Είδα την ταινία «Έκρηξη» του Σύλλα Τζουμέρκα.
Καλύτερη από την προηγούμενή του, που ήταν χαώδης, εδώ το μοντάζ συνέθετε τους
χρόνους με έναν τρόπο ιδιοφυή, δεν ήξερες στην αρχή ποιες ακριβώς σκηνές ήταν
φλας μπακ και ποιες είναι στο τώρα, αλλά αυτό ακριβώς ήταν το ενδιαφέρον της
εξέλιξης, που είχε μια σχέση οργανική με το στόρι (στο πώς ξεκινάνε οι σχέσεις
μας, με πάθος και πώς καταλήγουν λάθος), ώσπου τα πράγματα ξεκαθάριζαν.
Ήθελα
να την κοπανήσω από την αίθουσα γιατί μ' ενοχλούσε η απειλή «της γελοίας ζωής»
που ζούμε ο καθένας τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, χωρίς να μπορούμε να την
αλλάξουμε... γιατί θα πρέπει να τα εγκαταλείψουμε όλα... ακόμα και τους δικούς
μας ανθρώπους που είναι καμένοι. ανυπόφοροι. Αλλά παρέμενα εκεί, από απορία και
θαυμασμό για τον χαρακτήρα που ερμηνεύει η Αγγελική Παπούλια. Τι καταπληκτική
ερμηνεία!
Τελικά, έχουμε αρκετές πολύ καλές γυναίκες ηθοποιούς. Μάλλον θα
πρέπει να γίνει μια ταινία με όλες αυτές τις γυναίκες ηθοποιούς να δίνουν
ρεσιτάλ ερμηνειών... Άντε κι μ' έναν Βαγγέλη Μουρίκη (στη μέση) να τις
κοντράρει.
Έβλεπα τα προβλήματα στο σενάριο. Όπως είπε,
αρνητικά, ένας φίλος, σκηνοθέτης κι αυτός: «Τις μεγαλοστομίες των διαλόγων; Τις
και καλά προκλητικές εκφράσεις; («Στο μουνί μου ρε, γαμιέσαι, γαμιέσαι, γαμιέσαι
ηλίθια»), την ανάπηρη μάνα που είναι καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι και όμως
κατάφερε να καταστρέψει την οικογένειά της χωρίς να βγει ποτέ από το σπίτι, και
κυρίως τον αγαπημένο μου χαρακτήρα που υποδύεται ο Μάκης Παπαδημητρίου. Ο τύπος
αυτός επειδή είναι Χρυσαυγίτης, είναι χοντρός, σκουπιδιάρης, παντρεμένος με μια
«καθυστερημένη», που βλέπει όλη μέρα τηλεόραση, και υπονοείται ότι είναι
παιδόφιλος και στο τέλος τρώει και ξύλο από τη Μαρία. Άσε που η ταινία η ίδια
πραγματεύεται την οικονομική κρίση, τα χρεωμένα νοικοκυριά, την άνοδο της δεξιάς
στην Ελλάδα, τη γραφειοκρατία, τη ζωή στα καράβια, το μνημόνιο (βλέπε Παπανδρέου
στο Καστελόριζο), το ερωτικό πάθος ακόμα και την οικολογική καταστροφή και το
κάψιμο των δασών. Μόνο για τη διαιτησία στο ποδόσφαιρο δεν μιλάει, αλλά αυτό δεν
πολυενδιαφέρει τους programmers των ξένων φεστιβάλ...».
Τα έβλεπα κι εγώ
αυτά, τις υπερβολές, και δεν τα άντεχα, ήθελα να φύγω. Αλλά καθόμουν εκεί, και
ώσπου να, μαγικά, άρχιζαν όλα να δένουν οργανικά με το κλίμα της ταινίας. Κι
έλεγε μέσα μου μια φωνή: μα αυτή είναι, μαλάκα, αυτή είναι η Ελλάδα. Ακόμα κι αν
επρόκειτο για μαλακίες του σεναρίου -ναι, αυτή είναι η Ελλάδα. Ωμά και
απροκάλυπτα.
Όπου, καθώς έβλεπαν οι θεατές την ταινία στην αίθουσα, μια
γυναίκα μπλοκαρισμένη, παγιδευμένη στις ίδιες της τις επιλογές (που της λέει η
αδελφή της «μάλλον είναι γκέι» στην αρχή κι αυτή απαντάει «καλύτερα» -ε, αν
αντροφέρνεις και γαμάς και δέρνεις, μόνο με γκέι μπορείς να έχεις τέτοια
γαμήσια) και χασκογελάνε όταν δείχνει στην τηλεόραση τον ΓΑΠ, σαν να μην βλέπουν
μια ταινία μυθοπλασίας, αλλά ειδήσεις στην τηλεόραση, στο σαλόνι τους. Τόσο
καμένοι. Κι έλεγε πάλι μέσα μου η φωνή: αυτοί είμαστε, αυτοί είναι οι Έλληνες,
μαλάκα, εννοώντας τους θεατές της ταινίας.
Κι
έλεγα, καθώς έβλεπα την ταινία: δεν θα ήθελα να είχα παντρευτεί ποτέ μια τέτοια
γυναίκα, αλίμονο στα παιδιά που θα κάναμε, αλλά θα ήθελα, ίσως, να την είχα φίλη
μου, ίσως. Και δεν θα ήθελα να είχα τέτοια μητέρα, σαν την Μπαζάκα, που κρύβει
τα χρέη της κάτω από αναπηρικό καρότσι. Δεν θα ήθελα να είχα τέτοιον πατέρα, που
έρχεται μαζί της στη δημόσια υπηρεσία και κάνει τσαμπουκά, το μόνο που ξέρει να
κάνει ο Έλληνας πατέρας. Δεν θα ήθελα να είχα τέτοια κουνιάδα, ηλίθια, αν και
υποστηρικτική στην αδελφή της και στα παιδιά της αδελφής της. Δεν θα ήθελα η
κόρη μου να παντρευτεί ένα τέτοιον τύπο (τον απόλυτο γκόμενο, τον γαμιά, που
γουστάρουν όλοι οι γκέι!) κι ας την αγαπάει πολύ. Και δεν θα ήθελα να είχα
τέτοια παιδιά, που κάνουν φασαρία στην κηδεία της γιαγιάς τους. Κι ούτε θα
ήθελα, ούτε καν, να είχα μια τέτοια κόρη μαχητική, σαν τη Μαρία, αλλά που
εκμεταλλεύεται την επαφή της με κάποιον οικολόγο για να στήσει μια (ελληνική)
λαμογιά, έστω κι αν το κάνει για να λύσει -απελπισμένη- ένα σοβαρό πρόβλημα με
χρέη. Αλλά και πάλι. αυτή είναι η Ελλάδα!
Τα έβλεπα όλα αυτά και δεν ήξερα,
αν μου ανακατεύουν το στομάχι οι μαλακίες του σεναρίου ή ο καθρέφτης αυτής της
ταινίας, που μου έδειχνε σε ποια κοινωνία ζω κι εγώ μια «γελοία ζωή».
Δεν έχω
ξανανιώσει έτσι με ταινία, με ελληνική ταινία. Με διέλυσε. Με έστειλε -σου
λέω!
Σωτήρης Ζήκος
Ο Σωτήρης Ζήκος είναι δημοσιογράφος - κριτικός
κινηματογράφου (μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών
Κινηματογράφου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου