Η σημερινή
αποθαρρυντική κατάσταση στην αγορά εργασίας εγείρει την απορία σε τι και σε
ποιόν θα πρέπει να προσβλέπουν οι εργαζόμενοι προκειμένου να δουν καλύτερες
μέρες. Σε τέτοιες περιπτώσεις η μεγάλη πλειοψηφία βλέπει το κράτος ως τον από
μηχανής θεό που θα ανατρέψει την κατάσταση, καταπολεμώντας τις αδικίες και
ισοπεδώνοντας τις ανισότητες.
Η ιστορική εμπειρία όμως δείχνει ότι σπάνια η
κανονιστική παρέμβαση του κράτους είναι από μόνη της αρκετή. Και αυτό διότι όταν
υπάρχει χάσμα μεταξύ της διαπραγματευτικής ισχύος δύο αντισυμβαλλόμενων
(εργοδότη - εργαζόμενου εν προκειμένω), κανένας κανονισμός και κανένα θεσμικό
πλαίσιο δεν μπορεί λογικά να ανατρέψει τον συσχετισμό των δυνάμεων, παρά ίσως να
απαλύνει τις επιπτώσεις του. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ας
υποθέσουμε ότι το κράτος αυξάνει τον κατώτατο μισθό προκειμένου να προστατεύσει
τα εισοδήματα των χαμηλόμισθων. Σίγουρα όσοι είναι έξω από την αγορά εργασίας θα
χάσουν (γίνεται δυσκολότερη η πρόσληψη τους). Oμως παραδόξως και αυτοί που ήδη
εργάζονται πιθανόν να βγουν χαμένοι. Διότι η πιθανότερη αντίδραση των
επιχειρήσεων θα είναι να προσλαμβάνουν λιγότερους εργαζόμενους, μεταφέροντας το
φόρτο εργασίας στο υφιστάμενο προσωπικό. Eνα πιθανό αποτέλεσμα θα είναι οι
απολαβές των εργαζόμενων να αυξηθούν, αλλά οι απολαβές ανά μονάδα φόρτου
εργασίας να μειωθούν. Δηλαδή, το κράτος μπορεί να καθορίσει τις απολαβές ενός
σερβιτόρου με μια διοικητική πράξη, αλλά πως μπορεί να επιβάλλει στον εστιάτορα
να προσλάβει ένα σερβιτόρο παραπάνω προκειμένου οι συνάδελφοι του να μην τρέχουν
σαν τις σβούρες για να εξυπηρετήσουν ένα δυσανόλογο αριθμό πελατών;
Αν το κράτος δεν επαρκεί, μπορούν οι εργαζόμενοι να
ελπίζουν στην παρέμβαση των εργατικών συνδικάτων για να βελτιώσουν τη θέση τους;
Μάλλον όχι, τα εργατικά συνδικάτα νοιάζονται μονάχα για τα μέλη τους, των
οποίων τη θέση μπορούν να βελτιώσουν αλλά μονάχα αν υποθέσουμε ότι έχουν
πολιτική επιρροή, πράγμα που ισχύει για όλο και λιγότερα συνδικάτα πλέον.
Τα
παραπάνω αφήνουν κάποιο χώρο για τον παραδοσιακό μαρξιστικό ισοπεδωτισμό ότι εν
τέλει τίποτε δεν μπορεί να προστατεύσει τον εργαζόμενο σε ένα καπιταλιστικό
σύστημα. Ευτυχώς η μηδενιστική αυτή προσέγγιση έχει καταρριφθεί από την
οικονομική ιστορία του εικοστού αιώνα. Η δραματική βελτίωση του βιοτικού
επιπέδου του μέσου εργαζόμενου σε όλες της οικονομίες - και κυρίως στις δυτικές-
αποδεικνύει ότι όντως υπάρχει ένας καταλυτικός παράγοντας που λειτουργεί σε
όφελος των εργατών. Ειδάλλως, το βιοτικό επίπεδο τους θα είχε μείνει
στάσιμο.
Εν τέλει, η πιο
πειστική απάντηση προέρχεται από την οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία
είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των εργοδοτών ο μόνος ουσιαστικός καταλύτης της
βελτίωσης των συνθηκών εργασίας. Ή όπως εύγλωττα είχε πει ο νομπελίστας Μίλτον
Φρίντμαν σε μια διάσημη ομίλια του (από την οποία έχει εμπνευστεί το παρόν
άρθρο): ο μόνος που προστατεύει τον απλό εργαζόμενο είναι ο δυνητικός εργοδότης
του (δηλαδή ο εργοδότης ο οποίος δεν τον έχει προσλάβει αλλά θα
μπορούσε να τον είχε προσλάβει). Ανταγωνισμός όμως μεταξύ των εργοδοτών
υφίσταται μονάχα όταν η ανεργία είναι σε χαμηλά επίπεδα. Υψηλή ανεργία σημαίνει
περισσότερες επιλογές για τον εργοδότη. Αντίστροφα, χαμηλή ανεργία σημαίνει
περισσότερες επιλογές για τον εργαζόμενο.
Το τελευταίο θυμίζει τη ρήση του
διάσημου αμερικάνου οικονομολόγου P. Samuelson, «Ας προσλάβουν οι εργάτες το
κεφάλαιο», που με τη σειρά της να θυμίζει λίγο απόσπασμα από τον «Αγαθούλη» του
Βολταίρου, όμως η εμπειρία από οικονομίες υψηλής απασχόλησης δείχνει ότι ο
ανταγωνισμός μεταξύ των εργοδοτών δεν είναι ουτοπία. Και αν είναι, είναι σίγουρα
πιο υποφερτή ουτοπία από το να προσδοκάς να σε σώσει το κράτος ή τα συνδικάτα
της εργατικής ελίτ.
Επιστρέφοντας στα καθ'ημάς, μια χώρα που μαστίζεται από
ανεργία της τάξεως του 25% δεν είναι δυνατόν να αποθαρρύνει επενδύσεις, βάζοντας
τρικλοποδιές στην απασχόληση. Εκτός βέβαια αν πρόκειται για μια πραγματικά
ανάλγητη κυβέρνηση που όντως δεν δίνει δεκάρα για τον απλό
εργαζόμενο.
Του Χρήστου Κουτσαμπέλα
Ο Χρήστος Κουτσαμπέλας είναι
οικονομολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου