Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Καλοκαίρι με τους παππούδες στο χωριό!



Ωπ! Νάτο, έσκασε μύτη επιτέλους το καλοκαιράκι. Μετά από ατέλειωτα νάζια και δισταγμούς. Βροχές, αστραπές, ανεμοσούρια και κρύο. ο Ιούνης χαμογέλασε! Και μαζί μ' αυτόν αναθάρρησαν κι όλα τα ζωντανά, δίποδα και τετράποδα. Ο ήλιος κόβει βόλτες ανέμελος και μάγκας. Τα βερύκοκα και οι βανίλιες κοκκινίζουν ντροπαλά. Οι ντομάτες περιμένουν τη σειρά τους.


Ο Τσίπρας βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός. Κι όλοι μαζί οι Έλληνες βιάζονται νάρθει το Σαββατοκύριακο, για το καθιερωμένο μπανάκι σε κοντινή παραλία, συνοδευόμενο από το τρίπτυχο «παγωγό, φραπέ, τοστ» που φυσικά αποτελεί, για τους περισσότερους τη μοναδική καλοκαιρινή αναψυχή και επαφή συνάμα με το υγρό στοιχείο.

Στα μέρη τα δικά μας βέβαια το καλοκαίρι σηματοδοτεί και την «ανάσταση» των χωριών. Πόρτες και παράθυρα ξεμανταλώνονται. Κήποι και προαύλια ξεχορταριάζονται επιμελώς. Κούνιες και τσουλήθρες πλαστικές στήνονται στην αυλή. Και τα παππούδια, μάλιστα τα παππούδια, το παίρνουν αίφνης επάνω τους! Εκεί δηλαδή που τους έβλεπες όλο το χειμώνα σκυφτούς και κατηφείς, να πηγαινοέρχονται κρατώντας πάντα μια σακούλα με φάρμακα. μόλις καλοκαίριασε ξανάνιωσαν! Το κορμί ισιώνει! Το μάτι γίνεται πιο μπιρμπιλοτό! Και οι άκρες του μουστακιού στρίβονται πλέον με χάρη.
Ο λόγος; Πασιφανής. Καρτερούν τα εγγόνια. Χμ, εδώ το σημείο είναι κομβικό. Όχι τα παιδιά τους -καλώς ναρθούν κι αυτά, δεν λέμε- αλλά το άπαν της ύπαρξής τους, είναι τα εγγόνια! Τα παιδούλια, που τον υπόλοιπο χρόνο μπορεί να ζουν στην Αυτραλία, στη Γερμανία, στην Αθήνα, ακόμα και στα Γιάννινα.
Θα μου πεις βέβαια τα Γιάννινα είναι κοντά! Πράγματι. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως, αν για παράδειγμα οι παππούδες ζουν στο Μιχαλίτσι, έχουν τη δυνατότητα να βλέπουν συχνά τα εγγόνια. καθόσον τα παιδιά έχουν σχολείο, οι γονείς δουλεύουν, κάνει κρύο, ο δρόμος έχει πολλές στροφές και τα γνωστά.

Άμα λοιπόν είσαι πιτσιρικάς, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να σε «παρκάρουν» οι γονείς σου στους παππούδες, στο χωριό και να σε «ξεχάσουν» εκεί μέχρι ν' ανοίξουν τα σχολεία.
Πω, πω, αδερφάκι μου χαρά. να μην ακούς την τσιριχτή φωνή της μαμάς, που λέει κάθε τρεις και λίγο:
- Γιαννάαακηηη, μαζέψου. να διαβάσεις Αγγλικά. Λες κι άμα ο Γιαννάκης δεν διαβάσει τα Αγγλικά το Ηνωμένο Βασίλειο θα κρεμάσει μεσίστιες τις σημαίες!
- Γιαννάαακηηη, έλα, έτοιμο το ρυζόγαλο! Καλά ο Γιαννάκης μισεί το ρυζόγαλο, όπως ο Κασιδιάρης την Κανέλη.
- Γιαννάαακηηη ΜΗ! (Εδώ το ΜΗ γίνεται υστερικό) ΜΗ χαϊδέψεις το σκυλάκι έχει μικρόβια!
Ο καϋμένος ο Γιαννάκης τραβάει το χέρι τρομαγμένος. Κι ο αδέσποτος τον κοιτάει με παράπονο και κουνάει την ουρά. Χμ, κρίμα! Γιατί η μαμά του δεν γνωρίζει, πως τα επικίνδυνα μικρόβια δεν τάχουν τα σκυλάκια αλλά κάτι άθλιοι παιδεραστές του κυβερνοχώρου.
Γιαννάκη τόνα, Γιαννάκη τ' άλλο, παφιάζει ο Γιαννάκης. Γίνεται μαλθακός, φοβικός, ανικανοποίητος, ένα συνηθισμένο παιδί δηλαδή πολυκατοικίας, που μεγαλώνει με ηλεκτρονικά παιχνίδια. άντε και λίγο κολυμβητήριο (δις την εβδομάδα) για να «δαμάσει τα κύματα με το χλώριο».
Όμως όλα αυτά, μόλις ο Γιαννάκης φτάσει στο χωριό, αποτελούν παρελθόν, γιατί η φύση είναι αξεπέραστος παιδαγωγός.
Τα παιδιά βλέπουν επιτέλους ανοιχτό ορίζοντα! Βλέπουν δέντρα, βουνά και λαγκάδια. Τ' αυτιά τους ακούνε κελαϊδίσματα, και τα πνευμόνια τους βγάζουν την αμόλυβδη και γιομίζουν οξυγόνο. Χέρια και πόδια σε διαρκή κίνηση. Μπάλα, κρυφτό, αψιμαχίες, ματωμένα γόνατα, μια φέτα με μερέντα, σκαρφάλωμα στα δέντρα. Κι ύστερα ύπνος βαθύς, ατάραχος, για νάρθει το πρωί και να ξεκινήσει πάλι το παιχνίδι.
Και μέσα σ' όλο αυτό το ξεφάντωμα, από κοντά κι ο παππούς με τη γιαγιά, για να τα προσέχουν, για να συμβουλεύουν, για να λένε όμορφες ιστορίες. και για να «κλέβουν» κι αυτοί με τη σειρά τους λίγο από την ανεμελιά των εγγονών και να αναπλάθουν, ίσως ακόμα και να ξαναζούν, λίγο από την δική τους παιδική ηλικία. Γιατί όσο ο άνθρωπος κι αν μεγαλώνει, όσο κι αν η μνήμη εξασθενεί ή πολλές φορές  ασθενεί βαριά αυτό που ποτέ το μυαλό δεν «ντιλιτάρει» είναι η παιδική ηλικία. Αυτή πάντα αναπλάθεται στο κεφάλι μας. Κι όσο περνάνε τα χρόνια. τόσο πιο πολύ την ωραιοποιούμε και την εξιδανικεύουμε.




Τα παππούδια λοιπόν αναλαμβάνουν πολλές φορές τη φύλαξη των παιδιών, για το καλοκαίρι. Κι επειδή συνήθως η γιαγιά είναι επιφορτισμένη με το μαγείρεμα, το πλύσιμο κι όλες εν γένει τις δουλειές του σπιτιού, ο παππούς ουσιαστικά είναι ο αρχηγός της παρέας κι ο συντονιστής των εξωτερικών δραστηριοτήτων.
Ο παππούς θα σου μαζέψει κούμπλα. Ο παππούς θα σου φιάξει τα φρένα στο ποδήλατο. Ο παππούς θα σε μάθει να κλαδεύεις. Να ξεχωρίζεις τις ποικιλίες από τα σταφύλια. Ο παππούς θα φροντίσει την πληγή από το πέσιμο. Ο παππούς θα σε πάει στο πανηγύρι. Κι ο παππούς πάντα θ' απαντά με υπομονή σ' όλα μας τα «ΓΙΑΤΙ;».

- Γιατί παππού αυτό το αστέρι είναι τόσο λαμπερό;
Είναι ο Αυγερινός παιδί μου, που κάνει πάντα συντροφιά με την Πούλια.
- Γιατί παππού εκεί ψηλά τα φώτα κινούνται;
Είναι ο Δρίσκος και περνάνε αυτοκίνητα.
- Γιατί παππού οι πελαργοί φιάχνουν τη φωλιά τους πάντα στο καμπαναριό;
Γιατί είναι το ψηλότερο σημείο του χωριού. Εκεί πάνω οι νεοσοί δεν κινδυνεύουν.
- Κι αυτό το αστέρι, γιατί αλλάζει διαρκώς θέση;
Δεν είναι αστέρι. Είναι δορυφόρος.
Σ' αυτά τα ατέλειωτα «γιατί» ο αγαπημένος μου παππούς είχε πάντα μια απάντηση. Ποτέ δεν με απογοήτευσε. Εκτός όμως από απαντήσεις, είχε και ράσο και καλιμάφι! Κι αυτό με έκανε να τον θεωρώ πολύ σπουδαίο και πολύ σεβαστό!
Όταν μάλιστα μου επέτρεπε στην εκκλησία, να συνεπικουρώ στο ιερό και να κρατώ το τρικέρι. (κι ας ήμουν κορίτσι). πίστευα πως όμοια τιμή δεν ματάγινε σε άνθρωπο, μικρό ή μεγάλο.
Ο πραγματικός όμως και θαυμαστός, για μας τα εγγόνια, θησαυρός του παππού, ήταν τα κλειδιά! Τα κλειδιά, που έκρυβε επιμελώς στο ντουλάπι της κρεβάτας.
Αυτά τα κλειδιά, που στα παιδικά μας μάτια έμοιαζαν ν' ανοίγουν τις πύλες του Παραδείσου! Για την ακρίβεια, άνοιγαν την βαριά, παμπάλαια, ξύλινη πόρτα του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που στέκει αιώνες τώρα αγέρωχο, στη δυτική πλευρά του λόφου της Καστρίτσας.
Το ξακουστό μοναστήρι, μετά τον πόλεμο του '40 είχε μείνει, για μερικά χρόνια αφύλαχτο.
Το 1948 ο ιερέας Ιωάννης Φλώρος έμεινε εκεί για ένα διάστημα με κίνδυνο της ζωής του. Βλέπεις, τότε επικρατούσε ερημιά στη γύρω περιοχή και πολλές συμμορίες δρούσαν ανενόχλητες.
Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων εμπιστεύτηκε τα κλειδιά του μοναστηριού στον παππού μου, που ήταν παπάς στην Καστρίτσα, με σκοπό να το φροντίζει και τακτικά να το λειτουργεί.
Η ευθύνη ήταν μεγάλη! Γιατί το μοναστήρι ακόμα και έρημο, είχε κειμήλια ανεκτίμητης αξίας και εικόνες Βυζαντινές, εξαίρετου κάλλους και τεχνοτροπίας.
Και μπορεί μεν το μοναστήρι να γιορτάζει κάθε 23 του Τρυγητή -οπότε γίνονταν και το ξακουστό πανηγύρι- όμως εξίσου σημαντική γιορτή ήταν και το «γενέθλιον του Προδρόμου» στις 24 Ιουνίου, που μας έδινε την αφορμή για την πρώτη μας εκδρομή στο βουνό και το χιλιαναμενόμενο άνοιγμα του Μοναστηριού.




Πριν φέξει ακόμα ο ήλιος κατέφθανε στο σπίτι ο ψάλτης, ο Γιώργο - Κεραμίδας -λιπόσαρκος και σβέλτος με μια φθαρμένη τραγιάσκα, κρατώντας ένα τροβά με τα χρειαζούμενα.
- Είμαστε έτοιμοι παπαΚώστα; φώναζε.
Έτοιμοι ήμασταν. Λίγα τα πράγματά μας: Λαδάκι για τα καντήλια, κεριά, τσιακμάκι, τα πρόσφορα, το κρασί, το νερό και το ψωμοτύρι.
Η συντροφιά ολιγομελής αλλά ζωηρή και χαρούμενη. Το μονοπάτι δύσβατο, κακοτράχαλο, σε πολλά σημεία απόκρυμνο. Όμως όταν τα βρίσκαμε σκούρα, αρπαζόμασταν από το ράσο του παππού κι αυτός μας ρυμουλκούσε αγόγκιστα.
Σαν φτάναμε στο μοναστήρι καθόμασταν γύρω από το στρογγυλό τσιμεντένιο πεζούλι, που υπήρχε απόξω, για να πάρουμε μια ανάσα και να αγναντέψουμε τη λίμνη.
Στο μεταξύ ο παπα-Κώστας ξεμαντάλωνε την ανεκτίμητη για την αντοχή της στο χρόνο ξύλινη θύρα. Κι ήταν σαν ν'άνοιγε μπροστά στα παιδικά μας μάτια, ένα παραμυθένιο βασίλειο μιας άλλης εποχής. Ένα βασίλειο που το κατοικούσαν Κομνηνοί και Παλαιολόγοι!

Ο χρόνος μέσα στο μοναστήρι έμοιαζε να έχει ακινητοποιηθεί. Όλα λες κι είχαν μείνει στη θέση τους, από τότε που φιάχτηκε. Δηλαδή το 1196 μ.Χ. Ο πανύψηλος με ξερολιθιά μαντρότοιχος που το περιέβαλε. Η εσωτερική αυλή με τις ωραίες πλάκες. Η πέτρινη καμάρα με τις σκάλες εκατέρωθεν, που οδηγούσαν στον εξώστη και τα κελιά. Η στέρνα. Και πάνω απ' όλα η εκκλησία. Η μικρή, κομψή, αριστοτεχνικά φιαγμένη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Να εδώ, μας έλεγε ο παππούς, κοιτάχτε τον τρούλο. Τι γράφει; (μόλις που διακρίνονταν) Γράφει Τ.Ο.Γ. δηλαδή 373. Αυτός είναι ο πραγματικός χρόνος, που χτίστηκε το μοναστήρι.
Μας έλεγε κι άλλα ο παππούς. Πως πολλά από τα υλικά με τα οποία οικοδομήθηκε το μοναστήρι, ήταν παρμένα από την αρχαία πόλη που ευημερούσε κάποτε πάνω στην Καστρίτσα και την χάλασαν αργότερα οι Ρωμαίοι.
- Γιατί παππού;
Γιατί πάντα οι άνθρωποι πολέμαγαν. Αλλά να, στο τέλος η χριστιανοσύνη έσμιξε με τον κόσμο τον αρχαίο.




Ο παπα-Κώστας έβγαζε νερό από τη στέρνα, πλέναμε την αυλή, σκουπίζαμε και ξαραχνιάζαμε την εκκλησία, ανάβαμε τα καντήλια. Κι όταν το θυμιατό άρχιζε να καίει, ο τόπος μοσχοβολούσε. Κι οι παλιές εικόνες φεγγοβολούσαν. Κι η λειτουργία ξεκινούσε και δεν ήξερες πια αν βρίσκεσαι στο Βυζάντιο ή στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Ακόμα κι ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά. Και είχες την αίσθηση, πως αν έμενες για πάντα εκεί δεν θα μεγάλωνες. Θάμενες παιδί, χωρίς έννοιες, σκοτούρες και βάσανα.

Το μεσημέρι, παπάς και ψάλτης έπαιρναν έναν υπνάκο, ξαπλωμένοι στα μπάσια, που ήταν όμορφα στρωμένα με χεράμια από τον αργαλειό. Το ροχαλητό τους ακούγονταν έξω στην αυλή και τα τζιτζίκια τους σιγοντάριζαν. Ο ύπνος τους ήταν ανάλαφρος και μακάριος! Γιατί ποτέ κανέναν δεν είχαν βλάψει αυτοί οι καλοί άνθρωποι. Και το καθήκον τους προς το Θεό, δεν ήταν για αυτούς «υποχρέωση». Ούτε περίμεναν υλική ανταμοιβή. Ήταν μόνο καθήκον ευγνωμοσύνης και ταπεινής προσφοράς.

Μετά τον Εσπερινό, λίγο πριν νυχτώσει, επιστρέφαμε σπίτι. Τα κλειδιά ξανάμπαιναν στη θέση τους, φυλαγμένα σε μέρος ασφαλές, όπως φυλάγαμε στη ζωή μας κάθε τι πολύτιμο, που αφορά πρόσωπα αγαπημένα, που δεν υπάρχουν πια. αλλά είναι πάντα στην καρδιά μας.

Γράφει η Τζέννυ  Π. Σιαμαλέκα

Δεν υπάρχουν σχόλια: