Είχε
χτιστεί -λένε- πολύ παλιά, μάλλον αρχές 18ου αιώνα. Τότε ήταν
τρίτοξο, με μια μεγάλη καμάρα -ανοίγματος 18.10 μ.- πάνω απ' τη λαμπάδα του
ποταμού και δύο μικρότερες προς τη δεξιά όχθη, βοηθητικές αυτές, να απορροφούν
τις χειμωνιάτικες κατεβασιές του Ζαγορίτικου. Αργότερα τη μία μικρή καμάρα τού
τη βούλωσαν.
Δίτοξο λοιπόν το γεφύρι της Γκιάνας, ή το Μεγάλο γεφύρι όπως το έλεγαν
καμαρώνοντας στο χωριό, μπόρεσε να φτάσει ως τις μέρες μας. Λαχανιασμένο είναι
αλήθεια, αφού η .μεσιακιά του καμάρα
είχε κάτσει επικίνδυνα, παρέχοντας μια εικόνα παράξενη στους επισκέπτες -σε
οριζόντια τροχιά, φαινόταν σαν να πετούσε! Οι ντόπιοι βέβαια, από καιρό,
δικαιολογημένα ανησυχούσαν και με τον τότε δήμαρχό τους κ. Σπύρου -Δήμος Αν.
Ζαγορίου- ζητούσαν βοήθεια. Μέχρι και στον τότε υπουργό Πολιτισμού κ. Βενιζέλο
απευθύνθηκαν, αλλά.
Λίγο πριν, λίγο μετά το Φλεβάρη του 2004 |
Τελικά,
2 Φεβρουαρίου του 2004, το γεφύρι, μην αντέχοντας άλλο στο χρόνο -αλλά και στη
γραφειοκρατία των ανευθυνοϋπεύθυνων- κατέρρευσε. Το γεγονός έκανε τόση εντύπωση,
δημιούργησε τέτοια αίσθηση, ώστε μεγάλες εφημερίδες της Αθήνας ασχολήθηκαν για
μέρες στηλιτεύοντας τις παραλείψεις. Και βέβαια το τι κροκοδείλιο δάκρυ χύθηκε
εκ μέρους των λεγόμενων επισήμων δεν περιγράφεται.
Τότε, εν μέσω μεγάλης όπως
είπαμε δημοσιότητας -όλα έχουν εκ των υστέρων την εξήγηγή τους- παρουσιάστηκε,
ως εκ θαύματος, η μεγάλη ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΕ και
ευγενικά υποσχέθηκε να αναλάβει εκπόνηση μελέτης και στη συνέχεια υλοποίησή της
προκειμένου να ζωντανέψει και πάλι το χαμένο γεφύρι. Μέχρι τις γκρεμισμένες
πέτρες ζήτησε να μαζέψουν από την κοίτη, μην τις παρασύρει, λέει, το ποτάμι και
δεν γίνει πιστή ανακατασκευή..! Από τότε, όλοι ικανοποιημένοι, κυρίως οι
αρμόδιοι -σε ευχαριστώ ω εταιρεία- περιμένουν.
Τα λείψανα του γεφυριού, όπως τα ...ζήτησε η εταιρεία |
Και θα
περιμένουν για πάντα. Γιατί του το ξέκοψαν, όχι επίσημα βέβαια, όχι δημόσια, του
κ. Σπύρου, του δήμαρχου -μας το επιβεβαίωσε σε τηλεφωνική μας επικοινωνία. Το
γεφύρι δεν πρόκειται να ξαναστηθεί. Λύθηκε έτσι κι η δικιά μας απορία,
σταματήσαμε να αναρωτιόμαστε αν η
μεγιστοποίηση του κέρδους επιτρέπει τέτοιες αβρότητες. Όσο για τους πολύ-πολύ
επίσημους -τους κ.κ. πολιτικούς- εξακολουθούθησαν ξεδιάντροπα να σκυλεύουν πάνω
στο κουφάρι -τις μαζεμένες πέτρες- του γεφυριού. Έκαναν δηλαδή σχετικές
επερωτήσεις στη Βουλή, απαντούσε τάχα ο υπουργός και, προσποιούμενοι μεταξύ τους
τούς ικανοποιημένους, καθησύχαζαν το κοινό.
Τι να πούμε μετά από όλα αυτά
εμείς; Ας συνειδητοποιήσουν καλά οι ντόπιοι -κυρίως οι τοπικοί φορείς που
προσβλέπουν στον τουρισμό- πως θα συνεχίσει να έρχεται κόσμος στην Ήπειρο, όχι
για να δει βέβαια ό,τι υπάρχει παντού, αλλά να θαυμάσει ό,τι ο φτωχός αλλά
προικισμένος τόπος τους διαθέτει: μεταξύ των άλλων και πειθαρχημένες πέτρες που
τόσο επιδέξια οι προγονοί τους γύρισαν σε τόξα. Ας το πιστέψουν. Τα πετρογέφυρα
-κουρασάνι τέχνης και νου- είναι τα δικά τους κληρονομημένα καράτια, κι ας μην
λάμπουν σήμερα. Η αξία τους, διαχρονική, θα ανταμείψει.
Βρισκόταν
-Μεγάλο όπως αποκαλείτο σε σχέση με
τ' άλλα του χωριού- κάτω από το χωριό, γεφυρώνοντας στη θέση Γκιάνα το Ζαγορίτικο -εδώ Καβαλλαρίτικο-
ποτάμι. Το μονοπάτι, περνώντας το, οδηγούσε στην τοποθεσία Καπέλλα, όπου διασταυρώνονταν δρόμοι
προς όλα τα μέρη του Ζαγοριού. Ας ειπωθεί ακόμη, πως εκεί κοντά, στην απέναντι
όχθη, στη θέση Σέσι, ήταν χτισμένο
παλιά το χωριό.
Αρχικά -μέχρι το
1945- ήταν τρίτοξο. Η μεγάλη καμάρα, προς την αριστερή όχθη, άνοιγε 18.10 μ. κι
ανασηκωνόταν απ' το νερό 7.20. Δίπλα του, το πρώτο βοηθητικό τόξο, είχε άνοιγμα
7.60 μ. και ύψος 2.90. Όσο για το τελευταίο προς τα δεξιά -καταστράφηκε και
βουλώθηκε λίγο μετά τον πόλεμο[1]-
μετριόταν αντίστοιχα 2.60 με 0.90 μ. Πάνω τους, ο διάδρομος διάβασης,
καλντεριμωτός φυσικά, κορύφωνε δυο φορές την κίνηση πέρασμα προς την απέναντι
όχθη -μια πάνω από το μεγάλο τόξο, στα 8.80 μ., και μια δεύτερη στο αμέσως
επόμενο βοηθητικό. Με τέτοια ταλάντευση, το καλντερίμι χρειαζόταν για απέναντι
46.70 μ., ενώ το πλάτος του οι προστατευτικές αρκάδες (0.50Χ020) το περιόριζαν στα 1.75 μ.
Αλλά ενδιαφέρον έχει και η
ιστορία -σαν παραμύθι- κατασκευής τούτου του γεφυριού που, απ' ότι φαίνεται,
πρέπει να ήταν πολύ παλιό. Από στόμα σε στόμα έφτασε ως τις μέρες μας και τη
διηγούνται ακόμη:
«Το γιοφύρι της Γκιάνας επήρε το όνομά του εξ
ευπόρου παρθένου κορασίδος εκ Λεπτοκαρυάς Ζαγορίου (Λέσκοβετς) ονόματι "Γκιάνα",
πιθανόν εκ της οικογενείας Χαρισοπούλου ή Γκαβανοπούλου (συγγενών της
οικογενείας Σπ. Τζελέτα) η οποία μαζί με την αδελφήν της Λίλω, επισκέφθησαν το
1630 μ.Χ. συγγενείς τους στο Καβαλλάρι, που τότε έκειτο στη θέση "Σέσι" (κάμπο)
στην ανατολική πλευρά του Ζαγορίτικου ποταμού. Κατά την επίσκεψή τους αυτή,
φοροεισπράκτορας του Οθωμανικού κράτους, που μετέβη για φορολογικούς λόγους και
σκοπούς στο χωριό, είδε την Γκιάνα και την ερωτεύτηκε, πλην αυτή δεν ενέδωσε
στις προτάσεις του, αλλά και δεν μπόρεσε ν' αποφύγει την βιαιότητά του, αλλά και
τις απαιτήσεις του Οθωμανού αφέντη, μη δυνηθείσα όμως να διαβεί το "κατεβασμένο"
και αδιάβατο θολό Ζαγορίτικο ποταμό και να κρυφτεί στις πλαγιές και τα δάση του
Μιτσικελίου. Αποτέλεσμα ήταν να βιασθεί η Γκιάνα, η οποία και εφόνευσε τον
βιαστή της. Το ίδιο προσπάθησε να πράξει και ο βοηθός του φοροεισπράκτορα, σε
βάρος της αδελφής της Λίλως, η οποία εκρύβη στις πλαγιές του λάκκου στα
Στραβόλακκα, όπου σήμερα η θέση "στης Λίλως"... Προς εξιλέωσή της η Γκιάνα και η
οικογένειά της έκτισαν το γεφύρι που πήρε το όνομά της.».[2]
Ας δούμε κι ένα βίντεο με το γεφύρι, να το διαβαίνουν
ύστατη φορά. Είναι μια σκηνή που, σε χρόνο ανύποπτο, έτυχε να τραβήξει ο Στράτος
Στασινός για τις ανάγκες της βραβευμένης ταινίας του "Ήπειρος". Όπως
παρουσιάζεται εδώ, το επιμελήθηκε ο ίδιος ο αείμνηστος πια σκηνοθέτης, για να
προβληθεί σε μια εκδήλωση του Κέντρου Μελέτης Πέτρινων Γεφυριών.
Το τελευταίο πέρασμα. Δείτε το
video
[1]
Η καταστροφή προκλήθηκε από μεγάλη καταπόνηση που υπέστη το γεφύρι, όταν κατά
την οπισθοχώρηση -Απρίλιο του 1941- το χρησιμοποίησε όλος ο ελληνικός στρατός.
Σε επισκευή που του έγινε το 1945, το μικρό τόξο δεν ξανακτίστηκε. Να ειπωθεί,
για την ιστορία, πως τότε εργάστηκαν οι Γιάννης Παππάς, Κώστας Σιαμέτης και
Γιάννης Καραβέλης, οι οποίοι, ατυχώς, έθαψαν την πλάκα με την ημερομηνία της
αρχικής κατασκευής του γεφυριού μέσα στα μπάζα..!
[2]
Οδυσσεύς Ι. Τόσκας, Καβαλλάρι Ζαγορίου,
Οι Ρίζες μας, Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 183-184. Ο συγγραφέας σημειώνει πως η
αφήγηση είναι «.του Ιωάννου Κ. Τόσκα και
της μητρός του Ασπασίας θυγ. Σπυρίδωνος Τζελέτα, στους οποίους μετεφέρθη η
παραδοσιακή αφήγηση από τον Σπύρο Τζελέτα (πάπο εκ μητρός του Ιωάννου Τόσκα) και
πατρός τής μητρός του Αναστασίας Τόσκα), αλλά και την μητέρα και μάμη του Σπ.
Τζελέτα κ.ο.κ.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου