Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Εξ Ελαίας Πρεβέζης
Κάθεσαι και πίνεις τον καφέ σου στο καφενείο του χωριού. Σε οποιοδήποτε καφενείο, του όποιου χωριού της Ηπείρου. Κάθεσαι να απολαύσεις το Ηπειρώτικο περιβάλλον, να σταυρώσεις δυό κουβέντες με τους χωριανούς. Μικρούς και μεγάλους. Έλα όμως που οι κουβέντες τις περισσότερες φορές, αν παρατηρήσει κανείς, φθάνουν γύρω από το εύκολο κέρδος, γύρω από το αναπάντεχο κέρδος. Στους θησαυρούς της Ηπείρου. Όχι στους άπειρους θησαυρούς της φύσης και της διατροφής. Όχι στους θησαυρούς της γνώσης, της τέχνης και της παράδοσης. Αλλά σε θαμμένους από παλαιούς χρόνους θησαυρούς. Κυριαρχούν ο θησαυρός του Αλή πασά, των τούρκων τυράννων, των κλεφτών, των λιρών της εποχής του εμφυλίου πολέμου, αλλά και χρυσών νομισμάτων από τους αρχαίους χρόνους. Οι κουβέντες περιστρέφονται σε ιστορίες ανευρεθέντων θησαυρών, αραδιάζοντας ο καθένας πραγματικά ή φανταστικά παραδείγματα. Ότι ο τάδε βρήκε σε εκείνο το σημείο τόσες λίρες, ο άλλος βρήκε τόσα πεντόλιρα κάτω απ’ το πορτόνι της εκκλησιάς, ο δείνα ανακάλυψε αμύθητο θησαυρό εντοιχισμένο στο παλαιότατο σπίτι του παππού του.
Δεν λείπουν και οι ιστορίες των κατά καιρούς περιφερόμενων ομάδων, εξοπλισμένων με παλιούς δήθεν χάρτες, με ηλεκτρονικά συστήματα ανίχνευσης μετάλλων κ.λ.π. Η ελπίδα, η φαντασίωση, η περιέργεια, η εμμονή είναι σύμμαχοι των όποιων τούτων ομάδων, των όποιων μεμονωμένων θησαυροκυνηγών.
Και δεν είναι φαινόμενο της σήμερον ημέρα, αλλά διαχρονικό κυνήγι.
Θα παρατεθούν μερικά παραδείγματα ανεύρεσης ή όχι θησαυρών, όπως τα αλιεύσαμε από την εφημερίδα «Φωνή της Ηπείρου» (εκδότης Γ. Γάγαρης).
Στο φύλο 70, 14 Ιανουαρίου 1894, σελίδα 3, φαίνεται ότι άλλοι βρήκαν τον θησαυρό και άλλος ήταν ο τυχερός που τον καρπώθηκε:
«ΑΝΕΥΡΕΣΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ
ΕΝ ΗΠΕΙΡΩ
Κατά την επιδιόρθωσιν της αμαξιτής οδού Λούρου – Ιωαννίνων, παρά την θέσιν Κανέτες ή Κανέτα ενώ ειργάζοντο εργάται τινές χωρικοί, αίφνης υπό τινα βράχον απεκαλύφθησαν αρχαία αγγεία και νομίσματα χρυσά. Επειδή όμως οι εργάται περιήλθον εις αλληλοφιλονικείας δια την διανομήν εμυρίσθη τα πολύτιμα ευρήματα ο Χαντζής του πλησίον χανίου Ιμήν Μαλίσκης, και δι’ απάτης τους τα επήρεν επί τη προφάσει ότι εις μέρος του τσιφλικίου του ενευρέθησαν. Οι εργάται γνωρίζοντες ότι δικαστικώς δεν έβγαιναν πέραν, διότι ο Μαλίσκης κάλλιστα ειμπορούσε να είπη ότι ουδέν γνωρίζει και ότι ψεύδονται οι εργάται, εσιώπησαν. Και τοιουτοτρόπως σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα περιήλθον εις τας χείρας εις άρπαγος, τον οποίον η Διοίκησις των Ιωαννίνων δεν πρέπει ν’ αφήση ατιμώρητον».
Στο φύλο 422, 13 Σεπτεμβρίου 1902, σελίδα 3, φαίνεται ότι ανακαλύφθηκε αρχαίος θησαυρός, η τύχη του οποίου είναι άγνωστη.
«Εν Ξηροχωρίου, κατά την ανασκαφήν κτήματός τινος του ιατρού κ. Κοντονικολάου ανευρέθη υπό των εργατών εις αρκετόν βάθος ολόκληρος θησαυρός αποτελούμενος εκ 1000 και πλέον νομισμάτων, αναγομένων εις αρχαιοτάτας εποχάς. Τα πλείστα εξ αυτών ανήκουσιν εις την εποχήν του Περσέως και Φιλίππου και άλλα μεν έχουσιν μέγεθος μονολέπτου, άλλα δε 20λέπτου νικελίνου, αργυρά, χρυσά και χαλκά».
Μια παράξενη ανεύρεση θησαυρού στην Κρετσούνιστα (σημερινό Δεσποτικό) φαίνεται στο παρακάτω παράδειγμα. Ακόμη φαίνεται και η πορεία του ανθρώπου που καρπώθηκε τα χρυσά νομίσματα.
Παρατίθεται το σχετικό άρθρο της «Φωνής της Ηπείρου» στο φύλο 486, 12 Ιουλίου 1902, σελίδα 3.
«ΕΚ ΚΡΕΤΟΥΝΙΣΤΗΣ
Πρό τινων μηνών εγράφη εν τη «Ακροπόλει» περί των κληροδοτημάτων, άτινα διέθεσαν ομογενείς, και ιδίως ο Ι. Δρομπόλης.
Ο αείμνηστος Δρομπόλης κατήγετο εκ του χωρίου μας, ένθα ευρίσκονται εισέτι τα ερείπια της οικίας του, και μακράν συγγενείς του υπάρχουσιν. Η αδελφή του είχεν υπανδρευθή εις το χωρίον Μπριάνιστα, μίαν ώραν απέχον εκ του χωρίου μας. υπάρχει αγροτική θέσις εις την «Λακκιά του Δρομπόλη» ονομαζομένη εισέτι.
Οι γέροντες μας λέγουν ότι ο πατήρ του, ευρισκόμενος εις τον αγρόν, όπου ειργάζετο, αίφνης είδε νυφίτσα, ζώον εξελθών από μίαν τρύπα, του εφάνη ότι είχε νόμισμά τι εις το στόμα, και μόλις εβάδισεν ολίγα βήματα, επέστρεψε πάλιν εις την οπήν, τρέχει ο Δρομπόλης και ανασκάπτει την οπήν και αντί να πιάση την νυφίτσα, ευρίσκει αγγείον εκ χαλκού, πλήρη νομισμάτων.
Εγέμισε τον τορβά και ήλθεν εις τον οίκον του. Έκτοτε ο Δρομπόλης εφαίνετο πλούσιος. Μας ωκοδόμησεν εκκλησίαν εις το χωρίον μας ήν και σήμερον έχομεν καθολικήν, «Άγιος Νικόλαος». Εις άλλην συνοικίαν έκαμεν πηγάδι προς ύδρευσιν, και έστρωσε δρόμον «καλδερίμ». Όλα αυτά σώζονται σήμερον.
Ένεκα της τρομοκρατίας δεν ηδύνατο να ζήση ήσυχος και εταξείδευσεν εις την Ρωσίαν. Κατά το έτος 1840 ήλθεν εις την Κέρκυραν και έγραψε προς τους προκρίτους του χωρίου μας να έλθουν δύο τρείς γέροντες, προς αντάμωσίν του. αλλ’ οι μακαρίται εφοβούντο ως φαίνεται, τους Αλβανούς. Συγκοινωνία δεν υπήρχεν. Παλαιοί άνθρωποι, δεν εφρόντισαν να έλθουν και ούτω έχασε το χωρίον μας την ευκαιρίαν των δωρεών του. Αφού επερίμενε 50 ημέρας, έστειλε μικρόν ποσόν χρημάτων, όπως κτισθή μικρόν εκκλησίδιον, εις την υψηλοτέραν θέσιν του βουνού μας, όπως το βλέπη από την Κέρκυραν, και ήδη ευρίσκεται ο προφήτης Ηλίας θολόκτιστος. Αγνοούμεν, αν και επί της διαθήκης του, ανεμνήσθη την γενέτειραν πατρίδα του, ήτις θα ανοιχθή εις τα 1906. Και αν δεν διέθεσεν ο αείμνηστος δια το σχολείον μας, ελπίζομεν εις την ελληνικήν Κυβέρνησιν να μη φεισθή μικρόν επίδομα προς μνήμην εκείνου, ίνα λειτουργή το σχολείον, της γενετείρας πατρίδος του. Εν καιρώ τω δέοντι πρέπει η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Κρετσουνίστης να φροντίση όπου δει ίνα και ο πόθος του αειμνήστου Δρομπόλη εκπληρωθή και η παιδεία αναμορφωθή εις τον δυστυχή τούτον τόπον. Η Κρετσούνιστα είνε κέντρον πολλών χωρίων, αλλά μη έχουσα δυνάμεις δεν συντηρεί κανονικώς το σχολείον αυτής».
Μια άλλη ιστορία με κυνήγι θησαυρού, , από τις ευτράπελες, φαίνεται στο φύλο. 677, 14 Ιουλίου 1906, σελίδα 2. Κυνήγι που αναστάτωσε για πολύ καιρό μια ολόκληρη πόλη της εποχής εκείνης.
«Εκ ΜΕΤΣΟΒΟΥ τη 23 Ιουνίου 1906.
Εις αναστάτωσιν ευρίσκεται ενταύθα η φυλή των γύφτων από του Απριλίου μηνός και τις οίδε έως πότε θα εξακολουθήση η κατάστασις αυτή. Κάποιος ως πρωταπριλιάτικον ψεύδος διέδωκεν ότι εν Νέα Υόρκη της Αμερικής απεβίωσε γύφτος τις εκ Μετσόβου, Γκαβούζης ονομαζόμενος, ο οποίος έλειπεν απ’ εδώ από τα 1854 και αφήκε περιουσίαν άνω των τεσσαράκοντα χιλιάδων λιρών, ζητούνται δε οι κληρονόμοι αυτού ίνα παρελάβωσι την κληρονομίαν ταύτην. Ως δια μαγείας εγέμισε το Μέτσοβον από γύφτους εκ πάσης γής Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Ηπείρου διεκδικούντας κληρονομικά δικαιώματα, προς επαλήθευσιν της παροιμίας ότι «όλοι οι γύφτοι μια γεννιά». Παρουσιάσθησαν ενώπιον του Κατή, όστις εξέδωκεν απόφασιν συμφώνως με το Σερί, δι’ ής αναγνωρίζονται πέντε ή έπτά εκ αυτών ως πλησιέστεροι συγγενείς του αειμνήστου Γκαβούζη.
Πώς να μεταβώσιν όμως εις την Αμερικήν; Εδώ ήτο ο κόμβος. Ελύθη όμως και ο κόμβος ούτος, καθότι ευρέθη άνθρωπος να μεταβή εις την Αμερικήν, και ούτος είνε ο κ. Στέργιος Τσόκας, όστις προθύμως ανεδέχθη το βάρος τούτο, αλλά με την συμφωνίαν να του δώσουν οι γύφτοι δι’ αμοιβήν του έξ χιλιάδας λίρας, τας οποίας ευχαρίστως υπεσχέθησαν οι γύφτοι. Φαντασθήτε που κοιμάται η τύχη του, εις του Γκαβούζη το αμμώνι. Αυτό θα ειπή να είνε κανείς τυχηρός. Την τύχην όμως των γύφτων, καθώς και του κ. Τσόκα εζήλευσεν ο πολύς Κριτσάλης, ο εφορομπακάλης, διεκδικών και αυτός κληρονομικά δικαιώματα, ως πλησιέστερος συγγενής του μακαρίτου Γκαβούζη, ισχυριζόμενος ότι η μάμμη του ήτο αδελφή του αοιδίμου και ότι και αυτός αποκαλείται και Γκαβούζης. Ίδωμεν πως θα το λύση το ζήτημα τούτο ο Κατής. Ωραίον το θέαμα της παρελάσεως εικοσάδος γύφτων με τα κολλάρα των και με τας καδένας, και πού να ήτο και αληθής η κληρονομία. Να είπη όμως κανείς την αλήθειαν, αξίζει εις αυτούς τους ανθρώπους να έχουν παράδες, διότι θα ίδη και ένας πτωχός από αυτούς προκοπήν».
Θα πείτε ότι όλοι αυτοί οι σημερινοί κυνηγοί θησαυρών ψάχνουν ψύλλο στ’ άχυρα, άπιαστα πράγματα. Δεν μπορεί κανείς όμως να τους στερήσει την ελπίδα, να τους ξεριζώσει το «ψώνιο» απ’ το μυαλό τους. Καλή τύχη!
(Δεκέμβριος 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου