Τα απόσκια κατέβηκαν μέχρι το ποτάμι, ο ήλιος μιά ουριά στέλνει της ακτίνες του πάνω από τον Λάκμωνα. Το πανηγύρι του Αϊ Λιός σχόλασε τώρα το πρωί και οι τελευταίοι γλεντζέδες αφού γύρισαν τις τσέπες ανάποδα και ο μπάρμπα Κίτσος πήρε το ταψί του μιά και το είχε να χορέψει τον γανωτζή [στον κώλο από το ταψί ]. Τα όργανα τα μαζεύουν να πάνε στο μαχαλά τους τα [γύφτικα]. Άιντε να πιούμε το τελευταίο τσίπρο και να ξεκινήσουμε λένε οι μεροκαματιάρηδες και μαστόροι, στο αλώνι του μπάρμπα Μήτσο ακόμα μια βδομάδα δουλειά έχουμε και μετά θα τρώμε ξένο ψωμί στο Μπιζάνι εκεί στην δημοσιά να φτιάκουμε το καφενείο του Κώστα Γιαννάκη.
Και ξάφνου η καμπάνα χτυπάει πένθιμα. Ωρέ λέει ο μπάρμπα Μήτσος κάποιος μας άφησε γειά Μπα λεει ο Τέλης η Θιάκου Γιάννενα πρέπει να πέθανε χθές ήταν στις Βαγγέλαινας και καθώς μου είπε ο Τόλιας ότι δεν ήταν καλά. [Η Θιάκου δεν είχε δικό της τσαρδί] ήταν διακονιάρα, κάθε βράδι την έβγαζε και σε διαφορετικό σπίτι, το ψηλότερο σημείο του σώματός ήταν η καμπούρα της. Βέβαια όλες τις νοικοκυρές που την φιλοξενούσαν τις αποκαλούσε νύφες δεν ξέρω ακριβώς την ιστορία άλλα πρέπει να είχε ένα παιδί γιατί θυμάμαι στα λαζαρούδια της λέγαμε το ξενιτεμένο μου πουλί.
Αμ δε ο Κώστας έρχετε αλαφιασμένος και μας λέει ο Μέλιας αυτοκτόνησε. Πώς έγινε ρε παιδί μου αυτό το κακό ρωτάνε με ένα στόμα τον Κώστα. Να πολλοί τον περνάγαμε στο ψιλό κανείς δεν περίμενε να κάνει τέτοια αποκοτιά πάντως εδώ που τα λέμε μας είχε δείξει σημεία γραφής. Όλα τα παιδιά παίζαμε πρωτηλιά [ μακριά γαϊδούρα ]. Πρωτηλιά δευτέρα με τα κλαριά τρίτη μοναχή τετάρτη πάη η Σπάρτη, έλα ρε Μέλια να παίξουμε αυτός αρνιόταν δεν άντεχε να μπαίνει στον άλλο καβάλα.
Αλλά και δεν του άρεσε να βασανίζουν τα ζώα. Θυμάμαι τι σαμαντάς έγινε με τον Χρίστο που είχε πιάσει τον σκαντζόχοιρο και τον έβαλε στο ταψί. Για να χορέψει και φτάνουμε τώρα στο συμβάν, όλη η παρέα είναι μαζωμένοι εκεί στην πλατεία Μαβίλη λέγοντας καλαμπούρια καπνίζοντας και κανένα τσιγαράκι, όλα πήγαιναν μια χαρά ωσπου ηρθε η κακιά στιγμή.
Περνώντας μια κοπελιά από την πλατέα ο Πέτρος της έγινε κακό τσιμπούρι με χειρονομίες και αισχρόλογα, ο Μέλιας δεν άντεξε πετιέται και ρίχνει μια σπρωξιά. Ο Πέτρος πέφτει κάτω στο κράσπεδο και τρέχουν τα αίματα, ο Μέλιας τα έχασε νομίζοντας ότι πέθανε, τρέχει πανικόβλητος και χωρίς να σκεφτεί πέφτει στο δώδεκα [της λίμνης ] και καθώς δεν ήξερε μπάνιο και πνίγηκε. Δώδεκα [ είναι το βάθος της λίμνης σε ένα σημείο]
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου