Εκείνη την συγκλονιστική για τα
Γιάννενα ημέρα, μια Πέμπτη στις 21 Φεβρουαρίου του 1913 ήταν, έκλειναν
πεντακόσια ολόκληρα χρόνια.
Κατακτημένα για μισή χιλιετηρίδα τα Γιάννενα
ζούσαν υποταγμένα στη βία και την υποτέλεια «αλλόθρησκων και αλλοεθνών»
καταπιεστών.
Η πόλη που απελευθερώθηκε ύστερα από τετράμηνη πολιορκία
αναγεννώταν ιστορικά και το γεγονός επιβεβαιωνόταν με την παρέλαση των δυνάμεων
που την είχαν κυριεύσει .
Παρακολουθώντας την θριαμβευτική είσοδο των
Ελλήνων στρατιωτών στην πόλη, ένας ξένος πολεμικός ανταποκριτής έλεγε εκείνη την
σημαδιακή ώρα σε κάποιον ευρωπαίο διπλωμάτη (ή «πράκτορα») ότι την παρέλαση αυτή
αξίζει να την ιδεί κανείς «επειδή λαβαίνει χώρα μόνο κάθε 500 χρόνια»! Ηταν σαν
να μιλούσε εκεί τότε η ίδια η ιστορία..
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων
συντελέστηκε στην πράξη με την πτώση του Μπιζανίου, τα οχυρά του οποίου
θεωρούταν ως τότε στρατιωτικά σαν απόρθητα. Εκεί έπεσαν κορμιά μαχητών από τα
πέρατα του ελληνισμού, παρόντες δε στις μάχες εθελοντές, Ηπειρώτες, Κύπριοι,
Κρητικοί ακόμα και Ιταλοί Γαριβαλδινοί.
Τα όσα επακολούθησαν υπήρξαν
γεγονότα έντονου συμβολικού χαρακτήρα που εξύψωναν το φρόνημα εκείνων όλων, οι
οποίοι γνώριζαν τι σήμαινε ζωή μέσα στην καθημερινή «απελπισιά» της
υποτέλειας.
Λίγες μόλις ημέρες πριν την απελευθέρωση είχαν απαγχονισθεί
δημόσια οι τελευταίοι χριστιανοί μάρτυρες της πόλης με θεατές μάλιστα και
προξένους ευρωπαϊκών χωρών.
Η κατατρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού της
πολιορκούμενης πόλης αποσκοπούσε στην πτώση του ηθικού των εξεγερμένων και σε
επίδειξη ισχύος. Και τούτο, ενώ Τούρκοι στρατιώτες που ήδη αυτομολούσαν λόγω
έλλειψης τροφίμων αναζητούσαν ρακένδυτοι ψωμί («εκμέκ») σε σπίτια της
πόλης.
Όταν η ελληνική γαλανόλευκη αντικατέστησε την τεράστια οθωμανική
σημαία επάνω στα τείχη του κάστρου, κυματίζοντας στον άνεμο που έπνεε από τα
νερά της «γαληνωτάτης» Παμβώτιδας, οι ως τότε υπόδουλοι είδαν να ξανοίγεται το
όραμα μιας νέας ελληνικότητας από τα Γιάννενα και στα πέρατα όλης της Ηπείρου.
Η ελληνική σημαία δεν ήταν απλά τότε το «πανί» (από ερμηνεία μελών της
σημερινής Βουλής. ) με τα εθνικά χρώματα και σύμβολα αλλά η ιδεατή αντανάκλαση
ονείρων, οραμάτων και ορίων του εθνικού μας ορίζοντα.
Το κράτος με τις
διοικητικές αρχές που εγκαθιστούσε αργότερα στα Γιάννενα και σε άλλες πόλεις της
Ηπείρου δεν έφεραν κανένα μήνυμα απελευθέρωσης ή ανανέωσης απλά μετέφεραν κι
εκεί γνωστά στοιχεία μιζέριας από την παλιά, λεγόμενη, Ελλάδα.
Το βαθύ και
ουσιαστικό νόημα εθνικών επετείων καθορίζεται όμως εκάστοτε από την τρέχουσα
συγκυρία των εξελίξεων μέσα, έξω καθώς και στον συνοριακό περίγυρο της
χώρας.
'Οσο έντονα συμβολικός κι αν είναι ο αριθμός των 100 δοξολογιών και
παρελάσεων που έλαβαν χώρα στα Γιάννενα από το 1913, ο εορτασμός της φετεινής
επετείου μέσα στην ισοπεδωτική ατμόσφαιρα της κρίσης μόνο τούτο δεν ήταν: ένας
εθνικός πανηγυρισμός για την ελληνικότητα της Ηπείρου έστω και ανολοκλήρωτης.
Στα Γιάννενα είχαν ανοίξει οι ουρανοί κι οι τελετές επισκιάζονταν φυσικά από
τα μαύρα σύννεφα μαζί κι από την ενδημική κοινωνική κατήφεια των καιρών
μας.
Τρείς μέρες αργότερα, στο Περιστέρι Αττικής, φτωχομάννα Ηπειρωτών
άλλοτε, σένα άλλο πεδίο μάχης, οι «Γιαννιώτες μαχητές» του ΠΑΣ αγωνίζονταν στο
καταπράσινο τερραίν να κρατήσουν με τα δόντια το «πολύτιμο» 0-0.
Πολλοί από
αυτούς ίσως να μην γνώριζαν τίποτε για το πώς επανάκτησε την ελληνικότητά της η
Ήπειρος (κι έτσι η μεγαλύτερη ομάδα ποδοσφαίρου της μετέχει στο ελληνικό
πρωτάθλημα κάτι δηλαδή που δεν ευτύχησε να ιδεί μια ομάδα του Αργυροκάστρου ή
της Κορυτσάς ).
Η ίδια πραγματικότητα έκδηλη και στο πέταλο των Γιαννιωτών
φιλάθλων, όπου η αγωνία για το αποτέλεσμα εκτόπιζε κάθε στοιχείο ιστορικής
μνήμης εξαφανίζοντας έτσι προσωρινά και κάθε ίχνος από τα σημάδια της κρίσης που
όλοι μας μόνιμα βιώνουμε.
Του Γιάννη
Τζώρτζη
Δημοσιογράφος,
πολιτικός
επιστήμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου