Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Ίση δουλειά για όλους… όλοι στην ημιαπασχόληση!


Το σύνθημα αυτό, το προέβαλαν από τις αρχές του ’90, οικολόγοι μελετητές οι οποίοι άνοιξαν την οικολογική ατζέντα και σε θέματα εκτός της κλασσικής περιβαλλοντικής ύλης.Ο Αντρέ Γκορζ έθεσε πρώτη φορά τα θέματα αυτά στο βιβλίο του, Καπιταλισμός, σοσιαλισμός, οικολογία (στα ελληνικά, Εναλλακτικές εκδόσεις, 1993).
Η πιο αναλυτική και εμπεριστατωμένη παρουσίαση της ιδέας αυτής, γίνεται από τον Γκι Αζνάρ (κοινωνιολόγο και τ. γενικό γραμματέα της Generation Εcologie της Γαλλίας), στο βιβλίο του Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους (στα ελληνικά Κωσταράκης, 1997). Το βιβλίο αυτό προλογίζει ο Α. Γκορτζ, επαινώντας το συγγραφέα και υιοθετώντας την οπτική του.
Ο Αντρέ Γκορζ γεννήθηκε το 1923 στη Βιέννη και έγινε Ζεράρ Χορστ από τότε που έλαβε τη γαλλική υπηκοότητα ή Μισέλ Μποσκέ όνομα με το οποίο ενεπλάκη ως συνιδρυτής, το 1964, του παρισινού εβδομαδιαίου πολιτικού περιοδικού «Νουβέλ Ομπσερβατέρ», ή υπέγραφε και κάποια βιβλία του. Πέθανε το 2007, δίνοντας τέλος στη ζωή του, μαζί με την επί 58 χρόνια σύντροφό του που έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ο Γκορζ υπήρξε η πιο σημαντική γέφυρα ανάμεσα στη σύγχρονη αριστερά και την πολιτική οικολογία. Αυτός που μετέτρεψε τις καινοτόμες πρωτογενείς αναλύσεις του Ιβάν Ίλιτς για τη «βιομηχανική κοινωνία», σε ευρωπαϊκό πολιτικό σχέδιο εναλλακτικής οικο-αριστερής ταυτότητας.
Ο Κέινς πριν από 80 χρόνια οραματιζόταν την εβδομάδα των δεκαπέντε ωρών εργασίας και ο πατήρ Ιησουΐτης φον Νελ-Μπρόινινγκ -ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του κοινωνικού δόγματος της εκκλησίας, κατά τον Αντρέ Γκορτζ- υποστήριζε πριν από 20-25 χρόνια ότι οκτώ ώρες την εβδομάδα θα αρκούσαν για να μας εφοδιάσουν με τα αναγκαία, ενώ ο Θορό έκανε πράξη την εβδομάδα της ...μιάς εργάσιμης ημέρας πριν από 150 χρόνια, όταν έζησε για σχεδόν τρία χρόνια δίπλα στη λίμνη Ουόλντεν, δουλεύοντας μια μέρα και τις άλλες μελετούσε, έγραφε, έκανε περιπάτους και βαρκάδα στη λίμνη… Το πώς το πέτυχε, περιγράφεται στο βιβλίο του Ουόλντεν ή Η ζωή στο δάσος, εκδ. Κέδρος, 2007 -και σε πρώτη έκδοση από το 1981, από τις εκδόσεις «Διεθνής Βιβλιοθήκη».
Το ερώτημα που θέτουν οι δύο διανοητές (Αζνάρ και Γκορζ) είναι, γιατί να ξοδεύουμε άσκοπα το μόχθο των ανθρώπων μήπως και τους εξασφαλίσουμε μια πλήρη απασχόληση κι έναν ολόκληρο μισθό; «Μα αν η κοινωνία είναι πρόθυμη να τους πληρώσει για ανώφελα σπαταλημένες εργάσιμες ώρες, δε θα ’ταν προτιμότερο να τους πληρώσει για τις ώρες (μη) εργασίας που απελευθερώθηκαν εξαιτίας της μηχανοργάνωσης; Γιατί να μην εργάζονται ημιαπασχολούμενοι ή κατά τα δύο τρίτα του χρόνου, χωρίς να μειωθούν τα εισοδήματά τους;».
Η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της παραγωγικότητας και της απασχόλησης, δίνει πολύ αποκαλυπτικά στοιχεία.
«Από το 1955 έως το 1960 στη Γερμανία, 100 δις μάρκα επενδεδυμένα στη βιομηχανία, με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας, δημιούργησαν 2 εκ. θέσεις εργασίας. Μεταξύ 1960 και 1965, η ίδια επένδυση δημιούργησε μόνον 40.000 θέσεις. Μεταξύ 1965 και 1970 κατήργησε 100.000 θέσεις και μεταξύ 1970 και 1975 κατήργησε 500.000 θέσεις. Η επιτάχυνση συνεχίζεται, γεγονός που εξηγεί πώς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Γερμανίας τριπλασιάστηκε μεταξύ 1965 και 1985, ενώ την ίδια περίοδο, ο ετήσιος όγκος εργασίας μειώθηκε κατά 27%».
Και αν πάμε ακόμα πιο πίσω, θα δούμε ότι σε 150 χρόνια, κάθε άνθρωπος πολλαπλασίασε την παραγωγικότητά του και την ποσότητα των παραγόμενων αγαθών κατά 25 φορές, στην ίδια διάρκεια εργασίας!
Σήμερα, οι εργαζόμενοι κερδίζουν τρεις φορές περισσότερα απ’ όσα κέρδιζαν πριν από 30 χρόνια για διάρκεια εργασίας μειωμένη κατά το ένα τρίτο. Σήμερα, το πλήρες ωράριο αντιστοιχεί σε ημιαπασχόληση σε σύγκριση με εκείνο πριν από 40 χρόνια.
Η σύγχρονη ημιαπασχόληση μπορεί να γίνει η αυριανή νόρμα στη θέση της πλήρους απασχόλησης και να αμείβεται με ολόκληρο μισθό.

Όπως έχει τώρα, ένας σταθερός ή μάλλον αυξανόμενος όγκος αγαθών, παράγεται με ποσότητα εργασίας που συνεχώς ελαττώνεται.


Όλοι στην ημιαπασχόληση

Δεν υπάρχουν παρά τρεις δρόμοι για να επιλύσουμε το πρόβλημα της ανεργίας, λέει ο Αζνάρ: με αύξηση της ανάπτυξης (παραγωγή), με μείωση της παραγωγικότητας, ή με την υποαπασχόληση μέσω διαφόρων κοινωνικών στρατηγικών. Η άνοδος της παραγωγής, όμως, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας παρά μόνον αν «έτρεχε» πιο γρήγορα από την αύξηση της παραγωγικότητας, κι αυτό συνήθως δεν συμβαίνει.
Η σύγχρονη ημιαπασχόληση μπορεί να γίνει η αυριανή νόρμα στη θέση της πλήρους απασχόλησης και να αμείβεται με ολόκληρο μισθό. Και πώς θα γίνεται αυτό; «Οι πλήρεις αποδοχές πρέπει να είναι δύο ειδών: ένα μέρος τους να παρέχεται από την επιχείρηση ως αμοιβή για την προσφερθείσα εργασία, ενώ το υπόλοιπο, που θα αυξάνεται συν τω χρόνω, θα δίνεται από την κοινωνία για να αντισταθμίσει (ή να υπερκαλύψει) τη συρρίκνωση των άμεσα συνδεδεμένων αποδοχών με το χρόνο εργασίας. Αυτό το δεύτερο μέρος, που είναι μια κοινωνική παροχή συνδεδεμένη με την κοινωνική παραγωγικότητα, ο Αζνάρ το αποκαλεί ιδιοφυώς «δεύτερη επιταγή» και δείχνει πώς μπορεί να χρηματοδοτείται δίχως να επιβαρύνει το κόστος παραγωγής».
Αυτή είναι η πρόταση του Αζνάρ, όπως τη συνοψίζει ο Γκορζ. Η λύση του Αζνάρ στηρίζεται σε τρεις στρατηγικές: η πρώτη αναφέρεται στη μείωση του χρόνου εργασίας, η δεύτερη στην ανακατανομή της ανεργίας και η τρίτη στην επιλογή του χρόνου εργασίας.

Η συνοπτική, αναγκαστικά, παρουσίαση της ιδέας υπό τον γενικό τίτλο: Ίση δουλειά για όλους, ασφαλώς αδικεί την πρόταση η οποία είναι απόλυτα τεκμηριωμένη και ενταγμένη σε μια απόπειρα οικολογικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας, η οποία θα «απεξαρτηθεί» έτσι από τον σφιχτό εναγκαλισμό της οικονομίας και θα ενταχθεί σε μια οικο-κοινωνική λογική. Η εναλλακτική αυτή προσέγγιση της εργασίας, αποτελεί και ένα αντίδοτο (προς περαιτέρω διερεύνηση, ασφαλώς) στις τετριμμένες ιδέες που προβάλλονται με εύκολο και ανέξοδο δήθεν ριζοσπαστισμό.


...και σύνταξη στα 70!

Πριν από 10-11 χρόνια, σε ένα κείμενο στο Δαίμονα της Οικολογίας, είχα "παίξει" με το εξής δίλημμα: Ας κάνουμε την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Με τα σημερινά κοινωνικά, τεχνολογικά και οικονομικά δεδομένα, έστω ότι ο μέσος χρόνος εργασίας που αναλογεί στον κάθε, εν δυνάμει, εργαζόμενο είναι 100 μονάδες εργασίας (αυθαίρετη μονάδα μέτρησης) για το σύνολο της ζωής του. Τόσες ώρες εργασίας «χρωστάει» στην κοινωνία για να απολαύσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής, τόσο ως εργαζόμενος, όσο και ως συνταξιούχος.
Ο εργαζόμενος έχει τις εξής δύο επιλογές:

α) τις 100 αυτές "ώρες" τις συμπυκνώνει σε λίγα χρόνια, για να βγει γρήγορα στη σύνταξη, έχοντας κάνει το καθήκον του απέναντι στην κοινωνία. Να δουλεύει, δηλαδή, 8-10 ώρες την ημέρα ή 40-50 ώρες την εβδομάδα, με αντάλλαγμα την σύνταξη, έστω στα 50-55 (κατά μέσο όρο).

β) ο εργαζόμενος κατανέμει τις 100 αυτές μονάδες εργασίας διαφορετικά. Δουλεύει 6-7 ώρες την ημέρα ή 30-35 ώρες τη βδομάδα, με συνέπεια, για να εξοφλήσει το χρέος του προς την κοινωνία, να παρατείνει την εργασιακή ζωή κατά έστω 10-15 χρόνια, δηλαδή να συνταξιοδοτείται στα 65 – 70 (πάντα κατά μέσο όρο).
Ποιο από τα δύο αυτά σενάρια «συμφέρει» τους πολίτες και ποιο την κοινωνία; Πέραν των όποιων ατομικών -και σεβαστών- επιλογών, οφείλουμε μία απάντηση για το σύνολο του διλήμματος. Η πρώτη επιλογή, υπονοεί ότι ο πρόωρα συνταξιοδοτούμενος πολίτης, έχοντας κάνει θυσίες και στερούμενος τον καθημερινό ελεύθερο χρόνο, θα τον «μαζέψει» και θα τον αξιοποιήσει αργότερα. Θα έχει, δηλαδή, μια δεύτερη ζωή μπροστά του, την οποία, απαλλαγμένος από το πρόβλημα της επιβίωσης, θα μπορεί να οργανώσει καλύτερα, δημιουργικότερα και πιο ελεύθερα. Το μόνο σχόλιο στο επίπεδο αυτό είναι ότι πολύ δύσκολα αλλάζει τον τρόπο ζωής και κυρίως ακόμα πιο δύσκολα αποκτά δημιουργικά ενδιαφέροντα, κάποιος που έχει ζήσει μια ζωή χωρίς ουσιαστικά ελεύθερο χρόνο και, άρα, ανάλογες δραστηριότητες. Όμως, η σοβαρότερη παρενέργεια αυτής της επιλογής είναι ότι ως εργαζόμενος, πληρώνει στο ασφαλιστικό σύστημα για λίγα χρόνια και θα απαιτεί, δικαίως, να παίρνει για πιο πολλά.
Στη δεύτερη επιλογή, το προσωπικό πλεονέκτημα είναι ότι ζει όλα τα χρόνια της ζωής του καλύτερα, έχοντας περισσότερο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του, συνεχώς, έστω κι αν συνεχίζει να δουλεύει μέχρι τα 65 ή 70 του ή και περισσότερο (με μειούμενο, κλιμακωτά, χρόνο εργασίας ή και διαφορετική σχέση εργασίας). Το έμμεσο κοινωνικό πλεονέκτημα αυτής της επιλογής, είναι ότι «ελαφρώνει» το ασφαλιστικό σύστημα και, το κυριότερο, δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας.. «Λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους» ή «ίση δουλειά για όλους» ή «όλοι στην ημιαπασχόληση», που λέγαμε και στην αρχή του κειμένου.
Το παραπάνω δίλημμα μπορεί να τεθεί και διαφορετικά -αν η αύξηση της παραγωγικότητας προσφέρει ένα συλλογικό πλούτο προς διανομή, ο κάθε εργαζόμενος έχει (είχε!) δύο επιλογές:

α) να δουλεύει λιγότερες ώρες -μείωση του χρόνου εργασίας αλλά και ίδιος μισθός, ή

β) να αυξήσει το εισόδημά του -αύξηση του μισθού, αλλά με ίδιες ώρες εργασίας.

Οι συνέπειες και οι παρενέργειες και των δύο αυτών επιλογών είναι ανάλογες με αυτές του προηγούμενου διλήμματος.


Σε περίοδο κρίσης, όμως;

Καλά όλα αυτά σε παλιότερες εποχές, δηλαδή πριν από ...15-20 χρόνια, αλλά τώρα, στην καρδιά της κρίσης ισχύουν πάντα;
Κατ’ αρχήν να πούμε ότι αυτά όχι μόνο δεν υιοθετήθηκαν από την αριστερά τότε, αλλά θεωρήθηκαν ότι διευκολύνουν το κεφάλαιο. Ότι στη φάση της μεγάλης αναδιάρθρωσης και τη μετάβαση στην εποχή της μηχανοργάνωσης, στην ηλεκτρονική εποχή, ότι τις ευέλικτες μορφές εργασίας τις χρειάζεται το κεφάλαιο και όχι οι εργαζόμενοι. Έστω κι αν η σύγκρουση για τη μείωση του χρόνου εργασίας αφορούσε το ύψος των αποδοχών, αν δηλαδή, το πέρασμα στην εβδομάδα των 30 ή 35 ωρών εργασίας θα γινόταν χωρίς μείωση των αποδοχών ή όχι, το επίδικο ζήτημα, τελικά, ήταν οι ίδιες οι "ευέλικτες μορφές εργασίας" ως ενός νέου μοντέλου διευθέτησης, μέρους έστω, του χρόνου εργασίας. Ποιον συνέφερε, τον εργοδότη, τους εργαζόμενους ή μήπως θα μπορούσε να συμφέρει και τους δύο; Η σύγκρουση αυτή, σχεδόν δεν έγινε ποτέ ή έγινε με όρους αφηρημένα ιδεολογικούς και η στείρα άρνηση της αριστεράς να μπει σε μια ουσιαστική συζήτηση για τη συνολική οργάνωση και διευθέτηση του χρόνου εργασίας, έδωσε άφθονο πεδίο στην υιοθέτηση κοντόφθαλμων και μονομερών λογικών σε επιμέρους ρυθμίσεις.
Αφού, λοιπόν, καταρρίπτεται ο μύθος ότι η ανάπτυξη, οι επενδύσεις στην ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό, φέρνουν εξ ορισμού θέσεις εργασίας, μύθος στον οποίο επένδυσαν τόσο η αριστερά, όσο και η δεξιά, ας μην εφεύρουμε νέους μύθους. «Πρέπει να αποσυνδέσουμε τελείως την ανακατανομή του πλούτου από εκείνη του απαραίτητου χρόνου για την παραγωγή του», ισχυρίζεται ο Aznar, στην πιο ριζοσπαστική μελέτη που έχει κατατεθεί για το πρόβλημα της ανεργίας -με προφανείς επιπτώσεις στο ασφαλιστικό- και την οποία τόσο επαινεί ο Γκορτζ.

Σάκης Κουρουζίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια: