Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Η αλληλεγγύη του «ζουρλού». (Ημουν ζουρλό από μικρός)



Μεγάλο τζέρτζελο γινόταν, όταν έφταναν στο χωριό εκείνα τα σκουτιά από την Αμερική. Ήταν η βοήθεια της Untra. Παίρναμε, κάτι τεράστια παντελόνια και κάτι ρούχα - σιαμουνίκλες, δείγματα της «αλληλεγγύης», της συμπαράστασης και της έμπρακτης βοήθειας της συμμάχου μας, της Αμερικής και νιώθαμε. άρχοντες! Τεραστίων διαστάσεων παντελόνια, αληθινά τσαντελοβράκια, που οι μανάδες μας τα σούφρωναν, τα σούφρωναν, μπας και μας χωρέσουν. Και άμα δεν γινόταν κι αυτό, τα έφτιαχναν βρακιά.

Κάτι παρδαλά πουκάμισα, που τα βάζαμε και καμαρώναμε. Και «νιώθαμε στο πετσί μας» τη βοήθεια, την αλληλεγγύη, την έμπρακτη συμπαράσταση στους κατοίκους των Τζουμέρκων, «εντόνως δοκιμαζομένους από τας καιρικάς συνθήκας και πενομένους.». Και δόστου ομιλίες και δόστου συλλείτουργα υπέρ των ψυχών των συμμάχων - ευεργετών μας. Κάποτε, κάποτε έρχονταν και κάτι κύριοι «υψηλών διαγραφών», έβγαζαν και κάτι ομιλίες που δεν καταλάβαινε κανείς τίποτε, γιατί ήταν μπουκωμένοι από τις λαχανόπιτες, σε σημείο που τους έφευγαν οι μασέλες, και τα κοκόρια που καταβρόχθιζαν. Και εμείς στη γωνία, να παλεύουμε με τη μνήμη, να θυμηθούμε πότε για τελευταία φορά είχαμε φάει κότα και κόκορα. Και χάνονταν η μνήμη σε μέρες πολλές, βδομάδες και μήνες. Πίσω, πολύ πίσω.
Εκείνη τη χρονιά, το 1962, δεν με προδίδει ακόμα η μνήμη μου, είχε ενσκήψει βαρύς ο χειμώνας. Βροχές ακατάπαυστες, κατραχούρια να δουν τα μάτια σας, χιονούρα και παγωνιά.


Βόγκηξαν τα τζάκια και οι σόμπες, «πήγαν οι φοραδίτσες τρεις παράδες». Τα ρούχα λιγοστά και ενίοτε ακατάλληλα, παπούτσια, άστα να πάνε, κάτι λαστιχένια, κρατούσαν μόνιμα τις πατούσες παταγουδιασμένες. Και χωρίς να το καταλάβουμε από μέσα μας λέγαμε, μπας κι έρθει και κείνη η βοήθεια, να πάρουμε κανένα παπ'τσάκι να θαραπαυτεί το ποδαράκι μας. Και ω, του θαύματος εισακούσθη η «προσευχή - επιθυμία» μας. Τρία στρατιωτικά αυτοκίνητα ξεκάμπισαν πέρα στην Αγία Παρασκευή. Χοροί και πανηγύρια στην παρέα. Το ένα είχε ρούχα και τα άλλα δύο ήταν φορτωμένα με τούβλα. Ναι, όπως ακριβώς το γράφω. Τούβλα. Έφτιαξαν αργότερα τις τουαλέτες του Δημοτικού Σχολείου. Το φορτηγό που είχε τα καλούδια της Untra, το βλέπαμε με άλλο βλέμμα. Σαν να ήταν αληθινός φίλος.
Δεν ξεφορτώσαμε τίποτε, γιατί το καθήκον αυτό ανέλαβε να εκτελέσει η ομάδα των Τ.Ε.Α. Επακολούθησε ομιλία από τον ταγματάρχη, ιδεολογικό «πλύσιμο» το είπε κάποιος τυχερός, αφού δεν τον άκουσε ο ταγματάρχης. Σιγά μην ακούγαμε εμείς τέτοια.
Κι αφού τέλειωσαν όλα αυτά άρχισαν οι κάτοικοι να πηγαίνουν στον παπά και να ζητούν, να ζητούν κι όλο να ζητούν. Άλλος ένα παντελόνι, άλλη μια φούστα, ένα σακάκι. Ό,τι είχαν ανάγκη. Πέρασε εκείνη η μέρα όνειρο.


Την άλλη μέρα στο σχολείο μοναδικό θέμα συζήτησης ήταν η βοήθεια που ήρθε. Πες ο ένας, πες η άλλη μας διέφυγε το γεγονός ότι έλειπε ο Θανάσης. Στην επιστροφή βρήκαμε τη μητέρα του, να κάθεται έξω από το σπίτι της και να κλαίει συνεχώς. Ταυτόχρονα έβριζε τον παπά. «Πήγα, του ζήτησα ένα παντελόνι να βάλω του Θανάση. Δεν μου έδωσε». Στην ερώτησή μας, γιατί ο Θανάσης δεν ήρθε στο Σχολείο σήμερα μας απάντησε πως δεν είχε παντελόνι. «Τι να τούβαζα. Θα φαινόταν τα κλαπατάρια του». Αυτά μας είπε και συνέχισε το κλάμα. Και ήταν το κλάμα της μια τσιμπιά για όλους μας. Για εμάς, τους μικρούς μαθητές του Δημοτικού Σχολείου. Για τους άλλους, τους τρανούς ήταν ένα χαστούκι στα μούτρα τους, μια αφορμή για να ορίσουν τι εστί αλληλεγγύη. (Μη με ρωτήσει κανείς, αν την επέδειξαν).


Ό,τι και να πω, εμένα αυτή η τσιμπιά δεν με άφησε να ησυχάσω όλη την ημέρα. Και όταν νύχτωσε, «ο πόνος ήταν εντονότερος». Αυτόματα λειτούργησα. Έφυγα από το σπίτι κρυφά (πήδηξα από το παράθυρο) έφτασα στην εκκλησία κι από το καμπαναριό πήδηξα μέσα, στο γυναικωνίτη, όπου ήταν αραδιασμένα τα ρούχα της «βοηθείας» χωμένα μέσα σε τσάντες, πάνινες, όπως τα είχα βάλει ο παπάς. Άρπαξα τρεις. Τις πήγα και τις άφησα έξω από το σπίτι του Θανάση και έφυγα.

Δε σταμάτησα εκεί. Ξαναπήγα στην εκκλησία. Και συνέχισα το «ανόσιο» έργο μου. Όλες τις σακούλες τις πέταξα στο παρακείμενο της εκκλησίας χείμαρρο. Ούτε που ήξερα τι έκανα. Πέταγα στο γκρεμό, πήγαινα στην εκκλησία άρπαζα και ξαναπέταγα.


Με είχε πιάσει ένας ανομολόγητος οίστρος. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι «όλα είχαν πάει στο γκρεμό». Έφυγα και πήγα σπίτι μου. Το πρωί ξύπνησα από φωνές, κατάρες της μάνας μου. «Ποιος αντίχριστος, σατανάς, διαολοπαρμένος έκανε τέτοια αμαρτία;» Της είπα μόνο να μη φωνάζει, γιατί εγώ τα πέταξα όλα! Ούτε που μπόρεσε ποτέ να καταλάβει το λόγο. Τρελό με είπαν όλοι. Και βάλθηκαν να βρουν τη θεραπεία. Και τη βρήκαν. Σαράντα μέρες, πέντε το πρωί για να μη μας βλέπει κανένας, με πήγαινε η μάνα μου στην εκκλησία, όπου με διάβαζε κατάλληλα ο παπάς. Τι προσευχές, τι Δευτερονόμια, τι Ευαγγέλια, τι Επιστολές κλπ. , όλα τα άκουσα και μάλιστα κατ' επανάληψη. Κι όσο σίγουροι ήταν όλοι τους πως θα ξεζουρλαθώ, τόσο εγώ συνέχιζα τις μπανταλωμάρες. Ώσπου βαρέθηκαν. «Δεν έχει γιατρειά, αυτό το παιδί. Είναι ζουρλό το παιδάκι. Δε γίνεται καλά με τίποτε. Κρίμα το κακόμοιρο».

Σκασίλα μου. Πενήντα τόσα χρόνια εγώ έμαθα ποια είναι η αληθινή αλληλεγγύη. Τη ρίχνω στα μούτρα αυτών των «φιλάνθρωπων» που για διαφημιστικούς καθαρά λόγους «μας (τα) έχουν πρήξει» με τη δήθεν αλληλεγγύη τους.

Κίτσος ο Αθαμάνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: