Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Ήμουν
μικρός, πολύ μικρός και άνογος και
λειτουργούσα ως ωτακουστής όταν η γιαγιά
μου κλειδωμένη στο δωμάτιό της
παντρολογούσε όλο το Τζουμέρκο. Ήταν
ένας έντονος διάλογος της γιαγιάς με
τον πατέρα της νύφης. «Πήρε καλό μπαχτίκ’
θεια Χρίσταινα. Άσε και τίποτε. Αρούπωτος
είναι. Έχω κι άλλ’ κοπέλα να παντρέψω».
Και η γιαγιά ανένδοτη. «Μπα, σκέτο λαζνίδ’
είναι. Δε γίνεται χωριό μ’ αυτά. Βάλε,
βάλε κι άλλα». Πήγα κατευθείαν στον
παππού και τον ρώτησα. Αυτός ατάραχος
μού απάντησε. «Άμα παντρευτείς να
ζητήσεις ένα και δύο και πολλά μπαχτίκια.
Μη σε πιάσουν Κώτσιο». Εγώ έναν Κώτσιο
ήξερα, έναν και τον ταύτισα. «Γιατί
παππού ο Κώτσιος δεν πήρε μπαχτίκ’,
όταν παντρεύτ’κε;» Κούνησε το κεφάλι
του, χαμογέλασε και μου είπε: «Όταν
μεγαλώσεις, θα μάθεις».
Μεγάλωσα λοιπόν διάβασα και έμαθα πως «μπαχτίκι είναι το έδαφος, χωράφι καρπερό και αφράτο που σκάβεται εύκολα με το υνί ή με το τσαπί. Μάλλον από τη λέξη έμβαση> έμπαση >έμπα> εμπαχτίκι> μπαχτίκι ή αλλιώς εμπατίκι > μπατίκι > μπαχτίκι». Στις συνεκοισιακές διαπραγματεύσεις κυριαρχούσαν οι λεξεις βυζί (προίκα), μπαχτίκ(ι), μπερκέτ’, ζάβατο, λαζνίδια, ακαλαφάτιστη νύφ’ και πρώτο τζάκι του χωριού. Αυτές οι λέξεις πολυχρησιμοποιούνταν. Ειδικά όμως για τη φράση «το πρώτο τζάκι του χωριού» πρέπει να πούμε πως καταργήθηκε μόλις εμφανίστηκαν οι ηλεκτρικές κουζίνες. Ήταν στη φάση του προξενιού. «Τι να σ’ πω Κώστα μ’. Στο πρώτο τζάκι’ του χωριού θα μπει το παιδί σ’. Πρώτη οικογένεια». Και ο Κώστας-πεθερός απάντησε: «Τι να το κάνω το τζάκ’ εγώ. Βγήκαν πια οι ηλεκτρικές κουζίνες τώρα. Θα χαθούν τα τζάκια».
Βέβαια κατ’ αντανάκλαση η λέξη μπαχτίκ(ι) έγινε πολύσημη. Μπαχτίκ(ι) δεν ήταν μόνο το καλό χωράφι˙ ήταν και κάθε κινητό περιουσιακό στοιχείο που έδινε ο πεθερός στο γαμπρό επιπλέον της προίκας, κατά την ώρα που έμπαινε στο σπίτι (κατά το έμπα), για να παραλάβει τη νύφη και να την οδηγήσει στην εκκλησία. Συνήθως ήταν κανένα μαντίλι με είκοσι κόμπους και κανα δυο λιρίτσες μέσα, κανένας σταυρός ή τίποτε λιανώματα. Είχε σχέση ασφαλώς με την οικονομική επιφάνεια του πεθερού ή την απλοχεριά του. Κάποτε κατά τις συνοικεσιακές διαπραγματεύσεις έφτασε η κουβέντα και στο μπαχτίκ’. Ανένδοτος ο πεθερός. Τι μου ζητάτε τώρα. Να σας δώσω αναντικατάστατο πράγμα; Τι θα γίν’; “Δώσ’ μ’ κυρά μ’ τουν άντρα σ’ κι συ κράτα τουν κόπανου;”» Τα είπε και διέλυσε το γάμο!
Και ακόμα να πούμε πως σπάνια γινόταν δεκτή και συμπεριλαμβάνονταν στην προίκα οποιαδήποτε υπόσχεση για μπαχτίκ(ι). «Κάλλιο πέντι και στου χέρ’ πάρα δέκα κι καρτέρ’», έλεγαν οι πρόγονοί μας. Παρόμοια προσφορά (μπαχτίκ(ι)) έκανε και η πεθερά στη νύφη της μόλις έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού, μετά τη στέψη. «Τη μπαχτίκωσε για τα καλά. Τη μπαχτίκωσε την τυχερή». Και αυτά άκουγε κάποιος σε γάμο. Επί διαλύσεως γάμου δεν επιστρέφονταν. Το μπαχτίκι παρέμεινε όφελος στον γαμπρό ή στη νύφη. Γι’ αυτό ακούγονταν και τα λόγια. «Τον μπαχτικώσαμε για τα καλά και τώρα τριγυρνάει σαν ρεμάλ’ και τρώει το μπαχτίκ’. Που να τ’ κάτσ’ στον λαιμό».
Χαρακτηριστικά είναι όσα λόγια ειπώθηκαν κάποτε για έναν προικοθήρα γαμπρό και μια «αχάριστη» θυγατέρα. «Τους πήρε για προίκα ένα κάρο λεφτά. Πήρε κι ένα σκασμό λίρες για μπαχτίκ’ και τους άφ’σε να πουρεύουνται με κάτ’ λαζνίδια. Και κείν’ η θυγατέρα της από τότε που στραβοπριτσιαλίστ’κε δε γύρ’σε να κ’τάξ’ κατά δω. Ντιπ γκαβώθ’κε με τον κουτεντέ».
Μεγάλωσα λοιπόν διάβασα και έμαθα πως «μπαχτίκι είναι το έδαφος, χωράφι καρπερό και αφράτο που σκάβεται εύκολα με το υνί ή με το τσαπί. Μάλλον από τη λέξη έμβαση> έμπαση >έμπα> εμπαχτίκι> μπαχτίκι ή αλλιώς εμπατίκι > μπατίκι > μπαχτίκι». Στις συνεκοισιακές διαπραγματεύσεις κυριαρχούσαν οι λεξεις βυζί (προίκα), μπαχτίκ(ι), μπερκέτ’, ζάβατο, λαζνίδια, ακαλαφάτιστη νύφ’ και πρώτο τζάκι του χωριού. Αυτές οι λέξεις πολυχρησιμοποιούνταν. Ειδικά όμως για τη φράση «το πρώτο τζάκι του χωριού» πρέπει να πούμε πως καταργήθηκε μόλις εμφανίστηκαν οι ηλεκτρικές κουζίνες. Ήταν στη φάση του προξενιού. «Τι να σ’ πω Κώστα μ’. Στο πρώτο τζάκι’ του χωριού θα μπει το παιδί σ’. Πρώτη οικογένεια». Και ο Κώστας-πεθερός απάντησε: «Τι να το κάνω το τζάκ’ εγώ. Βγήκαν πια οι ηλεκτρικές κουζίνες τώρα. Θα χαθούν τα τζάκια».
Βέβαια κατ’ αντανάκλαση η λέξη μπαχτίκ(ι) έγινε πολύσημη. Μπαχτίκ(ι) δεν ήταν μόνο το καλό χωράφι˙ ήταν και κάθε κινητό περιουσιακό στοιχείο που έδινε ο πεθερός στο γαμπρό επιπλέον της προίκας, κατά την ώρα που έμπαινε στο σπίτι (κατά το έμπα), για να παραλάβει τη νύφη και να την οδηγήσει στην εκκλησία. Συνήθως ήταν κανένα μαντίλι με είκοσι κόμπους και κανα δυο λιρίτσες μέσα, κανένας σταυρός ή τίποτε λιανώματα. Είχε σχέση ασφαλώς με την οικονομική επιφάνεια του πεθερού ή την απλοχεριά του. Κάποτε κατά τις συνοικεσιακές διαπραγματεύσεις έφτασε η κουβέντα και στο μπαχτίκ’. Ανένδοτος ο πεθερός. Τι μου ζητάτε τώρα. Να σας δώσω αναντικατάστατο πράγμα; Τι θα γίν’; “Δώσ’ μ’ κυρά μ’ τουν άντρα σ’ κι συ κράτα τουν κόπανου;”» Τα είπε και διέλυσε το γάμο!
Και ακόμα να πούμε πως σπάνια γινόταν δεκτή και συμπεριλαμβάνονταν στην προίκα οποιαδήποτε υπόσχεση για μπαχτίκ(ι). «Κάλλιο πέντι και στου χέρ’ πάρα δέκα κι καρτέρ’», έλεγαν οι πρόγονοί μας. Παρόμοια προσφορά (μπαχτίκ(ι)) έκανε και η πεθερά στη νύφη της μόλις έμπαινε στο σπίτι του γαμπρού, μετά τη στέψη. «Τη μπαχτίκωσε για τα καλά. Τη μπαχτίκωσε την τυχερή». Και αυτά άκουγε κάποιος σε γάμο. Επί διαλύσεως γάμου δεν επιστρέφονταν. Το μπαχτίκι παρέμεινε όφελος στον γαμπρό ή στη νύφη. Γι’ αυτό ακούγονταν και τα λόγια. «Τον μπαχτικώσαμε για τα καλά και τώρα τριγυρνάει σαν ρεμάλ’ και τρώει το μπαχτίκ’. Που να τ’ κάτσ’ στον λαιμό».
Χαρακτηριστικά είναι όσα λόγια ειπώθηκαν κάποτε για έναν προικοθήρα γαμπρό και μια «αχάριστη» θυγατέρα. «Τους πήρε για προίκα ένα κάρο λεφτά. Πήρε κι ένα σκασμό λίρες για μπαχτίκ’ και τους άφ’σε να πουρεύουνται με κάτ’ λαζνίδια. Και κείν’ η θυγατέρα της από τότε που στραβοπριτσιαλίστ’κε δε γύρ’σε να κ’τάξ’ κατά δω. Ντιπ γκαβώθ’κε με τον κουτεντέ».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου