Το συναίσθημα που φώλιαζε στις
καρδιές των Ελλήνων πολιτών ήταν η ανάγκη για ασφάλεια. Να βάζεις στην μπάντα
κάνα φράγκο, ήταν η μόνιμη επωδός όλων των γονιών. Για τη δύσκολη ώρα, ποτέ δεν
ξέρεις τι μπορεί να σε βρει. Στην αρχή σόδιαζαν το περίσσευμα στο σπίτι.
Αργότερα, άνοιξαν βιβλιάριο που έγινε περίπου σαν το εικόνισμα που είχαν στα
σπίτια. Το βιβλιάριο και τα μάτια σου. Χαθήκαμε άμα χαθεί,
λέγανε.
Και
είχανε δίκιο Το ελληνικό κράτος δεν φημιζόταν στο παρελθόν για την κοινωνική
πολιτική του. Οι ζωές των ανθρώπων ήταν ευάλωτες σε τυχαία γεγονότα. Οι
κυβερνώντες έλεγαν παχιές κουβέντες αλλά έμειναν εκεί. Κι έτσι η ανασφάλεια
έγινε τρόπος ζωής. Η ασφάλιση θεωρήθηκε το αντίδοτο σε μια ζωή, που δεν ήξερες
πού μπορεί να σε βγάλει.
Με τον καιρό άλλαξαν, προς το
καλύτερο, τα πράγματα. Και δε φτάνει αυτό. Πλέον, ο υπολογισμός της σύνταξης και
η επιλογή του κατάλληλου χρόνου για τη συνταξιοδότηση έγινε το αγαπημένο σπορ
των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των οργανισμών. Επινοήθηκαν διάφοροι
τρόποι και σ' όλα αυτά είχαν την πρώτη θέση οι εργατολόγοι. Μοίραζαν συμβουλές
και πρότειναν λύσεις. Μαζί με τον καρδιολόγο για τον βασικό έλεγχο οι υπάλληλοι
που πλησίαζαν τις κόκκινες γραμμές της συνταξιοδότησης απέκτησαν και τον
εργατολόγο τους. Είναι το πρόσωπο που διάνθιζε τις συζητήσεις για τη σύνταξη.
Κι ενώ φούντωναν οι συζητήσεις
, ακόμη και ανάμεσα σε πιο μικρές ηλικίες, για το χρόνο εξόδου στη σύνταξη, η
κρίση έφερε τα πάνω κάτω στην ατζέντα των συζητήσεων. Οι όροι και ο χρόνος για
τη συνταξιοδότηση έγιναν μια διακεκαυμένη ζώνη, όπου κανείς δεν μπορούσε να
προβλέψει τίποτε με σιγουριά.
Κι ενώ σταδιακά όλοι
συμφωνούσαν για τις αστοχίες στη συνταξιοδότηση που επιβάρυναν υπερβολικά τον
προϋπολογισμό. Κι ενώ όλοι συνέκλιναν στο προφανές, ότι δηλαδή πολλοί εργοδότες
έφεραν βαριά ευθύνη που δεν έδιναν τις εργοδοτικές εισφορές. Κι ενώ όλοι
γνώριζαν πως τα ασφαλιστικά ταμεία λεηλατήθηκαν από λαϊκιστές και σοβαροφανείς
εκσυγχρονιστές, οι συντάξεις αντιμετωπίστηκαν ως ο μόνος τρόπος για να
γιατρευτεί η πολυτραυματισμένη ελληνική οικονομία. Οι περικοπές στις
συντάξεις-και στους μισθούς- είναι ο εύκολος τρόπος. Παίρνεις το ψαλίδι από το
συρτάρι και χραπ..Όλοι ομνύουν στην αδυναμία αυτού του μέσου να γιατρέψει την
πολύπαθη ελληνική οικονομία αλλά.το ψαλίδι έγινε το αγαπημένο εργαλείο των
κυβερνώντων την Ελλάδα. Δεν έχει σημασία που η σύνταξη και ο γλίσχρος μισθός
είναι τα μόνα δεκανίκια που κρατάνε όρθια την αγορά. Τα
μικρομάγαζα.
Το χειρότερο που συμβαίνει, ωστόσο, είναι η επιστροφή της ανασφάλειας που έχει
κυρτώσει τις πλάτες και έχει θρυμματίσει την ψυχολογία και την αισιοδοξία. Οι
πολίτες χρειάζονται, πάνω απ' όλα, να πιαστούν από κάπου. Από λόγια στέρεα που
δεν θα αλλάζουν από μέρα σε μέρα, από υπουργό σε υπουργό. Θέλει έναν δεσμό
εμπιστοσύνης και συνέπειας, για να μπορέσει να βάλει τη ζωή του σε κάποιο
ρυθμό.
Αυτή
η φωνή ακούγεται συγκεχυμένα τον τελευταίο καιρό. Ακούγονται κραυγές για τις
μεγάλες συντάξεις-όπου υπάρχουν αστοχίες και υπερβολές να τακτοποιηθούν , επί
τέλους-, που δεν αφήνει όμως να ακουστεί η αγωνία των συνταξιούχων, των ανέργων,
των ανασφάλιστων.
Όσο κι αν επαναλαμβάνεται
τελευταία η πρόταση για λιγότερη Αριστερά, αυτό που χρειάζεται ο τόπος είναι το
αντίθετο. Χρειάζεται μια Αριστερά που θα κάνει ένα σύγχρονο κράτος. Που θα
μπορέσει να ξεφύγει από τη λογική πως η λύση για τα όσα περνάει η ελληνική
κοινωνία βρίσκεται στην επαναχρησιμοποίηση μοντέλων που μας έφεραν στη σημερινή
κατάσταση. Να κάνει πράξη την άποψη που προβάλλεται πως το θέμα του
ασφαλιστικού θα λυθεί με προσφυγή σε εξωασφαλιστικά έσοδα και όχι με συνεχείς
περικοπές.
Δύσκολο εγχείρημα. Χρειάζονται επιδέξιοι χειρισμοί. Το πρώτιστο, όμως, για μια
κυβέρνηση είναι να μην σπάσει ο πολιτικός δεσμός
εμπιστοσύνης.
Γράφει ο Ευάγγελος
Αυδίκος
Καθηγητής
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου