Το Μεσολόγγι πια ήτανε κλεισμένο. Κι ο πόλεμος δεν έπαυε, άγρυπνος, νύχτα και μέρα. Κι η φωτιά έκανε μιαν αλυσίδα, συγκρατητή πέρα και πέρα.
Δύσκολα
πια μπορούσε βοήθεια να περάσει ανάμεσα
στους Αρβανίτες και στο Μεσολόγγι να
καλωσοριστεί. Μα κάπου, εδώ και κει,
χύνονταν και περνούσαν, όμοιοι στην
ορμή με λυκαγέλη, όσοι μες στην καρδιά
τους είχανε σα δίκοπο μαχαίρι των
αδερφιών τη δυστυχία και το παράπονο.
Και
μιαν αυγή, αξημέρωτην ακόμα, έφτασε στο
Μεσολόγγι ο Γιώτη Γκιώνης, άβλαβος, με
τους δικούς του. Και με το φως της μέρας,
της χαρούμενης στις τόσες που περνούσαν
άχαρες, Σουλιώτης με Σουλιώτη αλλάζανε
φιλιά, κι έκαναν πανηγύρι.
Το
‘μαθε κι η Μαλάμαινα, η χήρα η καπετάνισσα,
που βρέθηκε κι αυτή κλεισμένη με τους
άλλους, και μοίραζε των αλλουνών τα
βάσανα με τις δικές της πίκρες. Ξεσκούφωτη,
έτρεξε στο Γιώτη Γκιώνη.
― Ώρα
καλή και βλοημένη που ‘ρθες! του φώναξε
από μακριά. Ο γιος μου πού ‘ναι;
― Τον
άφησα στ' Απόκορο, θεια, μ' άλλο μπουλούκι.
Έχουν ανεμικό ντουφέκι. Και βαρούν τους
Τούρκους όπου τους αντέσουν.
― Και
συ πώς ήρθες; Έχεις κανένα δικό σου δω
στο Μισολόγγι;
― Όχι,
για την πατρίδα, θεια-Μαλάμαινα.
― Λοιπόν,
τ' αδέρφια του είναι δω, κι αυτός γυρίζει
στα βουνά; Και την πατρίδα δεν τη
συλλογάται; Και μένα μ' αφήνει να κοιτάζω
σας και να σας ντρέπομαι;
Σκληρή
κι αγριεμένη, σήκωσε τα χέρια πάνου.
― Μη,
θεια, μη τον καταριέσαι!
― Την
κατάρα μου!
Όλοι
έφριξαν. Τρεις μέρες πέρασαν και τρεις
νύχτες με τον πόλεμο που αγρίευε. Κι ένα
πρωί, θεού χαρά, έγινε ανάπαψη. Αρβανίτης
βγήκε αντίκρυ και ζήτησε τη γρια-Μαλάμαινα
να ιδεί και να της μιλήσει. Έτρεξαν και
την έφεραν απάνου στα προχώματα.
―
Γρια-Μαλάμαινα,
γυναίκα του Γιώργου του Μαλάμου, φώναξε
ο Αρβανίτης, σε χαιρετάει ο γιόκας σου!
Ήρθε να σε ιδεί! Κι ύψωσ’ ένα κοντάρι,
μ' ένα κεφάλι ανθρώπου στην κορφή.
Αναταράχτηκε η Μαλάμαινα.
...Παιδί
μου! Πύλιο μου! έκραξε στριγκά. Την ευκή
μου να ‘χεις, έτσι, παλικάρι σ’ ήθελα!
Και συ, άπιστε, πρέπει να πληρωθείς, και
συ!
Άρπαξε
από κοντά της ένα καριοφίλι. Γονάτισε,
σημάδεψε. Κι ο Αρβανίτης έπεσε μαζί με
το κοντάρι. Έπεσε κι η γυναίκα σωριαστή
στο χώμα.
Σημ.
του συγγραφέα:
Πρόσεξε
πως εννοούσε η Σουλιώτισσα τα καθήκοντα
του παιδιού της στην Πατρίδα και στον
εαυτό της, τη μητέρα του. Δες και το φόβο
που είχαν όλοι τότε στης μάνας την
κατάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου