Τα Ριζά (Τοπική Κοινότητα Ριζών - Δημοτική Ενότητα
ΖΑΛΟΓΓΟΥ), ανήκουν στον δήμο ΠΡΕΒΕΖΑΣ της Περιφερειακής Ενότητας ΠΡΕΒΕΖΑΣ που
βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας
όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".
Η επίσημη ονομασία είναι "τα Ριζά". Έδρα του δήμου είναι η Πρέβεζα
και ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας",
μέχρι το 2010, τα Ριζά ανήκαν στο Τοπικό Διαμέρισμα Ριζών, του πρώην Δήμου
ΖΑΛΟΓΓΟΥ του Νομού ΠΡΕΒΕΖΗΣ.
Πάνω από τα Ριζά, είναι το Δάσος Λεκατσά Μυρσίνης Πρέβεζας, ένα απείρου κάλλους αυτοφυές και με μεσογειακή χλωρίδα και πανίδα δάσος, που είναι προστατευόμενο. Στο δάσος αυτό είναι και η Ιερά Μονή Φανερωμένης Λεκατσά, που πανηγυρίζει του Αγίου Πνεύματος και αποτελεί τόπο συγκέντρωσης των κατοίκων της παραλιακής ζώνης της Πρέβεζας.
Τα Ριζά έχουν υψόμετρο 114 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό
πλάτος 39,1297721754 και γεωγραφικό μήκος 20,6006495735. Οδηγίες για το πώς θα φτάσετε στα Ριζά θα βρείτε εδώ.
Κάστρο της Ρηνιάσας.
Κοντά στο χωριό Ριζά του νομού Πρεβέζης σε ύψωμα φύσει οχυρό, σώζεται το
περίφημο κάστρο που προστάτευε την Μεσαιωνική ακρόπολη της Ρινιάσας και έλεγχε
το εμπόριο που γίνονταν από τη θάλασσα και την ξηρά. Κατά τον Μεσαίωνα είχε
αναπτυχθεί καστροπολιτεία. Το κάστρο πιθανολογείται οτι κτίστηκε από τον
Δεσπότη της Ηπείρου Θωμά τον Α' στα τέλη του 13ου αιώνα για προστασία της
Ηπείρου, για αυτό λεγόταν και Θωμόκαστρο. Το 1338 στην επανάσταση κατά της
Βυζαντινής επικυριαρχίας, το κάστρο διοικούσε ο Νικηφόρος, γιος του τελευταίου
Δεσπότη της Ηπείρου, Ορσίνι. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την κατάληψη των
κάστρων της Άρτας και των Ρωγών, έπεισε τον Νικηφόρο να παραδώσει το κάστρο. Οι
Βυζαντινοί το διατήρησαν μέχρι το 1350 οπότε κατελήφθη από τους Σέρβους και στη
συνέχεια από τους Αλβανούς που το ονόμασαν Ρινιάσα. Ο Κάρολος Τόκο αργότερα,
βελτίωσε την οχύρωση, βάζοντας κανόνια (Λουμπάρδες). Εξακολουθούν πόλεμοι κατά
των Τούρκων εισβολέων που τελικά το καταλαμβάνουν το 1451. Τον 18ο αιώνα, οι
Σουλιώτες πολεμούν κατά του Αλή. Το 1803, η Δέσπω του Γ. Μπότζη, με νύφες και
εγγόνια, μάχεται τους Τουρκαλβανούς στου Δημουλά τον Πύργο (στα Ριζά) και βάζει
φωτιά στο μπαρούτι, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Ακολουθεί η
κατάληψη του κάστρου από τους Σουλιώτες και μάχες για απελευθέρωση της Πάργας.
Τέλος με την αποτυχία των ελληνικών στρατευμάτων στη μάχη του Πέτα και της
Πλάκας, η Ρηνιάσα εγκαταλείπεται οριστικά. Κάτω από το κάστρο η μεγάλη γέφυρα
της εθνικής οδού ονομάζεται σήμερα «Γέφυρα της Δέσπως».
1803: Η Δέσπω κάνει πόλεμο...
Το Σούλι έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά στα τέλη του 1803. Η συνθήκη της
παράδοσης, που υπογράφηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803, επέτρεπε στους Σουλιώτες
να πάρουν τα όπλα τους και να πάνε όπου ήθελαν. Στις 15 Δεκεμβρίου, άνδρες και
γυναικόπαιδα χωρίστηκαν σε τρία σώματα με κατεύθυνση το Ζάλογγο, το Βουλγαρέλι
και την Πάργα. Δεν είχαν ξεκινήσει καλά καλά, όταν ο Αλή Πασάς έδωσε διαταγή να
τους χτυπήσουν.
Η ομάδα που κατευθυνόταν στην Πάργα, κατάφερε να ξεφύγει. Οι Τουρκαλβανοί
πρόλαβαν το δεύτερο σώμα στο Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες αμύνθηκαν. Ομως, η μάχη ήταν
άνιση. Οι άνδρες έκαναν έξοδο και κάμποσοι κατάφεραν να σωθούν. Οι γυναίκες
(κατ άλλους 60, κατ άλλους 22) οπισθοχώρησαν στον απόκρημνο βράχο.
Ηταν 16 Δεκεμβρίου, όταν έπιασαν να χορεύουν. Ενώ οι Τουρκαλβανοί ορμούσαν
εναντίον τους, μια μια, έριχναν τα παιδιά τους στον γκρεμό κι ύστερα πηδούσαν,
προτιμώντας τον θάνατο παρά να σκλαβωθούν.
Το τρίτο σώμα, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφερε να φτάσει Βουλγαρέλι. Εμπειρος
πολεμιστής ο Μπότσαρης έκρινε πως το μέρος δεν παρείχε ασφάλεια. Πρότεινε να
συνεχίσουν ως τα Αγραφα. Οι πολλοί τον ακολούθησαν. Εφτασαν εκεί κι οχυρώθηκαν
σ' ένα μοναστήρι, στις 22 Δεκεμβρίου. Μια άλλη ομάδα, από 78 γυναικόπαιδα,
κατέφυγε στη Ρινιάσα, χωριό ανάμεσα στην Αρτα και την Πρέβεζα.
Στις 23 Δεκεμβρίου 1803, οι Αλβανοί μπήκαν στο χωριό σφάζοντας όποιον έβρισκαν
μπροστά τους. Η Δέσπω Μπότση με καμιά δεκαριά κόρες, ανίψια κι εγγόνια, πρόλαβε
και κλείστηκε στον πύργο Κούλα του Δημουλά. Οι Αλβανοί την πολιόρκησαν.
Πολέμησε, όσο μπορούσε. Οι εχθροί ήταν πολλοί και οι Αλβανοί την καλούσαν να
παραδοθεί. Εκείνη μάζεψε τους συγγενείς της και τους ρώτησε, αν προτιμούν την
παράδοση ή τον θάνατο. Διάλεξαν το δεύτερο. Συγκέντρωσε στη μέση του πύργου όση
πυρίτιδα της απέμενε. Οταν οι Αλβανοί μπήκαν μέσα, της έβαλε φωτιά.
Ανατινάχτηκαν όλοι.
Της Δέσπω Μπότση
-Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου