μισθούς των στρατιωτών του. Θα δελεάσει τους άσπονδους εχθρούς του τους Σουλιώτες, που από πολιορκητές, στο στρατόπεδο των Σουλτανικών στρατευμάτων, θα γίνουν υπερασπιστές του. Θα υποσχεθεί στην Πύλη καταστολή της Ελληνικής επανάστασης, που ήδη έχει ξεσπάσει στην Πελοπόννησο, ζητώντας για αντάλλαγμα χάρη. Θα ζητήσει βοήθεια από τους Άγγλους. Θα τεθεί πολλές φορές επικεφαλής στις ξαφνικές επιθέσεις που επιχειρεί, πολεμώντας γενναία παρά την ηλικία του. Θα κρατήσει, συνεχώς, ανοικτό δίαυλο επικοινωνίας με τον αντίπαλό του Χουρσίτ πασά, τον επικεφαλής του σουλτανικού στρατού, ψάχνοντας ευκαιρία για να αποφορτίσει την κατάσταση. Θα αναθέσει στον Οδυσσέα Ανδρούτσο να προσχωρήσει τάχα στον τουρκικό στρατό, προκειμένου να διασπείρει διχόνοια. Θα επιτεθεί αιφνιδιαστικά στον αντίπαλο, επιφέροντας μεγάλες απώλειες, την ώρα της προσευχής σε τζαμί -ήταν Ραμαζάνι- κάτι απαράδεκτο για μουσουλμάνο. ακόμη και με τη φιλική Εταιρεία θα έλθει σε επαφή για να βοηθήσει, λέει, την επανάσταση..!  

   Δυστυχώς, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα βοηθήσει αποτελεσματικά τον Αλή, δεν θα μεταβάλλει την κατάσταση υπέρ του. Η όποια επιτυχία του αποδείχθηκε πρόσκαιρη, κι ο ένας μετά τον άλλο, όλοι οι δικοί του, τον εγκατέλειψαν. Ακόμη και τα παιδιά του θα παραδοθούν προσδοκώντας χάρη, που όμως δεν θα τους δοθεί -θα αποκεφαλιστούν, και τα τρία, στην πρωτεύουσα και την Κιουτάχεια! 
   Ο Αλή πρώτα θα χάσει, προδομένος, τα Λιθαρίτσια, θα στριμωχθεί ύστερα στο Ιτς Καλέ, για να παρασυρθεί στο τέλος, τάχα για διαπραγματεύσεις, στο νησί. εκεί, στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, στις 24 Ιανουαρίου του 1822, θα πέσει μαχόμενος μετά από σκληρή αντίσταση! κοντά του, μέχρι που ξεψύχησε, παρέμειναν η κυρά - Βασιλική, κι ο πιστός του Θανάσης Βάγιας. την άλλη ημέρα θα ταφεί στο Φετιχιέ τζαμί των Ιωαννίνων, ενώ το κεφάλι του θα σταλεί στην Κωνσταντινούπολη για να εκτεθεί προς παραδειγματισμό στη μεσαία πύλη των ανακτόρων.  

Το κεφάλι του Αλή πασά φτάνει στην Πόλη



Στην Πόλη η κεφαλή σου, στα Γιάννενα η κορμάρα
Σε σκότωσαν Αλή Πασά, τρομάρα.
Τη δόξα σου δεν χώραγε ένα και μόνο μνήμα
Μαζί, τη δόξα και το κρίμα.[1]

   ο θάνατος του Αλή πασά Τεπελενλή, είναι αλήθεια, σήμανε -κι όχι μόνο για την Ήπειρο- το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Την ίδια στιγμή άρχιζε μια συζήτηση -διαρκεί ακόμη- για τις πραγματικές διαστάσεις της παρουσίας του.
    Πρώτοι έγραψαν για αυτόν, οι πολλοί περιηγητές, που την εποχή της παντοδυναμίας του τον επισκέφτηκαν και φιλοξενήθηκαν στην αυλή του. Θα ακολουθήσουν οι ιστορικοί, προσπαθώντας να αξιολογήσουν δίκαια την προσωπικότητα του με όπλα τους τη χρονική απόσταση και τη σφαιρική γνώση των γεγονότων. Όμως, όλων οι γνώμες θα παρουσιάζονται, μέχρι και σήμερα, διχασμένες και αλληλοσυγκρουόμενες. ακόμη και στα γραπτά του ίδιου συγγραφέα, συναντάμε, δίπλα-δίπλα, επαίνους και φοβερές κατηγορίες. τύραννος, αιμοχαρής, σφετεριστής, σατράπης, ύπουλος, φιλοχρήματος, καιροσκόπος, διεστραμμένος, δεισιδαίμονας, από τη μία μεριά∙ αλλά απ’ την άλλη, ηγέτης, δίκαιος, έξυπνος, δημιουργός, διαμάντι των Ιωαννίνων, μουσουλμάνος Βοναπάρτης, λιοντάρι της Ηπείρου!
   Αλλά υπάρχει και κάτι, μια πτυχή της διακυβέρνησής του, για την οποία, προς έκπληξη, εκφράζεται απόλυτη συμφωνία, την επικροτούν όλοι γράφοντας τα καλύτερα λόγια. Πρόκειται για σειρά έργων, και πρωτοβουλιών, που εξασφάλισαν ησυχία σ’ όλη την επικράτεια,[2] κι επομένως, κατά λογική σειρά, απρόσκοπτες μεταφορές, ασφαλές διαμετακομιστικό εμπόριο, ανεπτυγμένη βιοτεχνική παραγωγή. Οι διαφωνίες, η κριτική, τελικά οι αφορισμοί, προκύπτουν απ’ τη στιγμή που τίθεται το ερώτημα πώς υλοποιήθηκαν όλα αυτά, τι μέθοδοι και πρακτικές επιλέγησαν για να εφαρμοστούν. Ξεκάθαρα ο Σπύρος Αραβαντινός γράφει πως «…πάντα τα δημόσια του Αλή έργα εξετελούντο δι’ αγγαρειών των κατοίκων, ους πανταχόθεν του Κράτους αυτού συνεκάλει, και δαπάναις αυτών των ιδίων, ως επί τω πολύ».[3]Δικαιολογίες για μια τέτοια συμπεριφορά παρατίθενται αρκετές. Αλλά αντί των καταθέσεων των διάφορων μελετητών, που στα κάτω - κάτω δεν φαίνεται να είναι απαλλαγμένοι από προτιμήσεις και προσωπικά συμφέροντα, θα παραθέσουμε όσα ένας απλός πολίτης της Πρεμετής εξιστόρησε στον Francois Pouqueville εν μέσω της συνοδείας του. Πειστικός ο λόγος του, φαίνεται να αιτιολογεί όχι μόνο την πρακτική υλοποίησης των έργων, αλλά και την υπερβολικά ωμή συμπεριφορά του Αλή. Ο γάλλος περιηγητής, επηρεασμένος και αυτός απ’ την προσωπική του σχέση με τον πασά -καθόλου καλή εκείνον τον καιρό- τον ακούει, επιφυλακτικά, να του λέει:
   « …Επί δεκαπέντε χρόνια υπηρέτησα ως διερμηνέας του βεζύρη Αλή πασά, χωρίς να δοκιμάσω εκ μέρους του ούτε αχαριστία ούτε μεγάλες εύνοιες. Η διοίκησή του, που αναμφίβολα θα την κρίνετε με αυστηρότητα, είναι ανάλογη με τους ανθρώπους που κυβερνάει∙ οι αδικίες του, οι αγριότητές του, όλα ταιριάζουν και επιβάλλονται στην άγρια φύση των Αλβανών. Χρειαζόταν ένας τύραννος για να υποτάξει ένα λαό ληστών. Η γλώσσα μου σας εκπλήσσει, το παραδέχομαι∙ όμως πριν δέκα χρόνια θα είχατε δολοφονηθεί ή πουληθεί σαν δούλος απ’ αυτούς, οι οποίοι σας συνοδεύουν, και οι οποίοι σήμερα σας προσφέρουν φιλοξενία. Η ερημιά που περάσατε είναι το αποτέλεσμα της αναρχίας. Ποιος δεσποτισμός θα είχε προκαλέσει τόσα δεινά;»[4]

Το γεφύρι του Καλιά στη Ζαγοριά (ανάμεσα Πρεμετή και Αργυρόκαστρο
Θ
     α σταθούμε ιδιαίτερα στη δραστηριότητα του Αλή πασά που τον κατέστησε μεγάλο δημιουργό -κατασκευαστή πιο συγκεκριμένα, σ’ όλη την Ήπειρο, πολλών γεφυριών. Η εικόνα του σαν πρωτοπόρου στα δημόσια έργα και γενικότερα  σε όσα διασφάλιζαν στην επικράτειά του ελεύθερη διακίνηση, νομιμότητα, οικονομική πρόοδο, δεν αμφισβητείται από κανένα. Σ’ όλη τη διάρκεια της κυριαρχίας του, δεν έπαψε στιγμή να χτίζει δρόμους, πανδοχεία, στρατιωτικούς σταθμούς, προκυμαίες, κάστρα, τεράστια υδραγωγεία, κρήνες, σεράγια και βέβαια μικρά ή πολύτοξα γεφύρια. Από το 1890 κιόλας, εποχή δηλαδή ακόμη φορτισμένη και καθόλου πρόσφορη για κολακείες ή επίδειξη αντικειμενικότητας, ο Σπύρος Αραβαντινός έγραφε και παραδεχόταν:
   « Οδοί φέρουσαι το όνομα του Αλή Πασά είναι πολλαί, εξ ων άλλας μεν κατεσκεύασεν, άλλας δ’ επεσκεύασεν∙ προ πάντων δε αποδίδεται εις αυτόν η κατασκευή πολλών γεφυρών, σωζωμένων και μη. Ούτως, οδός αμαξιτή διερχομένη τα Ιωάννινα, ανήρχετο τον Δρίσκον και κατέληγεν εις την γέφυραν της Μπαλδούμας επί του Αράχθου. Εκείθεν ανήρχετο δειράδα της Πίνδου κατακορύφως και έφθανεν εις τα Τρία-Χάνια∙ εκείθεν ανήρχετο εις τας Πολυτσάς του Μετσόβου, όπου άλλοτε ήτο Ρωμαϊκός Σταθμός, αφήνουσα δε δεξιά το Μέτσοβον και κατερχομένη δια των Μηλεών εις Γρεβενά, διηυθύνετο εις Θεσσαλονίκην. Αυτή είναι η πάλαι Εγνατία οδός, ήτις επισκευασθείσα και συνδεθείσα δια γεφυρών υπό του Αλή, ονομάζεται νυν του Αλή Πασά…
   » Άλλη οδός συνέδεε τα Ιωάννινα προς το Τεπελένι. Αύτη αρχομένη εκ των Ιωαννίνων διήρχετο την κοιλάδα της Ζέλοβας, μεταξύ αυτής και του Γαρδικίου λιθόστρωτος το πλείστον ούσα, αφίνουσα δε εν αριστερά το Ραδοτόβι, έφθανε παρά ταις Χωνεύτραις, δια μακράς πολυτόξου λιθίνης γεφύρας παρά ελών∙ διήρχετο την Κλεισούραν παρά το χωρίον Πρωτόπαπα, όπερ αφήνει εν δεξιά και δια της γεφύρας του Μαζαρακίου επί του Καλαμά έφθανεν εις Ζαραβίναν, Επισκοπήν και Αργυρόκαστρον, δια της κοιλάδος του Δρίνου και κατέληγεν εις το Τεπελένι, την πατρίδα του Αλή, όστις μετέφερε δι’ αυτής και πυροβόλα. Άλλη δε οδός δια της κοιλάδος της λίμνης διήρχετο την γέφυραν του Λυκοστόμου και ηκολούθει τας υπορείας του Μιτσικελίου και δια του Καλμπακίου ηνούτο μετά της άλλης παρά την Ζαραβίναν.
   » Ετέρα τέλος από Ιωαννίνων δια των Πέντε Πηγαδίων κατέληγεν εις Άρταν και ετέρα εις Πρέβεζαν. Πανταχού απαντώσιν νυν γέφυραι και λιθόστρωτα, άτινα αποδίδονται εις τον Αλήν και εν Θεσσαλία δε πολλαί αναφέρονται τοιαύται οδοί και ιδίως η από Τρικκάλων δια της Βούλας εις Λάρισαν και η από Ελασώνος δια του Δαμασίου εις Τύρναβον».[5]

Το γεφύρι του Αλή πασά στο Αργυρόκαστρο
   Πόσα γεφύρια, συνολικά, έχτισε ο Αλή πασάς και ποια ήταν αυτά, δεν μπορούμε βέβαια σήμερα να υπολογίσουμε με ακρίβεια. Σίγουρα όμως ο αριθμός τους -στηριζόμενοι στη φήμη και τις γραπτές αναφορές- πρέπει να υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός. Μην ξεχνάμε άλλωστε, πως αυτή η μανία του Αλή, να οικοδομεί συνέχεια, έφτασε στιγμή να τροφοδοτήσει και σχετικό θρύλο. Ένας δερβίσης, λέει, είχε προφητεύσει κάποτε στον ίδιο τον πασά πως θα πέθαινε μόνο όταν σταματούσε να χτίζει∙ κι αυτός, σαν δεισιδαίμονας κι αφάνταστα προληπτικός που ήταν, πήρε τα λόγια του τοις μετρητοίς.[6]
   Αλλά αν αδυνατούμε να φανούμε ιδιαίτερα κατατοπιστικοί γι’ αυτή την επιμέρους δραστηριότητα του Αλή πασά, τη γεφυροποιία, μπορούμε τουλάχιστον να ονοματίσουμε κάποια γεφύρια που αποδεδειγμένα κατασκευάστηκαν απ’ αυτόν, ή επισκευάστηκαν ριζικά.[7]
   Κι ας ξεκινήσουμε απ’ ένα γεφύρι στον Καλαμά, λίγο πιο πέρα απ’ το μοναστήρι της Βελλάς. Όπως διασώζει ο Λαμπρίδης,[8] το έχτισε ο Αλή πασάς το 1817 δαπανώντας 3.000 γρόσια.
   Ο Παναγιώτης Αραβαντινός μας υποψιάζει, έμμεσα βέβαια, πως και πάλι ο Αλή  υπήρξε ο κατασκευαστής ενός απ’ τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά γεφύρια του ηπειρωτικού χώρου. Πρόκειται γι’ αυτό του Ράικου, επίσης επάνω στον Καλαμά. συνδέοντας το ομώνυμο χωριό με το απέναντι Μπουρντάρι, εξυπηρετούσε το σπουδαίο δρόμο Ιωαννίνων - Σαγιάδας. για την ακρίβεια γράφει: « …δια της γεφύρας ταύτης (του Θεογέφυρου) ετελείτο η από Θεσπρωτίας προς τα Ιωάννινα συγκοινωνία, πριν η ο Αλή Πασάς ανεγείρη την του Ράικου γέφυραν».[9] Δυστυχώς καταστράφηκε, την ανατίναξαν λίγο πριν ελευθερωθούν τα Γιάννενα.
   Λίγο έξω απ’ τα Γιάννενα, ακούσαμε ήδη το Σπύρο Αραβαντινό να περιγράφει πως ο  δρόμος κοντά στο Ροδοτόπι « …έφθανε παρά ταις Χωνεύτραις, δια μακράς πολυτόξου λιθίνης γεφύρας». Επρόκειτο για δύο στην πραγματικότητα πεντάτοξα γεφύρια, κοντά στη Λαψίστα, που έφεραν το όνομα του Αλή πασά. Το ένα ένωνε τους λόφους Μαρμαγιώτης και Πνιγμένη και το άλλο την Πνιγμένη με το Ρίζωμα.[10] Έχουν και τα δύο καταστραφεί.
   Στη συνέχεια, να πάμε στον Αώο, στην πασίγνωστη Μεσογέφυρα, που μέχρι το 1940, τρίτοξη, έστεκε στα ελληνοαλβανικά σύνορα δίπλα στο χωριό Αηδονοχώρι (Οστανίτσα). Λέγεται, κατά την παράδοση, πως την είχε πρωτοχτίσει, το 673, ο ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, όμως ο Αλή πασάς ήταν εκείνος που την επισκεύασε ριζικά, για να μην πούμε πως την ξανάχτισε εκ βάθρων, διευκολύνοντας την επικοινωνία Ιωαννίνων και Κόνιτσας με Πρεμετή και Λεσκοβίκι.[11]

Το γεφύρι της Χοστέβας κάτω από το ομώνυμο χωριό

   Άλλη, εξ ίσου σημαντική επισκευή που επιχείρησε ο Αλή, ήταν εκείνη του γεφυριού στο Μετσοβίτικο ποτάμι κοντά στο Μέτσοβο. Είχε πληρώσει για να πρωτοκατασκευαστεί, το 1707, ο Γιάννης Στάνος που εμπορευόταν στη Βενετία.[12]
   Πέρα απ’ το Μέτσοβο, προς Θεσσαλία, άλλα δύο γεφύρια αποδίδονται στον Αλή πασά. Πρόκειται για ένα κάτω απ’ το χωριό Μαλακάσι, στη θέση «Ψηλή Πέτρα» που έπεσε το 1952 και το άλλο, το λεγόμενο στο «Μοκόσι», κάτω απ’ την Πεύκη (Στρούτζια), στο Λιμποχοβίτικο ποτάμι. Τούτο κατέρρευσε στις μέρες μας, το 2004.
   Να περάσουμε τώρα μέσα στη Βόρεια Ήπειρο και συγκεκριμένα στην περιοχή της Ζαγοριάς, ανάμεσα Αργυρόκαστρο και Πρεμετή. Η δύσκολη εκεί επικοινωνία εξασφαλιζόταν με τρία μεγάλα γεφύρια πάνω στον ποταμό Ζαγκόρι. Και τα τρία είχαν κατασκευαστεί με εντολή του Αλή πασά. Προχωρώντας από Νότο προς Βορρά, πρώτα συναντάμε το δίτοξο γεφύρι της Νίβανης, κοντά στο μοναστήρι∙ ύστερα, το γεφύρι της Χοστέβας∙ και, τέλος, το επιβλητικό του Καλιά, κάτω απ’ το χωριό Λιμάρ. Λέγεται πως το τελευταίο, μόλις τέλειωσε η κατασκευή του, ο Αλή πασάς το δώρισε αμέσως στον έμπιστό του δερβίση Χασάν, ο οποίος επιβάλλοντας διόδια στους διερχόμενους κυριολεκτικά θησαύρισε.
   Μικρά όμως μνημεία τεχνικής, δυστυχώς μη σωζόμενα όλα, αποτελούν τα έξι γεφύρια που έχτισε ο Αλή στο Αργυρόκαστρο ανάμεσα στα 1811 και 1812, προκειμένου να μεταφέρει νερό στο υδραγωγείο του κάστρου. Πρόκειται για το δίτοξο του Αϊ-Νικόλα (Karcales), το μονότοξο του Σέσεβι (Shesheve) στο ομώνυμο ποτάμι κοντά στους Λαζαράτες, του Μεσούνι (Mesunit) επίσης κοντά στους Λαζαράτες, των Ντουναβάτων (Dunavatit) στην ομώνυμη συνοικία του Αργυρόκαστρου, του Πλάσνε (Plashnje) και φυσικά εκείνο, το μεγάλο και εντυπωσιακό, που φέρει το όνομα του ίδιου του Αλή. Βρίσκεται ψηλά, πίσω απ’ την πόλη, στη λαγκαδιά του Μαναλάτι.[13]
   Έργο του Αλή, δικαιολογημένα, θεωρείται και το γεφύρι του Μπέντζια στο Κουρβελέσι, εξάρτημα τούτο του ομώνυμου υδραγωγείου που ο πασάς κατασκεύασε νοτιοδυτικά του Τεπελενίου.
   Θα τελειώσουμε μ’ ένα ακόμη γεφύρι, ακριβώς κάτω απ’ το Τεπελένι, στον Αώο. Ο Αλή αναγκάστηκε να το χτίσει αρκετές φορές, καθώς ορμητικός σε κείνο το σημείο ο ποταμός κάθε τόσο το παράσερνε. Με αφορμή μάλιστα τις περιπέτειες του συγκεκριμένου γεφυριού, θα μπορέσουμε να δούμε τι σκεφτόταν, με τι πνεύμα αντιμετώπιζε ο ιδιόρρυθμος πασάς τέτοιου είδους κατασκευές. Διασώζει ο περιηγητής Henry Holland, ο οποίος είχε την τύχη να κουβεντιάσει μαζί του το ζήτημα και να προσπαθήσουν, από κοινού, να βρούνε λύση:

Henry Holland

  

 « Η γέφυρα γκρεμίστηκε δυο-τρεις φορές παρά τις πολλές προσπάθειες του βεζίρη να την κάνει ανθεκτική. Τελευταία φορά γκρεμίστηκέ από τις πλημμύρες του 1812 και από τότε δεν ξανάγιναν προσπάθειες για την επισκευή της. Όταν γύρισα στα Ιωάννινα, ο Αλή Πασάς ζήτησε τη γνώμη μου επ’ αυτού. Του εξήγησα γενικά πως ήταν πολύ βιαστικός στην εκτέλεση όλων αυτών των έργων και του πρότεινα ταυτοχρόνως μια πλωτή γέφυρα, που είναι συνολικά η πιο ενδεικνυόμενη για το σημείο αυτό. Είπε πως του το είχαν προτείνει αυτό και παλαιότερα, όμως επιθυμούσε να ανεγείρει κάποιο διαρκέστερο μνημείο του εαυτού του κοντά στον τόπο καταγωγής του. Του είχε πει, πρόσθεσε, ένας ευρωπαίος μηχανικός πως ήταν αδύνατο, ήταν όμως ακόμη πρόθυμος να προσπαθήσει, αν υπήρχε περίπτωση επιτυχίας».[14]



Υπόλειμμα του γεφυριού στο Τεπελένι (αρχή γένεσης)
 

  
















[1] Από ποίημα του Ισμαήλ Κανταρέ. Η απόδοση στα ελληνικά του Κώστα Νούσια.
[2] Κοίτα πως το ’φερε ο καιρός, πως το ’φεραν οι χρόνοι
     να παίζει ο λύκος με τ’ αρνί, κι ο γκιώνης με τ’ αηδόνι…
εγκωμιάζει δίκαια ο Χατζή Σεχρέτης στην αποτελούμενη από 10.000 στίχους …«Αληπασιάδα» του!!
[3] Σπ. Π. Αραβαντινού, Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή, Εν Αθήναις 1895, Τόμ. ΙΙ, σελ. 345.
[4] Fr. Pouqueville, Voyage de la Grèce, Paris 1826. Μετάφραση στα ελληνικά: Κώστας Π. Βλάχος, Ταξίδι στην Ελλάδα, Τα Ηπειρωτικά, Τόμος ΙΙ, έκδοση Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1996, σελ.39.
[5] Σπ. Π. Αραβαντινού, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, Εν  Αθήναις 1895, Τόμ. ΙΙ, σελ.345 - 346.
[6] Προηγούμενη σημείωση, σελ. 421.
[7] Βλέπε Σπύρου Μαντά, Τα γεφύρια του Αλή Πασά, εφημ. Πανηπειρωτική, φύλλο Φεβρουαρίου 1991 και φύλλο Μαρτίου 2001.
[8] Ιωάννου Λαμπρίδη, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, Μέρος Β., Εν  Αθήναις 1880, σε. 194.
[9] Παναγιώτου Αραβαντινού, Περιγραφή της Ηπείρου εις μέρη τρία, Μέρος Α., ΕΗΜ, Ιωάννινα 1984, σελ. 22.
[10] Στέφανου Κωλέττα, Οι λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας, Ιωάννινα 2000, σελ. 91.
[11] Ι. Λαμπρίδης, Αγαθοεργήματα Β., σελ. 185 - 186.
[12] Ι. Λαμπρίδης, Αγαθοεργήματα Β., σελ. 257.
[13] Valter Shtylla, Ujesjellesi I Vieter i Kalase se Gjirokastres, «Momumentet» 20/1980, 69 - 81.
[14] Henry Holland, Travels in the Ionian isles, Albania, Thessaly, Macedonia, during the years 1812 and 1813, London 1815. Μετάφραση στα ελληνικά, Χρήστου Ιωαννίδη, Ταξίδια στα Ιόνια νησιά, Ήπειρο, Αλβανία (1812 - 1813), Εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1989, σελ. 285.

Από το βιβλίο του Σπύρου Μαντά,
Πέτρινα Γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο,

Δεν υπάρχουν σχόλια: