Η μάνα μου, όταν δεν είχαμε να φάμε, μας τάιζε ξυδότριψα. Μέσα σ’ ένα πιάτο ανακάτευε νερό, ζάχαρη, ξύδι και ψωμί. Αυτό δεν ήταν για να χορταίνεις, ήταν για να σου ανακατεύει το στομάχι και να μη πεινάς
Είμαι απ’ τα Τζουμέρκα. Στην Ήπειρο. Το χωριό που γεννήθηκα λέγεται Ντούναβος. 900 μέτρα υψόμετρο και έξι σπίτια όλα κι όλα. Χωρίς ρεύμα και χωρίς νερό. Σ’ ένα απ’ αυτά κι εμείς. Κάτω, είχαμε τα ζώα. Μερικά γελάδια, γίδες και προβατίνες για το γάλα, ένα γάιδαρο για να κουβαλάμε νερό απ’ την πηγή -δυο χιλιόμετρα μακριά, και καμιά δεκαριά κότες για να τρώμε κανα αβγό -όποιος προλάβαινε. Πάνω, το σπίτι είχε δυο μικρά δωμάτια. Στο ένα κοιμόντουσαν οι γονείς με τα τρία παιδιά και στο άλλο, εκεί που ήταν το τζάκι, «μπουχαρί» το λέγαμε, κοιμόντουσαν η γιαγιά με τ’ άλλα τρία. Επειδή δεν είχαμε πολλά ζώα, φορτώνονταν οι γυναίκες. Έδεναν το ζαλίκι στην πλάτη τους με μια χοντρή τριχιά και πήγαιναν. Το «ζαλίκι» είναι το εμπόρευμα. Έτσι με γέννησε η Βασίλω. Ήταν στα χωράφια φορτωμένη με ξύλα, της ήρθαν οι πόνοι, ξεφόρτωσε, με γέννησε, ξαναφορτώθηκε και πήγαμε. Έξι παιδιά και τα έξι στα χωράφια. Εννιά γέννες, έξι επιζήσαμε. Όχι γιατρός, ούτε μαμή δεν υπήρχε τότε. Στα τρία μου...
έπαθα πνευμονία κι ακόμα η μάνα μου λέει ότι ζω από θαύμα. Από τότε άρχισε να πιστεύει. Όλες οι θρησκείες σπέρνουν πάνω στον πόνο. Μορφωμένος – αμόρφωτος, πλούσιος – φτωχός, δεν έχει σημασία, πονεμένος άμα είσαι, τους κάνεις. Η Βασίλω έμαθε ανάγνωση από μόνη της για να διαβάζει το Λόγο του Θεού και να παίρνει δύναμη. Και πάντα πριν μας ξυλοφορτώσει φώναζε: «Για τ’ όνομα του Θεού!». Η Εξουσία τότε στα χωριά ήταν ο δάσκαλος, ο παπάς κι ο χωροφύλακας. Το όνειρο της Βασίλως για τα τρία της αγόρια ήταν να γίνουμε ή δάσκαλοι ή παπάδες. Χωροφύλακες δεν ήθελε. Ήθελε να μας σέβονται αλλά όχι με το ζόρι. Το σχολείο ήταν στο απέναντι χωριό, στους Χριστούς. Πέντε χιλιόμετρα χωματόδρομος. Και πίσω. Εγώ τις περισσότερες μέρες δεν πήγαινα. Έφτανα όσο μακριά έφτανε το βλέμμα της μάνας μου, στα μισά περίπου του δρόμου. Όταν μ’ έχανε απ’ τον ορίζοντα της, την κοπάναγα. Σκορπιζόμασταν στα χωράφια μαζί με τους φίλους μου και παίζαμε κλεφτοπόλεμο μέχρι το μεσημέρι. Το μισούσα το σχολείο. Μόνο το «Μικρό Καουμπόυ» ήθελα να διαβάζω, πέθαινα για το «Μικρό Καουμπόυ». Έκλεβα για να τον αγοράζω. «Μικρός Καουμπόυ» και «Παλλάς» κασετίνα. Από 7 χρονώ κάπνιζα. Αλητήριος. Θυμάμαι είχαμε ένα δάσκαλο, το Χόρεβα. Μας χόρευε στο ταψί. Τι τιμωρίες, τι ξύλο...Την άνοιξη πετούσαν κάτι μεγάλες σφήκες, ζερζένια τα λέγαμε. Φυλακίζω ένα μέσα σ’ ένα μαντίλι και το βάζω κάτω απ’ το κουδούνι, στην έδρα του. Μετά αρχίζω να κάνω φασαρία, αυτός σηκώνει το κουδούνι για να μου κάνει παρατήρηση, πετάγεται το ζερζένι και τον τσιμπάει στη μούρη. Τότε μου λέει: «Πήγαινε φτιάξε μου μια βίτσα να λυγίζει τόσο πολύ που να κάνει ημικύκλιο.» Πάω κι εγώ, μια και δυο, κόβω το πιο νεαρό κλαδί, το πλανίζω με το μαχαίρι και του την πάω. Γυαλιστερή -γυαλιστερή. «Τώρα γύρνα τις παλάμες σου για να τη δοκιμάσω» μου λέει. Από τότε, ό,τι κι αν γινόταν στην τάξη, εμένα βάραγε με τη βίτσα. Και να μη σπάει η άτιμη...Αθάνατη. Φτωχός δεν ένιωσα ποτέ. Μόνο που δεν είχαμε φαγητό να φάμε. Ήμασταν όμως όλοι ίδιοι. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής που ξέραμε, δεν είχαμε δει άλλη ζωή. Μπορεί κι οι έξι οικογένειες του χωριού να πεινούσαμε αλλά ούτε φτωχοί νιώθαμε, ούτε δυστυχισμένοι. Η μάνα μου, όταν δεν είχαμε να φάμε, μας τάιζε ξυδότριψα. Μέσα σ’ ένα πιάτο ανακάτευε νερό, ζάχαρη, ξύδι και ψωμί. Αυτό δεν ήταν για να χορταίνεις, ήταν για να σου ανακατεύει το στομάχι και να μη πεινάς. Σε θερίζει το ξύδι. Ένα καλοκαίρι ήρθαν στο χωριό κάτι ξαδέρφια μου που μένανε στα Γιάννενα και τρώγανε κάθε μέρα κρέας. Ήρθαν στο χωριό για «διακοπές».Τα μαλακισμένα ξετρελάθηκαν με την ξυδότριψα. Κι όλο να φωνάζουν:«Θεία! Φτιάξε μας κι άλλη ξυδότριψα!!» Μου’ ρχόταν να τους τρίψω τη μούρη μέσ’ τη γαβάθα με την ξυδότριψα και να σκάσουν μια για πάντα τα κωλόπαιδα. Κάπως έτσι νιώθεις φτωχός, το πιάνεις;
Ο πατέρας μου ήταν αγωνιστής. Είχε πολεμήσει στον Εμφύλιο αλλά δεν εννοώ αυτό. Όλοι πολεμούσαν τότε. Αγωνιστής της ζωής. Εκείνα τα χρόνια ήταν πιο δύσκολο να επιβιώνεις στη ζωή παρά στον πόλεμο. Κι ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος. Ποτέ του δε ζητούσε τίποτα. Από κανένα. Οι περήφανοι άνθρωποι ζουν πικραμένοι. Και φεύγουν πικραμένοι. Νωρίς συνήθως. Μια μέρα έβρεχε πολύ κι είχαμε κατέβει μαζί στο ποτάμι να μαζέψουμε ψάρια. Τα ψάρια με τη βροχή μπερδεύουνε τα νερά, χάνουν το δρόμο τους και πετάγονται στη στεριά. Κανονικό θαύμα. Ειδικά άμα πεινάς. Ο πατέρας μου μού ζητούσε πολλή ώρα να πάω να του πάρω τσιγάρα αλλά εγώ αρνιόμουνα, δεν ήθελα. Τότε, ένας συγχωριανός μού φωνάζει: «Παναγιωτάκη να σου δώσω εγώ μια δραχμή να πας να μου πάρεις εμένα τσιγάρα;» Άρπαξα τη δραχμή κι άρχισα να τρέχω χωρίς να σκεφτώ τίποτα. Ο πατέρας μου ούτε καν μου φώναξε «πάρε μου κι εμένα». Κι όταν γύρισα δε με βάρεσε. Ποτέ του δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω μου. Με έφτυσε.
Το καλοκαίρι του ’71, 12 χρονών παιδάκι, κατέβηκα πρώτη φορά στην Αθήνα να δουλέψω στο περίπτερο ενός συγχωριανού μας στο Κολωνάκι, Πατριάρχου Ιωακείμ και Μαρασλή. Υπάρχει ακόμα. Όταν είδα πρώτη φορά τρόλεϊ, μου’ κανε τρομερή εντύπωση. «Τι είναι αυτό με τα κέρατα;» ρώτησα την περιπτερού. «Και τι το ταΐζουνε κι είναι τόσο μεγάλο;» Τα κοριτσάκια και τ’ αγοράκια που βγαίναν απ’ το Μαράσλειο γελάγανε μαζί μου, με δουλεύανε. «Το βλαχάκι -Το χωριατόπαιδο» σαν να γραφόταν στα μάτια τους όταν με κοίταζαν. Άρχισα να ντρέπομαι που είμαι από χωριό. Το’ κρυβα. Μόλις έπιασα κάποια λεφτά στα χέρια μου, άρχισα να κυκλοφορώ με παντελόνι ατσαλάκωτο και πουκάμισο ατσάκιστο. Έλεγα ότι είμαι απ’ την Αθήνα. Όταν πια τα κατάφερα κι όλοι με πιστεύανε, ξυπνάω ένα πρωί και λέω στον εαυτό μου: «Για ποιον και για τι τραβάω όλη αυτή την καταπίεση; Αυτοί που θέλω να τους μοιάσω, σε τι είναι καλύτεροι από μένα; Στην τελική, τους εκτιμώ αυτούς που με κρίνουν; Όχι. Ε λοιπόν να πα να...» Έβαλα ένα τριμμένο τζην και βγήκα ξυπόλητος στο δρόμο. Και κοίτα να δεις που κι αυτό, λίγα χρόνια μετά, έγινε μόδα. Οι πιο πολλοί άνθρωποι λειτουργούν σαν τα τηλεκατευθυνόμενα. Τα περισσότερα ζώα είναι πολύ πιο υποψιασμένα μπροστά τους. Όταν απαρνιέσαι τον τόπο που κατάγεσαι, απαρνιέσαι αυτό που είσαι. Τώρα που το σκέφτομαι, ντρέπομαι μέσα μου που έστω και για λίγο ήθελα να παίξω τον ιλουστρασιόν και παραμύθια μάντολες. Δεν είμαι έτσι εγώ. Εγώ είμαι απ’ τα Τζουμέρκα. Και το’ χω καμάρι. Κι αν δε μου ζητούσες να μιλήσω για τις ρίζες μου, δε θα σου’ δινα ποτέ συνέντευξη. Τα σιχαίνομαι όλα αυτά. Όποιος δίνει συνέντευξη είναι ψώνιο. Ασήμαντος. Γι’ αυτό τους αρέσει να μιλάνε για την πάρτη τους. Γιατί αν δε μιλούσανε οι ίδιοι για την πάρτη τους, ποιος χέστηκε αν υπάρχουν. Ενώ αυτός που θα βρει το εμβόλιο του καρκίνου θα πει δυο-τρία λόγια, κι αυτά με το ζόρι, αλλά θα θυμούνται τ’ όνομα του γενιές και γενιές. Και να μη γράψεις τ’ όνομα του μαγαζιού, δε θέλω διαφήμιση. Ούτε φωτογραφία μου να βάλεις, δε θέλω. Τι με κοιτάς;
Ο πατέρας μου ήταν αγωνιστής. Είχε πολεμήσει στον Εμφύλιο αλλά δεν εννοώ αυτό. Όλοι πολεμούσαν τότε. Αγωνιστής της ζωής. Εκείνα τα χρόνια ήταν πιο δύσκολο να επιβιώνεις στη ζωή παρά στον πόλεμο. Κι ο πατέρας μου ήταν πολύ περήφανος. Ποτέ του δε ζητούσε τίποτα. Από κανένα. Οι περήφανοι άνθρωποι ζουν πικραμένοι. Και φεύγουν πικραμένοι. Νωρίς συνήθως. Μια μέρα έβρεχε πολύ κι είχαμε κατέβει μαζί στο ποτάμι να μαζέψουμε ψάρια. Τα ψάρια με τη βροχή μπερδεύουνε τα νερά, χάνουν το δρόμο τους και πετάγονται στη στεριά. Κανονικό θαύμα. Ειδικά άμα πεινάς. Ο πατέρας μου μού ζητούσε πολλή ώρα να πάω να του πάρω τσιγάρα αλλά εγώ αρνιόμουνα, δεν ήθελα. Τότε, ένας συγχωριανός μού φωνάζει: «Παναγιωτάκη να σου δώσω εγώ μια δραχμή να πας να μου πάρεις εμένα τσιγάρα;» Άρπαξα τη δραχμή κι άρχισα να τρέχω χωρίς να σκεφτώ τίποτα. Ο πατέρας μου ούτε καν μου φώναξε «πάρε μου κι εμένα». Κι όταν γύρισα δε με βάρεσε. Ποτέ του δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω μου. Με έφτυσε.
Το καλοκαίρι του ’71, 12 χρονών παιδάκι, κατέβηκα πρώτη φορά στην Αθήνα να δουλέψω στο περίπτερο ενός συγχωριανού μας στο Κολωνάκι, Πατριάρχου Ιωακείμ και Μαρασλή. Υπάρχει ακόμα. Όταν είδα πρώτη φορά τρόλεϊ, μου’ κανε τρομερή εντύπωση. «Τι είναι αυτό με τα κέρατα;» ρώτησα την περιπτερού. «Και τι το ταΐζουνε κι είναι τόσο μεγάλο;» Τα κοριτσάκια και τ’ αγοράκια που βγαίναν απ’ το Μαράσλειο γελάγανε μαζί μου, με δουλεύανε. «Το βλαχάκι -Το χωριατόπαιδο» σαν να γραφόταν στα μάτια τους όταν με κοίταζαν. Άρχισα να ντρέπομαι που είμαι από χωριό. Το’ κρυβα. Μόλις έπιασα κάποια λεφτά στα χέρια μου, άρχισα να κυκλοφορώ με παντελόνι ατσαλάκωτο και πουκάμισο ατσάκιστο. Έλεγα ότι είμαι απ’ την Αθήνα. Όταν πια τα κατάφερα κι όλοι με πιστεύανε, ξυπνάω ένα πρωί και λέω στον εαυτό μου: «Για ποιον και για τι τραβάω όλη αυτή την καταπίεση; Αυτοί που θέλω να τους μοιάσω, σε τι είναι καλύτεροι από μένα; Στην τελική, τους εκτιμώ αυτούς που με κρίνουν; Όχι. Ε λοιπόν να πα να...» Έβαλα ένα τριμμένο τζην και βγήκα ξυπόλητος στο δρόμο. Και κοίτα να δεις που κι αυτό, λίγα χρόνια μετά, έγινε μόδα. Οι πιο πολλοί άνθρωποι λειτουργούν σαν τα τηλεκατευθυνόμενα. Τα περισσότερα ζώα είναι πολύ πιο υποψιασμένα μπροστά τους. Όταν απαρνιέσαι τον τόπο που κατάγεσαι, απαρνιέσαι αυτό που είσαι. Τώρα που το σκέφτομαι, ντρέπομαι μέσα μου που έστω και για λίγο ήθελα να παίξω τον ιλουστρασιόν και παραμύθια μάντολες. Δεν είμαι έτσι εγώ. Εγώ είμαι απ’ τα Τζουμέρκα. Και το’ χω καμάρι. Κι αν δε μου ζητούσες να μιλήσω για τις ρίζες μου, δε θα σου’ δινα ποτέ συνέντευξη. Τα σιχαίνομαι όλα αυτά. Όποιος δίνει συνέντευξη είναι ψώνιο. Ασήμαντος. Γι’ αυτό τους αρέσει να μιλάνε για την πάρτη τους. Γιατί αν δε μιλούσανε οι ίδιοι για την πάρτη τους, ποιος χέστηκε αν υπάρχουν. Ενώ αυτός που θα βρει το εμβόλιο του καρκίνου θα πει δυο-τρία λόγια, κι αυτά με το ζόρι, αλλά θα θυμούνται τ’ όνομα του γενιές και γενιές. Και να μη γράψεις τ’ όνομα του μαγαζιού, δε θέλω διαφήμιση. Ούτε φωτογραφία μου να βάλεις, δε θέλω. Τι με κοιτάς;
1 σχόλιο:
ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΔΕ ΜΟΙΑΖΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΟΥ ΦΙΛΕ?
Δημοσίευση σχολίου