Το
έχουμε γράψει πολλές φορές. Τα
Τζουμερκοχώρια ήταν «έρμα κι άλαλα»,
οι Τζουμερκιώτες ήταν πανταχόθεν
«ευεργετούμενοι». Από την Πολιτεία,
τους πολιτευτές, τους συμμάχους μας, τα
φιλανθρωπικά σωματεία, τον βασιλικό
μας οίκο… Δις ετησίως παραλαμβάναμε
εκείνα τα «τσαντελοβράκια» (μην είμαι
και αχάριστος…) της Ούντρα, που τα
φορούσαμε και -χωρίς υπερβολή- θαραπαύονταν
το κοκαλάκι μας.
Λειτουργούσε
πράγματι η ιδιωτική - φιλάνθρωπη
πρωτοβουλία. Εταιρείες που επιδείκνυαν
στην πλατεία του χωριού το προϊόν τους
και ακολούθως το μοσχοπουλούσαν. Και
να οι αρμόδιοι από την πρωτεύουσα, και
να οι «μεγάλες ιδέες», και να τα ταξίματα.
Πήγαινε το δούλεμα σύννεφο. Υπήρξε
υποψήφιος που υποσχέθηκε πως θα κάνει
σταθμό περισυλλογής γάλακτος στην
Πλάκα. Οι δρόμοι όμως ήταν όχι σε
πρωτογενή, αλλά σε απελπιστική κατάσταση
και γι’ αυτό υποσχέθηκε -ο άθλιος!- πως
θα μετέφερε το γάλα στην Πλάκα με σωλήνες…
Τόσο απλά… Πέταγαν ρουμποστίνες αβέρτα.
Κάθε τόσο «έβρεχε υποσχέσεις» σ’ όλο
το Τζουμέρκο που γινόντουσαν όλοι
πλυτάρ’, αληθινό φ(ου)σκίδ.
Και
ο βουλευτής ήταν o
ευεργέτης. Πόσα και πόσα τηλεφωνήματα
δεν έκανε κάποιος ξενιτεμένος «εις
Αθήνας» από το βουλευτικό γραφείο. Να
μην πληρώσει… Πόσες κότες και κοτόπουλα,
αβγά, τραχανάδες και γκοτσπόφυλλα δεν
τα μετέφερε με το ιδιωτικό αυτοκίνητο
και τα παρέδιδε -ο κ. βουλευτής- «εις
την επί του καλαθίου σημειούμενη
διεύθυνση;» Είχε γίνει αληθινός
μεταφορέας! Μετά, ας θυμηθούμε και
εκείνες τις επιστολές που ξεκινούσαν:
«Κατόπιν ενεργειών μου…» Πάλευαν οι
άνθρωποι και απέδιδαν αληθινή ευεργεσία!
Ως
ευεργέτες εμφανίστηκαν και εκείνοι
που πρακτόρευαν και έταζαν «εργασία»
στη Γερμανία. Άλλη πονεμένη ιστορία. («
Φύγαν τα νιάτα τα καλά, φύγαν και οι
δουλευτάδες και καρτεράν στα διάσελα
με πόνο οι μανάδες»). Δεν ξύνω πληγές.
Απλά θυμάμαι πώς τους είχαν βάλει
κανταρέλα στην πλατεία του χωριού. Απ’
εδώ οι άντρες, απ’ εκεί οι γυναίκες, για
να υποβληθούν σε οδοντιατρική εξέταση
προκειμένου να πάνε στη Γερμανία υγιείς
και να μην καταξοδεύεται το σύστημα
υγείας της Γερμανίας. Κάποιος είπε «ορέ,
σαν τα ζωντανά τα ξεχωρίζουν σε στέρφα
και γαλάρια». Το τι άκουσε δεν μολογιέται.
«Αχάριστε, δεν αναγνωρίζεις και δεν
εκτιμάς την ευεργεσία που μας κάνουν;»
Ήταν τότε που εμπορικά και πολιτικά
«πρακτορεύονταν» η εξωτερική μετανάστευση
σαν ευλογία θεού!
Η
ευλογία δεν έφτασε ποτέ. Έφτανε όμως,
μια φορά το χρόνο, ένα γράμμα από τη
βασιλική αυλή, τα βασιλικά Ανάκτορα.
Συνήθως απευθύνονταν σε αρχηγό πολύτεκνης
οικογένειας. Αφού περιγράφονταν η
συγκινητική προσπάθεια της βασιλίσσης,
«ήτις αόκνως και νυχθημερόν μεριμνά
για την αποκατάσταση των απόρων
κορασίδων», έγραφε πως επελέγη το τάδε
μέλος της οικογένειάς σας στο οποίο και
χορηγείται σχετικό βιβλιάριο με διακοσίας
πενήντα δραχμάς.
Μια
χρονιά επελέγη μέλος της οικογένειας
του μπάρμπα Κώστα. Η μικρότερη κόρη, η
Βασιλική. Ο μπάρμπα Κώστας ένας καλόβουλος
και εργατικός οικογενειάρχης, που
προσέφερε στην πατρίδα έξι παιδιά. Τόσο
απλά… Έξι. Κατασυγκινήθηκε και πίστεψε
απόλυτα στην φιλευσπλαχνία της βασίλισσας.
«Φιλεύσπλαχνη, κόβεται και αγωνιά και
για φτωχές φαμπλιές». Η παράδοση του
βιβλιαρίου θα γινόταν στην Άρτα, όπου
η μικρή Τούλα θα παραλάμβανε το βιβλιάριο
σε επίσημη τελετή από τα χέρια της
βασίλισσας. Και πήγαν στην Άρτα, για να
«γευθούν τα αγαθά της φιλευσπλαχνίας
της βασιλίσσης».
Να
σας πω τι έγινε στην τελετή. Αυτά έγιναν.
Όταν η μικρούλα παραλάμβανε από τα χέρια
της βασίλισσας το βιβλιάριο ακούστηκε
η φωνή του μπάρμπα Κώστα. «Τούλα, παιδί
μου κάνε μάκια το χέρι της θείτσας».
Αυτό ήταν. Ξωπετάχτηκε κλωτσηδόν, ο
«θρασύτατος» μπάρμπα Κώστας. «Αυτός ο
αναιδής, αχάριστος και άξεστος
Τζουμερκιώτης». Ούτε που κατάλαβε το
γιατί. Τόλμησε να ρωτήσει:
-Τι
έκανα; Η απάντηση, ακαριαία.
Γύρισε
πίσω στο χωριό, καψαλισμένος για τα
καλά. Όταν τον ρώτησαν, τι έγινε, μια
φράση μόνο είπε: «Ου, να μού χαθούν τα
παλιογκεσέμια, οι ταγαροκέφαλοι, που
έβαλαν εκείνον που έχ’ ένα κεφάλ’ σαν
ρακοκάζανο και με πέταξε έξω. Είπα θείτσα
τη βασίλισσα. Μα από σεβασμό την είπα».
Α,
ρε μπάρμπα Κώστα, δεν είχαν στη σκέψη
τους ποτέ τη λέξη σεβασμός. Γι’ αυτό
και δεν σεβάστηκαν ποτέ τον ελληνικό
λαό. Για σένα θα είχαν σιουμπέ;
Για την αντιγραφή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου