Σε
μια συνέντευξή του ο υπουργός Οικονομικών κ. Παπακωνσταντίνου διατύπωσε την εξής
ενδιαφέρουσα άποψη:
«Καμία χώρα με τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού, με τόσο μεγάλη εξάρτηση από δανεικά κεφάλαια για να λειτουργήσει δεν είναι κατ’ ουσίαν ελεύθερη. Οι πιστωτές – είτε άμεσα είτε έμμεσα – ζητούν λογαριασμό για το τι κάνεις τα λεφτά που σε δανείζουν, όχι απαραίτητα γιατί θέλουν να επιβάλουν την οικονομική τους πολιτική, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ότι τα χρήματα που σου δανείζουν θα μπορέσουν να τα πάρουν πίσω, γιατί είναι χρήματα φορολογουμένων και ασφαλισμένων σε Ταμεία άλλων χωρών και...
«Καμία χώρα με τόσο μεγάλες ανάγκες δανεισμού, με τόσο μεγάλη εξάρτηση από δανεικά κεφάλαια για να λειτουργήσει δεν είναι κατ’ ουσίαν ελεύθερη. Οι πιστωτές – είτε άμεσα είτε έμμεσα – ζητούν λογαριασμό για το τι κάνεις τα λεφτά που σε δανείζουν, όχι απαραίτητα γιατί θέλουν να επιβάλουν την οικονομική τους πολιτική, αλλά κυρίως για να εξασφαλίσουν ότι τα χρήματα που σου δανείζουν θα μπορέσουν να τα πάρουν πίσω, γιατί είναι χρήματα φορολογουμένων και ασφαλισμένων σε Ταμεία άλλων χωρών και...
μετόχων στους οποίους λογοδοτούν» («Κόσμος του
Επενδυτή», 15-16.5).
Ας αφήσουμε κατά μέρος την αναφορά σε
«φορολογούμενους και ασφαλισμένους σε Ταμεία άλλων χωρών», όπου υποτίθεται ότι
λογοδοτούν οι πιστωτές της χώρας μας. Πρόκειται για τις συνήθεις ανοησίες με τις
οποίες διανθίζουν τόσο ο κύριος υπουργός όσο και ο πρωθυπουργός της χώρας τις
λιγοστές αλήθειες που αναγκάζονται να ομολογήσουν. Άλλωστε δεν μπορεί να μην
ξέρει κοτζάμ υπουργός Οικονομικών ότι σε ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές
εταιρείες ανήκει μόλις το 15% των ελληνικών ομολόγων.
Κι αυτοί που διαχειρίζονται τα λεφτά των
«φορολογουμένων και ασφαλισμένων» λογοδοτούν σ’ αυτούς όσο λογοδοτούν και οι
διαχειριστές των δικών μας ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίοι καθ’ υπόδειξη των
κυβερνήσεων, αλλά και γνωστών κερδοσκοπικών κυκλωμάτων, έχουν φορτώσει τα ταμεία
με κάθε λογής ομόλογα και άλλες ανάλογου τύπου επενδύσεις χωρίς
αντίκρισμα.
Οι πιστωτές του κράτους εξ άλλου δανείζουν την
Ελλάδα μόνο επειδή γνωρίζουν ότι έχουν να κερδίσουν πάρα πολλά. Πάντα με την
αμέριστη βοήθεια των κυβερνήσεων αυτής της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι
ολόκληρη την περίοδο της μεταπολίτευσης, 1974-2009, η Ελλάδα έχει πληρώσει σε
εξυπηρέτηση χρέους πάνω από 640 δισ. ευρώ για ένα κυλιόμενο δημόσιο χρέος των
300 δισ. ευρώ το 2009. Πρόκειται για μια μέση απόδοση της τάξης του 215%!
● Ποια άλλη επιχείρηση μπορεί να υπερηφανευτεί
για τέτοιες αποδόσεις;
● Γιατί λοιπόν να μη φορτώσουν με δάνεια τη
χώρα;
Ωστόσο, αυτό που ομολογεί ο υπουργός
Οικονομικών, ότι δηλαδή το βασικό πρόβλημα έγκειται στις «τόσο μεγάλες ανάγκες
δανεισμού», είναι αυτό που αρνιόταν να παραδεχθεί η κυβέρνηση ευθύς εξαρχής.
Αντ’ αυτού είχε πλασάρει το γνωστό πια παραμύθι περί «αξιοπιστίας της χώρας στις
αγορές». Για να μη μιλήσουμε για τον Καιάδα του ΔΝΤ, ο οποίος, όπως ομολόγησε
πρόσφατα ο υφυπουργός Οικονομικών Σαχινίδης, ήταν εξαρχής ο κρυφός στόχος της
κυβέρνησης, ήδη από την επομένη των εκλογών.
Όμως αυτό που δεν διευκρινίζει ο κ.
Παπακωνσταντίνου είναι το πώς γεννήθηκαν αυτές οι «τόσο μεγάλες ανάγκες
δανεισμού».
Στον Μητσοτάκη η ρίζα του κακού!
Το ελληνικό κράτος δανειζόταν ανέκαθεν, όχι για
να επενδύσει στην ανάπτυξη της χώρας και στην ευημερία του λαού, αλλά για να
ξεπληρώσει παλιότερα δάνεια που είχε συνάψει με επαχθείς όρους.
«Η μεγάλη αυτή δανειακή επιβάρυνσις
εδημιουργήθη συνεπεία των υποχρεώσεων των παλαιών δανείων και μάλιστα δανείων μη
εισπραχθέντων και μη χρησιμοποιηθέντων χάριν της εθνικής οικονομίας» έγραφε το
1937 ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος σχετικά με την υπέρογκη δανειακή
επιβάρυνση του κράτους εκείνης της εποχής.
Οι σημερινές δανειακές ανάγκες, τα σημερινά
αδιέξοδα της υπερχρέωσης, έχουν την καταγωγή τους στις ρυθμίσεις των
προπολεμικών χρεών της χώρας που έγιναν στη δεκαετία του 1960 από τις
κυβερνήσεις της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου. Από την περίοδο της απελευθέρωσης,
τόσο το ΕΑΜ όσο και σύσσωμη η Αριστερά αργότερα, με κύρια έκφρασή της την ΕΔΑ,
είχαν ως βασική θέση τη διαγραφή των προπολεμικών χρεών της χώρας, με σκοπό την
αυτοδύναμη παραγωγική ανασυγκρότησή της προς όφελος του λαού της.
Την άποψη αυτή, περί διαγραφής των προπολεμικών
χρεών, είχαν υιοθετήσει την εποχή εκείνη και μια σειρά σεβαστών καθηγητών της
οικονομίας, όπως ο μετέπειτα ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος, ο διατελέσας
διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Ξενοφών Ζολώτας, ο καθηγητής Δημήτριος
Καλιτσουνάκης κ.ά. Το θεωρούσαν – εκτός όλων των άλλων – και ως έναν ελάχιστο
φόρο τιμής από τους συμμάχους προς την Ελλάδα που υπέστη ανυπολόγιστες
καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Φυσικά οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι κάθε άλλο
παρά ήταν διατεθειμένοι να ξεχάσουν τα προπολεμικά χρέη της Ελλάδας. Αντίθετα
θέλησαν να τα χρησιμοποιήσουν για να τη μετατρέψουν ουσιαστικά σε αποικία τους.
Εν τη μεγαθυμία τους, αντί για διαγραφή, πρότειναν αναδιαπραγμάτευση και ρύθμιση
των προπολεμικών χρεών.
Έτσι ξεκίνησε ένας οργανωμένος διεθνής
διασυρμός της χώρας από τους πιστωτές της προκειμένου να εξασφαλίσουν, μέσα από
την αναδιαπραγμάτευση του προπολεμικού χρέους, όσο το δυνατόν μεγαλύτερα οφέλη.
Ο διασυρμός αυτός διάρκεσε σχεδόν δυο δεκαετίες, με αποτέλεσμα μια
αποικιοκρατική ρύθμιση των προπολεμικών χρεών.
Την τελική αυτή ρύθμιση επέτυχε – ποιος άλλος;
– ο κ. Μητσοτάκης, ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Γεωργίου
Παπανδρέου, τον Ιούλιο του 1964. Ο Μητσοτάκης προχώρησε σε τέτοια ρύθμιση χρεών,
ώστε μπροστά της ωχριούσε ακόμη και η παλιότερη της ΕΡΕ.
«Η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών νέων
ομολόγων εις τους κομιστάς προπολεμικών εσωτερικών δανείων διαπλασιάζεται, ο
τόκος αυξάνεται και θεσπίζεται λαχείον. Εν συγκρίσει προς την ρύθμισιν υπό της
κυβερνήσεως της ΕΡΕ, δίνονται ήδη 160% επί πλέον», θριαμβολογούσε τότε η φιλική
προς τον Μητσοτάκη «Ελευθερία» (16.7.1964). Ο διακανονισμός αποπληρωμής αυτής
της λεόντειας σύμβασης προβλεπόταν να γίνει εντός 42 έως 45 ετών. Ο κ.
Μητσοτάκης, δηλαδή, το 1964 υποθήκευσε τη χώρα έως το 2006 και 2009!
Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα αναγνώριζε και
όφειλε να αποπληρώσει προπολεμικά δάνεια από το 1881 σε τουλάχιστον διπλάσια από
την τρέχουσα αξία τους. Κι αυτό παρά, το γεγονός ότι είχαν μεσολαβήσει δυο
επίσημες πτωχεύσεις της χώρας (το 1893 και το 1932) και δυο παγκόσμιοι πόλεμοι
που την είχαν κυριολεκτικά ισοπεδώσει. Το ύψος αυτών των υποχρεώσεων αντιστοιχεί
σε σημερινές τιμές γύρω στα 100 δισ. ευρώ! Δηλαδή σχεδόν το ένα τρίτο του
σημερινού δημόσιου χρέους. Αυτές αποτέλεσαν τη βάση της δυναμικής του σημερινού
χρέους, που είναι πλέον αδύνατο να αποπληρωθεί.
Ο γνωστός ιστορικός της περιόδου Ζορζ Μεϊνό
παρατηρούσε ότι ο «εξαναγκασμός της χώρας ν’ αναλάβη την εξυπηρέτηση του
δημοσίου της χρέους, υποχρέωση με αμφίβολη ηθική βασιμότητα», αποκτά εκ των
πραγμάτων «δυσάρεστο χαρακτήρα για την οικονομική κατάσταση μιας χώρας από την
στιγμή που η κυβέρνησή της είναι υποχρεωμένη να συνάπτη νέα χρέη για να
εξασφαλίση την υπηρεσία των παλαιών». Κι αυτά γράφονταν το 1964.
Από τη χούντα στον Καραμανλή
Η χούντα κατόπιν θεσμοθέτησε ως αναπόφευκτη την
πολιτική υπερχρέωσης ισχυριζόμενη ότι «ο συνεχώς διογκούμενος δανεισμός από την
ξένην κεφαλαιαγοράν ακολουθεί ως αναπόφευκτον δυσμενές σύνδρομον αυτής της
ανωμαλίας (σ.σ.: του ελλειμματικού ισοζυγίου πληρωμών), καθιστών ακόμη
στενωτέραν την εξάρτησιν από το εξωτερικόν. Και το τελευταίον αυτό αποτελεί την
πλέον εντυπωσιακήν ομοιότητα μεταξύ των μικρών εθνικών οικονομικών μονάδων»
(«Ελεύθερος Κόσμος», 29.12.1968).
Με άλλα λόγια, ως τυπική Ψωροκώσταινα, η Ελλάδα
δεν μπορεί να αποφύγει τον δυσμενή δανεισμό από τη διεθνή κεφαλαιαγορά. Ό,τι
δηλαδή ισχυρίζονται και οι σημερινοί κυβερνήτες.
Με τη μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις Καραμανλή
του πρεσβύτερου όχι μόνο αναγνώρισαν τα κρυφά και φανερά χρέη της χούντας, αλλά
συνέχισαν στον ίδιο καταστροφικό δρόμο. Ο υφυπουργός Συντονισμού Στ. Δήμας
διευκρίνιζε ότι «η χώρα μας... θα συνεχίσει για αρκετά ακόμη χρόνια να έχει την
ανάγκη προσφυγής στον εξωτερικό δανεισμό...» («Ναυτεμπορική», 20.10.1979).
Ενώ ο κ. Μητσοτάκης, ως υπουργός Συντονισμού,
δήλωνε υπερηφάνως: «Όλοι επιδιώκουν να μας δανείσουν!» (ό.π.). Και πώς να μην
επιδιώκουν να μας δανείσουν, όταν κάθε σύμβαση δανείου, ιδίως από το εξωτερικό,
συνοδευόταν με προνομιακούς όρους αποπληρωμής και ταυτόχρονα με δεσμεύσεις
αγοράς προϊόντων, βιομηχανικών και άλλων, από την πιστώτρια χώρα;
Κι ενώ ο ελληνικός λαός, από τον «γύψο» της
χούντας, έμπαινε στον «γύψο» της μόνιμης λιτότητας επί μεταπολίτευσης, οι
κυβερνήσεις Καραμανλή ανακάλυπταν ένα νέο κόλπο για να φορτώνουν με χρέη το
Δημόσιο. Αντί να δανείζεται η κεντρική κυβέρνηση, έβαζαν τις δημόσιες
επιχειρήσεις και τις κρατικές τράπεζες να δανείζονται, για να καλύπτονται οι
«μαύρες τρύπες» στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά και να τροφοδοτούνται με
«δανεικά και αγύριστα» οι μεγαλοβιομήχανοι και οι κρατικοδίαιτοι
μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής.
Έτσι εντέχνως εμφανιζόταν ο δημόσιος δανεισμός
να είναι περιορισμένος, την ίδια στιγμή που οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι
τράπεζες φορτώνονταν με χρέη έως και 10 φορές την κεφαλαιακή τους σύνθεση.
Η εποχή Ανδρέα Παπανδρέου
Το 1981 η πλειονότητα του ελληνικού λαού
πίστεψε ότι θα απαλλάξει τη χώρα από αυτόν τον βραχνά και ανέδειξε στην
κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε υποσχεθεί «σεισάχθεια» για τα χρέη και τιμωρία
για τους ενόχους της εξωτερικής υπερχρέωσης της χώρας. Δυστυχώς όμως οι
κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ανακάλυψαν στον δανεισμό ένα καλό εργαλείο για να
εξαναγκάσουν τον λαό να πορευτεί στον ίδιο καταστροφικό κατήφορο.
Μάλιστα ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου στην 9η Σύνοδο
της Κ.Ε. του ΠΑΣΟΚ το 1983 ανακάλυπτε ότι λόγω της κρίσης:
«Η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχτεί αρκετά στον
εξωτερικό δανεισμό, όχι περισσότερο από πριν, αλλά τουλάχιστον όσο πριν. Και εδώ
είναι το κλειδί της ιστορίας. Εάν η οικονομία σου δεν κριθεί φερέγγυα, με κάποια
έννοια του νοικοκύρη, θα αναγκαστείς να πας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και
να χτυπήσεις την πόρτα του. Και αυτοί θα σου δώσουν. Αλλά υπό τον όρο πλέον ότι
αυτοί θα επιβάλουν – εκείνοι σε σένα – την οικονομική πολιτική της κυβέρνησής
σου. Και αυτό σημαίνει: Τέρμα το σοσιαλιστικό πείραμα».
Το σκηνικό της προσφυγής στο ΔΝΤ άρχισε να
στήνεται από την εποχή που ο Α. Παπανδρέου έκανε την ιστορική ανακάλυψη ενός
«σοσιαλιστικού πειράματος» με δανεικά και μάλιστα χρωστούμενα στις ξένες
κεφαλαιαγορές. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο αποδέχτηκαν να συνεχίσουν την
αποπληρωμή όλων των προηγούμενων ληστρικών δανειακών συμβάσεων, αλλά ξεκίνησαν
και τον δικό τους καταστροφικό κύκλο υπερχρέωσης.
Για παράδειγμα, φρόντισαν να φορτώσουν στον
κρατικό προϋπολογισμό τις αποκαλούμενες «προβληματικές επιχειρήσεις», αυτές
δηλαδή που είχαν λεηλατήσει οι ιδιοκτήτες τους με την αμέριστη βοήθεια των
«δανεικών κι αγύριστων» των κυβερνήσεων Καραμανλή. Όχι μόνο φόρτωσαν στο κράτος
τα τεράστια ιδιωτικά χρέη που είχαν συσσωρεύσει αυτές οι επιχειρήσεις, αλλά τις
κράτησαν για σχεδόν μια δεκαετία ουσιαστικά ανενεργές ή σε κατάσταση σκόπιμης
υπολειτουργίας, πληρώνοντας μέσω του Οργανισμού Ανασυγκρότησης των Επιχειρήσεων
(ΟΑΕ) τους μισθούς των εργαζομένων σ’ αυτές με αντάλλαγμα την ψήφο τους.
Με τον τρόπο αυτόν όχι μόνο κατέστρεψαν την
αφρόκρεμα των παραγωγικών επιχειρήσεων της ελληνικής οικονομίας εκείνης της
εποχής, όχι μόνο εκμαύλισαν συστηματικά το πιο παραγωγικό εργατικό δυναμικό της
χώρας, αλλά μετασχημάτισαν τη ληστεία των προβληματικών σε ένα τεράστιο δημόσιο
χρέος. Τελικά, άλλες τις έκλεισαν και άλλες τις πούλησαν για παλιοσίδερα.
Κι όχι μόνο αυτό. Ο εναγκαλισμός των
κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με την τότε ΕΟΚ είχε ως αντάλλαγμα τα Μεσογειακά
Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), τα οποία αποτέλεσαν την απαρχή των κοινοτικών
χρηματοδοτήσεων προς τη χώρα, έχοντας ευθύς εξαρχής σκοπό να εκμαυλίσουν και να
διαφθείρουν πλατιά κοινωνικά στρώματα, ώστε να αποδεχτούν την υποταγή της χώρας
στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση».
Προκειμένου οι αγρότες να μη φωνάζουν για την
αδιάθετη παραγωγή τους, τους έμαθαν να νοιάζονται μόνο για τα θαφτικά των
χωματερών και τις επιδοτήσεις άνευ αντικρίσματος. Προκειμένου η επαγγελματική
διανόηση να μη διαμαρτύρεται για τη μάστιγα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και
της ετεροαπασχόλησης, τους έμαθαν να βολεύονται με τα κοινοτικά προγράμματα.
Έτσι έκαναν τη δουλειά τους ανενόχλητοι και οι ποικίλοι επιτήδειοι του
κομματικού μηχανισμού που συντηρούν ανέκαθεν και αναπαράγουν την εξουσία. Έτσι,
για κάθε 100 ευρώ κοινοτικών επιχορηγήσεων, το δημόσιο χρέος αυξανόταν κατά
250.
Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αδιαφόρησαν πλήρως για
την εκτίναξη των εξωτερικών ελλειμμάτων, στην οποία συνέβαλε αποφασιστικά πρώτα
η ΕΟΚ και αργότερα η Ε.Ε. Πώς αντιμετώπισαν αυτήν την εκτίναξη; Με τον πολύ
παραδοσιακό τρόπο. Με επιστροφή, από το 1984 και μετά, στη μονόπλευρη λιτότητα
και φυσικά στην έξαρση του δημόσιου δανεισμού.
Την εποχή εκείνη πλήθαιναν οι προειδοποιήσεις
για τον εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους, ειδικά του εξωτερικού. Ο ακαδημαϊκός
Άγγελος Αγγελόπουλος προειδοποιούσε ότι το 75% των νέων δανείων χρησιμοποιείται
για την εξυπηρέτηση των παλιών και επομένως «είναι πολύ αμφίβολο αν κατά τα
προσεχή έτη η Ελλάς θα μπορεί να δανείζεται τόσο σημαντικά ποσά δίχως
παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών, δίχως δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και δίχως
υποθήκευση του οικονομικού μέλλοντος της χώρας» («Το Βήμα», 15.9.1985).
Το 1986 πρώτη φορά στο ΔΝΤ...
Η προειδοποίηση του Αγγελόπουλου δεν άργησε να
επαληθευτεί. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αδυνατώντας να δανειστεί από το εξωτερικό,
προσέφυγε το 1986 στην ΕΟΚ. Οι Βρυξέλλες ανταποκρίθηκαν με δάνειο της τάξης των
1,75 δισ. Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων, το οποίο θα δινόταν σε δυο δόσεις
«μετά από ανασκόπηση εκ μέρους της Νομισματικής Επιτροπής του ΔΝΤ της πορείας
της ελληνικής οικονομίας κατά το 1986», όπως σημείωνε η έκθεση του ΔΝΤ εκείνη τη
χρονιά.
Ήταν η πρώτη φορά που οι Βρυξέλλες έστελναν την
Ελλάδα στο ΔΝΤ με μοχλό τον δανεισμό. Το τι ζητούσε το ΔΝΤ για να εγκρίνει τον
εξωτερικό δανεισμό της ελληνικής κυβέρνησης ήταν αυτονόητο: «σταθερή
εισοδηματική πολιτική ώστε να περιοριστεί η αύξηση του κόστους εργασίας
συνοδευόμενη από αυστηρή νομισματική και οικονομική πολιτική...»
(«Ναυτεμπορική», 24.8.1986). Δηλαδή περικοπές μισθών, περικοπές δαπανών, άνοιγμα
των αγορών, ιδιωτικοποιήσεις κ.ο.κ.
Αυτός που ανέλαβε να διεκπεραιώσει τις έξωθεν
«υποδείξεις» ήταν ο γνωστός κ. Σημίτης, ο οποίος, ως υπουργός Οικονομικών,
υποστήριζε το 1986 ότι «η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου οδήγησε σε αύξηση του
εξωτερικού χρέους της χώρας». Επομένως «πρόγραμμα για τη συγκράτηση του
εξωτερικού χρέους, χωρίς συγκράτηση της εγχώριας ενεργού ζήτησης, δεν μπορεί να
υπάρξει» («Εξόρμηση», 7.2.1986) Τι φταίει λοιπόν για τον δανεισμό; Το βιοτικό
επίπεδο των εργαζομένων. Τσακίστε το. Αυτή ήταν η φιλοσοφία Σημίτη.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ουσιαστικά δυο
δεκαετίες αυστηρής λιτότητας, ανοίγματος των αγορών, ιδιωτικοποιήσεων,
απορρύθμισης των πάντων κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να γίνει το λατρεμένο
παιδί των διεθνών κεφαλαιαγορών και να δανείζεται ασύστολα. Το δημόσιο χρέος και
η εξυπηρέτησή του εκτινάσσονται στα ουράνια.
Όσο έβρισκε δάνεια καμιά κυβέρνηση δεν
νοιάστηκε για το δημόσιο χρέος. Ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Α. Παπανδρέου ούτε ο
Σημίτης ούτε κι ο Καραμανλής. Κι όσο συμπίεζαν μισθούς και συντάξεις, όσο
άνοιγαν όλο και περισσότερο τις αγορές, όσο ξεπουλούσαν και ιδιωτικοποιούσαν το
σύμπαν, τόσο περισσότερο πίστευαν ότι θα βρίσκουν εσαεί να δανείζονται όσα
ήθελαν, ανεξάρτητα από το ύψος του δημόσιου χρέους.
Κι έτσι φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα, με μια
διαλυμένη οικονομία, ένα χρεοκοπημένο κράτος και υπό καθεστώς κατοχής. Κι αντί
να καθίσουμε στο σκαμνί τους αρχιτέκτονες αυτής της καταστροφής, τον κ.
Μητσοτάκη, τον κ. Σημίτη και όλους τους υπόλοιπους, τους ανεχόμαστε να βγαίνουν
δημόσια και να διαγκωνίζονται για νέους ρόλους στη «νέα μεταπολίτευση» που
σχεδιάζουν οι επικυρίαρχοι πάνω στο πτώμα της χώρας και του λαού
της.
Του Δημήτρη Καζάκη οικονομολόγου - αναλυτή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου