Η
Πρωτοχρονιά ή αλλιώς πρώτη του έτους,
γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια και
λαμπρότητα παλαιά στη Θεσπρωτία, παρά
τις στερήσεις. Τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα
αντικατοπτρίζουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα
κάθε τόπου. Δυστυχώς όμως, ορισμένα από
αυτά τείνουν να εξαφανιστούν με το
πέρασμα του χρόνου. Για την Πρωτοχρονιά
οι γυναίκες συγυρίζανε το σπίτι και
κάνανε το κάθε τι να λάμπει. Ένα
παλιό έθιμο, που η πρόοδος και οι σύγχρονες
ευκολίες το έχουν σβήσει, ήταν το σφάξιμο
του χοίρου. Κάθε οικογένεια μεγάλωνε
στην αυλή του σπιτιού ένα χοίρο για να
το σφάξει τις μέρες των γιορτών. Την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά
έβραζε σ’ ένα καζάνι πολύ νερό. Τα
λουκάνικα και τα κρέατα του χοίρου αφού
τα κρέμαγαν σε ένα κοντάρι, τα κάπνιζαν
σε φωτιά από σχοινιές, μερσινιές και
ξισταρκές για να στεγνώσουν. Μετά τα
κρεμούσαν στον ήλιο για να ξεραθούν
καλά. Από το κρέας του χοίρου έτρωγαν
όλο το χρόνο.
Την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς, με ανασηκωμένα τα μανίκια,
με τα μαλλιά της κεφαλής δεμένα με
μαντήλι για να μην τα τρώει η σκόνη,
πλάθουνε και χτυπούνε το ζυμάρι, το
πασπαλίζουνε με αλεύρι και μυρωδιές
και κάνουνε τη "βασιλόπιτα".
«Ανοίγουνε φύλλο» και με έξι τέτοια
φύλλα, χωρίς να προσθέσουν τίποτα άλλο
έφτιαχναν τη βασιλόπιτα. Ανάμεσα στα
φύλλα τοποθετούσαν διάφορα συμβολικά
σχήματα που έφτιαχναν από κάποιο κλαδί.
Και φυσικά έβαζαν μέσα το «φλουρί». Την
Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το μεσημέρι, την
ψήνανε στο φούρνο. Το μεσημέρι μαζεύονταν
όλη η οικογένεια γύρω από το γιορτινό
τραπέζι και ο μεγαλύτερος την έκοβε,
αφού πρώτα την έστριβε τρεις φορές και
τη «σταύρωνε» με το μαχαίρι. Το πρώτο
κομμάτι ήταν πάντα του Χριστού και τα
άλλα από έναν για τον καθένα, ανάλογα
με το που θα σταματούσε η βασιλόπιτα
μετά από τις τρεις στροφές. Του
Αγίου Βασιλιού, την Πρωτοχρονιά, φτιάχνανε
κουλούρες με τρύπα στη μέση και το πρωί
τις κρεμούσαν στα κέρατα του ζώου και
αν έπεφτε ορθή κάτω θα γεννιότανε αγόρι,
αν έπεφτε ανάποδα θα γεννιότανε κορίτσι
. Την ίδια μέρα κόβανε μια φούντα από
ένα πουρνάρι και το βάζανε στη φωτιά
και λέγανε ευχές (αρνιά κατσίκια θηλυκά
και μοσχάρια παιδιά αρσενικά).
Το
πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια
πήγαινε στην εκκλησία και ο νοικοκύρης
κρατούσε στην τσέπη του ένα ρόδι, για
να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι,
έπρεπε να χτυπήσει την εξώπορτα -δεν
έκανε να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί
του- και έτσι να ήταν ο πρώτος που θα
έμπαινε στο σπίτι για να κάνει το καλό
ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας
μέσα, με το δεξί, έσπαγε το ρόδι πίσω από
την εξώπορτα, το έριχνε δηλαδή κάτω με
δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν
οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα
έλεγε: “με υγεία, ευτυχία και χαρά το
νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι,
τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη
χρονιά”. Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω
κοιτούσαν οι ρώγες αν είναι τραγανές
και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες
ήταν οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι
ευλογημένες θα ήταν οι μέρες που φέρνει
μαζί του ο νέος χρόνος. Την Πρωτοχρονιά
συνηθιζόταν να δίνεται ένα χρηματικό
ποσό στα παιδιά, που θα επισκέφτονταν
κάποιο σπίτι. Συνήθως επρόκειτο για τα
εγγόνια ή τα ανίψια. Σε πολλές περιπτώσεις
ήταν απλά ένα κέρασμα μιας κι ούτε
χρήματα υπήρχαν πολλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου