Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Αγία Παρασκευή (Κεράσοβο) Κόνιτσας. Απολαύστε τα video





Δείτε την Αγία Παρασκευή δορυφορικά



Απολαύστε τα video





















   Η Αγία Παρασκευή  ( Κεράσοβο) είναι ένα όμορφο ορεινό χωριό του Δήμου Κόνιτσας - Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις βορειοδυτικές πλαγιές  του όρους Σμόλικα (2637μ) σε υψόμετρο 1050μ. και έχει πλούσια βλάστηση και πολλά γάργαρα νερά.
   Απέχει από την Κόνιτσα περίπου 27χμ. και στη διαδρομή με το αυτοκίνητο  ο επισκέπτης θα εντυπωσιαστεί από την πυκνή βλάστηση και την ποικιλία των φυσικών τοπίων.
   Είναι ένα από τα παραδοσιακά μαστοροχώρια της περιοχής με πλούσια πολιτιστική παράδοση. Το χωριό στο παρελθόν ζούσε τη δική του αυτόνομη ζωή. Ακόμα κατοικείται χειμώνα - καλοκαίρι και οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία, κατασκευή - επισκευή σπιτιών, υλοτόμηση κ.λπ.
   Είναι κτισμένο ανάμεσα από πυκνά δάση πεύκου, οξιάς, πυξαριού και ρόμπολου. Αριστερά και δεξιά του χωριού τρέχουν τα δύο ποτάμια ο "Κακόλακκος" και ο "Βουρκοπόταμος" με τα κρυστάλλινα και πεντακάθαρα παγωμένα νερά τους. Περιβάλλεται από δύο βουνοκορυφές με την ονομασία για την καθεμία Τζιούμα (τοπωνύμιο), που βρίσκονται βόρεια και νότια του χωριού και μία άλλη ανατολικά Ανήλιο (τοπωνύμιο - επειδή όλο το χειμώνα ο ήλιος δεν το βρίσκει) όπου ο δρόμος οδηγεί προς τα χωριά Φούρκα και Σαμαρίνα.
   Για αυτούς που αγαπούν τη φύση και τους λάτρεις της ορεινής πεζοπορίας το χωριό και οι γύρω περιοχές του αποτελούν την ιδανική λύση. Υπάρχει ορειβατικό μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του όρους Σμόλικα και αφού προσπεράσει τη Δρακόλιμνη οδηγεί νότια προς τα χωριά Άρματα - Πάδες - Παλιοσέλι. Το μονοπάτι ξεκινάει από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Στην αρχή του μονοπατιού υπάρχει γκαλντερίμι όπως το απαιτεί η παράδοση του χωριού και κατά τη διαδρομή η φύση επιφυλάσσει εκπλήξεις στον περιπατητή όσον αφορά την χλωρίδα και πανίδα του τόπου.














   Μια εκ των λαμπρότερων και πιο σπουδαιότερων περιόδων της Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, η εποχή της Βορείου Ηπείρου και ειδικά της επαρχίας Κονίτσης, έμεινε ασπούδαστη και ανερεύνητη. Μέσα σ' αυτή την γενικότερη λήθη εντάσσεται και η ιστορία του χωριού μας του Κιρασόβου (κατά παραφθορά Κεράσοβο), ή Αγίας Παρασκευής. Οι Έλληνες του Βυζαντίου θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαδόχους των Ρωμαίων, εξ' ου και το μεσαιωνικό όνομα Ρωμιός, αγνόησαν εντελώς σχεδόν την περίοδο εκείνη, αφού άφησαν να χαθούν κατά ένα μεγάλο μέρος, τα πνευματικά αυτής προϊόντα.
    Η κατάτμηση της Ελλάδας σε μικρά, αλλά ανεξάρτητα μεταξύ τους κράτη, συνέτεινε πολύ στους συνεχείς μεταξύ τους πολέμους και αντιζηλίες. Η ιστορία εξάλλου του αρχαίου ελληνισμού παρουσιάζει το φαινόμενο της άμιλλας των πόλεων-κρατών για την διεκδίκηση της ηγεμονίας αν και ανήκαν στην αυτή φυλή, λάτρευαν τους ίδιους θεούς, μιλούσαν την αυτή γλώσσα και είχαν τέλος την βαθειά συνείδηση της κοινής καταγωγής.
    Την άμιλλα αυτήν μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών, που εκδηλώνονταν, δυστυχώς σε μακρούς, συνεχείς και εξαντλητικούς πολέμους, έχουν παρεξηγήσει επιπόλαιοι της ιστορίας ερευνητές και πολλοί εχθροί της Ελλάδας την εκμεταλλεύτηκαν κακόπιστα. Έβγαζαν εσκεμμένα το συμπέρασμα, ότι οι τάχα αρχαίο βορειοηπειρώτες δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων και ημών των Κιρασοβιτών.
    Διαπιστώνουμε ότι στην έρευνά μας, για την καταγραφή της ιστορίας, των ηθών και εθίμων του χωριού μας πολλές δυσχέρειες συναντήσαμε. Και αυτό γιατί ο ιστορικός-ερευνητής που θα θελήσει να μελετήσει και να καταγράψει την ιστορία ενός τόπου, ενός χωριού, μιας περιοχής, κατ' αρχή θα πρέπει να προστρέξει στις πηγές. Το κάθε τι, που έχει λεχθεί, ή έχει γραφεί ή έχει κτισθεί, ή ζωγραφιστεί κτλ. Αυτά όλα είναι τα ιστορικά μνημεία και οι πηγές της ιστορίας ενός τόπου. Υπάρχει ακόμη και ο ιστορικός θησαυρός στο στόμα του λαού, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά που όμως αυτές τις μέρες χάνεται και λησμονείται. Γι' αυτό είναι δύσκολη η περισυλλογή του υλικού για να γίνει-κτιστεί η «οικοδομή», δηλαδή η συγκέντρωση και η καταγραφή της ιστορίας, των ηθών και εθίμων του ξακουστού χωριού μας. Αρκεί να υπάρχει η επιμονή και υπομονή. Να μην ξεχνούμε όμως, ότι διάχυτη είναι η πίστη στην επιστήμη, ότι και τα μικρότερα επιπλέον, ασήμαντα πράγματα αυτού του κόσμου είχαν και πάντα έχουν την μικρή ή μεγάλη, κρυφή ή φανερή ιστορία τους.
    Με αυτή την πίστη προχωρήσαμε και εμείς σε αυτό το έργο μας. Τα πορίσματά μας απλοποιημένα για τους πολλούς, αλλά και σφιχτοδεμένα για τον ερευνητή-ιστορικό, καταχωρούμε σε αυτή τη μελέτη μας.
    Από την έρευνα αυτή θα αναπηδήσει η αλήθεια, θα αποδειχθεί περίτρανα ο αρχαίος και σημερινός μας πολιτισμός, θα διαλυθούν σκιές σκοτεινές, θα διαλευκανθούν πολλά ζητήματα και τέλος θα λυθούν πολλά προβλήματα ιστορικά






















 Χωρογραφία - Θέση
   Το χωριό μας η Αγία Παρασκευή (Κιράσοβο ή Κεράσοβο), βρίσκεται στο βορειοανατολικότερο μέρος του νομού Ιωαννίνων, της περιφέρειας Ηπείρου, στα σύνορα με τη Δυτική Μακεδονία (νομοί Καστοριάς - Κοζάνης - Γρεβενών). Ήταν και είναι ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της επαρχίας της Κόνιτσας. Είναι χτισμένο στους πρόποδες του θεόρατου μυθικού και ασπρομάλλη Σμο-Λύγκου=Σμόλυγκα (όχι Σμόλικα, είναι λάθος), υψόμετρο 2638 μ. Ανήκει στο ορεινό συγκρότημα του θρυλικού Πίνδου, ή όπως έχει επικρατήσει (ατυχώς) πια σήμερα της οροσειράς της Πίνδου, χτισμένο μέσα στην χαράδρα - λεκάνη του Βουρκοπόταμου. Το χωριό στο παρελθόν ζούσε τη δική του αυτόνομη ζωή.  Ακόμα όμως κατοικείται μόνιμα χειμώνα - καλοκαίρι. Είναι και αυτό ένα από τα ψηλότερα χωριά της πατρίδας μας 1050 μ. υψόμετρο.
   Αριστερά και δεξιά τρέχουν τα δυο ποτάμια με τα κρυστάλλινα πεντακάθαρα παγωμένα νερά τους. Είναι ένα πέτρινο χωριό που ξεπερνάει ακόμα και τα πολυδιαφημισμένα τοπία της Ελβετίας. Το χωριό μας διοικητικά ανήκει στο νομό Ιωαννίνων, της άλλοτε επαρχίας Κόνιτσας. Τώρα στον «Καποδιστριακό Δήμο» της Κόνιτσας. Απέχει από τα Γιάννενα 95 χιλιόμετρα και από την Κόνιτσα 30 χμ. ασφαλτοστρωμένου αυτοκινητόδρομου.




Πληθυσμός
   Για τα παλιά χρόνια κανένα στοιχείο δεν έχουμε για τον πληθυσμό του χωριού μας, δηλαδή τους τρεις συνοικισμούς που το αποτελούσαν το Κιράσοβο ή Κεράσοβο, Ριάχοβο και Πέρα ή Κάτω Μαχαλά. Τα πρώτα γραπτά στοιχεία είναι από τον Π. Αραβαντινό (Ηπειρώτικα Χρονικά, τ. β, σελ. 339), που μας πληροφορεί ότι το χωριό μας είχε τότε το 1857, 41 χριστιανικά σπίτια και 97 στέφανα και κανένα τούρκικο.
    Επίσης ο Κ. Στεργιόπουλος, καθηγητής τότε το 1938, της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, που συνέγραψε το «Τοπωνυμικόν της Επαρχίας Κόνιτσας», «Ηπειρωτικά χρονικά 1938», μας δίνει την πληροφορία και αυτός, ότι ο συνοικισμός Ριαχόβου, που συνώκησε το 1780 με το Κιράσοβο, είχε 19 σπίτια.
    Άλλη μια αναφορά των τότε προέδρων της κοινότητας μας το 1957, προς το Υπουργείο Γεωργίας που αφορούσε τη διαμάχη του δάσους Ριαχόβου με το Δημόσιο, αναφέρει ότι από το Ριάχοβο ήρθαν στο Κεράσοβο 41 οικογένειες (στεφάνια) και μάλιστα κατά γένη. Ακόμη ο συγγραφέας Κώστας Στεργιόπουλος μας πληροφορεί ότι ο συνοικισμός πέρα ή Κάτω Μαχαλάς συνενώθηκε με το Κεράσοβο, πολύ πιο παλιά, κατά τα χρόνια 1500-1600 μ.Χ. Οι λόγοι της συνένωσης των δυο αυτών οικισμών, Ριαχόβου και Πέρα ή Κάτω Μαχαλά με το Κεράσοβο επιβλήθηκε εξ ανάγκης, γιατί δεν μπορούσαν να αντισταθούν και να αμυνθούν στις ληστείες και στις βάρβαρες επιδρομές των Τουρκαλβανών κατακτητών και ληστών.
    Επομένως το 1857, το χωριό μας, το Κεράσοβο ως ενιαίο πλέον χωριό είχε άνω από 700-800 άτομα αφού το σύστημα τότε το κοινωνικό ήταν πατριαρχικό, δηλαδή κάθε οικογένεια απαρτίζονταν από παππούδες, πατέρες, γιους (δηλαδή από 8-10 άτομα, 97 Χ 8 ή 10) ψυχές 700-800. Από τις δεκαετίες όμως από 1880 και μετά παρατηρείται μετανάστευση, στο εξωτερικό (Αμερική - Αίγυπτο - Ρουμανία), και κατά συνέπεια μείωση του πληθυσμού.
    Το 1914 που έγινε η πρώτη γενική καταγραφή του αντρικού  πληθυσμού των «νέων χωρών», μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913 από τους Τούρκους, η απογραφή έδειξε, βιβλίο μητρώων αρρένων, 498 άρρενες. Αν υπολογίσουμε και τις γυναίκες, τότε ο πληθυσμός του χωριού μας, υπερέβαινε κατά πολύ τους 1500 κατοίκους. Το 1920 είχε 722, το 1928, 893 και το 1940, 1310. Εδώ έγινε η μεγάλη έκρηξη του πληθυσμού του χωριού μας. Από το 1941 και μετά αρχίζει η μείωση, λόγω πολέμου, κατοχής, εμφυλίου σπαραγμού 1946-1949. Το 1951 μειώθηκε στους 821 με συνεχή μείωση ώστε το 2001, φθάσαμε να αριθμούμε 431 κατοίκους, λόγω της εξωτερικής, αλλά κυρίως της εσωτερικής μετανάστευσης των κατοίκων της. Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ανέρχονται γύρω στους 120-130. Το καλοκαίρι πάλι λόγω διακοπών φθάνουν και τους 1000 - 1500 κατοίκους.


Πολεοδομική μορφή
    Η πολεοδομική μορφή του χωριού μας είναι η λεγόμενη μονοκεντρική. Έχει ένα κέντρο στη μέση του χωριού που περιλαμβάνει το μεσοχώρι και τις δυο ανισόπεδες πλατείες. Χωρίζεται σε μαχαλάδες - γειτονιές. Αυτές είναι: 1. οι Παπαγανναίοι, 2) Τζινάδες, 3) Ζηλάδες, 4) οι Γελαδαραίοι, 5) το «Βαρόσι ή Βαρόζι, που σημαίνει στην τουρκική διάλεκτο, χριστιανική συνοικία, 6) οι Μπαϋλάδες - Γουδούη, ρωμαϊκής καταγωγής που σημαίνει υπηρέτης - υπάλληλος, κομιστής, 7) οι Μωραϊταίοι, και το όνομα φανερώνει ότι ο γενάρχης τους ήταν στην καταγωγή του από το Μωριά, 8) οι Κωστάδες - Ζώηδες, 9) οι Οικονομαίοι - Μακρυγιάννηδες, 10) οι Τσουμπαναίοι που είναι κατάλοιπο της Σλάβικης λέξης Ζουμπάν, που σημαίνει αρχιτσέλιγκας αρχηγός φυλής ομάδας, ενός τόπου ή ενός ποιμνίου 11) οι Νταγκουβαναίοι, που το όνομά τους σημαίνει πολύ σηκληρός, αντοχής (Αλβανικό ντάλτε) και τέλος 12) οι Τέλληδες, που προέρχεται από την τούρκικη ρίζα teli=χορδή-σύρμα), Αντρέας Καλαντζάκος, βιβλίο τα «ονόματα - επώνυμα - παρατσούκλια».










Καταγωγή  - ίδρυση - συνοικισμοί:
   Το χωριό μας όπως ομολογούσαν οι γέροντες και οι γερόντισσες τα παλιά χρόνια, τώρα έμειναν ελάχιστοι απαρτίζονταν από τους τρεις συνοικισμούς (μαχαλάδες): α) του Κιρασόβου ή όπως επικράτησε Κερασόβου (λόγκα), β) του Ραχόβου ή Ριαχόβο και γ) του Πέρα ή Κάτω Μαχαλά.
    Στους τρεις αυτούς συνοικισμούς υπάρχουν ακόμη και σήμερα τοποθεσίες (τοπωνύμια) αλλά και ερείπια και σωροί από πέτρες και καλύβες που μαρτυρούν την ύπαρξη αυτών των οικισμών.
    Ο πρώτος και αρχαιότερος οικισμός του Λόγγα είναι παραφθορά της λέξης Λύγκα, που σημαίνει τόπος, χώρος του ζώου Λύγκου = μεταξύ σκύλου και τσακαλιού, εξ ου και το Λύγκος ή Λυγκών, αλλά οι Σλαύβοι πρόσθεσαν και τη λέξη Σμοκός που σημαίνει ποιμνιοστάσιο (στρούγκα) και έγινε Σμοκο-Λύγκος = Σμόλυγκας = Τσομπανόσκυλο.
    Ο θρύλος - παράδοση - διήγηση - μυθολογία λέει πως ο Λύγκος ήταν βασιλιάς και αυτός της Μακεδονίας και επιχείρησε να φονεύσει τον Τριπτόλεμο Μολοσσό βασιλιά της περιοχής μας, για να θεωρηθεί ότι αυτός διέδωσε την καλλιέργεια των δημητριακών. Θύμωσε όμως τότε η θεά της γεωργίας Δήμητρα και τον μεταμόρφωσε σε ζώο, εξ ου και το όνομα Λύγκος. Λέγεται στο χωριό μας πως κάτω από τα σπίτια των Μακρυγιανναίων, κρύβονται στο χώμα πολλά αρχαία αντικείμενα, αγγεία, αμφορείς, ψηφιδωτά κ.ά. Ανασκαφές δεν έγιναν ποτέ. Ο οικισμός αυτός ήταν γύρω από τον Άγιο Θανάση και την Αγία Παρασκευή.


Οικισμός Πέρα ή Κάτω Μαχαλάς
    Ο οικισμός αυτός βρισκόταν στο τοπωνύμιο που και σήμερα υπάρχει, δηλ. στο Πέρα Μαχαλά και αυτός είναι πολύ αρχαίος, Πότε ιδρύθηκε δεν είναι γνωστό. Γνωστό είναι ότι γύρω στα 1500 - 1600 μ.Χ. εξαναγκάστηκε να συνενωθεί με τον οικισμό του Λύγκα για να μπορεί να αμύνεται στις ληστρικές επιδρομές των ληστών και στις βάρβαρες επιδρομές των Σλάβων-tουρκαλβανών. Χώριζε τον οικισμό Λόγκα με τον οικισμό του Πέρα ή Κάτω Μαχαλά, το ποτάμι που περνούσε κάτω από το μαχαλά Ζηλάδες.
   Το ποτάμι αυτό, ο «Κακόλακος» όπως τον λέμε, είχε δύο ροές-δρόμους, ο πρώτος περνούσε από την Πλάκα χωράφια Βάσιου, κατέβαινε στο μύλο του Ντούσια, στη συνέχεια στην τοποθεσία Τζιουμίχα και κατέληγε στο μύλο του Ζιούλη, σήμερα σπίτι Δημήτρη Γελαδάρη. Το περίσσευμα του νερού, ακολουθούσε το δρόμο μύλο Ντούσια, σπίτια Γιάννη Χαρισιάδη, Κώστα Παπακώστα, Μανέκα, Ζηλάδες, Βρύση Παπαγιάννη. Ο δεύτερος δρόμος ήταν χωράφια Βάσιου Αδάμου, Αγία Παρασκευή, Άγιο Θανάση, ένωση με Βουρκοπόταμο.
    Κάποια χρονιά προ του 1920, κατά κάποιες μαρτυρίες το γεγονός αυτό έγινε το 1904,  ο ποταμός αυτός έφερε τόσο πολύ νερό, λόγω μεγάλης νεροποντής στο Σμόλυγκα, που λίγο έλειψε να πνίξει το μαχαλά των Μακρυγιανναίων. Γι' αυτό το λόγο, οι τότε συγχωριανοί μας, με την οικονομική βοήθεια και των Κερασοβιτών της Αμερικής, άλλαξαν τον δρόμο των ποταμών και πήγε εκεί που είναι σήμερα.











Οικισμός Ριαχόβου ή Ραχόβου
    Αυτός βρίσκονταν 3-4 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού μας, δηλαδή 1, με 1,30 ώρες από τη Λόγκα Κερασόβου. Από στοιχεία κυρίως από επίθετα των κατοίκων του (Βαλάδες), που σημαίνει ακρίτες-καστριώτες, προκύπτει ότι πρόκειται για οικισμό ρωμαϊκό ή βυζαντινό, την εποχή της φύλαξης των συνόρων της αυτοκρατορίας από τους ακρίτες. Επομένως από την κυρίευση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους το 146 μ.Χ. κατοικείται η περιοχή αυτή. Άρα οι κάτοικοι αυτής ήταν Ρωμαϊκής ή Βυζαντινής καταγωγής. Αν ήταν ρωμαϊκής εξελληνίσθηκαν και συν το χρόνο ερχόμενοι σε επιμιξίες με Έλληνες.
    Το 1780, ο συνοικισμός αυτός συνενώθηκε με το Κεράσοβο εξ ανάγκης λόγω επιδρομής των ληστών, των Σλάβων και Τουρκαλβανών κατακτητών. Άλλες οικογένειες ήρθαν στο Κεράσοβο (19), άλλες κατέφυγαν στα Κανάλια Καρδίτσας, Ανθηρό Λάρισας και κυρίως στα χωριά των Χασίων (νέο Ριάχοβο, Κακοπλεύρι, Τσαπουρνιά κ.ά.).
    Σήμερα υπάρχουν Κερασοβίτικες οικογένειες στη διασπορά πάρα πολλές. Μερικές από αυτές, όσες έγιναν γνωστές είναι, στα Κανάλια: Βαλάδες, Κυριτσαίοι, Τσιάτσηδες, Πάσχοι, Ντουνταίοι. Ανθηρό: Μπεκαίοι. Μεσηνικόλα: Ζουκαίοι. Βυθό (Ντόλο Κοζάνης): Δαμαλής Αντρέας, Τζίνα Φωτεινή, Τζίνας Δημήτριος, Τζίνας Παναγιώτης, οικ. Πούλιου, Γηράση και άλλες.
    Αυτοί λοιπόν οι τρεις (3) οικισμοί αποτέλεσαν τον ενιαίο πλέον οικισμό της Λόγκας ή Κιρασόβου ή Κερασόβου. Φαίνεται - προκύπτει ότι η αρχαία Λόγκα είχε το όνομα αυτό μέχρι που προέκυψε το νέο Κιράσοβο ή Κεράσοβο κατά παραφθορά. Το σωστό και ορθό είναι το πρώτο, όπως το πιστοποιεί ο κ. Σεργιόπουλος και τώρα ο πρύτανης Γ. Μπαμπινιώτης. Η λέξη Κιράσοβο είναι σύνθετη από τις λέξεις Κιρατζής - ενοικιαστής και την Σλαβική κατάληξη -όβο, επομένως Κιράτζοβο=κιράσοβο, κατ' ευφωνίας = τόπος ενοικίασης. Το όνομα αυτό το πήρε μετά το 1417 που τούρκεψε η περιοχή μας.


    
Υπάρχει μια πανάρχαια προϊστορική ονομασία της πόλης ή χώρας του χωριού μας Λύγκα - Λόγκα, που είναι τουλάχιστον πελασγικής καταγωγής (2000 π.Χ.) ή τουλάχιστον δωρικής (1600 π.Χ.), όπως μαρτυρούν οι ιστορικές αλήθειες. Κατοικούσαν οι δωρικές φυλές Λύγκοι-Λυγκιστές, Τραγασσαίοι, αργότερα οι Μολοσσοί, Τυμφαίνοι, Αντινάνες, που ο ιστορικός Τίτος Λίβιος τους τοποθετεί ανάμεσα στα βουνά της Πίνδου και στα σύνορα της Ηπείρου και καθορίστηκαν από το ρουν του ποταμού Αώου (ΧLV, 4.30, 1 βιβλίο) ή Αίαντα.

    Ακόμα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι κάτοικοι της Ηπείρου και φυσικά και οι Κιρασοβίτες ανήκουν στα φύλα της άριας ράτσας, εφόσον δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφορά ως προς τους άλλους Έλληνες, γιατί προέρχονται από τις βασικές ελληνικές φυλές (Ιώνων-Δωριέων) οι οποίες συνθέτουν την ελληνική φυλή. Μεταξύ Πελασγών και Ελλήνων υπάρχει σταθερή εθνολογική σχέση. Τα αρχικά φύλα των Πελασγών, Κούρων, Λελέγων, Δρυόπων κ.τλ. έχουν συγχωνευθεί μετά των Ιώνων και αποτέλεσαν τους Αιολείς (ανάμεικτους) της Ηπείρου που τελικά εξετοπίσθηκαν δηλ. απομακρύνθηκαν, εκδιώχθηκαν από τους κατερχόμενους Δωριείς γύρω στα 1150-1100 π.Χ.
    Ο λαός της Ηπείρου και οι Λύγκοι-Τραγασσαίοι - Κιρασοβίτες, έλαβε σαφή διαχωριστικό χαρακτήρα και κατατμήθηκε αργότερα σε μικρά ανεξάρτητα και αυτονομούμενα έθνη. Ο Ηρόδοτος, πατέρας της ιστορίας αναφέρει, ότι «την Μακεδονίαν εισί και Λυγκησταί και Ελυμιώται και άλλα έθνη επάνωθεν, σύμμαχα μεν εστί τούτοις και υπήκοα, βασιλείας δι' έχει καθ' εαυτά». Δηλαδή την Μακεδονίαν κατοικούν και οι Λυγκηστές και οι Ελυμιώτες και άλλα έθνη πιο πάνω τα οποία είναι σύμμαχοι μεταξύ τους και υπήκοα, έχουν όμως έκαστον από αυτά βασιλείς ΄(όλα τα έθνη αυτά, ζούσαν γύρω από τον Λύγκο ή Σμόλυγκα).



Ονομασία του χωριού 
    Το σημερινό όνομα (Αγία Παρασκευή), το χωριό μας το πήρε το 1953, ύστερα από απόφαση της Νομαρχίας Ιωαννίνων, γιατί το παλιό του, το Κεράσοβο, θεωρήθηκε Σλάβικο. Προτιμήθηκε το Αγία Παρασκευή επειδή η οσιομάρτυρας Αγία Παρασκευή είναι προστάτης και πολιούχος του χωριού μας και την ημέρα της ιερής μνήμης της (26 Ιουλίου) το χωριό μας πανηγυρίζει προς τιμήν της Μεγαλομάρτυρος υπάρχει και το εξωκκλήσι της, εκεί στην έξοδο του χωριού μας προς το χωριό Φούρκα. Το κτίσμα είναι ύστερο του 1850, και χτίστηκε πάνω σε παλιότερα θεμέλια. Εκεί πρέπει να υπήρχε άλλη εκκλησία, στη μνήμη όμως πάλι της Αγίας Παρασκευής, προφανώς κεντρικής εκκλησίας Χριστιανικής των χρόνων της Λόγκας-Κιρασόβου.
     Ο Χριστιανισμός στα μέρη μας πρέπει να μεταδόθηκε από τους διερχόμενους εμπόρους, ταξιδευτές, καλόγερους, καθότι το χωριό μας ήταν σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης πέραν του ότι διήρχετο από τα μέρη μας, ένα παρακλάδι από τα τρία της Εγνατίας οδού Κωνσταντινούπολη - Ρώμης. Αξίζει τον κόπο να μάθει ο κάθε Κιρασοβίτης το μύθο γύρω από την εξαφάνιση της εικόνας της Αγίας Παρασκευής από το ομώνυμο εξωκκλήσι της, προ 400-500 χρόνων και την εύρεσή της στο διπλανό χωριό μας, το Παλιοσέλλι. Ο μύθος έχει ως εξής και να τι έγραψε η εφημερίδα «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΜΕΛΛΟΝ» της 2ας Σεπτεμβρίου του 1964.









Φυσικό Περιβάλλον

Έδαφος
    Το έδαφος του χωριού μας είναι τελείως ορεινό. Αποτελείται κυρίως από φλύσχνες και αργιλικούς σχιστόλιθους. Η υψηλότερη περιοχή από ασβεστόλιθο, αλλά και μάρμαρο. Αυτές οι περιοχές είναι ο Σμόλυγκας, τα Σουβλιά, ο Κλέφτης, το Ταμπούρι-Μπέκος, η Γύφτισσα. Έχει μικρά ωραιότατα οροπέδια, π.χ. Κάμπος, Μπιγκόζι, Μεγαγιάννη, χαλασμένα, πλαγιές και και μικρές καταπράσινες λοφοσειρές (τσιούμες δύο) δεξιά-αριστερά του χωριού μας, χαράδρες, και ξέφωτα μεγάλα.

Νερά
    Το χωριό μας κατακλύζεται από τα νερά, έχει άφθονα. Πρώτα πρώτα τα δυο ποτάμια του, δεξιά-αριστερά του χωριού μας, τα ονομαζόμενα «Κακόλακκος» και «Βουρκοπόταμος» πηγάζουν από τον αγέρωχο γέρο Λύγκο. Έχουν πεντακάθαρα -κρυστάλλινα νερά, χειμώνα καλοκαίρι. Από αυτά ποτίζουν οι κάτοικοι τα χωράφια τους και τους κήπους τους. πέραν αυτού δίνανε υδραυλική δύναμη και λειτουργούσαν και οι 7-8 νερόμυλοι του χωριού μας, όπως και τα «μαντάνια» και οι «νεροτριβιές» όπου επεξεργάζονταν τα ρούχα και σκεπάσματα των κατοίκων τα παλιά χρόνια, αλλά και μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Υπέδαφος
   Το υπέδαφος της περιοχής του χωριού μας δεν έχει μέχρι σήμερα καμιά εκμετάλλευση. Πιθανότατα υπάρχουν κοιτάσματα κασσίτερου, αργυρομόλυβδου, θειαφιού και κάρβουνου. Εκείνο που είναι σίγουρο και αδιαμφισβήτητο είναι ότι το Ινστιτούτο Γεωλογικών Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) έχει αποφανθεί ότι διατρέχει κίνδυνο από κατολισθήσεις. Το φανερώνουν οι δρόμοι, τα σπίτια, οι καλύβες και τόσα άλλα. Το ΙΓΜΕ ισχυρίζεται ότι κάτω από το χωριό, σε μεγάλο βάθος, περνάει υπόγειος ποταμός.

 Υψόμετρο
    Η έκταση του χωριού μας απλώνεται από το υψόμετρο των 500 μέτρων μέχρι την κορυφή του Σμόλυγκα 2,638 μέτρα. Το χωριό βρίσκεται στα 1040-1050 μέτρα.

Κλίμα
    Το κλίμα που επικρατεί είναι το ηπειρωτικό, το ορεινό που παρατηρείται στους ορεινούς όγκους του Πίνδουν της Ηπείρου. Η νέφωση είναι πυκνή, η ηλιοφάνεια λίγη, μεγάλο χειμώνα με πολλές βροχές και χιόνια. Οι βροχές αρχίζουν το φθινόπωρο μέχρι το Μάιο. Η μέση θερμοκρασία είναι 21-22 βαθμούς.
    Η διαφορά όμως είναι μεγάλη μεταξύ μέσης ελάχιστης και μέσης μέγιστης θερμοκρασίας και μεταξύ ημέρας και νύχτας, εξαιτίας των καθοδικών ψυχρών ρευμάτων που δημιουργούνται την νύχτα από τα ΒΑ υψώματα (Βέργου - Ζεκίρι) προς την κεντρική και δυτική περιοχή του χωριού μας. Παγετοί πολλοί τα παλιά χρόνια, αλλά και σήμερα ακόμη. Τα σημερινά χρόνια το κλίμα έχει αλλάξει πολύ. Δεν έχουμε άφθονα χιόνια, ούτε βροχές πολλές. Δεν «κρατάει» πλέον ο γέρο Σμόλυγκας στις απότομες κορφές και ..... των «βαθυλάκκων» τα παλιά χρόνια και πάγους, που προμηθεύονταν οι Κιρασοβίτες στα πανηγύρια και στις χαρές για συντήρηση των τροφών και κρύων ποτών.

Χλωρίδα
    Η χλωρίδα του χωριού μας είναι πλουσιότατη. Έχουμε φυτά του κήπου και του βουνού, τα άγρια. Πεύκα μαυρόφλουδα και ασπρόφλουδα (ρομπόλια-πεύκα, έλατα, οξιές, βαλανιδιές, κισσούς, πλατάνια, ιτιές, κρανιές, κέδρους, σφεντάνια, γιάβρους, καρυδιές, καστανιές, αμυγδαλιές, κουρτσιές, μηλιές, τσαπουριές και ότι άλλο φανταστεί ο άνθρωπος.

Πανίδα
    Την πανίδα αποτελούν τα ζώα, μικρά και μεγάλα που ζουν σε μια περιοχή. Τα ζώα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, τα άγρια του βουνού και τα οικόσιτα του σπιτιού. Άγρια έχουμε: καφέ αρκούδες, λύκους, λύγκους, αγριογούρουνα, αγριόγατες, ζαρκάδια, αγριόγιδα, λαγούς, αλεπούδες, βερβερίτσες, φίδια πολλών ειδών, σαύρες, γκουστερίτσες, χελώνες, ποντίκια και άλλα πολλά μικρά είδη.
     Τα οικόσιτα είναι λίγο πολύ γνωστά π.χ. πρόβατα, γίδες, αγελάδες, μουλάρια, γαϊδούρια κλπ. Από πουλιά, πολλών ειδών π.χ.χελιδόνια, αγριοπερίστερα, τώρα εξαφανίστηκαν, αετοί, πέρδικες, αηδόνια, κοτσύφια, φλώρια, κούκους, τσαλαπετεινοί, κοράκια, αγριόκοτες, κίσσες, νυχτοπούλια, γκιώνιδες, σπουργίτες, μπεκάτσες κ.λπ.

Ο Αετός του Κερασόβου
     Ο Αχιλλέας Πασιάς 96 ετών, μας διηγήθηκε το 1999 τα εξής για τον αετό του χωριού μας: ο αετός του Κερασόβου σκοτώθηκε το 1928 από κάποιο Ελβετό περιηγητή. Το όρνιο αυτό ζούσε ψηλά στις απόκρυμνες κορυφές του Σμόλυγκα (Βαθύλακκο), στη θέση που ονομάζονταν «κουτάρια», άκρα του γέρου Σμόλυγκα. Ο Ελβετός περιηγητής - κυνηγός τον παρακολουθούσε από καιρό, αφού διέμενε στη Σαμαρίνα. Σκοπός και στόχος του να τον σκοτώσει, αλλά δεν μπορούσε. Σκέφτηκε το εξής τέχνασμα-κόλπο. Κάποια ημέρα, κρέμασε από κάποιο δέντρο ή βράχο ένα σκοτωμένο γατάκι. Ο αετός που τριγυρνούσε το εντόπισε, «μάτι αετού» λέει η παροιμία, και κατέβηκε για να το πάρει. Αυτήν την ευκαιρία ζητούσε και ο Ελβετός κυνηγός, ο οποίος καιροφυλακτούσε εκεί κοντά, ρίχνει και τον σκοτώνει. Δεν τον πήγε στη Σαμαρίνα, αλλά τον έφερε στο Κιράσοβο, στο σπίτι το πατρικό του Αχιλλέα Πασιά, τότε 23 ετών άντρας. Είχε άνοιγμα φτερό με φτερό 3 μέτρα ολόκληρα. Εκεί τον ταρίχευσε και τον βαλσάμωσε, τον φόρτωσε σε κάποιο ζώο και αναχώρησε για τη χώρα του. Για καλή μας τύχη, στο τελωνείο της Μερτζάνης, λειτουργούσε προπολεμικά, ανακαλύφθηκε και κατακρατήθηκε και έτσι παραδόθηκε στο Μουσείο Αθηνών. Το 1939 τον είδε και πάλι ο ίδιος ο Αχιλλέας Πασιάς, φαντάρος όντας στην Αθήνα. Είχε την πινακίδα που έγραφε «αετός του Κερασόβου». Έκτοτε αγνοείται η τύχη του. ο τέως Γραμματέας του χωριού μας κ. Παπαγιάννης Κώστας, γνωρίζει που είναι, αλλά σιωπά, δεν το φανερώνει, κρίμα μεγάλο. 

Λίμνες
    Άφησα τελευταίο το ζήτημα αυτό, γιατί έχει όλως εξαιρετική σημασία, για εμάς τους Κιρασοβίτες, εφόσον οι υπάρχουσες δύο λίμνες βρίσκονται στα μέρη μας, στα Κερασοβίτικα, αφενός και αφετέρου λόγω της μυθολογίας γύρω από τις «δρακολίμνες» του Πίνδου ή της Πίνδου.
     Στην αρχαία εποχή η Πίνδος θεωρούνταν ιερό βουνό, αφιερωμένο στον Θεό Απόλλωνα και στις Μούσες, όπως και ο Παρνασσός.
      Το όνομα Πίνδος το πήρε η οροσειρά από τον ομώνυμο ήρωα (Πίνδο) γιο του Μακεδόνα βασιλιά της Μακεδονίας. Ο Μακεδόνας αυτός είχε τρία (3) παιδιά, τα δυο από αυτά φθόνησαν τον αδελφό τους Πίνδο, και θέλανε να τον εξοντώσουν. Αυτός όμως για να σώσει τη ζωή του, έφυγε στο βουνό αυτό, τον Λύγκο. Εδώ για να επιβιώσει, τρέφονταν με κυνήγι και χόρτα. Πάνω στο κυνήγι συναντήθηκε και γνωρίστηκε με ένα ανθρωπόμορφο δράκοντα φίδι με το οποίο έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Οι αδελφοί του όμως δεν τον ξέχασαν, έφθασαν στον Λύγκο και κατόρθωσαν να τον εξοντώσουν. Ο φίλος όμως δράκος έθαψε τον Πίνδο εδώ και το βουνό ονομάστηκε από τότε πίνδος. Αυτά λέει η μυθολογία, η οποία στα νεότερα χρόνια συνεχίστηκε. Τα τρία αδέλφια, οι τρεις δράκοντες που διαμένουν στις τρεις (3) Δρακολίμνες της Πίνδου, (Σμόλυγκα, Τύμφη, Λάκμωνα), οι δυο δεν κατόρθωσαν να εξοντώσουν τον τρίτο, του Σμόλυγκα. Οι δυο άλλοι διέμεναν στις δρακολίμνες της Τύμφης (πάνω από το Πάπιγκο) ο ένας, και στον Λάκμωνα (Περιστέρι) ο άλλος. Και άρχισε ο πόλεμος μεταξύ τους, εκτοξεύοντας παντός είδους υλικά. Όλο το σχετικό μύθο-παράδοση έχει δημοσιεύσει ο ποιητής Ηπειρώτης Κώστας Κρυστάλλης στον «Παρνασσό» του Ιουνίου του 1890. Εδώ αναφέρεται μόνο το σχετικό πανάρχαιο τραγούδι, εφόσον όλα αυτά σχετίζονται άμεσα με την ιστορία του χωριού μας:
     Στις Σαμαρίνας τα βουνά, της Εοιβίας τους τόπους, εκεί που πέντε δεν πατούν, και δέκα δεν διαβαίνουν, εγώ μονάχος πέρασα, πεζός και αρματωμένος με τιτριμίδες στο σπαθί, με φούντες στο τουφέκι. Εξήντα δράκους σκότωσα κι εξήντα έχω λαβώσει, και πέτυχα και το στοιχειό σε μια ψιλή ραχούλα. Σείεται και σειούνται τα βουνά, σίεται και σειούνται και οι κάμποι.
     Ταράζει τα ποδάρια του και δέντρα ξεριζώνει, στριγγλιά φωνή εφώναζε, βογγούν βουνά να ράχες. εδώ που πέντε δεν πατούν και δέκα δεν διαβαίνουν τι γύρευες μονάχος σαν πεζός κι αρματωμένος;
     Η άλλη, η δεύτερη μικρή λιμνούλα, στα μέρη μας είναι αυτή του Κέτση.Το μεγαλύτερο μέρος αυτής είναι υπόγεια, καλύπτεται από καλάμια-χόρτα. Εδώ η μυθολογία-παράδοση λέει, πως ένας ζευγάς παπάς του χωριού μας ενώ όργωνε το χωράφι του εκεί δίπλα, το ζευγάρι αφήνιασε και τρελό τράβηξε για τη λίμνη, όπου και καταποντίστηκε με τον παπά μαζί. Τεμάχιο από το ράσο του παπά ή το καλυμαύχι (καπέλο) βρέθηκε και βγήκε σε μια πηγή κάτω στο εξωκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας του Μακρυγιάννη. Αυτό φανερώνει προφανώς ότι τα νερά της μικρής αυτής λίμνης φεύγοντας υπόγεια σχηματίζουν στα χαμηλότερα πηγές.






Κυριότερα τοπωνύμια
         Τα διάφορα τοπωνύμια, τα ονόματα δηλαδή των διαφόρων τόπων, βουνών, λιμνών, ποταμιών, χωραφιών, βρυσών κτλ. έχουν μεγάλη σημασία για μια μελέτη της γλώσσας, της εθνικής ιστορίας, της τοπικής ιστορίας, της θρησκείας και δίκαια επομένως έχουν χαρακτηρισθεί οι τοπωνυμίες σαν «επιγραφές γεγλυμένες επί του εδάφους». Τα τοπωνύμια αυτά, μαζί με τα δημοτικά μας τραγούδια, τα γλωσσικά μας ιδιώματα, τις υπάρχουσες επιγραφές, τους αρχαιολογικούς μας τόπους, ήθη και έθιμα μας, έχουν τη δική τους φωνή, για να μας πουν πολλά για τη μακρόχρονη και σκοτεινή ιστορία του τόπου μας, του χωριού μας, να φωτίσουν ορισμένες πτυχές της ιστορίας μας και να λύσουν και ορισμένες απορίες, ή προβλήματα, που διαφορετικά θα έμειναν άλυτα.
        Ας σκεφτούμε όλοι μας, πώς από τα ασήμαντα από πρώτη άποψη τοπωνύμια, πόσα συμβάντα, λυπηρά ή χαρούμενα, έρχονται στη μνήμη μας από τα περασμένα χρόνια και πόσες συμφορές και μαρτύρια δεν διηγούνται. Έτσι λοιπόν, κάθε άλλο, παρά χαμένος κόπος είναι η φροντισμένη περισυλλογή αυτών των μνημείων και η καταγραφή τους.
        Οι ονομασίες αυτών των τόπων, προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη διαμόρφωση του τοπίου, της θέσης του και τη χρήση του από τους κατοίκους του χωριού, από κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα, από φυτά ή δέντρα που φύτρωναν ή καλλιεργούνταν σ' αυτόν τον τόπο. Ακόμη από το όνομα του ιδιοκτήτη, από παραδόσεις ή συμβάντα τοπικά, από υπάρχοντα ερείπια, χτίσματα ή ζώα άγρια, που δάνειζαν το όνομα τους στην περιοχή.
        Το λήμμα αυτό βασίστηκε κυρίως στην εργασία του συμπατριώτη μας (Κάτσικο) Θωμά Ζιώγα για τα τοπωνύμια του χωριού μας, στο σύγγραμμα «ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΟΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ» του συγγραφέα κ. Στεργιόπουλου, στο συγγραφέα «Τοπωνυμικό Ζαγορίου» Κώστα Οικονόμου, καθηγητή γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διηγήσεις-παραδόσεις του χωριού μας και προσωπικές μελέτες του γράφοντος.
       Η εργασία αυτή είναι πολύ δύσκολη και απαιτεί και πολλές γνώσεις, γιατί τα μέρη μας ήταν όπως σημειώθηκε, τόπος συνάντησης, πέρασμα, διάβα, πολλών φυλών, λαών και εθνών, τα οποία άφηναν πίσω τους τα σημάδια.
       Η ακριβής ερμηνεία ενός τοπωνυμίου είναι μεγάλο ζήτημα, εξαιτίας του γεγονότος ότι μέσα στο χρόνο, οι λέξεις αυτές έχουν παραφραστεί, από στόμα σε στόμα, με αποτέλεσμα να μην είναι κανείς σίγουρος για την αρχική τους προέλευση.
      Να καταγραφούν εδώ, σ' αυτό το λήμμα όλα τα τοπωνύμια του χωριού μας θα απαιτούνταν πολλές σελίδες. Εξάλλου η καταγραφή τους έχει γίνει από τον συμπατριώτη στο περιοδικό μας. 
      Η τωρινή καταγραφή θα αφορά εκείνα τα τοπωνύμια του χωριού μας, που δεν αποδόθηκαν σωστά στην ερμηνεία τους ή δεν έχουν καταγραφεί καθόλου.



Κατά αλφαβητική σειρά έχουμε: 

  • Διμόπλη, η: Αυτή είναι η ορθή και σωστή γραφή και σημαίνει δίδυμη πόλη - οικισμό. Δεν προέρχεται από το κυριώνυμο Δημόπουλος που κατείχε ή νέμονταν τότε την περιοχή. Το όνομα το πήρε από την τοποθεσία, θέση, που ήταν κτισμένη δεξιά και αριστερά του ρέματος (λάκκου) ή ποταμού που περνούσε ανάμεσα τους, κάτω από τον Άγιο Θανάση. Το 1922-23 γυρίστηκε το ποτάμι στη σημερινή του κοίτη λόγω μεγάλης καταστροφής που προξένησε στη γειτονιά από υπερχείλιση, ύστερα από φοβερή νεροποντή ψηλά στο Σμόλυγκα. Εξάλλου ποτέ δεν υπήρξε κυριώνυμο τέτοιο στο χωριό μας. Πέραν αυτού, όπως γράφτηκε και στο λήμμα αρχαία ονομασία του οικισμού Λόγκα, στη θέση αυτή βρέθηκαν αρχαία αντικείμενα, τόσο από την εδώ πλευρά-όχθη του ρέματος (Άγιος Θανάσης), όσο και από την έναντι όχθη. Λέγεται μάλιστα με επίταση πως επί Τουρκοκρατίας βρέθηκε από γείτονα θησαυρός μέσα σε κιούπι και διαπραγματεύονταν στα Γιάννινα ν' αγοράσει από τούρκο ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο γύρω από τον Κόρακα. Τελικά τα χάλασαν για 50 τούρκικες λίρες. Ολόκληρο το τίμημα ήταν 4-4.500 χιλ. τουρκικές λίρες. Έτσι πήγε χαμένος ο θησαυρός, δεν αξιοποιήθηκε. Η περιοχή αυτή κατοικούνταν από την εποχή των Πελασγών-Δωριαίων (φυλή Λύγγοι), το μαρτυρούν τα ευρήματα στις ανασκαφές των θεμελίων των σπιτιών τη γειτονιάς, τα οποία οι συμπολίτες μας φρόντιζαν και φροντίζουν να τα αποκρύπτουν από το φως, φοβούμενοι προφανώς  τυχόν αρχαιολογικές συνέπειες.
  • Δραγασιά,  η:  Ναι μεν βρίσκεται σε ψηλότερο σημείο από τη Διμόπλη, το όνομα της όμως δεν το πήρε από τη θέση που ο αγροφύλακας είχε παρατηρητήριο και παρατηρούσε την όλη γύρω περιοχή, αλλά από την Πελασγική - Δωρική φυλή (Δραγατσαίους) που κατοικούσαν όπως και οι Λόγγοι τα μέρη μας. Είναι ιστορικό ντοκουμέντο, κατάλοιπο 2.500-2.000 χρόνων.Εξάλλου τα αρχαία χρόνια, η περιοχή ήταν δασωμένη, κατάλληλη για κυνήγι και βοσκή των κοπαδιών και βοοειδών των αρχαίων προγόνων μας.
  • Καλόγερος, ο: Η τοποθεσία ανήκε στον οικισμό του Ριαχόβου, αφού βρίσκεται πάνω από τον άγιο Θεοδόση. Δεν ασκήτεψε εδώ κανένας ιερομόναχος-καλόγερος. Την ονομασία την οφείλει στο γεγονός, ότι εδώ σκοτώθηκε από τους Τουρκαλβανούς στρατιώτες ή ληστές, ο ένας από τους πέντε (5) γιους του Γιάννη Βάλλα-Παπαγιάννη ο «καλόγερος», ονομαζόμενος που ήταν ιερομόναχος. Το γεγονός πρέπει να έχει συμβεί κατά την επανάσταση που έκανε η Κρήτη το 1860,-1862, που ταρακούνησε την Τουρκία και ακολούθησε η Ήπειρος και Μακεδονία-Θεσσαλία. Το χωριό μας, πάντα πρώτο, επαναστάτησε κι αυτό. Στην απρόσμενη επίθεση των Τουρκαλβανών στρατιωτών, οι κάτοικοι-πρόγονοί-μας, κατέφυγαν για μια ακόμη φορά για τη σωτηρία τους, στις προστατευτικές - οχυρές, κακοτράχαλες θέσεις, τοπωνύμια «καταφύγι» και «σαμάρι», που είναι απέναντι από τον Άγιο Θεοδόση, από εδώ λοιπόν τα ονόματά τους. Εκεί ψηλά δεν τολμούσαν να τους πολεμήσουν οι τουρκαλβανοί, φοβόντουσαν και με τις πέτρες τους σκότωναν, ήταν απόρθητα φυσικά κάστρα τους.                                 Ο καλόγερος αυτός, ήταν και σίγουρα και κουφός-κωφάλαλος και έβοσκε την αγέλη (κοπάδι) των βοδιών του πατέρα του. Δεν πρόφτασαν στην συγκεκριμένη περίπτωση να τον ειδοποιήσουν, να πάρει το κοπάδι και να φύγει και αυτός για να σωθεί. Εκεί στη θέση αυτή τον βρήκαν οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες και τον σκότωσαν, το δε κοπάδι με τα ζώα το πήραν μαζί τους για την Κόνιτσα ή Β. Ήπειρο (διήγηση από αφέντη Νικόλα Παπανικόλα, και πατέρα μας). Από τότε, η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε «καλόγηρος» και σημαίνει φονικό, ιστορικό και αυτό ντοκουμέντο. Λέγεται και εδώ με επίταση πως ο «καλόγερος» είχε μαζί του «φύλαγε» και μια «τραγασίτσα», ντορβά-σακκούλι, από δέρμα μικρού ζώου, συνήθως κατσικιού, που μέσα του είχε τις οικονομίες της οικογένειας, νομίσματα. Βλέποντας τον κίνδυνο που τον απειλούσε πρόλαβε και έκρυψε κάπου τον μικρό θησαυρό, προτού τον σκοτώσουν και τον πάρουν οι στρατιώτες. Το μυστικό μαθεύτηκε και από τότε και μέχρι σήμερα διάφοροι κυνηγοί θησαυρών, Κιρασοβίτες και ξένοι ψάχνουν στα μέρη εκεί τριγύρω τον χαμένο Παπαγιανναιϊκο θησαυρό. Πάντως δεν ακούστηκε να έχει βρεθεί.
  • Καραμούσης, ο: Το σωστό είναι Καραμπούζης, το πρώτο είναι παραφθαρμένο. Δεν προέρχεται από Κυριώνυμο, δηλαδή από το Καραμούσης (μαυρομούτσικος, μαυρομούρης), αλλά από το τουρκικό Καρά +b uz πολύ κρύος, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το ποτάμι, όπως εδώ.
  • Καταφύγι, το: Δεν σημαίνει σκεπαστό κτίσμα, προφύλαξη από κακοκαιρίες. Εδώ το τοπωνύμιο έχει τη σημασία που προαναφέρθηκε στο άλλο τοπωνύμιο «καλόγερος», δηλαδή φυσική προστατευτική -οχυρωματική τοποθεσία, όπου κατέφευγαν οι πρόγονοι μας για τη σωτήρια τους, όταν τους κυνηγούσαν οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες ή ληστές. Από εκεί ψηλά αμύνονταν γενναία και ηρωικά και πάντα νικηφόρα. Ιστορικά λοιπόν σημεία. 
  • Κεράσοβο, το: Για την ονομασία αυτή έχει γραφτεί ολόκληρο λήμμα και έχει ήδη διευκρινισθεί τι σημαίνει. Εδώ απλώς σημειώνεται ότι η λέξη είναι Τουρκοσλάβικη, ότι το όνομα πρέπει να δόθηκε μετά την κατάληψη της περιοχής μας (Κόνιτσας) το 1417 από τους Τούρκους. Άρα το όνομα αυτό έχει ζωή γύρω στα 500 χρόνια (1417-1953). 
  • Κρέμαση, η: Είναι λέξη σλαβικής προέλευσης που και αυτή προέρχεται από τη Λατινική greben, που σημαίνει οδοντωτή κακοτράχαλη ανηφόρα, όπως και είναι.
  • Λόγγα ή Λόγκα, η: Για το τοπωνύμιο αυτό, έχει ήδη γίνει ανάλυση στο λήμμα ονομασίες - οικισμοί του χωριού μας.
  • Γιώργου Μάνου, στον: Είναι τοποθεσία κάτω και ανατολικά της Β. Τζιούμας του χωριού μας, πλαγιά σύνδεδρη σήμερα. Η θέση αυτή φανερώνει καθαρά κυριώνυμο και μάλιστα και το βαπτιστικό του όνομα. Έχε γραφεί πως είναι κι αυτό επίθετο παλιού προγόνου μας Κιρασοβίτη γαιοκτήμονα, που σήμερα φάρα-γενιά τέτοια στο Κιράσοβο δεν υπάρχει. Το Μάνος, επώνυμο είναι παλιάς - πολύ παλιάς οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, που κατάγονταν από ευγενή οικογένεια πιθανώς της ομογένειας της Γένουας της Ιταλίας, κλάδος της οποίας μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των Ιγ' και 1δ' αιώνων (1300-1400 μ.Χ.), τα χρόνια ακριβώς που συντελούνταν στα μέρη μας, όπως έχει γραφεί σε άλλο λήμμα, (Σλάβοι-Βούλγαροι), μεγάλες μετακινήσεις, μεταναστεύσεις Ηπειρωτών και Κιρασοβιτών λόγω των φοβερών καταστάσεων που επικρατούσαν στα μέρη μας.                        Στο χωριό μας, γράφτηκε, είχαν εγκατασταθεί, το μαρτυρούν αυτό, τα τοπωνύμια και τα επώνυμα, πολλές οικογένειες καταγόμενες από την Ιταλία. Μια τέτοια ήταν προφανώς και αυτή του Γιώργου Μάνου. Πάντως, οι συγκυρίες όλες δείχνουν πως αυτή η ιστορική φάρα-γενιά έχει Ραχοβίτικες ρίζες και ίσως η μετοίκηση τους στη Γένουα της Ιταλίας να έχει γίνει πιο νωρίτερα, την εποχή του Ρωμαίου στρατηγού Αιμίλιο Παύλο (146 μ.Χ.), όταν νίκησε τον Φίλιππο τον Ε' και ξερίζωσε - έκαψε 70 πόλεις της Ηπείρου και μετέφερε στην Ιταλία 150.000 Ηπειρώτες γιατί συμμάχησαν και βοήθησαν τον Φίλιππο ενάντια στους Ρωμαίους κατακτητές. Ο ευγενής αυτός οίκος της ομογένειας της Γένουας έδωσε πάρα πολλούς αξιόλογους άντρες στην πατρίδα μας, όπως λόγιους, γιατρούς, διπλωμάτες, διερμηνείς, και τον υποστράτηγο Θρασύβουλο Μάνο, αρχηγό του ελληνικού στρατού στο Ηπειρωτικό μέτωπο του 1897.
  • Μεγαϊάννη, η: Η τοποθεσία να ονομάστηκε από κάποιο εκεί εξωκκλήσι του Μέγα Αϊ-Γιάννη, μάλλον δεν αληθεύει. Δεν βρέθηκε πουθενά εκεί τριγύρω, έστω ερείπια-λείψανα, κάποιου τέτοιου εξωκκλησιού, πέραν του ότι στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία δεν υπάρχει Μέγας Αϊ-Γιάννης.
          Το τοπωνύμιο δηλώνει κυριώνυμο που ήταν ασφαλώς κάποιος Μεγαγιάννης ο οποίος προφανώς κατείχε ή νέμονταν την τοποθεσία.

    . Μπαρατσώνη, η: Η ορθή γραφή είναι Μπαρατσόνη, σύνθετη λέξη από το σλαβικό barra ( = τέλμα, λάκκος με νερό) και το όνομα Τσόνης, που προέρχεται από το πουλί τσόνι, που σημαίνει σπίνος και αυτό με τη σειρά του από το βλάχικο ciona που σημαίνει το σπουργήτι (Κ. Οικονόμου «Τοπωνυμικό Ζαγορίου»). Επομένως Μπαρατσόνη είναι κυριώνυμο και προήλθε από τα χωράφια της ομώνυμης οικογένειας στην περιοχή.

    . Μπέκος, ο: Μπορεί στα Λατινικά beccus να σημαίνει κορυφή βουνού, αλλά για εμάς τους Κιρασοβίτες σημαίνει κυριώνυμο. Υπήρξε Κιρασοβίτικη φάρα-φαμίλια, οι Μπεκαίοι, προφανώς από τον συνοικισμό του Ριαχόβου, που μετά την υποχρεωτική και αναγκαστική συνένωση του 1780 με το Κιράσοβο, ή και πιο μπροστά ακόμη, έφυγε-μετανάστευ-σε, πράγμα πολύ συνηθισμένο, σε άλλους τόπους, Θεσσαλία-Ήπειρο-Δυτική Μακεδονία (Χάσια). Τους Μπεκαίους τους βρίσκουμε στα Ελευθεροχώρια στα Κανάλια της Καρδίτσας, μαζί με τους Βαλλάδες, Κυριτσαίους, Τσιατσαίους, Παπαδημητραίους κ.ά. Επίσης και στο Σούλι (Σαμονίβα), μαζί με τους Παπαγιανναίους-Βασιαίους, Τουνταίους. Αυτό δε γιατί τα μέρη αυτά αποτελούσαν άσυλο καταδιωγμένων Ελλήνων (Κ.Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία Β. Ηπείρου, σελ. 93). Και σήμερα ακόμη οι Μπεκαίοι των Ανθηρών της Καρδίτσας, πρέπει να είναι Κιρασοβίτικης καταγωγής. Κατά συνέπεια η κορυφή του βουνού Μπέκος πήρε το όνομα κάποιου ξακουστού κλεφτοαρματολού Κιρασοβίτη Μπέκου και αυτοί ήταν οι Λάμπρος-Γιάννης που πολέμησαν και στο Μεσολόγγι, όπως οι Φουρκιώτες ισχυρίζονται και γράφουν το Ταμπούρι, που είναι ο ίδιος ο Μπέκος, Ταμπούρι του καπεταάν Καραγιώργη, που ήταν κλεφταρματολός αλλά και αρχιληστής (Κ.Α. Βακαλόπουλος).
            Στο Μπέκο ψηλά οι Παπαγιανναίοι είχαν και έχουν χωράφια. Τα σπέρναμε κριθάρι, αλλά τα περισσότερα χρόνια το τρώγαν τα πρόβατα των Βλάχων από τη Φούρκα. Το συμβάν αυτό το έζησε και ο γράφων, νέο αγόρι τότε το 1955.

    . Νησί Μακάρων.Η προϊστορία ξεκινάει με τους μυθικούς ήρωες που θεμελίωσαν πό λεις, ονόμασαν χώρες και έμειναν γνωστοί σαν γενάρχες φυλών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ιλλυριός, γιος του Κάδμου και της Αρμονίας, βασιλιάδων των Θηβών, που έφτασαν στα Βόρεια της Ηπείρου.
              Ωστόσο, τα όσα είναι γνωστά για τον Κάδμο και την Αρμονία, δίνουν μεγαλύτερες προεκτάσεις, γεννούν περισσότερες σκέψεις γύρω από το θέμα αυτό. Αξίζει μια σύντομη αναφορά στις δραστηριότητες και την πολιτεία γενικά του ζευγαριού αυτού, που τόσο στενά σχετίζεται με τους Ιλλυριούς. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Διόδωρου Σικελού, Παυσανία, Απολλόδωρου, Πινδάρου, Ευριπίδη, Υλίνου, Απολλώνιου Ροδίου κ.τ.λ. (Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών, βιβλ. ii) η πολιτεία αυτή συνοψίζεται ως εξής: Ο Κάδμος, όταν εξαφανίστηκε για το φόνο του Δράκου γιου του Θεού Άρη, υπηρετώντας 8 χρόνια σ' αυτόν, πήρε κάτω από την ισχυρή προστασία της Αθηνάς την χώρα των Βοιωτών. Εκεί, έχτισε στις Θήβες την ακρόπολη την οποία ονόμασε Καδμεία. Μυήθηκε στα Μυστήρια της Σαμοθράκης που ο Δίας είχε αποκαλύψει στον Ιάσιο και παντρεύτηκε την Αρμονία, κόρη της Αφροδίτης και του Άρη, με την βοήθεια της Αθηνάς, όταν επισκέφτηκε την Σαμοθράκη. (GRAVES K: GREEK MYTHS, CASSEL- LONDON 1969, σελ. 198-199). Αυτός ο γάμος είναι ιδιαίτερα σημαντικός γιατί είναι και ο πρώτος ανάμεσα σε θνητούς όπου παρέστησαν οι Θεοί του Ολύμπου.
           Με όλη αυτή την εύνοια των Θεών, ο Κάδμος όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει πέρα για πέρα τη συγνώμη του Άρη, ο οποίος πολύ είχε λυπηθεί και θυμώσει για τον φόνο του φιδιού του, κι αναγκάστηκε, μεγάλος πια στην ηλικία να εγκαταλείψει τη Θήβα, αφήνοντας το θρόνο στον εγγονό του Πενθέα. Τον Πενθέα όμως τον είχε γεννήσει η κόρη του Αγάνη με τον Εχίονα, του Ιπορέα του Κάδμου, και ζούσε ήσυχα στην πόλη του. Όταν τώρα ο Πενθέας φονεύτηκε από την μαινόμενη μητέρα του, ο Διόνυσος προείπε (μάντεψε), πως ο Κάδμος και η Αρμονία (γυναίκα του), θα φύγουν από την Βοιωτία και επάνω σε ένα άρμα (άμαξα) που θα το σέρνουν δαμάλια, θα πάει να βασιλεύσει σε Βαρβάρους. Εκεί, ο Άρης, που θα έχει επιτέλους εξευμενιστεί, θα τους σώσει από τον βασανιστικό θάνατο, μεταμορφώνοντας τους σε φίδια και στέλνοντας τους στο «ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ», να ζήσουν ευτυχισμένοι την άλλη ζωή.
           Έτσι και σύμφωνα με την προφητεία αυτή του Διόνυσου, ο Κάδμος και η Αρμονία, άφησαν την πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν στα Βόρεια της Ηπείρου, στη χώρα των Εγχελών μια από τις πάμπολλες Δωρικές Ηπειρωτικές φυλές που έχουν προαναφερθεί. Όταν οι τελευταίοι (Εγχελείς), υπέστησαν την επίθεση των Ιλλυριών, ζήτησαν το βασιλικό ζευγάρι (Κάδμος - Αρμονία) να γίνουν κυβερνήτες τους, σύμφωνα και πάλι με τη συμβουλή του ίδιου του Διόνυσου. Στο μεταξύ η κόρη του βασιλικού ζευγαριού, η Αγάνη είχε παντρευτεί τον βασιλιά των Ιλλυριών Λυκαθέρση, στην αυλή του οποίου είχε καταφύγει μετά το φόνο του γιου της Πενθέα. Ακούγοντας, πως οι γονείς της, είχαν γίνει βασιλείς των Εγχελών και πως οι Ιλλυριοί είχαν επιτεθεί στη χώρα τους, σκοτώνει τον άντρα της τον Λυκαθέρση και προσφέρει τη χώρα του στον Κάδμο. Και άλλα πολλά λέει η μυθολογία για τον Κάδμο και την Αρμονία όπως και τις περιπέτειες τους. Ο γράφων, περιέλαβε το λήμμα αυτό, της Μυθολογίας, για να δείξει, ότι το τοπωνύμιο και κάθε τοπωνύμιο, στα ριζά του Σμόλυγκα της Πίνδου, «Νησί των Μακάρων», στο οποίο έχει και ο ίδιος πάει αρκετές φορές τα χρόνια της νιότης του στο χωριό, για μεταφορά καυσόξυλων με τα ζώα, δεν είναι όλως τυχαίο και άσκοπο.
            Μία από τις δύο αυτές εκδοχές που έχουν προαναφερθεί, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα. Αν αληθεύει η πρώτη εκδοχή, σε συνδυασμό και με τα «κελλιά», τότε αυτό μαρτυράει την διάδοση-διδαχή της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας μας από τα πρώτα χρόνια της χριστιανοσύνης στα μέρη μας, στα χωριά μας. Αν όμως δεν είναι αυτή η εκδοχή, αλλά η δεύτερη της Μυθολογίας, ε, τότε έχουμε και άλλη μια τρανότατη απόδειξη της προϊστορικής (μυθολογικής) κατοίκησης του τόπου μας, γύρω - τριγύρω από τον Λύγγο, ή Λυγκώνα μας. Πάντως, η άποψη του γράφοντος είναι ότι ισχύει η δεύτερη περίπτωση, σε συνδυασμό με όλα τα στοιχεία που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα γύρω από την πανάρχαια κατοίκηση των τόπων - χωρών γύρω από χον Λύγγο - Λυγκώνα (Σμόλυγγα) των Βλάχων της Φούρκας.

    . Nταλιόπολη, η: Το τοπωνύμιο αυτό διχάζει τον μελετητή, τον ερευνητή. Μπορεί να προέρχεται από το Σλαβ. DALIE (=μήκος-μακρότητα-ίσιωμα), μπορεί όμως να προέρχεται και από κυριώνυμο. Κάτοικος Κιρασοβίτης υπήρξε και ο Ντελιάλ προφανώς δυτικής καταγωγής, ίσως και από εδώ να προέρχεται, κατά παραφθορά. Να μην ξεχνούμε καθόλου ότι τα μέρη γύρω από τον Σμόλυγκα, κατοικούταν από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Εδώ τα πανάρχαια χρόνια ήταν η Τράμπυα, και κοντά της η σημερινή Πουρνιά (Σταρίτσιανη), η Κιμώλια ή η Εροιβιά προφανώς - ίσως τα σημερινά χαλασμένα τα δικά μας, η Μέλια, που αυτή ίσως να βρίσκονταν στο σημερινό τοπωνύμιο το δικό μας Μηλιά, σύνορα με Νταλιόπολη, πόλεις για τις οποίες μίλησε ο Θεόφραστος (βιβλ. II). Η προϊστορική αυτή πόλης ήταν πλησίον της άλλης πόλης των Βουνείμων. Τα Βουνείμια ήταν κτίσμα του μεγαλοπράγμονα μυθικού Οδυσσέα «ην έκτισε πλησίον Τραμπύας, λαβών χρησμόν, ελθών προς άντρας οι ουκ οίσασι (δεν εγνώριζαν), θάλασσαν, βουν ουν θύσας, έκτησεν...» (Γ. Λυμπερόπουλος, περιοδικό Κόνιτσα, τ. 88). Λάθος μέγά του Ρουκεβίλ που θέλησε να τοποθετήσει την Τράμπυα και τα Βούνειμα στην περιοχή της Ολύτσικας (χωριό Παλιουρή), ενώ βρίσκονται γύρω από τον Λύγγο ή Λυγγόνα ή Σμόλυγκα (Θ. Χατζηγεωργίου, η αποδημία των Ηπειρωτών).

    . Ντήσινο, το: Το ορθό είναι στην πέτρα του Ντήσινου. Και εδώ διχάζεται η ονομασία, το τοπωνύμιο. Ναι μεν στα σλαβικά DISHANIJE ( = αναπνοή, φυσητό, λόγω ανηφοριάς), πλην όμως μπορεί να προέρχεται και από το κυριώνυμο Ντήσινος, γιατί απαντάται σαν ιδιοκτησία «στην πέτρα του Ντήσινου», ασχέτως αν έχει περίπου την ίδια σημασία. Όπως και να έχει το ζήτημα εκείνο που προέχει, που έχει σημασία μεγάλη, είναι ότι η πέτρα αυτή, μικρό ύψωμα, βουναλάκι, αποτελούμενο από σχιστόλιθους-ασβεστόλιθους, κρύβει στα σπλάχνα του μεγάλο σπήλαιο. Το σπήλαιο αυτό στα χρόνια της τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε σαν κλέφτικο λημέρι καταφύγιο των κλεφτοαρματολών. Εκείλημέριαζαν και κρύβονταν οι αετοί της Πίνδου, του Σμόλυγκα, του Κιρασόβου, της Σαμαρίνας, Μπέκος, Σπαθούλας, Β. Χατζάρας, Αγγελής, Λόγγας, Πέτρος Μανέκας (Μπίας παρατσούκλι). Όλοι αυτοί ήταν Κι-ρασοβίτες. Οι Ζήνδρος, Ζακαίοι, Τότσικας, Παπα-θύμιος Βλαχάβας, Μίχος, Γιώργος Μίσιος, ή Μίσος και από Γρεβενά και Σαμαρίνα. Εκεί ήταν η «κρυψώνα» τους και εκεί ξεχειμώνιαζαν, ξεκουράζονταν, όταν δεν ήταν σε αποστολές. Εκεί έμεναν οι λαβωμένοι για να γιατρευτούν. Ακόμη ήταν λημέρι και των ληστοσυμμοριτών της Πίνδου. Την άνοιξη του 1916, η μάνα του μακαρίτη Σπύρου Γαλάνη, όταν έκανε χωράφι εκεί κοντά, σε απόσταση 120 μέτρων περίπου, είδε ίχνη από φρέσκιες πατημασιές τσαρουχιών με καρφιά πάνω στο μπάλωμα του λίγου χιονιού που υπήρχε ακόμη και πίσω από τον κέδρο στρωμένα τσάκνα (ψιλά κλαδιά) και ξερά χόρτα, δείγμα ότι κάποιος άντρας ήταν ξαπλωμένος.
          Λίγο πιο πέρα στην είσοδο της σπηλιάς που είχε μέτωπο προς το χωριό μας, όπου και χάθηκε εκεί μέσα ο άντρας φρουρός.
         Λέγεται πάντως πως υπήρχαν και άλλες είσοδοι στη σπηλιά και ιδίως από τις απότομες-απόκρημνες πλευρές της πέτρας προς τα χωράφια των Παπαγιανναίων. Το βέβαιο είναι, ότι κανένας Κερασοβίτης, ή άλλος βοσκός ή κάποιος περίεργος δεν ακούστηκε ότι βρήκε τις κρυφές εισόδους-εξόδους και μπήκε μέσα στο σπήλαιο, να το εξερευνήσει. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός αυτό. Δεν βρέθηκε κανένας περίεργος να εξερευνήσει τα μονοπάτια που οδηγούσαν στη σπηλιά; Εκτός αν οι τελευταία ληστές της Πίνδου, του Σμόλυγκα έσβησαν κάθε ίχνος που μπορούσε να οδηγήσει στην μεγάλη, όπως λέγεται κρυψώνα. Έτσι όμως παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο που θέλει να ερευνηθεί και αν είναι δυνατό να γίνει γρήγορα, γιατί τα μονοπάτια-περάσματα θα κλείσουν για παντοτινά, εφόσον μάλιστα έχουν ήδη περάσει εκατό χρόνια.
          Εκείνο που πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα είναι ότι τους κλεφταρματολούς, έστω και ληστές, τους βοηθούσαν, τους τάιζαν, τους έντυναν: τους πόδεναν και τους περιποιόντουσαν κατά κύριο λόγο, όπως και οι βοσκοί, οι πρόγονοι μας Κιρασοβίτες-τισσες, παίζοντας τη ζωή τη δική τους αλλά και της οικογένειας τους «κορώνα = γράμματα», κάτω από τις σπάθες των αιμοβόρων Τουρκαλβανών στρατιωτών και ληστών. Παρδείγμα: Ο Παπαδημήτρης Οικονόμου (Σαράγκαλος) που φιλοξενούσε τη νύχτα στο κελάρι τους «κλέφτες» και πάνω στον νοντά (καλό δωμάτιο) τους Τούρκους αγάδες, «διπλωμάτης», πρώτης τάξης. Δεν ήταν ο μόνος, το ίδιο γίνονταν και από άλλους Κερασοβίτες. Με λίγα λόγια η Πέτρα του Ντήσινου για εμάς τους Κιρασοβίτες είναι μεγάλο ιστορικό ντοκουμέντο, μνημείο θα έλεγα, που θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα από τους φορείς τους πολιτιστικούς του χωριού μας. Για φανταστείτε να υπήρχε αυτή σε άλλα μέρη, τόπους, ήδη θα το είχαν τουριστικά αξιοποιήσει, θα το είχαν αναδείξει, εμείς πότε; Ο μακαρίτης ο Σπύρος Γαλάνης έφυγε με αυτό τον καημό (Περιοδικό Κεράσοβο, τεύχος 54).

    . Ντουρελή, η: Σημαίνει υψηλός, άγριος, τραχύς τόπος, αλλά δυνατό να προέρχεται και από το κυριώνυμο Ντουραλής, πάλι την ίδια σημασία έχει, αλλά φαίνεται πιο πιστευτό το δεύτερο γιατί στο ταπί του Χρηστάκη Τέλη, αναφέρεται χωράφι που υπήρχε στο ποτάμι του Ντουραλή.

    . Πολιόμπλος, ο: Η εξήγηση έχει δοθεί στο βιβλίο «Εκκλησία, εξωκκλήσια, εικονίσματα και νερόμυλοι» του χωριού μας του γράφοντος1999.

    . Πέρα ή Κάτω μαχαλάς, ο: Η εξήγηση δόθηκε στο Κεφάλαιο οι παλιοί συνοικισμοί του χωριού.

    . Ριάχοβο, το: Η εξήγηση δόθηκε στο λήμμα οι παλιοί συνοικισμοί του χωριού μας.

    . Σμόλυγκας, ο: Η ορθή και σωστή γραφή είναι αυτή. Έχει εξηγηθεί σε άλλα λήμματα, πως η ονομασία του βουνού αυτού δεν προέρχεται από το σλαβικό SMOLA (=ρετσίνι) ή από το ApP (s) MOLIKE-Α/ρητινούχο δένδρο πεύκο). Η ονομασία του είναι προϊστορική, ανάγεται στο μύθο-παράδοση, στο Βασιλιά Λύγγο της Μακεδονίας, (βλ. και σε άλλο λήμμα) που έγινε (μεταμορφώθηκε) σ' αυτό το είδος του άγριου ζώου που είναι μεταξύ σκύλου-τσακαλιού. Οι αρχαίοι πρόγονοι μας το ονόμαζαν το βουνό Λυγκών ή Λυγκώνα. Οι Σλάβοι κυρίως τον 13ο αιώνα (1300 μ.Χ.) που έμεναν στα μέρη μας 100 και πλέον χρόνια, συνέχεια, πρόσθεσαν μπροστά του τη συλλαβή (Σμο) που είναι η πρώτη συλλαβή της Σλαβικής λέξης Σμοκός ή Μοκός που σημαίνει ποιμνιοστάσιο (στρούγκα). (βλ. άπαντα Κ. Κρυστάλλη). Αν τώρα συνδυάσουμε τις δυο αυτές λέξεις, έχουμε Σμοκό-Λύγκος και χάρι ευφωνίας Σμο-Λύγκος = Σμόλυγκας, που σημαίνει άγριο σκύλο της στρούγκας δηλ. τσομπανόσκυλο. Καμιά επομένως σχέση με τον ρητινούχο πευκώνα. Εξάλλου η σχέση φαίνεται άσχετη και από το γεγονός ότι το βουνό προϋπήρχε της έλευσης των Σλάβων στην Ήπειρο, άρα είχε κάποιο όνομα και αυτό το όνομα ήταν ο αρχαίος Λυγκών, ή Λυγκώνας, κατά Ρουκεβίλ, αλλά και όπως το αναφέρουν και όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί Έλληνες και Λατίνοι, όπως και οι γεωγράφοι. Το μόνο που έκαναν οι Σλάβοι ήταν να προσθέσουν το (Σμο) και πράγματι ήταν πολύ πετυχημένο, αφού ο άγριος Λύγκος έγινε ακόμη πιο άγριος, Τσομπανόσκυλο της στρούγκας, του μαντριού, φύλακας άγρυπνος.

    . Ταμπούρι, τo: Εξηγήθηκε ήδη στη λέξη Μπέκος.

    . Τζιούμα, η: Γράφεται και Τσιούμα. στις δυο τσιούμες υπήρχαν χωράφια. Στη Β. Τσιούμα έχει χωράφια και η οικογένεια του γράφοντος προς την πλαγιά του Συποτά.  Η λέξη Τζιούμα η Τσιούμα θα πει συστάδα από δένδρα πάνω σε μυτερή κορυφή βουνού και προέρχεται από τη λατινική λέξη cyma, που θα πει νεαρός βλαστός, άκρη, κορυφή (Κ. Οικονόμου «Τοπωνυμικό Ζαγορίου», σελ. 319) όπως και είναι οι δυο αυτές φυσικές και κατάπευκε κορυφές. Δεν έχει καμιά σχέση με τη λέξη γουδί, γαβάθα (ανεστραμμένη).

    . Τzιουμίχα, η: Έχει την ίδια έννοια όπως και προηγούμενα (μικρή κορυφή).

    . Χαλασμένα, τα: Απαντάται σαν χάλασμα και χαλασμένα. Κυρίως το τοπωνύμιο αυτό λέγεται στην πέτρα στα χαλασμένα. Η έννοια είναι: 1) το να χαλάσει, να καταστρέψει κάποιος κάτι, 2) το γκρεμισμένο ετοιμόρροπο κτίσμα, ή τμήμα αυτού, οικοδομή από σπίτια, σχολεία, γεφύρια, εκκλησιές κ.ά. που είχαν απομείνει (Λεξ. Γ. Μπαμπινιώτη 1998 σελ. 1950).
          Επομένως το τοπωνύμιο αυτό, δηλώνει ότι κάποτε προϊστορικά βεβαίως (προ 776 π.Χ.) υπήρχε εκεί οικισμός ανθρώπων, κατοικούνταν και από διάφορες αιτίες, προφανώς λόγω θέσης που κατείχε απέναντι ήταν το κάστρο στου Ζεκίρι, και στο διάβα-πέρασμα Ανατολής-Δύσης, δηλαδή: Μακεδονίας - Ηπείρου, καταστράφηκε - ερήμωσε - χάλασε. Έτσι διατηρήθηκε, σαν ανάμνηση σαν χαλασμένα, το τοπωνύμιο αυτό μέχρι σήμερα, μέσω παράδοσης - μύθου. Ίσως, πιθανόν, να ήταν εκεί η αρχαία Εροιβιά, ή η Κιμωλία, που οι ιστορικοί της τοποθετούν μεταξύ Σαμαρίνας - Κόνιτσας, πάντως στα μέρη του χωριού μας. Για τους λόγους αυτούς δεν μπορεί το τοπωνύμιο να έχει καμιά σχέση με τη διάβρωση των βράχων της πέτρας.
           Εδώ πρόκειται για άλλο ένα ιστορικό ντουκουμέντο - κατάλοιπο - λείψανο που φανερώνει την πανάρχαια κατοίκηση του τόπου μας, του χωριού μας.

    . Χασάν Κοπάτση, η: (Στ' Χασάν Κοπάτσ'): Ετυμ. Τουρκ. Ηασάν=

Δεν υπάρχουν σχόλια: