Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Η δραστική μείωση των ονομαστικών μισθών, δεν λύνει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας.

Πώς διαμορφώνονται οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα

ΣΤΟ πλαίσιο της σημερινής κρίσης οι συζητήσεις για την ανάγκη της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη καταλαμβάνουν κεντρικό σημείο στα φόρουμ πολιτικής. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Ασχέτως από το πώς ξεκίνησε η κρίση, οι αναλυτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι χώρες αυτές υποφέρουν από το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας (δηλαδή, οι εργαζόμενοι κοστίζουν πολύ, ιδίως σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας τους). Δεδομένου ότι μια νομισματική υποτίμηση δεν είναι εφικτή επειδή όλες οι χώρες χρησιμοποιούν το ευρώ και η νομισματική ένωση επιβάλλει δημοσιονομική ακαμψία και έχει αφαιρέσει τη νομισματική ανεξαρτησία, φαίνεται ότι η προσαρμογή πρέπει να έρθει μέσα από την αγορά εργασίας. 

Εσωτερική υποτίμηση 

Ως εκ τούτου, οι συζητήσεις πολιτικής έχουν επικεντρωθεί στις αναλύσεις του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Ένας σημαντικός αριθμός οικονομολόγων έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για να κλείσει το «κενό της ανταγωνιστικότητας», ιδίως με τη Γερμανία, απαιτούνται προσαρμογές προς τα κάτω στους σχετικούς μισθούς σε αυτές τις πέντε χώρες, δηλαδή η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας ορίζεται ως η αναλογία του συνολικού κόστους εργασίας προς την παραγωγικότητα της εργασίας. Αν υποθέσουμε ότι ο αριθμητής μετριέται σε ευρώ ανά εργαζόμενο και ο παρονομαστής μετριέται με έναν αριθμό μολυβιών ανά εργαζόμενο, το μοναδιαίο κόστος εργασίας μετριέται σε ευρώ ανά μολύβι (δηλαδή, συνολικό κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγωγής ή το κόστος εργασίας για τα προϊόντα που δημιουργούνται).

Οι επιχειρήσεις προφανώς και ενδιαφέρονται για το μοναδιαίο κόστος εργασίας επειδή παρακολουθούν τη σχέση μεταξύ του συνολικού κόστους εργασίας και πόσο παραγωγικοί είναι οι εργαζόμενοί τους. Εάν το μοναδιαίο κόστος εργασίας αυξηθεί σε μια επιχείρηση, και ακόμη περισσότερο έναντι εκείνου των ανταγωνιστών της, η εν λόγω επιχείρηση θα χάσει κατά πάσα πιθανότητα ένα μερίδιο της αγοράς και οι προσδοκίες ανάπτυξης θα επηρεαστούν αρνητικά. Η λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι ένας συνδυασμός μέτρων συγκράτησης των μισθών και αύξησης στην παραγωγικότητα της εργασίας. Η αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας επιτυγχάνεται συνήθως με την εισαγωγή τεχνικών εξοικονόμησης εργασίας που είναι κερδοφόρες. 

Αύξηση παραγωγικότητας

Η αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση και δεν θα συμβεί εν μιά νυκτί. Εκτός αυτού, οι καθοριστικοί παράγοντες της παραγωγικότητας δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί. Υπάρχουν παράγοντες που λειτουργούν στο εσωτερικό μιας επιχείρησης και είναι υπό τον έλεγχο της διοίκησης και υπάρχουν παράγοντες που είναι εξωγενείς προς την επιχείρηση. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιοι από τους καθοριστικούς παράγοντες είναι ποσοτικά περισσότερο σημαντικοί - και σίγουρα απαιτείται περαιτέρω έρευνα γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα. Παρά ταύτα, η πολιτική πρόταση που προσφέρεται συχνότερα για την αύξηση της παραγωγικότητας είναι η μείωση των ονομαστικών μισθών. Κι αυτό ενώ ιστορικά δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας και της αύξησης της παραγωγής. Αυτό είναι ένα καλά εδραιωμένο εμπειρικό αποτέλεσμα, γνωστό στη βιβλιογραφία ως «το παράδοξο του Kaldor». 

«Το παράδοξο του Kaldor»

Ο Kaldor ανακάλυψε ότι οι χώρες που είχαν καταγράψει τη μεγαλύτερη μείωση στην ανταγωνιστικότητα των τιμών τους (δηλαδή, μεγαλύτερη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) είχαν επίσης τη μεγαλύτερη αύξηση στο μερίδιο της αγοράς. Ως εκ τούτου, η πεποίθηση ότι η χαμηλή αύξηση στους ονομαστικούς μισθούς έναντι της παραγωγικότητας θα αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα και θα οδηγήσει τελικά πίσω στην ανάπτυξη είναι τουλάχιστον υπερβολικά απλοϊκή και δεν διαθέτει ισχυρές εμπειρικές αποδείξεις. Στο πλαίσιο της ανάλυσης του πολλαπλασιαστή του Harrod και των περιορισμών του ισοζυγίου πληρωμών, ο Kaldor υποστήριξε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μιας οικονομίας εξαρτάται από το ρυθμό αύξησης των εξαγωγών, που με τη σειρά του εξαρτάται από την παγκόσμια ζήτηση και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Σύμφωνα με τον Kaldor, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών εξαρτάται από τη δυναμική εξέλιξη των μισθών και της παραγωγικότητας. Τα δείγματα για την αντίστροφη σχέση μεταξύ της αύξησης της παραγωγικότητας και του ρυθμού αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι, παραδόξως, ασαφής, επειδή οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει κατά καιρούς ότι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες από την άποψη των εξαγωγών και του ΑΕΠ στη μεταπολεμική περίοδο εμφανίζουν την ίδια στιγμή ταχύτερη αύξηση στο μοναδιαίο κόστος εργασίας από άλλες χώρες και αντιστρόφως ανάλογα.

Τρόπος υπολογισμού του 
μοναδιαίου κόστους εργασίας

Ένα άλλο πρόβλημα είναι ο τρόπος υπολογισμού του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Η χρήση συγκεντρωτικών στοιχείων είναι μια δυνητικά παραπλανητική διεργασία. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας που υπολογίζεται με συγκεντρωτικά στοιχεία δεν είναι απλώς ένας σταθμισμένος μέσος όρος του μοναδιαίου κόστους εργασίας των επιχειρήσεων. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι το συνολικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αντανακλά την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ μισθών και κερδών. Αυτό έχει επιπτώσεις στη συνολική ζήτηση, οι οποίες έχουν παραμεληθεί. 

Σε μια πρόσφατη έρευνά μας για το Levy Economics Institute σχετικά με την ανταγωνιστικότητα, μελετήσαμε 12 χώρες και ανακαλύψαμε ότι το ποσοστό εργασίας αυξήθηκε μόνο σε μία χώρα (στην Ελλάδα), μειώθηκε σε εννέα και παρέμεινε σταθερό σε δύο. Εικάζουμε ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της αύξησης του μεριδίου στο σύνολο της οικονομίας των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. 

Επίσης, κατασκευάσαμε ένα μέτρο ανταγωνιστικότητας, το αποκαλούμενο μοναδιαίο κόστος κεφαλαίου, που προσδιορίζει την αναλογία του ονομαστικού ποσοστού κέρδους προς την παραγωγικότητα του κεφαλαίου. Αυτό έχει αυξηθεί και στις 12 χώρες. Συμπεραίνουμε ότι μια δραστική μείωση των ονομαστικών μισθών δεν θα λύσει το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν ορισμένες χώρες της ευρωζώνης. Αν γίνει αυτό, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναγνωρίσουν επίσης ότι το μοναδιαίο κόστος κεφαλαίου έχει αυξηθεί σημαντικά και ως εκ τούτου θα πρέπει να μοιραστούν το κόστος της προσαρμογής. 

Επιπλέον, χρησιμοποιώντας μια πλειάδα από αναλυτικά στοιχεία δείξαμε ότι η Γερμανία δεν είναι το σωστό μέτρο σύγκρισης καθώς το καλάθι των εξαγωγών της είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο των χωρών της Νότιας Ευρώπης και της Ιρλανδίας. Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι η όλη συζήτηση αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα και την ανάγκη της μείωσης των ονομαστικών μισθών στις χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης είναι βασισμένη σε σαθρά θεωρητικά και εμπειρικά θεμέλια.

Η λύση, από τη στιγμή που έχει αποκλειστεί η έξοδος από το ευρώ, είναι να επιτραπεί στη δημοσιονομική πολιτική να διαδραματίσει έναν μεγαλύτερο ρόλο στην ευρωζώνη και να καταβληθούν προσπάθειες για την αναβάθμιση των εξαγωγών προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα με τις πιο προηγμένες χώρες. Πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη λύση που δεν θα είναι ανώδυνη, αλλά που δεν απαιτεί τη μείωση των ονομαστικών μισθών.

Των
Jesus Felipe και Utsav Kumar

Οι συγγραφείς είναι οικονομολόγοι στην Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, Μανίλα, Φιλιππίνες. Το άρθρο αποτελεί μια σύντομη περίληψη ενός Working Paper που εκπονήθηκε για το Levy Economics Institute, με τίτλο «Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην ευρωζώνη - Η συζήτηση για την ανταγωνιστικότητα και πάλι», και αντιπροσωπεύει τις απόψεις των συγγραφέων και όχι της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης, των εκτελεστικών διευθυντών της ή των μελών-χωρών που αντιπροσωπεύουν

www.express.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: