Όλοι καρτέραγαν τον Μήτσο τς Κώσταινας να ρθεί απ
να Αμερική να δούν τι άνθρωπος γίνκε γιατί εδώ που τα λέμε ήταν λιγάκι
φουρλαΐδας
Νάσου και ξεκάμπησε ακεί στο ξέκομα φόραγε ενα
πουκάμισο που είχε κατ' πλατανόφυλλα απάνουτ άσπρου πανταλόν κι είχε και ένα
καπέλου σαν ουμπρέλα ήταν. Τον καλοσωρίσαμαν, ρε καλώς το Μήτσιο
- ώπα αυτός
αρπάχθκε μη με λέτε Μήτσο, Τζίμη θα με λέτε. Λέει ο Γιώργο Σιαπέρας αμ αυτός
γύρισε χειρότερος που θα πάει θα τον στρώσουμε. Αυτός είχε και κάτ γιαλιά με κάτ
σουλήνες τα έβαζε στά μάτια και αγνάντευε το κοπάδι τ Καραφέρ στη Φραγκοράσα.
Μια μέρα κατέβαινε το σοκάκι της Θανάσαινας βλέπει τον Μπάρμπα Τέλη που έχτιζε ένα τοιχάρ Γκούτ μόρνυ μίστερ του λέει
ο Αμερικάνος τον κοιτάει καλά ο Μπάρμπα Τέλης, ωρέ τι να λέει αυτός ο χριστιανός
σε θιαμένουμε κάτ θα είπε για το μυστρί.
Έκανε και άλλα ανάλατα, μια μέρα περνάει απ τς
Πέτραινας, αυτή βάραγε στήν μπούντα το γάλα.
Περνάει ο Τζίμης και της λέει, καλά τι σας κάνει το
γάλα και το χτυπάτε;
-Για να βγάλω βούτυρο παλιοχαμένε γιατί η βάβω σου
έτσι δεν το βάραγε δεν σου λέω για τη μάνα σου που κακό νταλάκι να την βάραγε
ποτέ κανένας δεν έκανε σταυρό στο σπίτι τσ κρίμα θα σου έδινα λίγο όταν το
έβγαζα αλλά φοβάμαι μη σε φαρμακώσω.
Μια μέρα περνάει έξω από το κτήμα της Μαλέσιανας
βλέπει τα καλαμπόκια και ρωτάει την κυρά Ρίνα.
Τι δενδρύλια είναι αυτά;
-Λεφτόδενδρα είναι ρε χαμένε εμείς καζαντάμε εδώ την να την κάνουμε την Αμερική
Αη σιαπέρα ρε χαμένε από που ρε έτρωγες μπομπότα;
Στον καφενέ του χωριού ο Δάσκαλος και ο Γραμματέας
έχουν πιάσει ψιλοκουβέντα Το λοιπόν λέει ο δάσκαλος, είδες νοοτροπία πόσα χρόνια
ο Μήτσος στην Αμερική έχει και ακόμα και το όνομα άλλαξε.
Δεν ξέρεις δάσκαλε μπορεί και εμείς να κάναμε το
ίδιο, προχτές στο πανηγύρι πρόσεξες κάτι; Τι λέει ο δάσκαλος, εμείς πετάγαμε
κατοστάρικο στα όργανα και αυτός δολάριο και είδες πως έτρεχε εκείνος με το
ντέφι για τριάντα φράγκα Ραγιαδισμός δάσκαλεεε!
Καλοκαίρι θέρος σήμερα. Όλοι μαζί στου Γούλα το
χωράφι, ο Γιωργο Σιαπέρας του τη φύλαγε του Αμερικάνου. Αφού καθήσαν το μεσημέρι
μετά από το φαΐ να πάρουν ένα υπνάκο.
Οι χωριάτες κοιμότανε με τα τσαρούχια ο αμερικάνος
τα έβγαλε τα παπούτσια.
Πάει ο Γιώργος του κρύβει τα παπούτσια. Ξυπνάει ο
Τζίμης βάζει τις φωνές.
-Ρε τι έπαθες;
-Να μου κλέψαν τα παπούτσια! Τα παπούτσια θα
βρεθούν αφού σε βάλουμε σε μια δοκιμασία.
Ό,τι θέλετε λέει ο Αμερικάνος. Δεν μου λες του
λέει ο Γιώργος.
-Το κριάρι δίχως κέρατα πως το λέμε;
-Σιούτου, το
βρήκες του λέει ο Γιώργος.
-Ο καρπός από τον πλάτανο;
-Σκουμπουρδούλια λέει ο Τζήμης.
-Μπράβο του λέει ο Γιώργος.
-Το παιδί το ορφανό;
-Μπονιάκο λέει ο Αμερικάνος.
-Το
βρήκες και τώρα τον φαντασμένο άνθρωπο;
-Έχει το μυαλό Φλοέρα λέει ο Μήτσος
-Έτσι μπράβο πάρε τώρα τα παπούτσια σου!
Νταλάκι= αρρώστια
Ξεκάμπησε=ξεπρόβαλε
φουρλαΐδας=φαντασμένος
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου