Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Η πύρρειος νίκη της διαπραγμάτευσης

Photo: Comrade Foot/Flickr

Δυστυχώς το ρολόι της ελληνικής οικονομίας έχει γυρίσει δύο χρόνια πίσω. Μαζί και όλοι οι στόχοι και οι προβλέψεις, είτε λέγονται πρωτογενή πλεονάσματα είτε λέγονται ρυθμοί ανάπτυξης. Η μοναδική μέχρι στιγμής καταγεγραμμένη επιτυχία της πολύμηνης διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας είναι η μείωση του στόχου των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων. Επιτυχία που συντελέστηκε στην αρχή της διαπραγμάτευσης. Ήδη την 20ή Φεβρουαρίου η συμφωνία ανέφερε: «Οι ελληνικές Αρχές έχουν επίσης δεσμευτεί να διασφαλίσουν τα κατάλληλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα ή τα χρηματοδοτικά έσοδα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, σύμφωνα με ανακοινωθέν του Eurogroup τον Νοέμβριο του 2012. Τα θεσμικά όργανα θα λάβουν υπόψη τους τις οικονομικές συνθήκες του 2015 για τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος».

Τα καταφέραμε λοιπόν! Οι εταίροι μας συμφώνησαν αμέσως πως το 2015 δεν υποχρεούμαστε σε πρωτογενές πλεόνασμα 3%, όπως προβλέπει το πρόγραμμα, και ο στόχος θα προσαρμοστεί χαμηλότερα. Γιατί όμως οι άτεγκτοι εταίροι μας υποχώρησαν τόσο γρήγορα σε αυτό, ενώ είναι ανυποχώρητοι  σε άλλα π.χ. στο ασφαλιστικό; Η απάντηση είναι πως «πείσαμε» τους εταίρους ότι η ελληνική οικονομία είναι σε τόσο κακό χάλι, που ο στόχος του 3% για το 2015 δεν είναι επιτεύξιμος. Και τους πείσαμε, επειδή είχαμε πειστικά επιχειρήματα, το κακό χάλι της οικονομίας. Κακό χάλι που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις πρόωρες εκλογές και στη ρητορική της επιθετικής διαπραγμάτευσης που επιλέξαμε ως τακτική.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι εταίροι ζητούσαν 3% για το 2015 θεωρώντας ότι η χώρα ξεκινάει από την αφετηρία του 1,5% για το 2014, ότι δηλαδή η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει να παίρνει στροφές. Και μπορεί στις 20/2 να μην ήταν ακόμα γνωστό πως το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2014 θα περιοριζόταν στο 0,4% αντί για 1,5%, ήταν όμως ήδη ορατή η επιδείνωση της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών. Η απόφαση του Eurogroup στις 20/2 περιοριζόταν μόνο στο 2015. Έκτοτε διανύσαμε τρεις μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκαν περαιτέρω. Ουσιαστικά το μισό 2015 χάθηκε. Προφανώς οι στόχοι πλέον δεν είναι ρεαλιστικοί ούτε για το 2016. Είναι πιθανόν οι εταίροι να κάνουν κι άλλη έκπτωση στους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος. Η οποία, υποθέτω, θα παρουσιαστεί ως μέγιστη επιτυχία της ελληνικής πλευράς. Στην πράξη ωστόσο, το μόνο που πετύχαμε είναι η συστηματική επί 9 μήνες επιδείνωση των μεγεθών και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Πραγματική ελληνική επιτυχία θα ήταν να βελτιώνεται η ελληνική οικονομία, να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς και ταυτόχρονα να επιτύχουμε χαλάρωση των όρων για πρωτογενή πλεονάσματα. Για να τα στρέψουμε στην ανάπτυξη. Τώρα όμως μιλάμε για μείωση των στόχων για πλεονάσματα, τη στιγμή που ο ένας μετά τον άλλο οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί υποβαθμίζουν σημαντικά τις εκτιμήσεις τους για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2015 και το 2016. Πρόσφατα, η Κομισιόν μείωσε την πρόβλεψη για ανάπτυξη το 2015 από 2,5% στο 0,5%. Δεν ξέρω πόσο αισιόδοξες ήταν οι προηγούμενες προβλέψεις για την ανάπτυξη. Ξέρω πως η οικονομία το α΄ εξάμηνο του 2014 πήγε καλύτερα από το 2013, που πήγε καλύτερα από το 2012. Εδώ και 9 μήνες πήραμε πάλι την κάτω βόλτα. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό ο παλαιός στόχος του 3% πρωτογενούς πλεονάσματος ήταν εφικτός και ρεαλιστικός. Μπορώ να πω όμως με σιγουριά ότι μια οικονομία που ξεκινά με πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2014 και επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης 2,5% το 2015, είναι πιο εφικτό να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3% το 2015, σε αντιδιαστολή με μια οικονομία που ξεκινάει από 0,4% και 0,5% αντίστοιχα και στοχεύει σε πλεόνασμα 1%. Δεν ξέρω καν αν θα μπορούσαμε να επιτύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2014, αν για παράδειγμα αποφεύγαμε τις πρόωρες εκλογές. Ξέρω πως πετύχαμε 0,4% σε μια χρονιά που είχε δύο πρόσωπα. Καλό πριν το καλοκαίρι, κακό μετά το καλοκαίρι. Αυτό μπορεί να σας το πιστοποιήσουν οι έμποροι, κάτι είχε αρχίσει να κινείται το 2014 και απ' το Φθινόπωρο η αγορά πάλι νέκρωσε. Ένας πιο θεσμικός δείκτης που πιστοποιεί την επιδείνωση είναι οι αγορές. Οι ελληνικές τράπεζες στις Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου τον Απρίλιο του 2014 κατάφεραν να προσελκύσουν 8,3 δισ. ευρώ κυρίως από ξένους επενδυτές που ενδιαφέρονταν για το κέρδος τους και όχι για τη στήριξη της κυβέρνησης ή της οικονομίας. Επτά μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 2014, η ελληνική οικονομία είχε απωλέσει την οριακή εμπιστοσύνη των αγορών, οι αγορές είχαν κλείσει πάλι για την Ελλάδα. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να πει κανείς και για την έκδοση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου τον Απρίλιο του 2014. Αν δεν άλλαζε το κλίμα μετά το καλοκαίρι, σίγουρα θα ξεκινούσαμε τη χρονιά από καλύτερη αφετηρία και με πολύ καλύτερο momentum.
Θα προσπαθήσω τώρα να εξηγήσω πώς η σημερινή κυβέρνηση υπέσκαψε μόνη της και εκ των προτέρων τη δυναμική της, πριν ακόμη εκλεγεί. Πώς, δηλαδή, η επιλογή των πρόωρων εκλογών και η ρητορική της «επιθετικής διαπραγμάτευσης με ενδεχόμενο ρήξης» υπέσκαψαν αυτή καθεαυτή τη δυνατότητα της νέας κυβέρνησης για ουσιαστική διαπραγμάτευση. Και την οδήγησαν από θέση ισχύος σε θέση αδυναμίας, καθώς προκάλεσε, ως παράπλευρη απώλεια, τη δραματική επιδείνωση των μεγεθών της οικονομίας μας. Η ανάλυση περιορίζεται στην περίοδο από το Φθινόπωρο μέχρι τις εκλογές γιατί την επιδείνωση της οικονομίας μετά τις εκλογές την αντιλαμβάνονται όλοι.
Τον Σεπτέμβριο του 2014 όλα έδειχναν ότι σύντομα θα είχαμε εκλογές κι ένα νέο κόμμα θα αναλάβει το τιμόνι της διακυβέρνησης. Το κόμμα αυτό απέπνεε αποφασιστικότητα κι υποσχόταν καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές. Για να το πετύχει, θα έκανε επιθετική διαπραγμάτευση. Θα έβαζε στο τραπέζι και το ενδεχόμενο της ρήξης. Εμείς οι πολίτες νιώσαμε Ελπίδα, καλλιεργήσαμε Προσδοκίες. Ταυτόχρονα νιώσαμε Αβεβαιότητα και Φόβο. Ακριβώς σ' αυτό το δίπολο κινήθηκε και η προεκλογική εκστρατεία των κύριων διεκδικητών  της εξουσίας. Ελπίδα και Προσδοκίες, επιτυχία δηλαδή της συγκρουσιακής τακτικής διαπραγμάτευσης, που θα φέρουν καλύτερο deal, καλύτερες μέρες, λιγότερους φόρους, λιγότερες εισφορές, κούρεμα στα δάνεια και πολλά άλλα ευχάριστα. Ενδεχομένως και αναδρομικά! Οπότε εμείς, οι πολίτες, ως λογικά σκεπτόμενες οικονομικές μονάδες είχαμε κάθε λόγο να αναστείλουμε τις πληρωμές μέχρι να 'ρθει η νέα συμφωνία. Και αντιδρώντας απολύτως φυσιολογικά, καθυστερήσαμε -στην πράξη σταματήσαμε- τις πληρωμές προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες κ.λπ. Αυτό μείωσε τα ταμειακά έσοδα του κράτους από φόρους, αύξησε τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων, αύξησε τα καθυστερούμενα δάνεια στις τράπεζες, μείωσε τη ρευστότητα, αύξησε την αβεβαιότητα για την ελληνική οικονομία κ.λπ. Και τελικά μεταφράστηκε σε απώλεια εμπιστοσύνης στην οικονομία, απώλεια πρόσβασης του κράτους στις αγορές για δανεισμό και επιδεινούμενα δημοσιονομικά και οικονομικά μεγέθη.
Ταυτόχρονα, η Αβεβαιότητα και ο Φόβος αποτυχίας της συγκρουσιακής τακτικής διαπραγμάτευσης, και ίσως η ρήξη με την Ευρώπη, γέννησε φοβικά αντανακλαστικά και φοβισμένα ερωτήματα. Θα έχουμε διακοπή χρηματοδότησης και ταμειακά προβλήματα για το κράτος, δυσκολίες στην καταβολή μισθών, συντάξεων και εξόφλησης των υποχρεώσεων του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα; Θα έχουμε προβλήματα στις τράπεζες και ελέγχους κεφαλαίου όπως στην Κύπρο; ΔΡΑΧΜΗ; Όποιος σκεφτόταν μια καινούργια δουλειά, μια επένδυση, να δημιουργήσει δηλαδή θέσεις εργασίας και να ρίξει κεφάλαια στην οικονομία, το ξανασκέφτηκε. Και -απολύτως φυσιολογικά πάλι- το ανέβαλε, τουλάχιστον μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Έτσι όμως η οικονομική δραστηριότητα βούλιαξε, η κατανάλωση υποχώρησε, τα έσοδα από ΦΠΑ μειώθηκαν, χάθηκαν θέσεις εργασίας, νέες επενδύσεις δεν έγιναν, νέες θέσεις εργασίας δεν δημιουργήθηκαν, η ανεργία πήρε πάλι την ανιούσα. Και φυσικά μεταφέραμε τα χρήματα από τις τράπεζες στα στρώματα ή στο εξωτερικό.
Κάπως έτσι και τόσο απλά, μέσα σε έξι μήνες, τα δεδομένα στην ελληνική οικονομία επιδεινώθηκαν. Επειδή εμείς οι πολίτες λειτουργήσαμε λογικά απέναντι στα νέα δεδομένα που αναδύονταν. Κι αυτό ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης, είτε βλέπαμε αισιόδοξα είτε απαισιόδοξα την αλλαγή κυβερνητικής σκυτάλης. Και ξαναθέτω τώρα το ερώτημα: είναι νίκη της ελληνικής κυβέρνησης και της διαπραγμάτευσης η χαλάρωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος; Όχι, αυτό που πέτυχε μέχρι στιγμής η ελληνική κυβέρνηση, για το οποίο μάλιστα έθεσε τις βάσεις όσο ακόμη ήταν στην αντιπολίτευση, είναι η δραματική επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας. Οι νέοι χαμηλότεροι στόχοι θα είναι εξίσου δύσκολα επιτεύξιμοι και εξίσου επώδυνοι για τους πολίτες. Κι αυτό, σε καμιά περίπτωση, δεν συνιστά επιτυχία. Ακόμη κι αν λειτούργησε θετικά στο να χαμηλώσουν οι εταίροι τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.

 του Γιώργου Στρατόπουλου 
O Γιώργος Στρατόπουλος είναι οικονομολόγος με πολυετή θητεία στον χρηματοοικονομικό τομέα και PhD στη Θεωρητική Φυσική.


Δεν υπάρχουν σχόλια: