Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Η
φουρλαΐδα ήταν η ελαφρόμυαλη, η σαϊλεμένη,
η απερίσκεπτη. «Αυτή η γυναίκα ντιπ
φουρλαΐδα είναι. Φουρτάκιασε για τα
καλά το μυαλό της». Συνηθισμένες λέξεις
και κοινόχρηστα κοσμητικά επίθετα.
Είχαν όμως την αιτία και την προέλευσή
τους. Φουρτάκα εννοούμε τη φλύκταινα,
τη φουσκάλα του δέρματος από κάψιμο, το
κτύπημα. Μεταφορικά λοιπόν όλα αυτά
έφταναν μέχρι το μυαλό. Απλή φουρτάκα
στο μυαλό δεν παράγει την φουρλαΐδα. Η
φουρλαΐδα είναι από τα εξαιρετικά
φαινόμενα, τα μοναδικά σουργούνια που
φουρλατίζουν σε καθημερινή βάση και
φουρλατάν, τινάζονται δηλαδή στον αέρα
από το παραμικρό φωνάζοντας δυνατά ή
καταπώς θα έλεγε και ο λαουτζίκος
αλυχτώντας…
Και το αλύχτημα είναι
έντονο και μόνιμο και μάλιστα όταν δεν
τυγχάνει σημασίας και δεν έχει την
προσοχή των άλλων, των κατώτερων κατά
την κρίση της και κατά το «φουρλάτισμά
της. Απαξάπαντες προσοχή στη μικρή-έτσι
θέλει να νιώθει τον εαυτό της- στην
αυτοαποκαλούμενη «μπέμπα» που έτσι και
δεν περάσει το δικό της φουρκίζεται,
εκνευρίζεται, θυμώνει, χτυπιέται στα
τσιμέντα, λες και είναι μικρό παιδάκι
κι αναθεματίζει κατιόντες και ανιόντες
που δεν την ακούν και δεν την πιστεύουν.
Αυτή τη φουρλαΐδα που αρέσκεται ακόμη
στην έβδομη δεκαετία της ζωής της να
επονομάζεται και «μπέμπα».
Είναι
βαρεμένη με τη φούρλα ή τη φούρτσια.
Φούρλα ήταν το έμβολο με το οποίο βαράμε
το γάλα για να ξεχωρίσει το βούτυρο από
το ξινόγαλο. Κατασκευάζεται από τον
κεντρικό κορμό θαμνώδους κέδρου, που
ξεκωλώνεται με όλες τις ρίζες. Συναντιέται
και με άλλες ονομασίες, όπως βούρτσα,
φούρτσια, φουρλί. Το γάλα από το βάρεμα
με τη φούρλα σιουλουτιάζονταν και έκοβε
πέρα∙ από δω το βούτυρο κι από εκεί το
ξινόγαλο. Κατ’ αναλογία το σιουλούτιασμα
του ανθρώπου παρήγαγε το μοναδικό είδος
της φουρλαΐδας που πήγαινε πάντα κατ’
ανέμ’ και της έφταιγαν όλα και όλοι/ες,
άνθρωποι και ζωντανά. Μιλάμε για ζωντανά
και όχι για ζωντόβολα. Την ιδιότητα αυτή
την κατέχει η φουρλαΐδα κατ’
αποκλειστικότητα.
Η φουρτούνα παράγει
τη φουρλαΐδα. Το πολύ βάρεμα του μυαλού,
κατ’ αναλογία με τη θάλασσα (βάραγε ο
Ποσειδώνας, φουρτούνιαζε η θάλασσα)
παράγει το φουρτούνιασμα, τη ζαλάδα και
την αντράλα. «Ορέ, τι φουρτουνιασμένο
μυαλό έχ’. Δε λέει μια κουβέντα καθάρια.
Αντράλα και αντάρα έχει μέσα της.
Φουρλαΐδα κατάντησε». Αυτά μπορεί να
φαίνονται φυσιολογικά και αποτέλεσμα
του φουρκίσματος της φουρλαΐδας, το
πρόβλημα καθίσταται άκρως επικίνδυνο
και πολλές φορές άλυτο όταν πρόκειται
να συνυπάρξουν κι να ζήσουν υπό μορφή,
ας πούμε πατριαρχικής οικογένειας, και
«φορτούνα μου και χαλασιά μου» νύφες
και πεθερές, γαμπροί και η έτσι και η
φουρλατισμένη, καταπώς θα την έλεγε ο
σεβαστός γαμπρός. Το λιγότερο. Γιατί σε
τέτοιες περιπτώσεις ή την γράφεις,
δηλαδή την απαξιώνεις ή παίρνεις των
ομματιών σου ή είσαι σε μόνιμη διάσταση
και την αφήνεις την φουρλαΐδα να αλωνίζει
και να αυτομαστιγώνεται.
«Χαρά που
είχε η γύφτισσα, της κάηκε το λινάρ’».
Διαχρονικό το φαινόμενο. Και η λαογραφία
με την πρώτη της, την αρχική, αλλά και η
αστική λαογραφία ασχολείται. Τέτοια
φαινόμενα πέραν της λαογραφικής, χρήζουν
και ψυχιατρικής εξέτασης από συνέδριο
ψυχιάτρων και με ανοικτές στις πόρτες
από το Δαφνί και το Δρομοκαΐτειο. Ωστόσο
πρέπει να γνωρίζουμε πως «φορτωτήρας
είναι η ξύλινη ράβδος που συνήθως
απολήγει σε διχάλα. Χρησιμοποιούνταν
από τους αγωγιάτες σαν υποστύλωμα του
σαμαριού κατά το φόρτωμα του ζώου, να
μη γέρνει και ανατρέπεται το σαμάρι από
το βάρος της μιας πλευράς, μέχρι να
φορτωθεί ισοβαρώς και η άλλη». Η φορτωτήρα
χρειάζεται και προς συνετισμό της
φουρλαΐδας. «Α, ρε φορτωτήρα που σου
χρειάζεται. Να σου κάνει την πλάτη
μαλακότερη από τον κώλο».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
1 σχόλιο:
Πολύ καλό λεβεντιά όντως έτσι εννοούσαμε με αυτές τις λέξεις
Δημοσίευση σχολίου