Η Κατερίνα Σχισμένου «ανακρίνει» τον Χρήστο Α. Τούμπουρο
(Στις 28 Νοεμβρίου, ημέρα Τετάρτη θα παρουσιαστεί το βιβλίο του Χρήστου Τούμπουρου «Με τη Ηπειρώτικη λαλιά» στο επιμελητήριο της Άρτας, στις 20.00 το βράδυ)
Θελήσαμε να συνομιλήσουμε με τον συγγραφέα, στην ηπειρώτικη λαλιά, και να τον ρωτήσουμε τα εξής:
1.Υπάρχει η Ηπειρώτικη λαλιά σήμερα εν έτει 2018; Ποιός τη μιλά και πώς επιβιώνει;
Η Ηπειρώτικη λαλιά είναι συνυφασμένη με την ηπειρώτικη ζωή. Τα ήθη και τα έθιμα, ο τρόπος ζωής και η ψυχαγωγία, τα πανηγύρια και τα συμπόσια, η λειτουργία των ενώσεων και των Αδελφοτήτων των απόδημων ηπειρωτών, αυτό τουλάχιστον μαρτυρά. Χτες στο Ίλιον είχαμε μια τέτοια ηπειρώτικη γιορτή, την 4η γιορτή τσίπουρου. Βγάλαμε τα τσίπρα και φχαριστηθήκαμε αμπήδ(η)μα. Όλη η Ήπειρος μεταφέρθηκε στο Ίλιον. Εκεί να δεις και να ακούσεις τη λαλιά μας. «Στάκα και να βγεί το πρωτροράκ’. Μετά θα στραγγίζουμε το καζάν’. Τήρα μην σούρθ’ κόλπος απ’ το πολύ πιοτί». Άκουγες κάπου κάπου τις γυναίκες να συμβουλεύουν. «Μην μούρθ(ει)ς μπουσλώντας. Θα πάρω το κασάρ’ και θα σε κλαδέψω». Κι από πάνω βάραγε στο κλαρίνο στο Δόξα πατρί.
Ασφαλώς και μιλιέται η ηπειρώτικη λαλιά. Παντού, όπου υπάρχει ηπειρώτικο στοιχείο, ηπειρώτικη συνάντηση. Πάτε και στήστε αυτί και ακουρμάξτε. Θα το καταλάβετε. Μπορεί να χάθηκαν ή και να χάνονται μερικές λέξεις. (Με αυτό ασχολούμαι αυτή την εποχή. «Ηπειρώτικες λέξεις που χάθηκαν»). Σε γενικές όμως γραμμές υποκύπτουν στο ζωντανό χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας. Προσλαμβάνει, αποβάλλει, μεταπλάθει… Οι γλώσσες χάνονται, άμα χαθούν οι λαοί. Η Ήπειρος ζει και ζώνεται την παράδοση και την Ηπειρώτικη λαλιά για να την παραδώσει στις μελλούμενες γενιές ηπειρωτών.
Έχετε καταγράψει μαζί με τη λαλιά και την παράδοση μιας και γλώσσα και έθιμα, συνήθειες είναι στενά συνυφασμένα. Τι είναι η λαογραφία για σας, τι για τους πανεπιστημιακούς τι για τον λαό μας;
Η λαογραφία, κυρία Σχισμένου, είναι λαογραφία. Δεν διαφοροποιείται από κανέναν. «Ως λαογραφία ορίζεται εκείνη η επιστήμη που ασχολείται με όλες τις εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού». Κι όλοι, λίγο πολύ, την υπηρετούν. «Ο καθείς και τα όπλα του». Αλλού είναι το θέμα. Θα σας απαντήσω με ένα περιστατικό. Πέρυσι τέτοιο καιρό κλήθηκα να συμπαρουσιάσω ένα εξαιρετικό πόνημα που αφορούσε τα πανηγύρια των Τζουμέρκων και ειδικότερα το χορό, τον Καγκελάρη. Ο μεν πανεπιστημιακός είχε ως οδηγό της ομιλίας του Γάλλους και γενικά ευρωπαίους λαογράφους και προσπαθούσε να εντάξει και τον «Καγκελάρη» στην Γαλλική ή ευρωπαϊκή άποψη. Εγώ είχα ως μπούσουλα τη γνώμη της γιαγιάς μου, που έλεγε ότι «το πανηγύρ’ δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι ο καθρέφτης του χωριού». Το πανηγύρι δηλαδή είναι ο καημός, η ψυχή, τα βάσανα, η φτώχεια, ο αγώνας, η προκοπή, οι σχέσεις, οι χαρές και οι λύπες… Οι ακροατές - ο λαός εμένα χειροκρότησαν…
3.Το βιβλίο σας εκδόθηκε στην Αθήνα του 2018 ως πρωτεύουσα βιβλίου, τι έχετε να πείτε γι΄ αυτή την χρονική συγκυρία;
Για μένα επιτυχία μεγάλη θα ήταν μόνιμα η Αθήνα, να είναι πρωτεύουσα της ανάγνωσης. Γιατί απλά θυμάμαι τα λόγια κάθε χωριανού μου. «Διαβάστε ορέ, για να ανοίξτε τα φωτερά σας, μην μείνετε γκαβοί σαν και μένα». Δυστυχώς το διάβασμα «πάει κατ’ ανέμ’, η σκέψη αμούντ και η κοινή προσπάθεια στο ποτάμ’». Βιβλιοθήκες, όσες υπάρχουν υπολειτουργούν, η διακόσμηση του σπιτιού δεν γίνεται -αυτό όρισαν οι διακοσμητές- πλέον με βιβλιοθήκες. Κι αν υπάρχουν, θα έχουν τοποθετηθεί πιατέλες με κουραμπιέδες. Το αποτέλεσμα να λείπει κάθε μορφή επικοινωνίας. Να μην ταξιδεύει ο άνθρωπος. «Στραβό το κλίμα, τόφαγε και ο γάιδαρος», σύμφωνα με την Ηπειρώτικη λαλιά ή «σιούρα τα Ρίνα μ’, σιούρα τα κατά το Καρπενήσι» στην Τζουμερκιώτικη φωνή. Το κατ’ εμέ, εγώ το δήλωσα και σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να το ξαναπώ. «Εγώ δεν είμαι συγγραφέας. Ηπειρώτης είμαι».
Πώς ένας «απόδημος» των Τζουμέρκων μιλά τόσο καλά την Τζουμερκιώτικη και την φύλαξε με τόση επιμέλεια, ώστε να μας την παραδώσει σχεδόν ατόφια σε μας που δυσκολευόμαστε καμιά φορά να καταλάβουμε την γλώσσα των προγόνων μας;
Καταρχάς ευτύχησα να έχω στη ζωή μου εξαιρετικούς δασκάλους. «Η κυρία Ρηνούλα», έτσι τη λέγαμε κι έτσι ακόμα την προσφωνώ. Μου το υποσχέθηκε, θα είναι στην παρουσίαση. Ο Γιάννης ο Αγγέλης, «μικρός το δέμας», γίγαντας όμως στη σκέψη, ο μοναδικός Χρήστος Μπονιάκος, δεν υπάρχει συνάντηση συμμαθητών που να μην κυριαρχεί η μορφή αυτού του δασκάλου. Περισσότερο όμως τη γνώση της Ηπειρώτικης λαλιάς την έμαθα από τον Χρήστο Παπακίτσο που συνεργάστηκα μαζί του για πολλά χρόνια στην ηπειρώτικη αποδημία. Για τα υπόλοιπα σας παραπέμπω στο βιογραφικό μου που υπάρχει στο βιβλίο μου. « Ο Χρήστος Α. Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα-Ήπειρος). Έφυγε, σπούδασε, εργάστηκε, «έκαμε οικογένεια» και πάντα παραμένει Ηπειρώτης…» Κανόνας ζωής μου είναι πως η επαφή με τον τόπο μας δεν είναι και δεν πιστεύω πως είναι ακινησία. Είναι ρεύμα σκέψης, ελπίδα και ζωή. Περπατώντας τα Τζουμερκιώτικα στρουγγλίθια, βιώνουμε τα ονείρατα της νιότης και συντάσσουμε και ζούμε τις ίδιες κι απαράλλακτες χρυσές ελπίδες των παιδικών μας χρόνων. Εκεί βρίσκουμε αμαλαϊά και λειτουργεί αζάπωτα, απείθαρχα και ανυπάκουα η σκέψη μας. Ελεύθερη. Και ελεύθερα αποτυπώνεται στην Ηπειρώτικη λαλιά.
Τι είναι η παράδοση της Ηπείρου για σας και τι θα θέλατε να είναι;
Απόλυτα σωστή η διατύπωση. Τι είναι η παράδοση της Ηπείρου, θα το πουν οι επιστήμονες. Εγώ μπορώ να σας πω τι είναι για μας η Ηπειρώτικη παράδοση. Είναι, και τι δεν είναι.Αληθινή ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ. Πόθοι κι αγάπες, όνειρα κι ελπίδες στο ηπειρώτικο λιακωτό από λούλουδα βαλμένες.
Είναι η ατομική ψυχή, η υφασμένη στην πλάση, το προσωπικό βάσανο αλλά και βάλσαμο, το μεράκι, ο σεβασμός «σ’ όσους πέρασαν», η σύνθεση των βιωμάτων, από μικρά παιδιά και η πορεία στην αναζήτηση της ομορφιάς. Συνδέονται όλα με την Ήπειρο, με τον τόπο μας, εκεί όπου γεννηθήκαμε, εκεί όπου κυλάει πάντα το αίμα μας. Και είμαστε περήφανοι, αλλά και πλούσιοι από το σεβασμό των μεταμορφώσεών του -το παλιό που γίνεται νέο- από τη λειτουργία των σκιών, των χρωμάτων, των ήχων στις ρεματιές… «Θυμάμαι το ήρεμο χωριό που πέρασα έρημος εκεί/και μες στα μάτια η ομορφιά μ’ είχε φιλήσει/κι ακόμα η μνήμη μου κρατεί σα μακρυσμένη μουσική/μύρα, λαλιές κι ιριδισμούς-ξανθό μελίσσι».
- Τι θα ήθελα; Θα ήθελα να είχαν εκβληθεί παντελώς όσοι με
- περισσή θρασύτητα εμπορευματοποιούν το παραδοσιακό
- προϊόν και νομίζουν πως παράδοση είναι η πραμάτεια τους
- που τη μεταφέρουν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στα χωριά,
- όχι φυσικά «όπου δει, αλλά όπου οικονομεί». Η παράδοση
- δεν είναι εμπορεύσιμο προϊόν, αλλά τρόπος ζωής και ανάσα
- ελευθερίας. Θεμέλιος λίθος για το αυριανό πολιτιστικό οικοδόμημα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου