Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
(Την απάντηση δίνει στο βιβλίο του ο Σπύρος Νεραδιώτης «Εν χορώ και οργάνοις – επί των ορέων ωραιότης»)
Πέρασαν σαράντα και …χρόνια από τότε που φύγαμε από τα Τζουμέρκα και εγκατασταθήκαμε -ομαδικώς θα έλεγα-, «αμούστακα παιδιά», στην πρωτεύουσα. Τι εγκατασταθήκαμε! «Κουρνιάσαμε» ίσαμε οκτώ άτομα σε ένα δωμάτιο, στο Γαλάτσι. Ανωτέρα βία. Σπουδές. Μα, πρώτα έπρεπε να καλύψουμε μια άλλη ανάγκη. Επιβίωση. Ανάγκη πάσα, λοιπόν, να βρούμε μια δουλειά. Χτυπήσαμε πόρτες, μπήκαμε σε μαγαζιά, ρωτήσαμε, παρακαλέσαμε… Παντού, η ίδια ερώτηση, ολόιδια και η απάντηση.
-Από τα Τζουμέρκα είσαι;
Ούτε που προλαβαίναμε να απαντήσουμε κι ερχόταν η κατραπακιά.
-Καλύφθηκε η θέση. Ευχαριστώ!
Ώσπου το πήραμε χαμπάρ’. Έφταιγε η γλώσσα, η Τζουμερκιώτικη λαλιά. Η βαριά προφορά μας με τις «κωφώσεις» ήταν αντίθετη με τα «πολιτιστικά δεδομένα» της πρωτεύουσας. Άσε που η συμπεριφορά τους, έτσι έλεγαν, ο τρόπος ζωής, οι συνήθειές τους, απάδουν με την πολιτιστική πρωτευουσιάνικη πρακτική. Κι έτσι «τακτοποιηθήκαμε» στις οικοδομές. Μαστορόπαιδα, βοηθοί, όπως και να το πει κανείς, το ίδιο είναι. Κι εκεί, στην οικοδομή, - εκμεταλλευόμενοι τον οικοδομικό οργασμό της Αθήνας- λύσαμε το πρόβλημα, αλλά, σκωπτικά και υπονοώντας πολλά, λέγαμε και το ποίημα «Το μαστορόπουλο» του Γιώργου Κοτζιούλα.
Τον πήραν τον Κολιό,
τον πήραν οι μαστόροι,
παιδί απ’ το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.
Παράλληλα κατανοήσαμε και κάτι άλλο. Απαραίτητη προϋπόθεση για να ενταχθούμε στην “πολιτιστική πραγματικότητα” της πρωτεύουσας ήταν να αλλάξουμε την προφορά μας και να εξοβελίσουμε από το λεξιλόγιό μας όλες, μα όλες τις λέξεις που είχαν σχέση με το Τζουμερκιώτικο ιδίωμα.
Όχι πήγαμαν’ αλλά πήγαμε.
Όχι ακουρμαίνω, αλλά ακούω …κ.τ.λ.
Με λίγα λόγια ήμασταν υποχρεωμένοι να απεμπολήσουμε την καταγωγή μας, να αποδιώξουμε την ντοπιολαλιά μας, να σβήσουμε το παρελθόν.
Και βλέπαμε να «κυριαρχούν» δυο συμπεριφορές: Από τη μια πλευρά οι « πολιτισμένοι», με την κάποια νεοπλουτική ξιπασιά που χαρακτηρίζει συνήθως τις καινούριες κοινωνίες και που ντρεπόντουσαν να φανερώσουν το παρελθόν τους και από την άλλη, όσοι ένιωθαν το παρελθόν τους σαν ένα πλουτισμό της ζωής και δεν ήθελαν να το χάσουν.
Διαχρονικό το πρόβλημα. Από όποια οπτική γωνία κι αν συλλάβει κάποιος το θέμα, όσα και να διαβάσει θα διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα, ακόμα και οι μεγαλύτεροι ιστορικοί της αρχαιότητας, ο Ηρόδοτος, ο Λίβιος, ο Τάκιτος κ.τ.λ. ποτέ δεν αποδεσμεύθηκαν από αυτό, δηλαδή από το παρελθόν, από το μύθο του ή την κοινωνική του χρήση. Ο Θουκυδίδης, μπορούμε να πούμε, ότι συνέλαβε ουσιαστικά τη φύση του προβλήματος, την ανάγκη δηλαδή να αναπαραστήσουμε το παρελθόν, κι έκρινε ότι το πρόβλημα αυτό δεν μπορούσε ουσιαστικά να λυθεί. Γι’ αυτό παρέβλεψε γεγονότα του παρελθόντος κι έδωσε προσοχή στην «παρούσα πραγματικότητα», προτού ο χρόνος προλάβει να αλλοιώσει ή να καταστρέψει τα αντικειμενικά της στοιχεία.
Όλα τα στοιχεία, η ανάγκη να έχει κάποιος ρίζες στο χρόνο, οι μύθοι, οι παραδοσιακές-εθιμικές τελετές, όσο μακραίνουν, είναι λιγότερα ισχυρά.
Πολλά τα παραδείγματα. Η οικονομική δραστηριότητα, η παιδεία του παρελθόντος, ο τρόπος ψυχαγωγίας των ανθρώπων, όλα αυτά παύουν να αποτελούν οδηγό του παρόντος, με την επιφύλαξη, βέβαια, ότι διάφορα υπολείμματα εξακολουθούν να επιβιώνουν. Ο οικογενειακός τρόπος ζωής, οι ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων δεν καθοδηγούνται πλέον από τα παρελθοντικά δεδομένα. Διατηρούνται φυσικά, ορισμένοι θύλακες αντίστασης, αλλά αυτοί είναι νησίδες πίστης σε μια πλημμύρα αμφιβολίας. Kαι οσονούπω έρχεται το τέλος.
Από την άλλη πλευρά σε όλους τους αιώνες, ωστόσο, οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούσαν το παρελθόν μόνο ως οδηγό για τη ζωή τους στο παρόν, αλλά και για πολλούς άλλους σκοπούς. Θεωρούσαν ότι η μελέτη του παρελθόντος μπορούσε να αυξήσει τη διορατικότητά τους ή και να τους βοηθήσει να προβλέψουν το μέλλον. Μελετώντας το παρελθόν, ανακάλυπταν επαναλαμβανόμενα φαινόμενα, απώτερους σκοπούς, αναπόφευκτες συνέπειες. Η μείωση της επιρροής του παρελθόντος στην κοινωνία δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η λειτουργία ή χρήση αυτή του παρελθόντος δεν είναι πλέον σημαντική.
Συμπέρασμα: Kαι οι δυο απόψεις είναι ακραίες και άρα, θα τολμήσω να το πω, ανεφάρμοστες. Γιατί, είναι κανόνας πως ο χρόνος αποστρέφεται το παρελθόν, καβαλικεύει το παρόν και προκαλεί το μέλλον. Σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής-κοινωνική ή και προσωπική-, η επιρροή του παρελθόντος σταδιακά περιορίζεται, αλλά τουλάχιστον δεν εξαφανίζεται.
Μερικοί ισχυρίζονται -τινές «ονομάζονται» και επιστήμονες καθότι εσχάτως πολλαπλασιάστηκαν και τα βαφτίσια- ότι το τζουμερκιώτικο παρελθόν τετέλεσται! Κι όταν μιλάμε για θάνατο του τζουμερκιώτικου παρελθόντος δεν μπορούμε φυσικά να αποκλείσουμε το συναίσθημα, τη ντοπιολαλιά, την ψυχαγωγία, τον τρόπο εν γένει ζωής.
Μπορεί και να έχουν δίκιο. Έτσι διαβάζουν, αυτά καταλαβαίνουν και ουδέποτε συνθέτουν. Προσλαμβάνουμε, μεταπλάθουμε, αποβάλλουμε! Εδώ, βρίσκεται η λύση… Γιατί, πώς θα τραγουδήσει κάποιος το ηπειρώτικο τσάμικο και πώς θα βιώσουν τα λόγια του, πώς, τέλος πάντων, θα συμμετέχουν νοηματικά και συναισθηματικά οι συμπανηγυριώτες, αν δεν έχουν νοητική και βιωματική «επαφή» ;
Ξύπνα περδικομάτα μου μωρέ,
κι `ρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου ‘φερα μωρέ,
να πλέξεις στα μαλλιά σου.
Από την άποψη αυτή θερμά συγχαρητήρια στον Σπύρο Νεραδιώτη, τον ακούραστο εργάτη της παράδοσης, για το βιβλίο του, που πρόσφατα κυκλοφόρησε με τίτλο: «Εν χορώ και οργάνοις – επί των ορέων ωραιότης» και το οποίο είναι αφιερωμένο στην μουσικοχορευτική παράδοση των Τζουμέρκων. Και απάντηση δίνει και με Τζουμέρκο μας πασπαλίζει. Εύγε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου