Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Η μιά και η ...άλλη Γερμανία


  Το σύστημα εξουσίας στη Γερμανία, όπως αυτό έχει επανασυγκροτηθεί από τον καιρό της επανένωσής της, δεν καθορίζεται μέσω προσωπικών επιλογών ούτε από άλλες παρόμοιες σχέσεις. Εν προκειμένω λειτουργούν συστημικοί κανόνες με κριτήρια γενικού συμφέροντος μαζί με τα αντανακλαστικά του ίδιου του συστήματος, στο εσωτερικό του οποίου κινούνται τα διάφορα υποσυστήματα, γνωστά και ως «στήλοι» του κράτους.

Οι διαφορετικές τοποθετήσεις που εκπορεύονται τελευταία μέσα από το γερμανικό πολιτικό σκηνικό προκαλούν σε πολλούς την εντύπωση μιας «διαμάχης» ανάμεσα σε κορυφαίους κυβερνητικούς αξιωματούχους της μεγάλης ή «κεντρικής» αυτής ευρωπαϊκής δύναμης. Αν και εσφαλμένη σε σημαντικό βαθμό μια τέτοια εντύπωση, η οποία  χαρακτηρίζει σπάνια την σχετική συζήτηση σε άλλες χώρες, αντικατοπτρίζει ωστόσο ορισμένες από τις εκφάνσεις της γερμανικής πολιτικής πραγματικότητας. Όπως με την πρόσφατη διαφοροποίηση που καταγράφηκε μέσω των δηλώσεων της καγκελλαρίου Άγκελας Μέρκελ κι εκείνων του υπουργού οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Το πλέον βέβαιο εδώ είναι, ότι ουδόλως πρόκειται για διαμάχη αλλά μόνο για διαφορές επιλογών στο πλαίσιο της λογικής του συστήματος και με τον ίδιο πάντοτε κοινό στόχο.
Ο αναμορφωτής Σόιμπλε                                                                          
Μεταφέροντας την πολιτική των αγορών κι εκφράζοντας συμφέροντα του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, ο Β. Σόιμπλε εμμένει γι αυτό όχι μόνο στην καθυπόταξη αλλά επιζητώντας και μια «αναμόρφωση» των αντιπάλων. Η πλευρά των «απέναντι», εκείνων δηλαδή που αντιπροσωπεύουν την κοινωνική πραγματικότητα, επιλέγει μεν τη συνεργασία, η οποία όμως καθορίζεται με τους δικούς της, γερμανικούς όρους. Η εκδοχή αυτής της πολιτικής ανατρέχει στην πρώτη μετακομμουνιστική περίοδο, όταν η γερμανική πολιτική στράφηκε στη δημιουργία ενός «ζωτικού χώρου του μάρκου» προς ανατολάς. Η ίδια πολιτική ασκείται πλέον προς Νότον με τη μετονομασία του μάρκου σε ευρώ.      
Ενδογερμανικές  κατόψεις του συστήματος
Προκειμένου λοιπόν να επιχειρήσει κάποιος μια ανάλυση των υφιστάμενων ενδογερμανικών εκφάνσεων  θα πρέπει να γνωρίζει αφενός τους - γραπτούς και άγραφους - κανόνες του υφιστάμενου συστήματος έχοντας συνάμα υπόψη του και ορισμένα σημαντικά ιστορικά δεδομένα, στο πεδίο  επιδράσεων των οποίων συγκαθορίζονται οι εξελίξεις του σήμερα. Πέραν δε όλων τούτων, στη Γερμανία παρατηρούταν ανέκαθεν μια αλληλεπίδραση στην διαμόρφωση μεταξύ  εσωτερικής και  εξωτερικής πολιτικής, γεγονός που καθορίζει συχνά το είδος λήψης αποφάσεων σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Τούτο επιβεβαιώνεται πρώτιστα στο πεδίο των γερμανορωσικών σχέσεων, όπου η μια πλευρά επιδιώκει διατήρηση  της σταθερότητας ενώ η άλλη ακολουθεί την αμερικανική γραμμή ρήξης με τη Ρωσία. Σε πρόσφατη ανάλυση που επιχείρησε με συνέντευξή του ο πρώην καγκελάριος Σραίντερ, υποστήριξε  τη θέση πως  η Ευρώπη έβγαινε ωφελημένη όταν υπήρχε κλίμα σχέσεων συνεργασίας μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας παραπέμποντας μάλιστα στο παράδειγμα του Μπίσμαρκ.
Παρόλες τις διαφορές πολιτικών και πεποιθήσεων, η καγκελάριος Μέρκελ ακολουθεί προφανώς την ίδια στρατηγική, εφαρμόζοντας βεβαίως τη γνωστή  τακτική καρότου και μαστιγίου. Τούτο καταγράφηκε πρόσφατα με την υπογραφή της συμφωνίας του Μινσκ, θεμελιώδους κειμένου προς αποφυγή πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και αναζήτησης πλαισίων ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών και εθνοτικών ομάδων.  Το επίτευγμα τούτο υπονομεύεται όμως πολλαπλά ενώ ταυτόχρονα ανακινούνται ανάλογα ζητήματα σε γνωστές βαλκανικές εστίες, ώστε να παραμένουν υπό έλεγχο οι δυνάμεις εξουσίας των νέων κρατικών μορφωμάτων. Καθόλου τυχαία δε, ο αλβανικός παράγων είναι εκείνος που ενεργοποιείται  ανάλογα, όντας ανέκαθεν επιρρεπής σ'έναν διεθνοπολιτικό τυχοδιωκτισμό.         

Υπέρ μας τα γερμανικά συνδικάτα
Κατά παράδοση στη μεταπολεμική Γερμανία, το σύστημα της χώρας εκινείτο ανέκαθεν επάνω στις πέντε κολώνες του, ήτοι: κρατική διοίκηση, κόμματα,  οικονομία, συνδικάτα και εκκλησίες. Μέχρι και την εποχή του Χέλμουτ Σμιτ, διαδόχου του Βίλλυ Μπραντ,  σε έναν τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων ήταν εμφανής η υπεροχή των κομμάτων και των συνδικάτων, μέσω των οποίων διασφαλιζόταν κι η ομαλή ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους. Τα δεδομένα αυτά άρχισαν να αλλάζουν άρδην ύστερα από την κατάρρευση του «Τείχους», όταν βρήκαν  ευκαιρία παρέμβασης οι ρεβανσιστικές δυνάμεις ενός μεταλλαγμένου καπιταλισμού με άγρια ληστρικά χαρακτηριστικά. Μέσω αυτών διακινήθηκε η λεηλασία εθνικού πλούτου σε πρώην σοσιαλιστικές χώρες ενώ σήμερα επιχειρείται το ίδιο προς Νότον ξεκινώντας με το πείραμα της Ελλάδας. Οι ίδιες  αυτές δυνάμεις επέφεραν σταδιακά και την συρρίκνωση του γερμανικού κοινωνικού κράτους.        
Ενώ δε οι διαπραγματεύσεις για το ελληνικό ζήτημα «τρέχουν» στο Βερολίνο, παρεμβαίνει για πρώτη φορά δυναμικά στα πολιτικά πράγματα η ηγεσία του DGB,  του ανώτατου γερμανικού  συνδικαλιστικού φορέα, απαιτώντας τον τερματισμό της λιτότητας στην Ελλάδα και άρση των πιέσεων σε βάρος της. Είναι σημαντικό ότι η Ένωση των Γερμανικών Συνδικάτων προειδοποιεί για επιδείνωση της κοινωνικής κρίσης σε περίπτωση μείωσης των σημερινών συντάξεων.  Στη Γερμανία  είχε ξεσπάσει στο μεταξύ ένα διαρκές απεργιακό κύμα που  αφύπνισε μάλλον το σύστημα και τους «νυχτοφύλακές» του.
Γερμανική φτωχοποίηση 
Μια από σημερινές πραγματικότητες που αγνοούνται όμως στο πλαίσιο της εγχώριας πολιτικής συζήτησης, συνιστά η αύξουσα φτωχοποίηση και στη Γερμανία σειράς κοινωνικών κατηγοριών, μολονότι η κρίση δεν έχει ακόμη χτυπήσει την πόρτα αυτής της οικονομικά πανίσχυρης χώρας.  Τούτο δε συμβαίνει ακριβώς επειδή η οικονομική ισχύς της Γερμανίας οφείλεται εν πολλοίς στην αγορά φθηνής εργασίας, η οποία προήλθε με την καθιέρωση της απάνθρωπης «ατζέντας 2010». Πρόκειται για τα οικτρά επακόλουθα μιας «μεταρρυθμιστικής ευλυγισίας» και «ελαστικοποίησης» στις εργασιακές σχέσεις που υποβάθμισε κάθετα τους εργαζόμενους απαξιώνοντας και αυτή τούτη την έννοια της εργασίας. Τούτο μάλιστα συνεχίζεται τώρα με την μαζική «υποδοχή» προσφύγων, η ενσωμάτωση των οποίων στην παραγωγή θα προκαλέσει επί πλέον υποβάθμιση του σημερινού εργατικού δυναμικού και δη σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.-

Του Γιάννη Τζώρτζη

Δεν υπάρχουν σχόλια: