Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Πώς μας βλέπουν στην Ευρώπη


Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκα στο Λονδίνο για να παρουσιάσω το βιβλίο μου «The Thirteenth Labour of Hercules»  (μπορείτε να βρείτε εδώ το podcast από τη σχετική εκδήλωση στο London School of Economics). Έτσι, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα από τα μάτια των Βρετανών -πολιτικών, δημοσιογράφων, αναλυτών, επενδυτών- την επιστροφή της Ελλάδας στο κάδρο της διεθνούς ανησυχίας, με τη θεαματική κατάρρευση του σχεδίου της κυβέρνησης για «καθαρή» έξοδο από το μνημόνιο.

Η αποτροπή του Grexit και η νηνεμία στις σχέσεις της Αθήνας με τους επίσημους πιστωτές της τα τελευταία δύο χρόνια δημιούργησε μία ψευδαίσθηση στο εξωτερικό -τουλάχιστον μεταξύ εκείνων που δεν παρακολουθούσαν στενά τις εγχώριες εξελίξεις- ότι το ελληνικό πρόβλημα είχε λυθεί. Τις τελευταίες μέρες, με το χρηματιστήριο να βουτά στο κενό και τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων να εκσφενδονίζονται εκτός της σφαίρας της βιωσιμότητας, άρχισαν εκ νέου οι συζητήσεις για την ελληνική εκκρεμότητα: για τον τεράστιο αριθμό των ανέργων και των φτωχών, για τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου στο προσεχές μέλλον, για τις προοπτικές πρόωρων εκλογών, τις πιθανότητες νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και τους πιθανότερους κυβερνητικούς του εταίρους.


Το κλίμα εντός των οποίων γίνονται αυτές οι συζητήσεις στην Ευρώπη είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό. Η γερμανική οικονομία κρυολόγησε και οι ηγέτες της Ευρωζώνης λογομαχούν στο χείλος του αποπληθωρισμού. Ο Μάριο Ντράγκι πρέπει να κάνει ακροβατικά υψηλού κινδύνου κάθε φορά που επιχειρεί να χρησιμοποιήσει νέα εργαλεία νομισματικής τόνωσης. Η αίσθηση για το OMT (το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, η ανακοίνωση και μόνο του οποίου το 2012 έπεισε τις αγορές ότι δεν θα υπήρχε άλλη αναδιάρθρωση χρέους εντός της Ευρωζώνης) είναι ότι είτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα το περιορίσει δραστικά, είτε -αν το εγκρίνει- το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο να θέσει βέτο στη συμμετοχή της Bundesbank.

Η κυβέρνηση, ενδεχομένως θύμα της δικής της ρητορικής περί success story, και αναζητώντας μία διέξοδο από το αφήγημα της παρακμής και της διαφαινόμενης εκλογικής ήττας, επιχείρησε μία μονομερή επιστροφή στην κανονικότητα. Αλλά η κανονικότητα -όπως και η ανάπτυξη- δεν έρχεται με λόγια, λεονταρισμούς και κούφιες υποσχέσεις. Προκύπτει -ιδιαίτερα σε μία χώρα που η αξιοπιστία της έχει πληγεί τόσο βαριά τα τελευταία χρόνια- από σκληρή, επίμονη δουλειά στην υπηρεσία ξεκάθαρων στόχων, αδιαφορία για το πολιτικό κόστος και στενή συνεννόηση με τους διεθνείς μας εταίρους. Η κυβέρνηση Σαμαρά τους τελευταίους μήνες, από τις ευρωεκλογές και μετά, έχει επιδείξει μηδενική ανοχή στις μεταρρυθμίσεις, σηματοδοτεί ότι επιδιώκει ελάφρυνση του χρέους και παράλληλα ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ενώ, στην προσπάθειά της να ανακόψει την προέλαση του ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησε σε ένα επικοινωνιακό άλμα στο κενό με την έξοδο από το μνημόνιο, που είχε το καθ' όλα προβλέψιμο αποτέλεσμα να σπάσει τα μούτρα της.


Το πλήγμα που υπέστη η κυβέρνηση τις προηγούμενες μέρες, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να προκαλεί χαρά στην Κουμουνδούρου. Η μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας για το μεσοπρόθεσμο μέλλον της Ελλάδας, που μου εξέφρασαν συνομιλητές με εντελώς διαφορετικές οπτικές στο Λονδίνο, ήταν το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές: με ποιον θα κυβερνήσει, αν θα συγκρουστεί με τους Ευρωπαίους, πώς θα διατηρήσει τα πλεονάσματα, τι είδους επιτήρηση θα δεχθεί, τι μεταρρυθμίσεις υπέρ των επενδύσεων και της ανάπτυξης θα προωθήσει.

Οι αγορές, που έδειξαν τα δόντια τους την περασμένη εβδομάδα στον Σαμαρά, θα φανούν ακόμα περισσότερο αμείλικτες αν ο Τσίπρας επιβεβαιώσει τους φόβους ότι θα οδηγήσει την Αθήνα σε ρήξη με τους δανειστές της. Και εξίσου σκληροί θα είναι και οι Έλληνες ψηφοφόροι, που θέλουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να φύγουν, αλλά γνωρίζουν ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στον δρόμο προς την κανονικότητα, και δεν επιθυμούν επ' ουδενί την επιστροφή στις μαύρες μέρες του 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια: