Γράφει ο Χρίστος
Α. Τούμπουρος
(Το δώρο αγάπης
και αφοσίωσης, πλέον, είναι ο
διορισμός!)
Παράλληλα γεγονότα
που αποδεικνύουν το αξίωμα: Το Δημόσιο προορίζεται για τις πελατειακές ή και
ερωτικές σχέσεις των κκ. Υπουργών!
Πρώτη υπόθεση:
''Διόρισα τη γυναίκα σου,
γελοίε''
«Καλά έκανες».
(Ένας
έρωτας, ένας διορισμός!)
«Γύριζε, μη σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είν' εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δε θάβρη.
Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Ο διορίσας
Παλιότερα
στο δημόσιο χώρο συνεχώς εκστομίζονταν η ακόλουθη κραυγή- απειλή. «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;». Καθαρή
πολεμική ιαχή, που έβγαζε ο κάθε ανεγκέφαλος, λασκαρισμένος(1), ξεμουρλαμένος,
εξουσιομανής και εξουσιούχος πολιτικός. Καθαρή εκδήλωση επιθετικότητας,
κυνισμού, αυτοθαυμασμού, αποτύπωση της παραληρηματικής αυταρέσκειας,
αμετροέπειας, απείθειας και αντικοινωνικότητας.
Στην
πορεία τα πράγματα άλλαξαν. Στον πολιτικό χώρο πραγματοποιήθηκε ένα λιμούριασμα
(2) άνευ προηγουμένου, οι πολιτικοί «πάτ(η)σαν τ’ αυγό κι έφτασαν τουν ουρανό»
και επεδόθηκαν σ’ ένα απίστευτο όργιο διορισμών.
Εγώ
διορίζω, εσύ διορίζεις, αυτός διορίζει…
Εάλω
ο πολιτικός χώρος. Κατεκρημνίσθη κάθε έννοια ισότητας και αξιοπρέπειας και φούντωσαν για τα καλά οι
πελατειακές σχέσεις. Η πολιτική ζωή μετατράπηκε-εν συνόλω- σε ένα εμπορικό
κατάστημα με παραρτήματα τα γραφεία των πολιτικών. Συνωστισμός, συνονθύλευμα
…ψυχών και επαιτών. Επαιτεία για διορισμό του…, της…
Πολιτική
συνείδηση, κρίση, άποψη και αλτρουισμός
παραχώθηκαν στο βάραθρο της οποιαδήποτε πολιτικής πελατείας.
Και
τώρα που -περίσσεψε το θράσος-
αλληλοϋβρίζονται και ξεπατώνονται από το ανεπανάληπτο Κατιναριό.
''Διόρισα τη γυναίκα σου, γελοίε''
«Καλά έκανες».
Κι
εγώ, ο άξεστος Τζουμερκιώτης, με περισσή ευγένεια, να ρωτήσω.
-Πού
κύριε βουλευτά την διορίσατε; Στην επιχείρησή σας; Στα αμπελοχώραφά σας;
Το
χειρότερο όμως είναι αυτό το α΄ ενικό πρόσωπο. «Διόρισα…». Αυτό δηλώνει τον
υποκειμενισμό, τον ατομικισμό, την ιδιώτευση…
Να
θυμηθώ, τι θα έλεγε κάποιος καλόπιστος τρίτος. Ίσως να ανέτρεχε στον Σουρή:
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Ή
θα διάβαζε για τα καλά τον Βάρναλη:
Τυχερός
Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύχτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.
Μὰ δίπλα τ᾿ ἀγκαλιάζει νὰ τὰ σπάσει
τοῦ ξένου ἡ ἀστερομάτισσα κατάρα.
Ἂν φαρμάκωνε μόνη τὸν ἀέρα,
ἴσως, ραγιᾶ νὰ ξύπναες κάποιαν ὥρα:
«Στὴ χώρ᾿ αὐτὴ ποὺ τήνε λέω δικιά μου
ξένος εἶμαι καὶ τυχερὸς ποὺ ζῶ!»
Κώστας Βάρναλης
- λασκαρισμένος: φευγάτος
στο μυαλό.
- λιμούριασμα: η διαρπαγή των πάντων, λεηλασία.
Δεύτερη υπόθεση:
Επίσης, ο άξεστος Κίτσος ο Αθαμάνας, ο πολλά ιδών εν ταις
πόλεσι (ν) και απελπισθείς, όστις κατέφυγε στα Τζουμέρκα, για να βρει την ησυχία
του, βλέποντας τις περιπτύξεις του κ. Υπουργού (τα πιτσουνάκια!) σφόδρα
αγανακτήσας για τους παπαράτσι που εισέβαλαν στην ιδιωτική του ζωή και τον
έκαναν σουργούν’ πανελληνίως -ενημερωθείς καταλλήλως περί του διορισμού της
λεγάμενης- μετά από ωριαίο διαλογισμό μού απήγγειλε το ποίημα:
ΑΠΟΚΡΙΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
«Γύριζε, μη σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είν' εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δε θάβρη.
Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
[…]
Από θαμπούς ντερβύσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
[…]
Από θαμπούς ντερβύσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
[…]
Δεν έχεις,
Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.»
[…]
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.»
[…]
Και
δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι∙
λύκοι, ω κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη!»
Κωστής Παλαμάς 21 του Μάη 1908
και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι∙
λύκοι, ω κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
κι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη!»
Κωστής Παλαμάς 21 του Μάη 1908
(πλεμπάγια: (πλέμπα: τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας, ο όχλος) κοινός, χυδαίος
όχλος.
μόρα: κατάσταση δυσφορίας κατά την ώρα του ύπνου, εφιάλτης, αγωνία.
αρλεκίνος: ο κατεργάρης, αυτός που έχει αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα.
Ζωίλος: Σοφιστής και γραμματικός από την Αμφίπολη, σύγχρονος του Διογένους και του
Ισοκράτους, που τον επέκρινε, όπως επίσης και τον Πλάτωνα. Ως γραμματικός, ήταν
μοχθηρός και δηκτικός προς τους συγχρόνους του. Αυτό φαίνεται και από τους
εννέα λόγους που έγραψε κατά του Ομήρου, όπου επικρίνει και ειρωνεύεται τα
πάντα.
Λεβαντίνος: Αυτός που κατάγεται από την Ευρώπη, αλλά γεννήθηκε και ανατράφηκε στην
Ανατολή, αλλιώς φραγκολεβαντίνος. Γενικά, άνθρωπος με ελαττωμένη εθνική
συνείδηση.
Μαμωνάς = χρήμα, γενικότερα υλική δύναμη, αλλά και η απορρέουσα εξ αυτής εξουσία.)
Και συνέχισε: «Είναι ένα ποίημα
που μας θλίβει η επικαιρότητά του. Μια επικαιρότητα που έχει διάρκεια με την
έννοια ότι "ερμηνεύει" όλα αυτά τα χρόνια του ποικίλου
εκμαυλισμού των συνειδήσεων, δυστυχώς πολλών, της πρόσκλησης
στον ευδαιμονισμό και την απεμπόληση της ευγενούς λιτότητας στο λόγο,
στις πράξεις, στη ζωή...
Πρωτεργάτες και
"δάσκαλοι" σ' αυτή την πορεία, οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ κι όλοι όσοι
πλούτισαν χωρίς τον ιδρώτα του προσώπου τους. Το καλά οργανωμένο σύστημα που
πρόβαλε και δυστυχώς ακόμα προβάλλει τις μετριότητες, εκδιώκει ή αναγκάζει σε
αξιοπρεπή αφάνεια, όσους δεν έρπουν για ν' ανέβουν κι όσους μέσα σ' αυτή τη
"χλαπαταγή" της "ισχυρής" Ελλάδας δεν επεδίωξαν με
κάθε μέσο την πραγμάτωση της μέχρι πρό τινος ελληνικής εκδοχής του αμερικανικού
ονείρου. Αυτοί που μηδενίζουν αξίες, θεσμούς και ποδοπατούν τα δικαιώματα και
τα δίκαια αιτήματα της νεολαίας μας και τους εξαναγκάζουν –επιστήμονες όντες-να
ξενιτεύονται για να ζήσουν.
Ο "ψεύτης" και η
"πλεμπάγια" θανατηφόρος συνδυασμός, αφού ο πρώτος ξέρει πώς να
χειραγωγήσει και κατ' επέκταση να εξαπατήσει τη δεύτερη εκμεταλλευόμενος
την άγνοια, κυρίως τα ελαττώματά της, αφού δεν τον ενδιαφέρει να
αξιοποιήσει τα όποια προτερήματά της.
Δυστυχώς, κάθε στίχος του ποιητή
έχει σαφείς αναφορές σε πρόσωπα, σε συμπεριφορές και γεγονότα. Το ζήτημα είναι
αν "έχουμε κατέβη του κακού τη σκάλα" για ν' αρχίσουν κάποια στιγμή
να "φυτρώνουν τα φτερά τα πρωτινά, τα μεγάλα" ή υπάρχουν πολλά
σκαλιά ξεπεσμού ακόμη, και φοβάμαι πως υπάρχουν.»
Ούτε να ερωτευθούν δεν γνωρίζουν. Μόνο να διορίζουν
ξέρουν…
(Το μοναδικό υπολογίσιμο προσόν διορισμού!)
Ούτως εχόντων των πραγμάτων
ζώντας σε μια χώρα ρημαγμένη και ολοκληρωτικά χρεοκοπημένη, πολύ περισσότερο σε
μια περιοχή της Ελλάδας που ονομάζεται ΗΠΕΙΡΟΣ, που την αποτελείωσαν παντελώς
οι διάφοροι σιαταναρέοι, που ο μέσος όρος ηλικίας των κατοίκων των χωριών της
ηπείρου είναι πάνω από εβδομήντα έτη, χωρίς
καμιά κοινωνική παροχή (Κέντρα Υγείας, Ταχυδρομεία, Σχολεία κλπ.),
εγκαταλελειμμένη στο έλεος του κάθε Κούπα, Λούπα κλπ και ζώντας με το δράμα της
ξενιτιάς ΤΟΤΕ και ΤΩΡΑ και από πάνω να λειτουργούν τα αρπακτικά (Άραχθος, Αώος
Καλαμάς κλπ), θυμήθηκα τα λόγια του μπάρμπα Βασίλη.
«Το είδος, ανεψιέ που ονομάζεται
αξιοπρέπεια μας έφυγε, έγινε αμούντ. Τα
ζωντανά έχουν φιλότιμο. Μόνο ο άνθρωπος το έχασε.
(φωτογραφία. Κώστας Μαυροπάνος. Κάτασπρος σαν το χιόν’. Μη σε ζγιάσ’ όμως με την γκλίτσα του)
Και
τέλειωσε ως εξής: «να τα ζ’γιάσεις με τ’ γκλίτσα στο κεφάλ’ να θρουμπιαστούν,
να πέσουν τάβλα, να βάλουν μυαλό και τα υπόλοιπα ζωντανά, μπας και ησυχάσουμε
απ’ αυτά τα κουρκουτιασμένα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου