Ένα
βιβλίο παρακαταθήκη για τη Φιλιππιάδα. Ρεπορτάζ από την παρουσίαση του βιβλίου
του Δημήτρη Κολιού με τίτλο «Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας (1913-2001)»
Κατάμεστη η αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου στην παρουσίαση του
βιβλίου «Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας (1913-2001), του συντοπίτη μας
Δημήτρη Κολιού.
Συγγενείς και φίλοι τίμησαν με την παρουσία τους τον
συγγραφέα σε αυτή την ιδιαίτερη στιγμή και πολλοί άλλοι απλά θέλησαν να τον
γνωρίσουν ακούγοντας για το έργο του, παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Το παρών
μεταξύ άλλων έδωσαν ο δήμαρχος κ. Νίκος Καλαντζής, ο πρόεδρος του δημοτικού
συμβουλίου κ. Χρήστος Χασίδης, ο αντιδήμαρχος πολιτιστικών κ. Χρήστος Γκάρτζιος
και πολλά άλλα μέλη της δημοτικής αρχής, όπως η κ. Αναστασία Καραπάνου, η κ.
Μαρία Γάλλιου, ο κ. Βασίλης Παπαβασιλείου.
Συντονιστής της παρουσίασης ήταν ο
φιλόλογος Νίκος Καρατζένης, ο οποίος με μεγάλη δεξιοτεχνία διεύθυνε την
κουβέντα.
Ομιλητές ήταν οι Γεώργιος Νικολάου, Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης
& Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Νίκος Αναστόπουλος,
Λέκτορας Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Η
παρουσίαση ξεκίνησε με τον κ. Καρατζένη ο οποίος καλωσόρισε τους
παρευρισκομένους λέγοντας τα εξής «Ευρίσκομε στην ευχάριστη θέση γιατί έχω την
τιμή να συμμετέχω στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτριου Κολιού.
Με
χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο νέος στην ηλικία συγγραφέας είναι
συντοπίτης μας. Θα ήταν αισιόδοξο σημάδι για τον τόπο μας, η προσπάθεια του να
βρει μιμητές γιατί η ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας είναι ένας «ανεξερεύνητος»
επιστημονικά τόπος παρά τα πλούσια αρχαιολογικά, ιστορικά,
περιβαλλοντικά,
πολιτισμικά και γεωπολιτικά κοιτάσματα που διαθέτει.
.Κατορθώνει να
πληροφορήσει τον αναγνώστη του βιβλίου για τη δημιουργία και την εξέλιξη των
οικισμών της περιοχής της Φιλιππιάδας από την παλαιολιθική εποχή ως το τέλος του
20ου αιώνα καθώς και για την ένταξη της περιοχής στη γενικότερη ιστορία της
Ηπείρου».
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο κ Χρήστος Γκάρτζιος ο οποίος απεύθυνε
ένα χαιρετισμό ως προς τον συγγραφέα λέγοντας:
«Έχουμε τη χαρά και την τιμή
να φιλοξενούμε στο δήμο μας ένα άνθρωπο με πολύπλευρη δράση και προσφορά. Μέσα
από το βιβλίο μαθαίνουμε πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και θυμόμαστε ακόμη
περισσότερα, όπως έχουμε κι εμείς πληροφορηθεί από αφηγήσεις των γονιών και των
παππούδων μας.
Το βιβλίο «Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας (1913-2001)»
συμβάλλει στο να ανοίξουν πεδία συζήτησης στην τοπική κοινωνία. Αυτό είναι
ιδιαίτερα σημαντικό και ενδιαφέρον και σε ευχαριστούμε που μοιράζεσαι μαζί μας
της γνώσεις σου γύρω από τη δημογραφική πορεία της Φιλιππιάδας.
Εκτιμώ πως θα
αποτελέσει μία σημαντική παρακαταθήκη για το δήμο μας. Σου ευχόμαστε να είσαι
πάντα γερός για να μας προσφέρεις νέα δημιουργήματα.»
Από την παρουσίαση δεν
θα μπορούσε να λείπει η τοποθέτηση κάποιου από τα μέλη του συλλόγου «Περί
Βιβλίου», καθώς ήταν και αρωγός αυτής της προσπάθειας διοργανώνοντας τη βραδιά
παρουσίασης. Ο κ.Χρήστος Αναγνώστου, ο κ. Χρήστος Αποστόλου αλλά και άλλα
μέλη του συλλόγου βρέθηκαν στην αίθουσα.
Εκπροσωπώντας λοιπόν το σύλλογο
«Περί Βιβλίου» σχετικά με την παρουσίαση η κ. Ιωάννα Παππά πήρε το λόγο:
«Ο
Δημήτρης είναι ένα αγαπητό μέλος και γνωστός από πολλές πλευρές και στο σύλλογο
και στην τοπική κοινωνία. Επέλεξε ένα δύσκολο δρόμο, το δρόμο του πανεπιστημίου.
Ειδικά το να προχωράς την έρευνα και να τη δίνεις στην κοινωνία.
Όταν διάβασα
το βιβλίο μου άρεσε πως προέταξε την ιστορία της Φιλιππιάδας και μου συμπλήρωσε
κενά που αγνοούσα. Θα ήθελα να μοιραστώ επίσης την έκπληξή μου και ο θαυμασμός
μου όταν διάβασα τα βιογραφικά των ομιλητών απόψε και τους ευχαριστώ που μας
τιμούν με την παρουσία τους. Είναι άνθρωποι με πολλές περγαμηνές, με σπουδές στο
εξωτερικό και την Ελλάδα. Νιώθω ότι η νέα γενικά επιστημόνων που ετοιμάζεται όχι
μόνο θα διαδεχθούν επάξια την προηγούμενη.»
Σαφώς το μεγαλύτερο κομμάτι της
παρουσίασης είχαν οι ομιλητές οι οποίοι ήταν και οι πιο κατάλληλοι ως προς την
προσέγγιση της θεματολογίας του βιβλίου, αλλά και αναλύοντας την κάθε ενότητα
ξεχωριστά και το τι πραγματεύονται.
Φυσικά δεν μπορούμε να μεταφέρουμε όλα
όσα ειπώθηκαν, όμως θα αναφέρω ενδεικτικά δύο λόγια.
Ο κ. Νικολάου μίλησε για
το βιβλίο ως ένα έργο γραμμένο με τέτοιο τρόπο που απευθύνεται εξίσου στον
επιστήμονα αλλά και στον απλό αναγνώστη, ενώ ο κ. Αναστόπουλος είπε πως βιβλία
όπως αυτό φροντίζουν στην ενίσχυση της προσπάθειας για την ύπαρξη μνήμης και
διαφύλαξης της παράδοσης.
Λίγο πριν την εκδήλωση όμως φροντίσαμε να
αποσπάσουμε ένα σχόλιο από τον καθένα για τον άλλοτε φοιτητή τους καθώς και την
άποψή τους για το τελικό αποτέλεσμα που βρίσκεται στα χέρια
τους.
*Αναστόπουλος Νίκος: Ο Δημήτρης Κολιός ήταν φοιτητής μας στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, τώρα είναι υποψήφιος διδάκτορας. Είναι ένας ελπιδοφόρος
νέος επιστήμονας και με το βιβλίο του αναδεικνύει πηγές της τοπικής ιστορίας, εν
προκειμένω της Φιλιππιάδας.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και η
συμβολή του είναι πολύ σημαντική όχι μόνο για την ιστορία της Φιλιππιάδας,
γενικότερα για την Ήπειρο και ευρύτερα στην τοπική ιστορία.
*Νικολάου
Γιώργος: Είναι ένας πολύ εργατικός νέος με πάρα πολλά εφόδια και το σημαντικό
είναι πως αν και εργαζόμενος κατόρθωσε και έγραψε αυτό το ωραίο βιβλίο το οποίο
θεωρώ πως είναι μία πραγματική προσφορά για την ιστορία της Φιλιππιάδας και
γενικότερα της Ηπείρου. Γι' αυτό με μεγάλη ευχαρίστηση δέχτηκα να είμαι ένας εκ
των ομιλητών γιατί πραγματικά αξίζει ως άτομο αλλά και το βιβλίο έχει να
προσφέρει πολλά.
Αφού ολοκλήρωσαν την παρουσίαση οι ομιλητές της βραδιάς ο
συγγραφέας έκλεισε την παρουσίαση με τη δική του εισήγηση και ευχαριστώντας
όλους όσους τον βοήθησαν στην επίτευξη του έργου του. Ιδιαίτερη μνεία έκανε στον
χρηματοδότη της έκδοσης κ. Κων/νο Καράλη, διευθύνοντα σύμβουλο της γνωστής
γαλακτοβιομηχανίας ο οποίος χρηματοδότησε την έκδοση του εν λόγω βιβλίου. Εκτός
από χρηματοδότης να σημειώσουμε πως ο ρόλος του κ. Καράλη για τον νεαρό
συγγραφέα είναι διπλός αφού είναι και εργοδότης του.
Ο ίδιος ο κ. Καράλης
σηκώθηκε και μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον Δημήτρη Κολιό προβάλλοντας τα
χαρίσματα της εργατικότητά και της θέλησής.
Την έκπληξη έκανε ο δήμαρχος ο
οποίος, αφού έδωσε κι εκείνος τα συγχαρητήριά του στο Δημήτρη Κολιό, λίγο πριν
τη λήξη της παρουσίασης έκανε μία πρόταση για ανάπτυξη κουβέντας πάνω στη
θεματολογία του βιβλίου θέτοντας ερωτήσεις ως προς τους καθηγητές, που αφορούσαν
την μετανάστευση των νέων που όλο και αυξάνει.
Εκείνοι με τη σειρά τους
δέχτηκαν με χαρά τις ερωτήσεις του δημάρχου και κατέθεσαν τα επιχειρήματα και
τις απόψεις τους πάνω στο θέμα.
Επίσης στην παρουσίαση βρέθηκε ο κ. Γιώργος
Ζάψας, συντοπίτης του Δημήτρη Κολιού, ο οποίος τίμησε επίσης με τα λόγια του το
χαρακτήρα και τις γνώσεις του συγγραφέα.
Μετά το τέλος της παρουσίασης ο κ.
Κολιός μίλησε με τους παρευρισκομένους και υπέγραψε τα βιβλία τους.
Εμείς
μιλήσαμε μαζί του και με μεγάλη προθυμία απάντησε στις ερωτήσεις μας:
«Το
συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα απάνθισμα δημογραφικών στοιχείων για κάθε οικισμό
που συναπαρτίζουν το δήμο Φιλιππιάδας, νυν δήμου Ζηρού. Ήταν μία εξαιρετική
έρευνα η οποία ξεκίνησε περίπου πέντε χρόνια πριν, κατά την έναρξη των
μεταπτυχιακών μου σπουδών και ολοκληρώθηκε φέτος.
Στην προσπάθειά μου αυτή θα
ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον επίκουρο καθηγητή Γεώργιο Νικολάου, τον
λέκτορα Νίκο Αναστασόπουλο, οι οποίοι δέχτηκαν με χαρά την πρόσκλησή μου στην
παρουσίαση του βιβλίου.
Από εκεί και πέρα σκοπός μου ήταν και παραμένει η
συνεχής έρευνα γύρω από τη συλλογή στοιχείων που θα φέρουν στο φως χρήσιμες
πληροφορίες για την δημογραφική, οικονομική και κοινωνική ιστορία της
Φιλιππιάδας και γενικότερα της ευρύτερης περιοχής.
Υπήρξε μία πλειάδα
ανθρώπων είτε με πρακτικό είτε με ψυχολογικό τρόπο στάθηκαν δίπλα μου και έφτασα
στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο σύλλογος «Περί Βιβλίου» δέχτηκε με προθυμία να
είναι δίπλα μου έστειλε προσκλήσεις σε όλα τα μέλη του και σε συντοπίτες μας. Θα
ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον πρόεδρο κ. Αναγνώστου και όλα τα μέλη του
συλλόγου.»
Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος. Βιβλιοπαρουσίαση «Η
δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας (1913 - 2001)»
Κυρίες και Κύριοι,
Επιτρέψατε μου να εκφράσω, αρχικώς, την ειλικρινή χαρά μου, που ευρίσκομαι
σήμερα εδώ, στην Αίθουσα Συνεδριάσεων του Δημαρχείου Φιλιππιάδας του Δήμου Ζηρού
Πρεβέζης, μαζί με άλλους δύο ανθρώπους της επιστήμης, του πνεύματος και των
γραμμάτων, δηλαδή, τον αγαπητό συνάδελφο επίκουρο καθηγητή της νεότερης
ελληνικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Γιώργο Νικολάου, και τον
καθηγητή, ποιητή και συγγραφέα κ. Νίκο Καρατζένη. Η ευαρέσκειά μου, όμως, αυτή
διπλασιάζεται, όταν η αιτία της προσέλευσης μου εδώ, συνδέεται με την παρουσίαση
ενός πνευματικού πονήματος υπό τον τίτλο «Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας
(1913 - 2001)», που αφενός αναδεικνύει αυτές ακριβώς τις ιστορικές και
πολιτισμικές πτυχές ενός σημαντικού οικονομικού κέντρου της Ηπείρου, δηλαδή, της
Φιλιππιάδας και αφετέρου αποτυπώνει τα οικονομικοκοινωνικά και πληθυσμιακά
δεδομένα, όπως και τις αγωνίες για την πνευματική καλλιέργεια της περιοχής, στην
πορεία του χρόνου.
Πάνω απ’ όλα, όμως, θέλω να σταθώ στον δημιουργό του
βιβλίου κύριο Δημήτρη Κολιό, για την παρουσίαση του οποίου, σήμερα εδώ
κληθήκαμε. Συγκεκριμένα, τον συγγραφέα τον γνώρισα προσωπικά πριν από τέσσερα
χρόνια στις αίθουσες του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων και σταδιακά ακόμη στις βιβλιοθήκες της πόλης των Ιωαννίνων, σε
διάφορες εκδηλώσεις ή και πνευματικές συνάξεις. Έκτοτε, άρχισα να ανακαλύπτω
σταδιακά και να θαυμάζω την ισχυρή του θέληση και την ακούραστη διάθεσή του για
την ανίχνευση και την διαφώτιση στοιχείων της ιστορίας της ιδιαιτέρας του
πατρίδας και της Ηπείρου γενικότερα. Κάτι, που μαρτυρά, αναμφισβήτητα, η έκδοση,
από πλευράς του, όχι μόνον του βιβλίου «Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας»,
αλλά και της υπό εκπόνηση διατριβής του και των εργασιών του στο πλαίσιο του
Μεταπτυχιακού Προγράμματος. Με άλλα λόγια, ο κύριος Δημήτρης Κολιός, αποτελεί,
κατά την γνώμη μου, μία ελπιδοφόρα μορφή επιστήμονα, που με την συγγραφική του
δραστηριότητα και την αντίστοιχη επιστημονική τεκμηρίωση των γραπτών του,
συνεισφέρει στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης της Φιλιππιάδας και ευρύτερα της
περιοχής της Άρτας και της Πρέβεζας.
Μετά τις ανωτέρω, λοιπόν, επισημάνσεις,
ας επικεντρώσουμε, τώρα, την προσοχή μας, εν συντομία, καθώς ο χρόνος πιέζει, σε
αυτό το βιβλίο. Πρόκειται, όπως γνωρίζετε, για ένα βιβλίο 110 περίπου σελίδων,
με ποικιλία θεματικών ενοτήτων και αφιερώματα σε ιστορικά, δημογραφικά,
οικονομικά, λαογραφικά και κοινωνικά ζητήματα που σχετίζονται, σαφώς, με την
Φιλιππιάδα. Στην ουσία, αποτελεί έναν καρπό μίας προσπάθειας με στόχο, όμως, του
συγγραφέα να συμβάλλει στην αναγκαιότητα της ανάδειξης της τοπικής κληρονομιάς
κατά τον 20ό αιώνα σε δημογραφικό επίπεδο και από την αρχαιότητα έως την
σύγχρονη εποχή σε ευρύ ιστορικό, εν γένει, επίπεδο. Εκτός αυτών, ωστόσο, γίνεται
εύκολα ευδιάκριτη η πειθαρχία του συγκεκριμένου βιβλίου, δηλαδή η τεχνική, η
μεθοδολογία, η τεκμηρίωση, όλα όσα συνιστούν ένα πόνημα, το οποίο βεβαίως
απευθύνεται στον κάθε αναγνώστη.
Για την δική μου περίπτωση, με βάση την
ειδίκευσή μου στην νεότερη και σύγχρονη ιστορία του Ελληνικού κράτους, στο εν
λόγω βιβλίο καλύπτεται χρονικά όλη η περίοδος της ιστορίας της Φιλιππιάδας από
την απελευθέρωση του Οκτωβρίου του 1912 έως την αλλαγή προς τον 21ο αιώνα,
δηλαδή το 2001. Πάντως, σε ιδιαίτερο κεφάλαιο του βιβλίου παρουσιάζεται,
συνοπτικά, η ιστορία της Φιλιππιάδας από την αρχαιότητα και ειδικότερα από την
Παλαιολιθική εποχή έως την σημερινή εποχή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, το
βιβλίο του κ. Κολιού αποτελεί μία μεγάλη ανασκαφή σε θέματα της τοπικής ιστορίας
της περιοχής.
Στη συνέχεια στρέφουμε την προσοχή μας στο ίδιο το κείμενο και
στους τρεις διαδοχικούς διαχωρισμούς, στους οποίους προβαίνει ο συγγραφέας για
να παρουσιάσει τα ευρήματά του για την ιστορία της Φιλιππιάδας. Συγκεκριμένα, ο
συγγραφέας ανέπτυξε τις θεματικές του, αρχικώς για την γεωγραφία της Φιλιππιάδας
(όπου και το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου), ακολούθως για την συνοπτική ιστορία
της περιοχής (δηλαδή το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου) και εν τέλει για την
δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας κατά τον εικοστό αιώνα (όπου το τρίτο
κεφάλαιο του βιβλίου).
Συγκρατώντας, λοιπόν, τους προαναφερθέντες
παράγοντες, μεταφέρουμε την προσοχή μας στους βασικούς στόχους αυτού του
πονήματος που δεν είναι άλλος από την παρουσίαση, την ανάλυση και την κατανόηση
της δημογραφίας της Φιλιππιάδας στο πλαίσιο των εκάστοτε διοικητικών της ορίων
ως επαρχίας, κοινότητας και δήμου και των χωριών που υπάγονταν σε αυτήν, κατά
τον 20ό αιώνα, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις επίσημες απογραφές του
Ελληνικού Κράτους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, στο πρώτο κεφάλαιο του
παρόντος βιβλίου περιγράφονται οι γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες
της ευρύτερης περιοχής της Φιλιππιάδας και ο ρόλος τους στην οικιστική οργάνωση
της περιοχής. Επίσης, επισημαίνεται, κατά κοινή παραδοχή, ότι το πετρώδες έδαφος
της Φιλιππιάδας δεν ευνοούσε αξιόλογες εμπορικές δραστηριότητες και η
κτηνοτροφία, κατά πρώτο λόγο, και η γεωργία, κατά δεύτερο, βρίσκονται στις
βασικότερες προτιμήσεις των κατοίκων της Φιλιππιάδας και των γύρω χωριών. Στην
ίδια κατεύθυνση, διαφαίνεται επίσης η σημαντικότητα της περιοχής της Φιλιππιάδας
ως δίοδο από και προς τα λιμάνια της Πρέβεζας και της Άρτας στα παράλια του
Ιονίου πελάγους και από και προς το κέντρο της Ηπείρου, την περιοχή των
Ιωαννίνων.
Συνεχίζουμε, τώρα, με την επόμενη ενότητα, η οποία καλύπτει την
θεματική της συνολικής ιστορικής πορείας στο χρόνο της περιοχής. Ειδικότερα, στο
δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται συνοπτικά η ιστορία της Φιλιππιάδας από τους
αρχαιοτάτους και τους πρώτους ιστορικούς χρόνους μέχρι και την περίοδο της
οθωμανικής κυριαρχίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση, εκτός από τα οικιστικά
κατάλοιπα των διαφόρων εποχών σημαντικές μαρτυρίες προσφέρουν οι μαρτυρίες των
ξένων περιηγητών, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα, δίνοντας μια «ζωντανή» εικόνα της
Φιλιππιάδας και των κατοίκων της. Μια εικόνα, καθ’ όλα χαρακτηριστική για τις
συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού στην ελλαδική ύπαιθρο. Τέλος, μία σύντομη
παρέκβαση στην ιστορία της περιοχής κατά τον 20ό αιώνα ολοκληρώνει το δεύτερο
κεφάλαιο.
Επιθυμώντας, ωστόσο, να λάβουμε μία σαφέστερη εικόνα για την
περιοχή κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με αφορμή το δεύτερο κεφάλαιο του
βιβλίου, θεωρώ απαραίτητο να αφήσουμε το ίδιο το κείμενο και συνακόλουθα τους
περιηγητές να μας αποκαλύψουν πτυχές της καθημερινότητας στη Φιλιππιάδα, κατά το
19ο αιώνα και να μας μεταδώσουν εικόνες από τον συγκεκριμένο τόπο. Εν πρώτοις,
λοιπόν, οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε μνεία στην μαρτυρία του Πουκεβίλ για την
ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας: «Σε μισό μίλλι από τη γέφυρα της Πάσαινας,
αφήνουμε στα δεξιά τη στενωπό που οδηγεί διά της Μαυρολίμνης [λίμνη Ζηρού] στην
κοιλάδα του Λελόβου [Θεσπρωτικό]· κι ένα μίλλι νοτίως στεκόμαστε στα ερείπια
ενός αρχαίου ναού που έχει μετατραπεί σε εκκλησία, όπου παρατηρούμε ακόμη
κάποιες νωπογραφίες που παριστάνουν αγίους […]. Βαδίζοντας κατά μήκος του
ρεύματος του ποταμού, επί ένα μίλλι, περνούμε το χωριό Φιλιππιάδα, κάτω από το
οποίο, ένα τέταρτο της λεύγας Ν.Δ., κείται το Ελευθεροχώριον, χωριουδάκια και το
ένα και τ’ άλλο, φόρου υποτελή στο Σούλι, και τώρα προσηρτημένα στην επικράτεια
του βεζύρη της Ηπείρου».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ήρθε η στιγμή να
περάσουμε, ένα τάχει, στην παρουσίαση και του τρίτου βασικού κεφαλαίου το οποίο
φέρει τον τίτλο «Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας κατά τον εικοστό αιώνα
(1913 - 2001)». Συγκεκριμένα, στο εν λόγω κεφάλαιο, αναδεικνύεται ευκρινώς και
επιτυχώς το υπάρχον αρχειακό υλικό σε σχέση με την πληθυσμιακή εξέλιξη της
περιοχής. Εκ των πραγμάτων, συνεπώς, ο συγγραφέας, λόγω της επάρκειας των
αρχειακών δημογραφικών πηγών, διακρίνει σε υποενότητες το συγκεκριμένο κεφάλαιο
και επιτυγχάνει να προσδιορίσει με σαφήνεια τις ποικίλες και διαφορετικές πτυχές
της δημογραφικής εξέλιξης. Βεβαίως, διαχωρίζει κατά σωστό μεθοδολογικό τρόπο τις
υποενότητες του κεφαλαίου, διαχωρίζοντας τις χρονικές περιόδους με βάση τα ίδια
τα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αλλά και τις διαθέσιμες απογραφές
του πληθυσμού. Κατ’ αυτόν τρόπο, λοιπόν, και σε συνάρτηση με τα ανωτέρω,
εστιάζει την προσοχή του, αρχικώς, στα τεκτενόμενα κατά την μετάβαση στον
εικοστό αιώνα και περαιτέρω επικεντρώνει το ενδιαφέρον του α) στα πρώτα χρόνια
της ελεύθερης Φιλιππιάδας, δηλαδή από το 1913 έως το 1921, β) από την
Μικρασιατική καταστροφή έως το τέλος του Μεσοπολέμου, δηλαδή από το 1922 έως το
1940, γ) την δύσκολη δεκαετία του 1940, με τον πόλεμο, την κατοχή και τον
εμφύλιο που την σημάδεψαν, δ) την μεταπολεμική περίοδο έως το 1980 και τελικώς
από τη δεκαετία του 1980 έως τον καποδιστριακό δήμο Φιλιππιάδας το 2001.
Εξειδικεύοντας, τώρα, επισημαίνουμε ότι στο εν λόγω κεφάλαιο, μέσα από τη
μελέτη των επίσημων απογραφών του Ελληνικού Κράτους, που διεξήχθησαν το 1913, το
1920, το 1923, το 1928, το 1940, το 1951, το 1961, το 1971, το 1981, το 1991 και
το 2001, επιτυγχάνεται η παρουσίαση και αντιστοίχως η κατανόηση της εξέλιξης της
οικιστικής ανάπτυξης της περιοχής. Ομοίως, διαμορφώνονται και προσδιορίζονται
και οι αιτιάσεις της εκάστοτε εποικιστικής πύκνωσης ή μείωσης στην πόλη της
Φιλιππιάδας και των χωριών που υπάγονται σε αυτή.
Ως προέκταση των ανωτέρω,
αξίζει να τονισθεί ότι στο τρίτο κεφάλαιο αναλύονται από τον συγγραφέα οι
διάφοροι και ποικίλοι παράγοντες, ανά τις δεκαετίες, που συνέβαλαν ή και
επέβαλαν, εν πολλοίς, τις αυξομειώσεις των πληθυσμιακών στοιχείων. Εν
προκειμένω, πραγματοποιώ μνεία στις πολεμικές διαδικασίες, στην αλλαγή του
καθεστώτος ιδιοκτησίας της γης στις αγροτικές περιοχές και γενικώς στην αγροτική
ενδοχώρα, στην τεχνολογική εξέλιξη στο επίπεδο της γεωργικής παραγωγής και
βεβαίως, στο ευρύ μεταναστευτικό ρεύμα, ιδιαιτέρως, κατά το δεύτερο μισό του
20ού αιώνα.
Ο καλύτερος τρόπος, εν προκειμένω για να μας αποδοθούν ευκρινώς
αυτά τα δεδομένα είναι οι παραθέσεις δύο σχετικών χωρίων από το ίδιο το βιβλίο.
Ειδικότερα, επικεντρώνω την προσοχή μου τόσο στην μεσοπολεμική εποχή, όσο και
στην μεταπολεμική. Συνεπώς, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, κυρίαρχο
αναδεικνύεται το ζήτημα των προσφύγων, το οποίο αναδεικνύεται ως ακολούθως, μετά
την πτώση του Μικρασιατικού μετώπου: «Η απογραφή του 1923 (βλ. Παράρτημα: Πίν.
ΙΙΙ) αφορούσε στους αφορούσε στους πρόσφυγες που κατέφτασαν στην Ελλάδα. Η
Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, όσον αφορά την υποδιοίκηση Φιλιππιάδας, κάνει λόγο
μόνο για τη Φιλιππιάδα και όχι για τους γύρω οικισμούς της. Παρατηρείται μια
σημαντική άφιξη προσφύγων στη Νέα Φιλιππιάδα, σε σύνολο 1.052 προσφύγων (Πίν. 9,
Διάγρ. 9). Εικάζουμε, όμως, ότι στον αριθμό προσφύγων της Φιλιππιάδας είναι
ενσωματωμένοι και οι πρόσφυγες των γειτονικών συνοικισμών της. Συγκριτικά με τον
πολύ μικρό ποσοστό προσφύγων που εγκαταστάθηκε συνολικά στην Ήπειρο, η
Φιλιππιάδα εμφανίζει σημαντικό αριθμό προσφύγων. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο
είναι η μεγαλύτερη αναλογία του γυναικείου πληθυσμού (89,80%) έναντι του
ανδρικού σε σχέση με τις απογραφές του 1913 και 1920, δηλαδή η άνοδος του
γυναικείου πληθυσμού έναντι του ανδρικού από το 1920 και εξής». Συνεχίζοντας την
διερεύνησή μας στα πληθυσμιακά δεδομένα κατά την μεταπολεμική περίοδο, με έντονο
το φαινόμενο της μετανάστευσης αλλά και την οικονομική ανέχεια, ο κύριος Κολιός,
αποδίδει ευκρινώς τις αντίστοιχες επιπτώσεις και στον δημογραφικό τομέα. Είναι
ενδεικτικές, ως προς τα ανωτέρω οι ακόλουθες παρατηρήσεις του: «Μετά το τέλος
του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, και συγκεκριμένα μετά το 1946, αρχίζει πολύ έντονα το
φαινόμενο της μετανάστευσης. Οι μετανάστες μετακινούνται, κυρίως, προς τις
υπερπόντιες χώρες (ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς) και προς τη Γερμανία και όσον αφορά
στον ελληνικό χώρο, κυρίως προς την Αθήνα. Από το φαινόμενο αυτό δεν ήταν
δυνατόν να εξαιρεθεί η Φιλιππιάδα, η οποία από το 1951 έως το 1981 παρουσιάζει
μια αμελητέα αύξηση του πληθυσμού της. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της
Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η Ήπειρος παρουσίασε τη μεγαλύτερη μεταναστευτική
κίνηση κατά το έτος 1970 (8%), όταν μετανάστευσαν 8.219 άτομα, δηλαδή το 3% του
συνολικού πληθυσμού της Ηπείρου. Το φαινόμενο της εσωτερικής και εξωτερικής
μετανάστευσης είχε πολλές συνέπειες για τον δήμο Φιλιππιάδας».
Επεκτείνοντας
τα προαναφερθέντα, εστιάζουμε την προσοχή μας στο ειδικό παράρτημα του βιβλίου,
στο οποίο παρατίθενται οι επίσημες απογραφές του Ελληνικού Κράτους από την
Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, μαζί με την έκταση των οικισμών που αφορούν τη
Φιλιππιάδα. Σκοπός, βεβαίως, του συγγραφέα είναι η καλύτερη κατανόηση των
δημογραφικών αναλύσεων και συμπερασμάτων του τρίτου κεφαλαίου.
Κυρίες και
Κύριοι, θεωρώ λοιπόν, ότι το συγκεκριμένο βιβλίο με την διευρυμένη θεματογραφία
του και την επιστημονική προσέγγισή της αποτελεί μεθοδολογικά παράδειγμα έρευνας
μιας τοπικής κοινωνίας. Συνεπώς, είναι χρήσιμο όχι μόνον για όσους ενδιαφέρονται
ειδικά για την ιστορία της Φιλιππιάδας, αλλά γενικότερα για όσους ασχολούνται με
την τοπική ιστορία, τον πολιτισμό των επιμέρους περιοχών. Άλλωστε, η μελέτη της
ιστορίας επιβάλλεται να στρέφει την προσοχή της στην ανάδειξη της τοπικής
κληρονομιάς, κάτι που τα τελευταία χρόνια γίνεται πράξη σε αρκετές περιοχές της
χώρας μας, με την έκδοση τοπικών περιοδικών ή αυτοτελών εκδόσεων, όσο φυσικά οι
οικονομικές συνθήκες επιτρέπουν.
Συνεχίζοντας με μία άλλη διάσταση των
δεδομένων, επιθυμώ να υπογραμμίσω ότι η έκδοση του εν λόγω βιβλίου ενισχύει
γενικότερα τις προσπάθειες για την ύπαρξη μνήμης και για την διαφύλαξη της
παράδοσης, ιδιαίτερα σε μία εποχή απαισιόδοξη, σε μία εποχή ασταθή και ως εκ
τούτου επικίνδυνη. Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, είναι μία αξιέπαινη δουλειά αυτή του
κυρίου Κολιού, όχι μόνο εκδοτικά, αλλά και συμβολικά, θα μου επιτρέψετε να πω,
σε επίπεδο ακόμη και κοινωνικής ηθικής, καθώς βοηθάει, σε όποιο βαθμό, το
σύγχρονο πολίτη που διαβάζει το βιβλίο να «αντισταθεί» και να μη φθαρεί. Κατά
την γνώμη μου λοιπόν, τα μηνύματα αυτής της έκδοσης και κάθε άλλης σχετικής
έκδοσης είναι πολύ περισσότερα και πολύ μεγαλύτερα από ότι μπορεί να διαπιστώσει
κανείς δια γυμνού οφθαλμού. Για τους λόγους αυτούς, τα συγχαρητήρια δεν ανήκουν
μόνον στον συγγραφέα κύριο Δημήτρη Κολιό, αλλά και σε αυτούς που συνέβαλαν στην
έκδοση του βιβλίου, όπως εν προκειμένω στον επιμελητή της έκδοσης κ. Μίχαελ
Στορκ και στην Βιομηχανία Γάλακτος Ηπείρου Καράλης με την ευγενική της χορηγία
για την έκδοση του βιβλίου.
Σας ευχαριστώ.
Γιώργος Νικολάου,
επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Παρουσίαση του βιβλίου του
Δημήτρη Κολιού ''Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας
(1913-2001)''
Φιλιππιάδα 29. 4. 2016
Κύριε Δήμαρχε, Αιδεσιμώτατε,
Κυρίες και Κύριοι
Ευχαριστώ τον κύριο Δημήτρη Κολιό για την ευγενική πρόταση
που μου έκανε να παρουσιάσω, μαζί με εκλεκτούς συναδέλφους και ιστορικούς του
τόπου τη μελέτη του για τη δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας κατά τον
περασμένο αιώνα. Την αποδέχτηκα αμέσως γιατί εκτιμώ ιδιαίτερα τον Δημήτρη, έναν
άριστο φοιτητή του Τμήματός Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Είχα την ευκαιρία κατά τα
δύο χρόνια των μεταπτυχιακών του σπουδών να διαπιστώσω μέσα από τα σεμινάριά μου
που παρακολουθούσε την εργατικότητά του, τη δημιουργική του σκέψη, αλλά και την
αγάπη που τρέφει προς τη ιδιαίτερη πατρίδα του, δείγμα της οποίας αποτελεί και η
μελέτη που παρουσιάζεται σήμερα στο κοινό της πόλης σας.
Είναι ολοφάνερο ότι
ο συγγραφέας αφιέρωσε πολύ χρόνο προκειμένου να συγκεντρώσει, να επεξεργαστεί
και να αναλύσει το τεκμηριωτικό υλικό της μελέτης του. Το ζήτημα με το οποίο
καταπιάνεται καλύπτει, κατά τη γνώμη μου, ένα κενό στην ιστοριογραφία της
περιοχής και γενικότερα της Ηπείρου. Αξιοποιώντας την κεκτημένη γνώση για την
ιστορία της περιοχής μας προσφέρει μια μελέτη η οποία προάγει ουσιαστικά τη
γνώση του πρόσφατου παρελθόντος της, πολύ χρήσιμη τόσο για την επιστημονική
κοινότητα όσο και για γι’ αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν την ιστορία του τόπου
τους.
Πράγματι η μελέτη του κυρίου Κολιού είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο
ώστε να ικανοποιεί και τον επιστήμονα που ενδιαφέρεται γι’ αυτά τα ζητήματα,
αλλά και τον απλό αναγνώστη. Με όλους τους κανόνες της επιστημονικής
δεοντολογίας, πιο συγκεκριμένα της ιστορικής δημογραφίας, ταυτόχρονα όμως με ένα
στυλ γραφής πολύ κατανοητό από τον καθένα. Πρόκειται για έναν δύσκολο συνδυασμό
που δεν τον συναντούμε πάντα στα επιστημονικά πονήματα.
Το ερμηνευτικό
πλαίσιο που επιλέγει ο κύριος Κολιός για να εξετάσει τη δημογραφική εξέλιξη της
περιοχής Φιλιππιάδας είναι αυτό που θεωρείται από τους ειδικούς ως το καλύτερο
για τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους ζητημάτων. Η δομή του βιβλίου, όπως αυτή
διαγράφεται στην εισαγωγή, είναι σαφής και ανταποκρίνεται απολύτως στον στόχο
που έθεσε κατά τη συγγραφή του. Όπως σημειώνει ο ίδιος, «βασικός στόχος του
παρόντος βιβλίου είναι η παρουσίαση, ανάλυση και κατανόηση της δημογραφίας της
Φιλιππιάδας –στο πλαίσιο των εκάστοτε διοικητικών ορίων της επαρχίας, κοινότητας
και δήμου- και των χωριών που υπάγονταν σ’ αυτήν, κατά τον 20ό αιώνα, με βάση τα
στοιχεία που προέκυψαν από τις επίσημες απογραφές του Ελληνικού Κράτους».
Ακολουθώντας μία πολύ βασική αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας, την οποία
εισηγήθηκε η Γαλλική Σχολή των Annales, εξετάζει στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης
του τη γεωγραφία της περιοχής προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς το ανάγλυφο, οι
γεωμορφολογικές δηλαδή ιδιαιτερότητες του τόπου και το κλίμα επηρέασαν και
καθόρισαν την κατοίκηση αυτού του χώρου ήδη από τα αρχαία χρόνια, θεωρώντας,
ορθά, ως έναν πολύ βασικό παράγοντα που καθορίζει τη δημιουργία των οικισμών τον
υψομετρικό. Σ’ αυτή τη συνάφεια, δεν παραβλέπει και τον παράγοντα οικονομία
(είτε της γεωργικής οικονομίας είτε της κτηνοτροφικής) προκειμένου να αναδείξει
τον ρόλο που έπαιξε στην κατοίκηση του χώρου. Έτσι, επισημαίνει ότι το έδαφος
της Φιλιππιάδας, το οποίο παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του
ηπειρωτικού τοπίου, γίνεται στο νότο πεδινό, με μικρές
κοιλάδες και
πεδιάδες, όχι ιδιαίτερα εκτεταμένες, «με αποτέλεσμα η παραγωγή των δημητριακών
να μην ήταν επαρκής για τους κατοίκους», ενώ αλλού παρατηρεί ότι στην περιοχή
αυτή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η κτηνοτροφία, η οποία αποτελεί σήμερα, με τις
μεταποιητικές επιχειρήσεις, έναν δυναμικό παράγοντα της τοπικής οικονομίας. Οι
εξαιρετικοί πράγματι χάρτες του κυρίου Γιάννη Παπαμιχαήλ, οι ωραίες (παλαιές ή
σύγχρονες) φωτογραφίες και οι πολλές έγχρωμες γραφικές παραστάσεις που κοσμούν
το βιβλίο βοηθούν πολύ τον αναγνώστη να κατατοπιστεί στον χώρο και να κατανοήσει
καλύτερα όσα αναφέρει ο συγγραφέας. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για το δεύτερο
κεφάλαιο της μελέτης, που αναφέρεται στην ιστορία της περιοχής.
Ίχνη της
παρουσίας του ανθρώπου σ’ αυτή την περιοχή ανιχνεύονται από την Παλαιολιθική
περίοδο. Ο κ. Κολιός παρακολουθεί την πορεία της σε όλες τις περιόδους της
ιστορίας, αξιοποιώντας ό,τι έχει φέρει ως τώρα στο φως η σκαπάνη των αρχαιολόγων
και η ιστορική έρευνα, για να αναδείξει αφενός τη συνεχή, αλλά όχι ευθύγραμμη
κατοίκησή της, και αφετέρου τις τομές στην ιστορία του τόπου. Ιδιαίτερα
σημαντική και απόλυτα ορθή, κατά τη γνώμη μου, είναι η παρατήρηση που κάνει ότι
«η ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την οθωμανική
περίοδο γιατί απ’ αυτήν περνούσαν οι κυριότερες οδικές αρτηρίες που συνέδεαν την
Άρτα και την Πρέβεζα με τα Ιωάννινα». Όπως παρατηρεί, στις αρχές του 19ου αιώνα
εντοπίζονται οι πρώτες γραπτές αναφορές στους οικισμούς αυτής της περιοχής. Η
παράθεση αποσπασμάτων από τα έργα ξένων ταξιδιωτών (όπως του Leake, του
Pouqueville και του Hughes) που πέρασαν από εδώ στις αρχές αυτού του αιώνα μας
μεταφέρουν δύο αιώνες πίσω επιτρέποντάς μας να αναπλάσουμε τον οικισμένο ή μη
χώρο και ν’ αναλογισθούμε τι άλλαξε από τότε έως σήμερα. Η ενσωμάτωση της Άρτας
στο ελληνικό κράτος είχε ως συνέπεια οι μουσουλμανικές της οικογένειες να
μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στην ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας σε μία
νέα πόλη που χτίστηκε γι’ αυτούς παίρνοντας το όνομα Χαμιδιέ προς τιμήν του
σουλτάνου Αβδούλ Χαμήτ και μετονομάστηκε γρήγορα σε Νέα Φιλιππιάδα. Για το
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα διαθέτουμε τις πρώτες δημοσιευμένες οθωμανικές
απογραφές για τον πληθυσμό των οικισμών της περιοχής, τις οποίες παραθέτει ο
συγγραφέας πριν φθάσει στην πιο πρόσφατη ιστορία της περιοχής, από την
ενσωμάτωσή της στο ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα για να παρακολουθήσει τα
κυριότερα γεγονότα αυτής της περιόδου και τις διοικητικές μεταβολές που έγιναν
από τότε έως σήμερα.
Έτσι εισάγεται ο αναγνώστης ομαλά στο τρίτο, πιο
εκτεταμένο και πιο σημαντικό κεφάλαιο αυτής της μελέτης, στο οποίο εξετάζεται η
δημογραφική εξέλιξη της περιοχής κατά τον 20ό αιώνα και συγκεκριμένα από το 1913
έως το 2001. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέταση των πληθυσμιακών μεταβολών δεν
γίνεται ερήμην των πολεμικών και πολιτικών γεγονότων που συνέβησαν στην
εξεταζόμενη περιοχή, αλλά και ευρύτερα στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
και του ελληνικού Κράτους. Αντίθετα, πολύ ορθά και συνετά ο συγγραφέας εντάσσει
το δημογραφικό στο πολιτικό ή το πολεμικό, προκειμένου να δει πώς τα διάφορα
γεγονότα επηρέασαν τις μετακινήσεις του πληθυσμού προς και απ’ αυτήν την
περιοχή, τις αυξομειώσεις του, την αλλαγή των ορίων του δήμου κλπ. Για
παράδειγμα, όπως γράφει, οι Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την πύκνωση
με την άφιξη επήλυδων του πληθυσμού των ορεινών και ημιορεινών κτηνοτροφικών
οικισμών, ενώ αντίθετα οι οικισμοί με χαμηλό υψόμετρο δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη
πληθυσμιακή πύκνωση, λόγω των βαλτωδών εδαφών Δεν αγνοεί δε και τον οικονομικό
παράγοντα, ο οποίος έπαιζε και παίζει πάντα καθοριστικό ρόλο στην κίνηση του
πληθυσμού μιας περιοχής. Αξίζει δε να τονιστεί ότι δεν εκβιάζει τα συμπεράσματα,
ούτε δίνει εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα για τα οποία απαιτούνται και
άλλες πρωτογενείς έρευνες.
Ο κ. Κολιός δεν παραθέτει απλά τα στοιχεία των
απογραφών του ελληνικού κράτους, αλλά προχωράει σε μία ουσιαστική ανάλυση των
πληροφοριών που δίνουν, κάνοντας πολύ λεπτές και μετρημένες παρατηρήσεις που
προαιωνίζουν έναν καλό ιστορικό. Επισημαίνει ορθά ότι η μειωμένη παρουσία των
γυναικών στις πρώτες απογραφές οφείλεται στην υποκαταγραφή τους, λόγω των
αντιλήψεων της εποχής εκείνης, λόγω θανάτων πολλών γυναικών κατά τον τοκετό και
για άλλους λόγους, ενώ, αντίθετα, το ποσοστό των ανδρών εμφανίζεται μεγαλύτερο
για στρατιωτικούς και φορολογικούς κυρίως λόγους. Από το 1917 παρατηρείται
αύξηση του πληθυσμού των πεδινών οικισμών της περιοχής, κάτι που οφείλεται
πρωτίστως στη σταδιακή διανομή στους ακτήμονες γεωργούς γαιών που ήταν πριν
τουρκικά τσιφλίκια, στον εκσυγχρονισμό των καλλιεργητικών μεθόδων, στη
καταπολέμηση της ελονοσίας και στην εκδίωξη των μουσουλμάνων. Γι’ αυτούς τους
λόγους, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, παρατηρείται την εποχή αυτή «μία ριζική
αντιστροφή της παλαιότερης κατανομής του πληθυσμού, ευνοώντας τη συσσώρευσή του
σε πεδινούς οικισμούς της Φιλιππιάδας που προσφέρονταν περισσότερο στη γεωργική
εκμετάλλευση».
Εξαιρετική είναι και η ανάλυση των δημογραφικών μεταβολών που
συνέβησαν στην περιοχής της Φιλιππιάδας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, για
την οποία είναι αρμοδιότερος να μιλήσει συνάδελφος κ. Αναστασόπουλος, ως ειδικός
γι’ αυτή την περίοδο. Από τις σχετικές με το ζήτημα αυτό σελίδες της μελέτης
καταλαβαίνει κανείς ποιες ήταν οι δημογραφικές –άρα και οι οικονομικές-
συνέπειες του σημαντικότερου ίσως γεγονότος για τον Ελληνισμό κατά τον 20ό αιώνα
στην εξεταζόμενη περιοχή. Μ’ άλλα λόγια, τη σχέση της μεγάλης, της εθνικής,
ιστορίας με την μικροϊστορία ή, αλλιώς, με την τοπική ιστορία. Η Φιλιππιάδα
γνώρισε σημαντικό αριθμό προσφύγων, αν τον συγκρίνουμε με τον μικρό αριθμό
προσφύγων που εγκαταστάθηκαν σε όλη την Ήπειρο. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η
μεγαλύτερη παρουσία των γυναικών στην απογραφή του 1923, σε σχέση με την
απογραφή του 1928, υποδηλώνει ότι στους προσφυγικούς πληθυσμούς δεσπόζουν οι
γυναίκες, καθώς η Μικρασιατική καταστροφή έπληξε κυρίως τον ανδρικό πληθυσμό.
Έτσι, ανάμεσα στις απογραφές του 1913 και του 1928 ο ανδρικός πληθυσμός της
επαρχίας παρουσίασε αύξηση κατά 5,95% και ο γυναικείος κατά 17,34%. Την ίδια
περίοδο παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού των ορεινών και ημιορεινών οικισμών,
γιατί τα χωριά αυτά ευνοούσαν την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και δευτερευόντως
της γεωργίας. Οι πληθυσμιακές αυτές μεταβολές παρακολουθούνται από τον συγγραφέα
λεπτομερώς κατά οικισμό και κατά φύλο, συνοδεύονται δε από ωραίες γραφικές
παραστάσεις, που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα γραφόμενα.
Κατά τον ίδιο προσεκτικό και πειστικό τρόπο συνεχίζει ο κ. Κολιός την
επεξεργασία των απογραφικών δεδομένων της δεκαετίας 1940-1950, επισημαίνοντας
ότι η απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιωτικών, εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών, που
ξεκίνησε το 1917 και εντατικοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια, λειτούργησε και για τη
Φιλιππιάδα. Αποτέλεσμα αυτών των απαλλοτριώσεων ήταν η μετακίνηση ευάριθμων
πληθυσμιακών ομάδων προς τους ορεινούς και πεδινούς οικισμούς της περιοχής.
Συγκρίνοντας δε την απογραφή του 1920 μ’ αυτήν του 1940 διαπιστώνει ότι ο
πληθυσμός της Νέας Φιλιππιάδας παρουσίασε σημαντική μείωση, της τάξης του 24%, η
οποία όμως υπερκαλύφθηκε από την αύξηση του πληθυσμού της Παλαιάς Φιλιππιάδας.
Στα επόμενα μέρη αυτού του κεφαλαίου εξετάζονται οι δημογραφικές εξελίξεις
της περιοχής κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, παράλληλα με τις διοικητικές
αλλαγές των ορίων του δήμου. Στην απογραφή του 1951 ο δήμος Φιλιππιάδας
παρουσιάζει μία σημαντική αύξηση του πληθυσμού κατά 50%, η οποία είναι πολύ πιο
έντονη στην πόλη της Φιλιππιάδας (αύξηση 124,57%). Τούτο οφείλεται στο ότι
καταφεύγουν σ’ αυτήν πληθυσμοί από την
ύπαιθρο για μεγαλύτερη ασφάλεια λόγω
των εμφυλιοπολεμικών γεγονότων. Εν συνεχεία τονίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις
της εξωτερικής και της εσωτερικής μετανάστευσης για την περιοχή στα χρόνια
1955-1971 (κυρίως προς τη Γερμανία και την Αθήνα, αλλά και προς μεγάλες πόλεις
της Ηπείρου, ιδίως προς τα Γιάννενα και την Άρτα) και επισημαίνονται με σαφήνεια
οι αιτίες αυτού του φαινομένου, το οποίο έπληξε ιδίως την Ήπειρο: οικονομική
ανέχεια, ανεργία, οικονομικές ανισότητες, αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και
άλλες. Το κεφάλαιο αυτό και όλη η μελέτη ολοκληρώνεται με καίριες παρατηρήσεις
για την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, οπότε σχηματίστηκε ο
καποδιαστριακός δήμος Φιλιππιάδας. Μία περίοδο πληθυσμιακής ανάπτυξης, που ο κ.
Κολιός πιθανολογεί ότι οφείλεται στη μείωση του μεταναστευτικού ρεύματος.
Τα
συμπεράσματα με τα οποία ολοκληρώνεται η μελέτη δείχνουν ότι ο συγγραφέας έχει
κατανοήσει καλά μέσα από ποιες διαδικασίες και υπό την επίδραση ποιων παραγόντων
(γεωμορφολογικών, οικονομικών, πολιτικών και άλλων) εξελίχθηκε στη διάρκεια ενός
αιώνα ο πληθυσμός της Φιλιππιάδας. Η καταληκτήρια παράγραφος των συμπερασμάτων
είναι η πεμπτουσία όλου του βιβλίου και άκρως επίκαιρη. Επιτρέψτε μου να σας
διαβάσω ένα μέρος της: «Από την αναζήτηση των αιτίων των εκάστοτε αυξομειώσεων
του πληθυσμού, που δεν οφείλονταν στην αλλαγή των διοικητικών ορίων, προκύπτει
ότι ορισμένες μεταβολές προκλήθηκαν από μεμονωμένα γεγονότα ιστορικής σημασίας,
όπως η άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων. Ορισμένοι όμως παράγοντες, που επηρέαζαν
σημαντικά τις μεταβολές των πληθυσμιακών μεγεθών, όπως η φτώχεια και η ανεργία,
που οδήγησαν στο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού
αι. παραμένουν σε καιρούς τεταμένης και έντονης οικονομικής κρίσης της δεύτερης
δεκαετίας του 21ου αι. επίκαιροι για τις δημοτικές αρχές και τη διαμόρφωση της
όποιας πολιτικής και στρατηγικής για το κοινωνικό γίγνεσθαι των κατοίκων και το
μέλλον της Φιλιππιάδας.».
Πρόκειται, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, για μία
σημαντική μελέτη, για μία ουσιαστική συμβολή στην ιστορία της Φιλιππιάδας και,
κατ’ επέκταση, όλης της Ηπείρου. Να ευχηθούμε στον αγαπητό Δημήτρη να μας
προσφέρει στο μέλλον και άλλες τέτοιες μελέτες και να βρει τη θέση που του
αξίζει στην επιστημονική κοινότητα της χώρας.
Σας ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου