Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Ο κώλος μας βρακί δεν έχ’
και σε σας δεν φτάν’ το ψωμί, αλλά θέλετε
και ξορέξια». Αυτά άκουσα, άντε μην
μαρτυρήσω πριν από πόσα χρόνια, όταν
ανακοίνωσα πομπωδώς στη γιαγιά μου πως
πρόκειται να πάω διακοπές σε νησί για
να κάνω μπάνια. Και να ήταν μόνο αυτά.
«Ουχ’ πιδάκι μ’. Δεν θέλω να ακούω
αφ’σκόλογα. Πααίνετε εκεί στα νησιά
και τσακάτε τα πράματά σας μ’ αυτές τις
παλιοσιακαφλόρες, βγάζετε και τα τζίφλια
σας και μετά άμα της φουσκώσετε την
κοιλιά, άντε να δούμε πώς θα μεγαλώσετε
το κούτσκο».
Τι κι αν προσπάθησα
να της εξηγήσω πως οι καλοκαιρινές
διακοπές ασφαλώς και είναι απαραίτητες
για την ψυχή, για το σώμα αλλά και για
το μυαλό. Ξεκουράζεται ο άνθρωπος,
αλλάζει περιβάλλον, εκτονώνεται. «Πώς
το είπες αυτό το τελευταίο μωρέ χαμχούια;
Εκτονώνεται; Σιούρξες για τα καλά μού
φαίνετε. Μια εκτόνωση σας έλ’πε.
Αλουμανάτε και κοπροσκυλιάζετε όλο το
χειμώνα και τώρα θέλετε να αράξατε την
αρίδα σας και να μπλατσιαράτε στη
θάλασσα. Να πάτε στη γούρνα στο ποτάμ’
άμα θέλετε».
«Τω καιρώ εκείνω» δεν
εννοούνταν διακοπές. Οι κάτοικοι του
χωριού όλοι/ες «είχαν απλωμένο τραχανά».
Να μαζέψουν τα σταφύλια, τα χορτάρια,
να ποτίσουν τα ζωντανά, να κόψουν το
τριφύλ’, να … Χίλια να. Γι’ αυτό και
έλεγαν παραστατικά. «Καλό το κεχρί αλλά
δεν ξαδειάζ’ απ’ τις δ’λειές το
χαμπέρ’». Κι όσο κι αν φαίνεται παράδοξο
μόνο στο πανηγύρι ένιωθαν κάπως σαν
διακοπές. Εκεί τα παράταγαν όλα και
«ξέδιναν». Κοίταγαν μόνο για τα ζωντανά,
αν είχαν φαΐ και ήταν γεμάτες νερό οι
ποτίστρες. Και γλένταγαν, όπως γλένταγαν
στο πανηγύρι του χωριού.
Θυμάμαι
μια χρονιά είχε κανονίσει μια ομάδα
χωριανών, κυρίως άνδρες και πήγαν
διακοπές για δυο ολόκληρες ημέρες. Και
μην θεωρήσει κανείς ότι επρόκειτο για
μεγάλο αριθμό. Καμιά εικοσαριά άτομα
όλα κι όλα. Δεν χωρούσαν παραπάνω τα
καρναβαλάκια. Εθνικό γεγονός. Ολόκληρο
το χωριό συζητούσε την εκδρομή ένα μήνα
πριν και ένα χρόνο μετά. Ολόκληρο χρόνο.
Ακούσαμε χίλιες δυο διαφορετικές γνώμες.
Ακούσαμε περιγραφές απίστευτες για
μέρη ξωτικά και μοναδικά! Βέβαια οι
γνώμες πάντα και σε όλα ήταν διαφορετικές.
Δεν έχει όμως σημασία. Αυτοί έλεγαν και
εμείς ακούγαμε…
Το όλο πρόγραμμα
των διακοπών είχε ως εξής. Χωριό-Λίμνη
Ιωαννίνων-Ξενοδοχείο-απογευματινός
καφές-παρακολούθηση αρχαίου δράματος
στη Δωδώνη-επιστροφή στο ξενοδοχείο,
ύπνος, τέλος της πρώτης ημέρας. Η δεύτερη
ημέρα αφορούσε επίσκεψη στο Μέτσοβο,
φαγητό και επιστροφή στο σπήλαιο του
Περάματος και βουρ για το χωριό. Εθνικό
θέμα. Όταν έφευγαν τους ξεπροβόδισε όλο
το χωριό. Και τι δεν φανταστήκαμε και
πόσα ξωτικά μέρη δεν λιμπιστήκαμε…
Ακούγαμε εμείς ανάλυση για την τραγωδία
και νιώθαμε πως αληθινά βρισκόμασταν
στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης. Και
ακούγαμε… Οι εκδρομείς βέβαια ένιωθαν
υπέροχα και νόμιζαν πως είχαν διαφοροποιηθεί
από τους άλλους.
Διακοπές! Έχω κάνει
πολλές στη ζωή μου. Και θα κάνω. Καλά να
είμαστε. Δεν μπορώ όμως να ξεχάσω τις
διακοπές που έκανα μόλις τέλειωσα την
Πέμπτη τάξη Δημοτικού. Πέρασε ένα πρωί
το καρναβαλάκι και πήρε τέσσερα αγόρια
κι άλλα τέσσερα κορίτσια. Στην πορεία
προς Άρτα περνώντας από κάθε χωριό
έπαιρνε έναν έως δύο επιβάτη - συνομήλικό
μας, ώσπου συμπληρώθηκε ο αριθμός.
Φτάσαμε στην Άρτα είκοσι δύο μαθητές/τριες.
Αφού μας μάντρωσαν στο προαύλιο ενός
σχολείου που ήταν περιφραγμένο με υψηλά
κάγκελα νόμισαν πως ησύχασαν για δυο
τρεις ώρες μέχρι να μας μεταφέρουν στην
Πρέβεζα, στις κατασκηνώσεις. Έλα που
εμείς ματιάσαμε το απέναντι μαγαζί που
πουλούσε παγωτά. Ανεβήκαμε στα κάγκελα
-καρκατζέλια ήμασταν- και αρχίσαμε να
γευόμαστε τα παγωτά του Σκανδάλη. Κυρίως
λεμόνι. Είχαμε κάτι λεφτουδάκια που μας
έδωσαν οι δικοί μας. Ήρθαν λοιπόν οι
δάσκαλοι και δεν μας είδαν πουθενά.
Εμείς τους βλέπαμε από απέναντι. Αμέσως
αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε τα κάγκελα.
Δεν θα ξεχάσω την όψη του δασκάλου μας
και τις φωνές που μας έβαλε. «Μου βγάλατε
τις διακοπές από τη μύτη. Θα σας γυρίσω
πίσω. Ξινές θα μου βγουν. Τι τις ήθελα;».
Μού το έλεγε σε όλη του τη ζωή. Τώρα
καταλαβαίνω γιατί όταν άκουγε για
διακοπές η γιαγιά φώναζε. «Διακοπές;
Τρομάρα μας. Δεν ξαδειάζ’ το μπουφουπούλ’
να χτενιστεί και να σιαστεί Μήτρο μ’…
Βολέψου όπως βρήκες».
(Στις κατασκηνώσεις
του Άι Θωμά στην Πρέβεζα. Από αριστερά
όρθιοι: Ηλίας Ζάχος, Βασίλης Κωστάκης,
Κωνσταντίνος Τάτσης, Δημήτρης Ζάραγκας,
Βασίλης Γιαννούλας, Χρίστος
Τούμπουρος.
Καθιστές: από αριστερά:
Ντίνα Χαμπίπη Ρίζου, Μαρία Χαμπίπη,
Παναγιώτα Κοντογεώργου Κωστάκη και
Αλεξάνδρα Χουλιάρα Μπούρη. Τον άλλο της
παρέας δεν τον θυμάμαι)
Κατασκηνώσεις
(Πρέβεζα 1962)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου