Λέγοντας πως το αγροτικό ζήτημα είναι
τεράστιο, κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Επιπρόσθετα, δεν αφορά ειδικά και μόνο τους
αγρότες αφού είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για τη χώρα. Μετά από 30 χρόνια και
με παγκόσμιο πληθυσμό πάνω από 9 δισ., πλούσια θα είναι η χώρα που θα μπορεί
να ποτίσει, και να ταΐσει με τα αγροτικά της προϊόντα,
τουλάχιστον το λαό της.
Με την ευκαιρία λοιπόν των αγροτικών
κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό και φορολογικό των αγροτών, στην ουσία των
οποίων δεν θα υπεισέλθω, καλό είναι να θυμηθούμε τα καταγεγραμμένα δεδομένα των
τελευταίων 25 ετών. Έτσι θα έχουμε μια πιο σφαιρική εικόνα για το σήμερα αλλά
και τι θέματα πρέπει επιτέλους να επιλύσει η πολιτεία. Ίσως και να απαντήσουμε
στην απορία του πιτσιρικά της γελοιογραφίας του ΚΥΡ.
Αν
και το αγροτικό ζήτημα δεν μπορεί να παρουσιαστεί σε ένα άρθρο, θα θίξω κάποια
ζητήματα με πρώτο αυτό καθαυτό το επάγγελμα του αγρότη. Ακούμε συνεχώς πως είναι
ένα σκληρό επάγγελμα που επιπλέον εξαρτάται και από τα στοιχεία της φύσης. Θέλει
πολύ κόπο, κεφάλαια αλλά και τεχνογνωσία. Συμφωνώ απόλυτα. Δεν είναι τυχαίο
άλλωστε ότι και σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο έχει δημιουργηθεί ένα πλέγμα
προστασίας που, για να μην πω όλα, τα περισσότερα επαγγέλματα θα ζήλευαν. Μέχρις
εδώ όλα καλά. Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι πώς ακριβώς προσδιορίζεται το
επάγγελμα του αγρότη;
Υπάρχουν κανόνες που ρυθμίζουν δικαιώματα και
υποχρεώσεις του επαγγέλματος ή μήπως ισχύει το «είσαι ό,τι δηλώσεις»;
Π.χ. έχουμε σχεδόν 1 εκατ. δικαιούχους των αγροτικών ενισχύσεων. Βεβαίως, όλοι
αυτοί δεν είναι επαγγελματίες αγρότες. Πολύ μεγάλο μέρος των
επιδοτούμενων είναι μόνιμοι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων που δεν έχουν καμιά σχέση
με το αγροτικό επάγγελμα. Είναι ιδιοκτήτες γης (συνήθως μικρής) που νοικιάζουν,
με άτυπες ή και προφορικές συμφωνίες, σε αγρότες των αγροτικών
περιοχών.
Πρώτο λοιπόν ζήτημα. Φτάσαμε στο 2016 και δεν υπάρχει «ορισμός» του
αγροτικού επαγγέλματος με καθορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δεύτερο και
σπουδαιότερο. Με τι προσόντα θα «προικίσει» η πολιτεία τους επαγγελματίες
αγρότες; Τρίτο. Είναι δυνατόν να υπάρξουν επαγγελματίες αγρότες, άρα και
αγροτική παραγωγή, σε τοπικές κοινωνίες που συνεχώς φθίνουν
οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά; Τέταρτο. Όταν η μερική απασχόληση στη
γεωργία και η ετεροαπασχόληση κάπου αλλού είναι αναγκαία για την επιβίωση
(κυρίως των εισοδηματικά μικρών), πόσο σωστές είναι οι διακρίσεις υπέρ των κατά
κύριο επάγγελμα αγροτών; Πόσο αντικειμενικά είναι τα κριτήρια διάκρισής τους;
Τέλος, πέμπτο ζήτημα, πόσο οι αγρότες γνωρίζουν τις νέες τεχνικές παραγωγής,
ποιοτικής γεωργίας, οικονομικής διαχείρισης αλλά και διαχείρισης υδάτινων πόρων,
πληροφορικής, σύγχρονων εκμεταλλεύσεων, επιχειρηματικών συνεταιρισμών
κτλ;
Σχετικά με το τελευταίο να επισημάνω πως ευτυχώς υπάρχει στη χώρα και η
σύγχρονη γεωργία. Οι οργανωμένες εκμεταλλεύσεις, που εστιάζουν στις ανάγκες της
αγοράς αξιοποιώντας τα προαναφερθέντα (τεχνολογία, κ.λπ). «Κτίζεται» μετά κόπων
και βασάνων απέναντι στην παραδοσιακή γεωργία των εκτατικών καλλιεργειών, των
επιδοτήσεων και των αδιάφορων για την ποιότητα παραγωγών. Αλλά και απέναντι
στους καταχρεωμένους [1] και διεφθαρμένους αγροτικούς συνεταιρισμούς [2] που μην
έχοντας άλλους τρόπους επιβίωσης χαράτσωναν τα ίδια τους τα μέλη. Σε κάποιες
περιπτώσεις ξεπερνώντας και τα όρια της νομιμότητας. [3]
Όλα αυτά απαιτούσαν
πρώτα και πάνω απ' όλα υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες. Βεβαίως και
υπεύθυνους αγρότες και αγροτικό συνδικαλισμό. Το δυστύχημα είναι πως η
υπευθυνότητα ήταν άγνωστη λέξη και για την πολιτεία και για αρκετούς αγρότες.
Μεταξύ τζίτζικα και μέρμηγκα επέλεξαν τον πρώτο. Τόσα χρόνια κοινοτικών
επιδοτήσεων είχαν δύο αντίθετα αποτελέσματα. (1) Βελτίωσαν τα αγροτικά
εισοδήματα σε βαθμό που τουλάχιστον μέχρι και πριν την κρίση η πλειοψηφία να
ανήκει στα μεσαία εισοδήματα. (2) Οι αγρότες επεδίωξαν την με κάθε μέσο αύξηση
του όγκου παραγωγής αφού αυτή έφερνε στις τσέπες «ζεστό» κοινοτικό
χρήμα.
Ποιότητα παραγόμενων προϊόντων, υπερεξάντληση εδαφών και υδάτινων
πόρων, περιβαλλοντική επιβάρυνση και άλλα «κουραφέξαλα» δεν ενδιέφεραν. Εκείνο
που ενδιέφερε και μετρούσε ήταν η επιδότηση. Οι αγρότες από επαγγελματίες έγιναν
επιδοματίες. «Δημόσιοι υπάλληλοι» των Βρυξελλών. Οι επιδοτήσεις
έγιναν αιτία να εγκαταλειφθούν πολλές καλλιέργειες. Π.χ. πατάτες, κρεμμύδια (που
ρωτάει ο μικρός της γελοιογραφίας), όσπρια [4] κ.λπ. Οι «μαγκιές» ήρθαν ως
επακόλουθο.
Έβρεχαν ή ράντιζαν με μαρμαρόσκονη το μπαμπάκι πριν ζυγιστεί από
τους ελεγκτές της επιδότησης ή απλά και ελληνικά τους λάδωναν και ο ένας τόνος
γινόταν δύο. Όταν μάλιστα έριχνε πάγο έκαναν party και έψηναν αρνιά για να το
γιορτάσουν, αφού και την επιδότηση έπαιρναν και τα έξοδα συγκομιδής γλίτωναν
(δύο σε ένα). Οι επιδοτήσεις που υποτίθεται θα πήγαιναν στην αναδιάρθρωση της
παραγωγής για ανταγωνιστικά ποιοτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, πήγαν
στην κατανάλωση.
Έγιναν νέες σύγχρονες κατοικίες, διαμερίσματα στην πόλη, 4x4
και εισόδημα στα σκυλάδικα, στα «μοναστήρια» (διάβαζε στριπτιζάδικα) και στους
κατασκευαστές πισίνων. Όλοι αυτοί που για πολλά χρόνια πίστεψαν πως είναι «οι
μάγκες» του χωριού, πως με τις επιδοτήσεις και τα θαφτικά θα πίνουν στην υγειά
των κουτόφραγκων, δεν άργησαν να γίνουν οι τραγικές φιγούρες των
αγροτών.
Συμπέρασμα. Η ανευθυνότητα, πολιτείας, αγροτών και συνδικαλιστών, σε
όλο της το μεγαλείο. Αποκορύφωμα η καθιέρωση της «εθνικής» επετείου των
τρακτέρ [5] που εορταζόταν ανελλιπώς πάνω από μια εικοσαετία και πάντα
Γενάρη. Είδατε ποτέ τρακτέρ και μπλόκα οποιοδήποτε άλλο μήνα; Γιατί άραγε; Στις
επετείους έπαιρναν μέρος οι τοπικοί «στρατηγοί» με τους «στρατούς τους» και τα
«τεθωρακισμένα» τους. Φυσικά διενεργείτο και το ετήσιο τηλεοπτικό φεστιβάλ.
Εύλογα τα ερωτήματα. Ποιους εκπροσωπούσαν οι αγρότες των μπλόκων; Ήταν δίκαια τα
αιτήματά τους; Ποια ήταν αυτά; Πώς τα διεκδικούσαν; Τι κέρδισαν/έχασαν από όλες
τις προηγούμενες κινητοποιήσεις;
Ποιους εκπροσωπούσαν οι «στρατηγοί» εκτός
από τους ίδιους και τους «στρατούς τους»; Απολύτως κανέναν. Σε κάθε περίπτωση
δεν εκπροσωπούσαν τους αγρότες της χώρας. Ούτε νόμιμα, ούτε γεωγραφικά,
ούτε συνδικαλιστικά. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν επί τόπου στα μπλόκα. Το
ίδιο και τα αιτήματα. Τα αιτήματα ήταν (τουλάχιστον) δίκαια; Απαντώ με ερώτηση.
Τα δίκαια (;) αιτήματα των αγροτών ήταν περισσότερο δίκαια από εκείνα
των υπολοίπων Ελλήνων; Όλων αυτών που στις μέρες των μπλόκων έχαναν
τεράστια ποσά και μαζί τους η οικονομία της χώρας; Ας μην μιλήσουμε για το
επαναλαμβανόμενο διεθνές ρεζιλίκι και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του στην
«βαριά βιομηχανία» της χώρας, τον τουρισμό. Ούτε για τα «πόστα» που
χάνονταν στις διεθνείς αγορές και για τα οποία κάποιοι άλλοι μάτωσαν
πολλά χρόνια να αποκτήσουν. Πολλά απ' αυτά τα «πόστα» πουλούσαν τα αγροτικά
προϊόντα των εν μπλόκω αγροτών.
Τι ακριβώς ζητούσαν; Οτιδήποτε μπορείτε να
φανταστείτε. Για παράδειγμα, αθροιστικά τα αιτήματα των μπλόκων στην «εθνική»
επέτειο («φυσικά» το Γενάρη) του 2010, ξεπέρασαν τα σαράντα (40)!!. Το μόνο που
δεν ζήτησαν ήταν . να πάρει επιτέλους ένα πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός, αν και το
τριφύλλι είναι αγροτικό προϊόν.
Ο τρόπος που διεκδικούσαν τα αιτήματά τους
πού οδηγούσε; Πουθενά. Ο διάλογος με την επίσημη πολιτεία ήταν εξαρχής
ναρκοθετημένος, αφού δεν ήταν ούτε οργανωμένος ούτε εποικοδομητικός. Αυτό που
«πετύχαιναν» ήταν να παίρνουν κάποια χρηματικά «πακέτα» του αρμόδιου υπουργείου
και του χρόνου μία από τα ίδια. Χρήματα που η Κομισιόν έκρινε ασύμβατα με την
κοινοτική νομοθεσία και για τα οποία τελικά πληρώσαμε και πληρώνουμε τεράστια
πρόστιμα.
Το αποτέλεσμα ήταν τα χρήματα αυτά να λείπουν από τις χρήσιμες και
νόμιμες δαπάνες των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Σε τι
λοιπόν ωφέλησαν την ελληνική γεωργία και τους αγρότες όλα αυτά τα χρόνια οι
«εξεγέρσεις» των μπλόκων; Σε τίποτα απολύτως. Γι' αυτό και το «έργο», για είκοσι
και πλέον χρόνια, επαναλαμβανόταν ανελλιπώς το ίδιο κι απαράλλαχτο. Οι
«στρατηγοί» μάζευαν τους «στρατούς τους», έκοβαν τη χώρα στα δύο στα τρία στα
δεκατρία και προφανώς δεν ενδιαφέρονταν να νομιμοποιήσουν
συνδικαλιστικά τις ευκαιριακές συνάξεις με καταστατικό και δημοκρατικές
διαδικασίες. Αν ενδιαφέρονταν θα το είχαν ήδη κάνει πριν πολλά χρόνια.
Το
«έπαιζαν» επαναστάτες και επένδυαν στα προβλήματα των αγροτών που ήταν
(και είναι) πολλά και υπαρκτά. Αυτά άλλωστε (τα προβλήματα) και όχι η
λύση τους επιβεβαίωναν τους ρόλους και τις επιρροές των «στρατηγών». Εννοείται
βέβαια πως τα αιτήματα ήταν «όλα αδιαπραγμάτευτα». Και λέγοντας αιτήματα, το
κύριο «πιάτο» ήταν το εξής ένα. «Δώστε λεφτά, να απελευθερώσουμε τη
χώρα». Πολλά από τα υπόλοιπα, όχι όλα, ήταν ο μαϊντανός. Παραθέτω
μερικά που δείχνουν ταυτόχρονα και την μέγιστη ανευθυνότητα πολιτικών,
τηλεοπτικών σταθμών και δημοσιογράφων (οποία «έκπληξη»), που υποκριτικά, από
άγνοια ή ηλιθιότητα, τα χαρακτήριζαν ως δίκαια.
(1) Το καθιερωμένο πριν πολλά
χρόνια «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Ή όπως πιο επίσημα το διατύπωναν, σύνδεση
των επιδοτήσεων με την παραγωγή.
(2) Να καθιερώσει το κράτος, για κάθε κλάδο
παραγωγής, εγγυημένες τιμές παραγωγού. Τόσο το καλαμπόκι, τόσο το στάρι
κτλ.
(3) Να εγγυηθεί το κράτος την προστασία των εγχώριων κλάδων παραγωγής,
από εισαγόμενα (ίδια) προϊόντα.
(4) Κατάργηση ΦΠΑ στα γεωργικά μηχανήματα
αλλά και στα εφόδια. Επιπλέον επιδότηση από το κράτος των εφοδίων που επηρεάζουν
το κόστος παραγωγής.
Τι ζητάγανε λοιπόν οι «στρατηγοί» και οι «στρατοί τους»;
Δύο «απλά» πραγματάκια. Πρώτο. Να φύγει η χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.)
αλλά και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Γιατί; Διότι κανένα από τα
παραπάνω αιτήματα δεν είναι συμβατό με την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. και
στον ΠΟΕ. Δεύτερο. Να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Θέλω να είμαι σαφέστατος.
Υπάρχουν πολλά και σοβαρά προβλήματα και ανάλογα αιτήματα με κάποια να είναι
σαφή και κάποια άλλα ασαφή. Για παράδειγμα όταν ζητούσαν την μη φορολόγηση της
γεωργικής γης, τι ακριβώς εννοούσαν; Αν ζητούσαν μια συνολική πολιτική για την
προστασία αλλά και όρους αξιοποίησης της αγροτικής γης, κάτι που θα έβαζε τέλος
στην υπάρχουσα αναρχία, τότε ναι, καλώς το ζητούσαν.
Κατανοώ και συμμερίζομαι
τις αγωνίες και τους φόβους των αγροτών. Αντιμέτωποι πανταχόθεν με ανυπέρβλητα
κάποιες φορές εμπόδια, πολλές φορές σπρώχνονται να υποκύψουν στις απαιτήσεις
άλλων κρίκων της αλυσίδας οι οποίοι δυστυχώς απολάμβαναν τουλάχιστον την ανοχή
(ίσως και θαλπωρή) της πολιτείας και των κομμάτων. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν
νομιμοποιούνται ούτε έχουν κοινωνική νομιμοποίηση οι τοπικοί «στρατηγοί» με τους
«στρατούς τους» να επενδύουν στο αδιέξοδο και στο μπάχαλο. Ο δρόμος αυτός είναι
κλειστός από τα «τρακτέρ» της ατελέσφορης προσπάθειας. Και αυτό αφορά και
πολιτικούς και πολιτικούς χώρους. «Εντός των τειχών ζούμε» και δεν χρειάζεται να
προσθέσω κάτι. Εκτός από ένα.
Δεν γίνεται να επιστρέψουμε σε εποχές
«Αραμπαντζήδων». Χαρακτηριστικός ο παρακάτω διάλογος από το κεντρικό δελτίο
ειδήσεων του MEGA στις 28/1/2010.
Καψής: «Να θυμίσω ότι ξεκινήσαμε το
δελτίο με τον κίνδυνο πτώχευσης της Ελλάδας, με τις αφόρητες πιέσεις που δέχεται
η Ελλάδα και η ελληνική οικονομία».
Αραμπαντζής (Αγροτοσυνδικαλιστής,
μπλόκο Προμαχώνα) : «Εμείς είμαστε ήδη πτωχευμένοι δεν έχουμε καμιά διαφορά,
ας πάμε όλοι μαζί στην πτώχευση.»
Κάποιοι
θα χαρακτήριζαν τον Αραμπαντζή «ηλίθιο», κάποιοι «Σαμψών» (με ή χωρίς Δαλιδά)
και κάποιοι άλλοι δεν ξέρω πώς. Δεν έχει καμία σημασία. Ένας ακόμα «εθνικός
ήρωας» σε μια «εθνική» επέτειο. Σημασία έχει πως τελικά πήγαμε όλοι μαζί στην
πτώχευση. Όχι φυσικά εξ αιτίας της πλειονότητας των μικρών και μεσαίων αγροτών
(ή των «Αραμπαντζήδων»).
Αντιλαμβάνομαι πως αυτά που γράφω (και τα γράφω
πολλά χρόνια τώρα), μόνο ευχάριστα δεν ηχούν στ' αφτιά. Για να το πω κι αλλιώς
«θα τ' ακούσω». Ελπίζω μόνο κάποια στιγμή η ελληνική κοινωνία με πρώτους και
καλύτερους τους ίδιους τους αγρότες, να κατανοήσουν πως με «εθνικούς
τσαμπουκάδες» και κομματικές παντιέρες το μόνο που αποκομίζουμε είναι «εθνικές»
πλερέζες.
Παραπομπές.
[1] Στη «μακαρίτισσα» Αγροτική (ΑΤΕ) χρωστούσαν
σχεδόν 1 δισ. ευρώ.
[2] Υπάρχουν 7.000 πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί και 126
δευτεροβάθμιοι. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι αδρανείς (σφραγίδες) με μηδενικό
ενδιαφέρον των αγροτών ακόμα και στις εκλογές, με αποτέλεσμα να εκλέγονται με
ελάχιστους ψήφους οι ίδιοι και οι ίδιοι. Τόσα χρόνια οι διαφοροποιήσεις σε ΟΛΑ
τα όργανα (της ΠΑΣΕΓΕΣ μη εξαιρουμένης) είναι ελάχιστες.
[3] Πχ. η εισφορά
για την ψηφιοποίηση των δηλώσεων ΟΣΔΕ.
[4] Έτσι φτάσαμε να παράγουμε 6.000
τόνους φασόλια όταν καταναλώνουμε 32.000 τόνους.
[5] Στο Google γράφεις
«μπλόκα αγροτών», κι απλώς προσθέτεις τη χρονολογία (2014,.., 2010, 2009, ..
2002, .). Αυτό από μόνο του, είναι η απόλυτη ξεφτίλα.
Χρήστος Γιαννίμπας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου