Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Παραπόταμος Θεσπρωτίας. Δείτε τα video






Δείτε τα video


















Παραπόταμος:

Ο Παραπόταμος είναι ένα από τα ζωντανά χωριά της Θεσπρωτίας, που αντί να μειώνει αυξάνει τους κατοίκους του! Πρόκειται για ημιορεινό χωριό στην άλλοτε επαρχία Θυάμιδος. Η ονομασία του οφείλεται από τη θέση του δίπλα σε ποτάμι. Βρίσκεται 10 χλμ. βορειοανατολικά της Ηγουμενίτσας σε υψόμετρο 100 μ. Σύμφωνα με την τελευταία διοικητική διαίρεση (Σχέδιο Καλλικράτης), καταργήθηκε από ομώνυμος δήμος, που είχε αναδειχθεί, αποτελώντας πλέον έδρα τοπικής κοινότητας, του δήμου Ηγουμενίτσας. Ο πληθυσμός του το 1971 ήταν 663 κάτοικοι, το 2001 αριθμούσε 1004 κατοίκους και στην απογραφή του 2010 καταγράφηκαν 1531 κάτοικοι!

Αρχαία Φανοτή - Ντόλιανη δίπλα στον Καλαμά , στον Παραπόταμο Θεσπρωτίας



Δείτε το video













Αναμφισβήτητα, η Αρχαία Φανοτή - Ντόλιανη είναι  ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και αξιοθαύμαστους αρχαιολογικούς χώρους στο νομό Θεσπρωτίας και βρίσκεται 16χλμ. έξω από την Ηγουμενίτσα, δίπλα στο χωριό Παραπόταμος
Σύμφωνα με τις έρευνες, πρόκειται για έναν τειχισμένο οικισμό που κατοικήθηκε από το αρχαίο Θεσπρωτικό φύλο των Φανοτέων (περ. στο 2ο μισό του 4ου αι. π.Χ.). Να τονίσουμε ότι προφανώς ιδρύθηκε την ίδια περίοδο με άλλες σπουδαίες θεσπρωτικές πόλεις (Ελέα, Γιτάνη, Δυμόκαστρο) και έφτασε στο ¨ζενίθ¨ της στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Η άψογη γεωγραφική της θέση αποδεικνύει το στρατιωτικό της, κυρίως, χαρακτήρα και σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες (Πολύβιος) διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο σε σημαντικούς πολέμους.
Ουσιαστικά, οφείλει να την επισκεφτεί κανείς ερχόμενος στην περιοχή, γιατί από τη μία είναι η μοναδική αρχαία πόλη(στη Θεσπρωτία) όπου διασώζονται αρχαιολογικά ευρήματα (π.χ. ο πύργος της ακρόπολης, η κεντρική της πύλη) από την αρχαιότητα έως τη μεταβυζαντινή περίοδο και από την άλλη γιατί η ομορφιά της φύσης, όπου είναι εγκατεστημένη, είναι αναντίρρητα μαγευτική και απαράμιλλη, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τον ποταμό Καλαμά, δίπλα στον οποίο δεσπόζει υπερυψωμένα.



















Η Κύρια Πύλη της Ντόλιανης
Η μνημειακή κύρια πύλη της αρχαίας οχύρωσης προστατεύονταν από δύο ισχυρούς ορθογώνιους πύργους. Η πύλη είχε τοξωτό υπέρθυρο, που εδραζόταν σε δύο παραστάδες που συγκλίνουν ελαφρώς μεταξύ τους. Στις ακμές των παραστάδων διακρίνεται η διαμόρφωση υποδοχής των θυρόφυλλων, ενώ στο εσωτερικό τους διατηρούνται οι οπές όπου εισέρχονταν η δοκός ασφαλείας.

Το τόξο αποτελούσαν πέντε λίθοι, τέσσερις από τους οποίους βρέθηκαν σχεδόν επιφανειακά στη θέση όπου είχαν καταπέσει.
Ο χώρος της εισόδου πίσω από το τοξωτό άνοιγμα καλύπτονταν από ξύλινο δάπεδο. Εκεί πρέπει να οδηγούσε η λίθινη κλίμακα, που υπήρχε εσωτερικά της οχύρωσης, στα δυτικά του θυραίου ανοίγματος.

Ο νεότερος οικισμός
Στο τέλος της βυζαντινής και στις αρχές της οθωμανικής περιόδου ένας μικρός οικισμός αγροτικού χαρακτήρα εγκαθίσταται στη θέση της αρχαίας πόλης. Τα ερείπια των λιθόκτιστων κτιρίων και περιβόλων του οικισμού αυτού είναι ορατά σε όλη την έκταση της ακρόπολης, αλλά και κατά τόπους στις πλαγιές του υψώματος.

 Τα κτίρια είναι συνήθως διώροφα, διαθέτουν ευρύχωρη αυλή, βοηθητικούς χώρους και αποχωρητήριο ενσωματωμένο στο κυρίως κτίριο, συχνά με πρόσβαση από το κεντρικό δωμάτιο.
Μονοπάτια διέσχιζαν τον οικισμό, ενώ το κυκλικό αλώνι στο ανατολικό τμήμα της ακρόπολης φαίνεται ότι λειτουργούσε ως η κεντρική του πλατεία.
Ο Πύργος της Ακρόπολης
Στο υψηλότερο σημείο της ακρόπολης βρίσκεται πύργος της υστεροβυζαντινής ή μεταβυζαντινής περιόδου. Το κτίριο φαίνεται ότι ακολουθεί την ίδια κατασκευαστική παράδοση με ανάλογα κτίρια στρατιωτικού χαρακτήρα (Πύργος Ραγίου, Κούλια Παραμυθιάς), που κατασκευάζονται στο θεσπρωτικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο.

Ο πύργος ήταν τουλάχιστον διώροφος και από τη θέση του στην κορυφή του υψώματος, επόπτευε την ευρύτερη περιοχή. Για αμυντικούς λόγους η είσοδος ήταν τοποθετημένη σε κάποιον από τους ψηλότερους ορόφους - πιθανότατα, προσβάσιμη μέσω ξύλινης σκάλας. Στα δυτικά του κτιρίου υπήρχε δεξαμενή νερού, που εξασφάλιζε στον πύργο ακόμη μεγαλύτερη αμυντική επάρκεια και αυτονομία.
Τo "Κτίριο με τα Τοξωτά Ανοίγματα"
Επάνω στο νοτιοανατολικό πύργο του τείχους της ακρόπολης δεσπόζει ένα τετράπλευρο κτίριο με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική μορφή, ορατό από την ευρύτερη περιοχή. Η κάθε πλευρά του κτιρίου είχε τέσσερα τοξωτά ανοίγματα που στηρίζονταν σε τετράγωνους χτιστούς πεσσούς. Η στέγασή του γινόταν με τετράρριχτη κεραμοσκεπή.

Το κτίριο αποτελούσε τμήμα ενός οικοδομικού συγκροτήματος δημόσιου χαρακτήρα, που καταλάμβανε το νότιο τμήμα της ακρόπολης. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τις εγκαταστάσεις ενός μουσουλμανικού τεμένους, με μορφή που απαντάται και αλλού στο θεσπρωτικό χώρο (Καρβουνάρι, Κότσικα).
Τα κτίρια του συγκροτήματος φαίνεται ότι επισκευάστηκαν συχνά και χρησιμοποιήθηκαν επί μακρόν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου.

Διαβάστε τι γράφει το www.wikipedia.org για την Αρχαία Φανοτή
Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη)

H Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη) αποτελεί αρχαιολογικό χώρο στο Δήμο Παραποτάμου Θεσπρωτίας, 16 Km δυτικά της Ηγουμενίτσας. Η Αρχαία Φανοτή (Ντόλιανη) αποτελεί έναν τειχισμένο με διπλό οχυρωματικό περίβολο οικισμό, ο οποίος υπήρξε κέντρο του αρχαίου θεσπρωτικού φύλου των Φανοτέων, που πιστεύεται ότι κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ της Μουργκάνας και του μέσου ποταμού Καλαμά. Η Αρχαία Φανοτή, τη γνωστή και από τη φιλολογική παράδοση (Πολύβιος, Livius), έδρα των Φανοτέων, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του τελευταίου Μακεδονικού πολέμου. Ο αρχαίος οικισμός, πάνω σε φυσικά οχυρό λόφο ύψους 85 μ. δίπλα ακριβώς από τον Καλαμά, ανάμεσα στα χωριά Αγ. Γεώργιος και Γεροπλάτανος, έχει έκταση 53 στρέμματα. Με την ολοκλήρωση της νέας γέφυρας πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, η Ντόλιανη απέχει μόλις 2 χλμ. από την εθνική οδό Ηγουμενίτσας - Ιωαννίνων.  Αλλες σημαντικές αρχαίες πόλεις στό Νομό Θεσπρωτίας ήταν και είναι σήμερα επισκέψιμες:
Ιστορία
Με βάση τα υπάρχοντα αρχαιολογικά δεδομένα, ο τειχισμένος οικισμός της Φανοτής ιδρύεται στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή κατά την οποία συνοικίζονται και οι υπόλοιπες σημαντικές θεσπρωτικές πόλεις, η Ελέα (Βέλιανη), η Γιτάνη και η Ελίνα (Δυμόκαστρο), και ακμάζει κατά την ελληνιστική περίοδο. Ο πληθυσμός του κατά τα ελληνιστικά χρόνια υπολογίζεται στους 1.600 κατοίκους. Σύμφωνα με τον Λατίνο ιστορικό Λίβιο, η Φανοτή είναι η πρώτη Ελληνική πόλη που έπεσε στα χέρια των Ρωμαϊκών Λεγεώνων του Αιμίλιου Παύλου το 168 πΧ. Στην αναφορά στη Φανοτή που γίνεται από το Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, «η πόλη απέκρουσε αποτελεσματικά την πολιορκία των ρωμαϊκών στρατευμάτων» το 170/169 π.Χ. Την επόμενη χρονιά όμως, παραδόθηκε στο ρωμαίο στρατηγό L. Anicius, πρώτη από όλες τις ηπειρωτικές πόλεις. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, ακολούθησε εν μέρει τη μοίρα των υπόλοιπων ηπειρωτικών πόλεων. Τα τείχη υπέστησαν εκτεταμένες καταστροφές και η πόλη ερημώθηκε κατά το μεγαλύτερο τμήμα της χωρίς να εγκαταλειφθεί. Η κατοίκηση συνεχίστηκε εντός των ορίων του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου, ο οποίος επισκευάστηκε επιμελώς, ενώ στο ψηλότερο σημείο του οικισμού κατασκευάστηκε τετράγωνος πύργος.









 






 
 

Κατά την αυτοκρατορική περίοδο, με την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της Φωτικής, η Φανοτή αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους οικισμούς που εξαρτώνταν διοικητικά (ως vici) από την αποικία, καθώς βρισκόταν μέσα στα όρια της επικράτειάς της (territorium). Να σημειωθεί ότι ο οικισμός ήταν χτισμένος σε μια, από κάθε άποψη, προνομιακή θέση, καθώς δέσποζε στον εύφορο κάμπο που περικλείεται μέσα στην καμπύλη του ποταμού Καλαμά και επιπλέον έλεγχε τον διεθνή ρωμαϊκό δρόμο Απολλωνίας -Βουθρωτού -Φωτικής -Νικόπολης.
Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, επάνω στο δυτικό πύργο της πύλης του εξωτερικού περιβόλου κατασκευάζεται χριστιανικός ναός. Πέραν του ναού θα πρέπει να υπήρχε και οικισμός στην περιοχή, όπως προκύπτει από την ύπαρξη εκτεταμένου νεκροταφείου, τμήματα του οποίου εντοπίζονται τόσο σε γειτνίαση με το χριστιανικό ναό, όσο και στις πλαγιές του απέναντι λόφου, στην ίδια θέση με το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Κατοίκηση της ακρόπολης διαπιστώνεται εκ νέου κατά την οθωμανική περίοδο και συνεχίζεται έως τα νεότερα χρόνια, οπότε έχουμε την οριστική εγκατάλειψη του οικισμού. Το 1995, με αφορμή τη διαπίστωση λαθρανασκαφής, διενεργήθηκε μικρής έκτασης ανασκαφή στο βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης, κατά την οποία ερευνήθηκε μερικώς το «κτήριο 3?, πιθανόν μεγάλη οικία των ελληνιστικών χρόνων, που επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τη ρωμαϊκή, αλλά και τη μεταβυζαντινή εποχή. Τα κινητά ευρήματα από την έρευνα του εν λόγω κτηρίου καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονολογικό φάσμα από την εποχή του Κοινού των Ηπειρωτών (233 - 167 π.Χ.) έως την οθωμανική περίοδο.











Περιγραφή
Η γεωγραφική θέση της Αρχαίας Φανοτής είναι άριστη. Από την μια μεριά σε κλίμακες απλώνεται η αρχαία πόλη και τα μεταγενέστερα κτίρια, ενώ πίσω από την κορυφή όπου δεσπόζει ο πύργος της ακρόπολης, απλώνεται με δέος το φαράγγι του Καλαμά ποταμού. Ο οικισμός της Ντόλιανης αναπτύσσεται επάνω σε λόφο, τον οποίο περιτρέχει ο ποταμός Καλαμάς από τα δυτικά και εν μέρει τα νότια. Η θέση είναι φυσικά οχυρωμένη, καθώς κυρίως από τη δυτική, αλλά και τη νότια πλευρά, οι πλαγιές είναι βραχώδεις, εξαιρετικά απόκρημνες και μη προσπελάσιμες. Για την προστασία των βατών πλευρών στο βόρειο και ανατολικό τμήμα του λόφου κατασκευάστηκε διπλός οχυρωματικός περίβολος, σύγχρονος με την ίδρυση της πόλης. Με τείχος ενισχύθηκαν και τα βατά σημεία στο νοτιοδυτικό τμήμα της ακρόπολης. Η οχύρωση αποτελείται από δύο επάλληλους περιβόλους. Ο εσωτερικός οχυρωματικός περίβολος δέχτηκε πολλές επισκευές με αποτέλεσμα να διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Τον υπόλοιπο οικισμό, που απλωνόταν στις ομαλές πλαγιές του λόφου, περιέκλειε ένας δεύτερος περίβολος, από τον οποίο έχουν εντοπιστεί προς το παρόν ελάχιστα ίχνη. Η κατασκευή του διπλού οχυρωματικού περιβόλου ενισχύεται με πύργους και θλάσεις όψεων. Τόσο ο εσωτερικός, όσο και ο εξωτερικός περίβολος είναι κατασκευασμένοι κατά το ψευδοϊσοδομικό σύστημα τειχοποιίας και το πλάτος τους κυμαίνεται μεταξύ 3,50 και 4,50 μ. Για την κατασκευή τους έχει γίνει χρήση τοπικού ασβεστόλιθου. Είναι τοποθετημένοι με τρόπο ώστε να διαμορφώνουν δύο μέτωπα, το κενό μεταξύ των οποίων φέρει γέμισμα από μικρότερου μεγέθους αργούς λίθους. Η οχύρωση διέθετε μία μνημειακή πύλη στον εξωτερικό περίβολο, η οποία σε κάποια φάση της ήταν τοξωτή, και τουλάχιστον τέσσερις στον εσωτερικό, ενώ υπάρχει η πιθανότητα ύπαρξης και μίας πέμπτης πύλης. Στο εσωτερικό της ακρόπολης, εξαιτίας της διαχρονικής κατοίκησης, οι νεότερες επιχώσεις έχουν καλύψει εντελώς τα αρχαιότερα κτήρια, από τα οποία έχει αποκαλυφτεί μερικώς, ύστερα από περιορισμένης έκτασης ανασκαφική έρευνα, μόνο ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα («Νο3?), πιθανότατα μία ελληνιστική οικία, στο βορειοανατολικό τμήμα της ακρόπολης, δίπλα στην οχύρωση. Στα βορειοδυτικά, στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης, δεσπόζει τετράγωνος πύργος, ο οποίος -βάσει της τοιχοποιίας του- έχει χρονολογηθεί από το Σ. Δάκαρη στους ρωμαϊκούς χρόνους. Σε όλη την έκταση της ακρόπολης είναι σήμερα ορατά νεότερα κτήρια υπό μορφή χαλασμάτων κάτω από λιθοσωρούς καταπεσμένου οικοδομικού υλικού. Πρόκειται, ως επί το πλείστον, για κατοικίες αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει αποσπασματικά σωζόμενο κτίσμα με τοξωτά ανοίγματα και ιδιαίτερα επιμελημένη τοιχοποιία («κτήριο 15?), που κατασκευάστηκε κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους επάνω στο νοτιοανατολικό πύργο του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου. Τα νεότερα κτήρια συνδέονται μεταξύ τους με περιβόλους από ξερολιθιά και επικοινωνούν μέσω μονοπατιών.










Ανασκαφικές έρευνες
Το 2000, στα πλαίσια της διάνοιξης δρόμου από το συνοικισμό του Γεροπλατάνου έως τη νέα γέφυρα του Καλαμά, στις υπώρειες του λόφου βορειοανατολικά του οικισμού, όπου από το Σ. Δάκαρη τοποθετείται το νεκροταφείο του, εντοπίστηκαν και ερευνήθηκαν συνολικά έντεκα κιβωτιόσχημοι τάφοι της βυζαντινής περιόδου με ελάχιστα κτερίσματα, κυρίως χάλκινα και αργυρά κοσμήματα. Το 2001 εντοπίστηκε και ανασκάφηκε ελληνιστικός κιβωτιόσχημος τάφος, μερικές δεκάδες μέτρα βόρεια των τάφων της βυζαντινής περιόδου. Παρά την πολύ κακή κατάσταση διατήρησής του, στο εσωτερικό του εντοπίστηκε ομάδα κτερισμάτων, μεταξύ των οποίων πήλινα λυχνάρια, μυροδοχεία και σιδερένιο δαχτυλίδι.
Το Σεπτέμβριο του 2002 ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Ντόλιανης στα πλαίσια του Γ΄ Κ.Π.Σ. - Π.Ε.Π. Ηπείρου. Το Μάρτιο του 2003 ολοκληρώθηκε η εκπόνηση της οριστικής μελέτης ανάδειξης του χώρου. Στο έργο περιλαμβάνονται κατασκευή περίφραξης, δημιουργία χώρου στάθμευσης και φυλακίου-κτηρίου εξυπηρέτησης των επισκεπτών, εγκατάσταση δικτύων ηλεκτροδότησης, ύδρευσης και πυρασφάλειας, αποψιλώσεις, αποχωματώσεις, τακτοποίηση του διάσπαρτου οικοδομικού υλικού, δημιουργία μονοπατιού περιήγησης με ενημερωτικές πινακίδες και χώρων θέασης για τους επισκέπτες και έκδοση ενημερωτικού φυλλαδίου - οδηγού.
Ο οχυρωμένος οικισμός της Ντόλιανης στο Δήμο Παραποτάμου (σ.σ. Ηγουμενίτσας πλέον με τα καλλικρατικά δεδομένα) αποτελεί έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες αρχαίους οικισμούς της Θεσπρωτίας. Εγκατεστημένος σε μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, δεσπόζει επιβλητικά σε ύψωμα δίπλα στον ποταμό Καλαμά και αποτελεί μοναδικό παράδειγμα διαχρονικού οικισμού στη Θεσπρωτία, καθώς διασώζει αρχαιολογικά κατάλοιπα από την πρώιμη αρχαιότητα έως τη μεταβυζαντινή περίοδο. Επί χρόνια η αδυναμία πραγματοποίησης έστω και των πλέον στοιχειωδών έργων υποδομής και συντήρησης, εξαιτίας μη επαρκών χρηματοδοτήσεων, κρατούσε τον αρχαιολογικό χώρο έως πρόσφατα άγνωστο, πνιγμένο από την πυκνή βλάστηση, απροσπέλαστο σε κοινό και ερευνητές, ουσιαστικά ένα χώρο με "λίθους, πλίνθους και κεράμους, ατάκτως ερριμένους". Ανάλογη ήταν η κατάσταση και στους υπόλοιπους μεγάλους οχυρωμένους οικισμούς της Θεσπρωτίας (Ελέα, Γίτανα, Δυμόκαστρο), που παρέμεναν άγνωστοι στην επιστημονική κοινότητα. Η ένταξη των έργων ανάπλασης και ανάδειξης των κυριοτέρων αρχαιολογικών χώρων της Θεσπρωτίας στο Π.Ε.Π. Ηπείρου του Γ' Κ.Π.Σ., δημιούργησε προϋποθέσεις για την έξοδό τους από την απομόνωση των προηγούμενων δεκαετιών και την προστασία και προβολή των μνημείων και του χαρακτηριστικού φυσικού τους περιβάλλοντος. Παράλληλα, με κέντρο και αφετηρία το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας, οδήγησε στη δημιουργία ενός δικτύου επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων συμβάλλοντας στην αναβάθμιση των πολιτιστικών υποδομών της Θεσπρωτίας. Οι εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Ντόλιανης, πραγματοποιήθηκαν από το Σεπτέμβριο του 2002 έως το Δεκέμβριο του 2008 και υλοποιήθηκαν σε δύο φάσεις. Η Α΄ Φάση των εργασιών (2002 - 2007 ) αποτέλεσε ξεχωριστό υποέργο στα πλαίσια του ευρύτερου έργου "Ανάδειξη - Ανάπλαση αρχαιολογικών χώρων Ελέας και Ντόλιανης Θεσπρωτίας", ενώ οι εργασίες της Β΄ Φάσης (2006 - 2008 ) πραγματοποιήθηκαν ως αυτόνομο έργο με τον τίτλο "Ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Ντόλιανης Θεσπρωτίας - Β΄ Φάση: Αποκατάσταση - ανάδειξη βόρειας κύριας πύλης και κτιρίου 11, στερεωτικές εργασίες σε τείχη και πύργο ακρόπολης, τοποθέτηση λυόμενης θεατρικής κατασκευής". Με την ολοκλήρωση των έργων αυτών, ο αρχαιολογικός χώρος, έχοντας εξασφαλίσει την αναγνωσιμότητα των κυριοτέρων μνημείων του και διαθέτοντας όλες τις αναγκαίες υποδομές, παραδίδεται πλέον επισκέψιμος στους πολίτες. Η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος της ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου δε θα ήταν δυνατή χωρίς την πολύτιμη συμβολή πολλών ανθρώπων, που εργάστηκαν με ζήλο και μεράκι για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού.
Διοικητικές Πληροφορίες
Υπηρεσιακή Μονάδα: ΛΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Δ.Δ. Γεροπλάτανου, Δήμος Παραπόταμου (Νομός Θεσπρωτίας) Τηλέφωνο: 26650.29177-178, Φαξ: 26650.25133, Email: lbepka@culture.gr, Ώρες Λειτουργίας Χειμερινό: Από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου 2010: 08:30-15:00
Πρόσβαση στον Αρχαιολογικό Χώρο
Ο αρχαιολογικός χώρος δεν είναι επισκέψιμος λόγω εργασιών (έτος 2012). Ο χώρος είναι προσβάσιμος οδικώς, μέσω του ασφαλτοστρωμένου επαρχιακού δρόμου που οδηγεί από την Ε.Ο. Ηγουμενίτσας - Ιωαννίνων προς το Δ.Δ. Γεροπλατάνου του Δήμου Παραποτάμου. Η απόσταση του χώρου από την Ε.Ο. είναι περίπου 3 χλμ.

www.romiazirou.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: