Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

«Με την Ηπειρώτικη λαλιά». Παρουσιάστηκε το βιβλίο του Χρήστου Α. Τούμπουρου «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» στην Άρτα


Στην αίθουσα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Άρτας παρουσιάστηκε 28 Νοεμβρίου 2018 με μεγάλη επιτυχία το βιβλίο του Χρήστου Α. Τούμπουρου με τον τίτλο «Με την Ηπειρώτικη λαλιά»


Σε όλη την εκδήλωση κυριάρχησε η Ηπειρώτικη λαλιά.


Κατασυγκινημένος ο συγγραφέας με μια μεστή κι αληθινή ομιλία είπε για το βιβλίο.


Κυρίες και κύριοι
Γλώσσα, λαλιά και ηπειρώτικο βίωμα συνυπάρχουν και με μετεωρίζουν… Στέκεσαι έκπληκτος και ενεός. Μόνο μια ΚΡΗΝΗ σε οδηγεί κι αν θέλετε σε καθοδηγεί κατευθείαν σε σπίτια Τζουμερκιώτικα πέτρινα και σε αξίνες που χαρακώνουν την αφή και την σκάβουν βαθιά σαν το υνί την σκληρή γη. Η ροή και η πνοή του νερού και του καημού, της αγάπης και της αναπνοής, που μελώνει τα κορμιά και γλυκαίνει την καρδιά. Έρωτας εξουσία και επανάσταση. Εξουσιάζεσαι, κατακτιέσαι και κατακτάς, πλαντάζεσαι και απιδρομάς. Άλλης γλώσσας, άλλου ήλιου, άλλου στεναγμού κι άλλης φωτιάς προσάναμμα. Αυτό έπαθα απόψε…


Ασφαλώς και νιώθω κάπως δύσκολα μετά από όσα ειπώθηκαν για το βιβλίο και εμένα και με πιάνει μια ακατανίκητη επιθυμία, μια ανάγκη αρχικά να ευχαριστήσω τις τρεις κυρίες για όσα είπαν. Πραγματικά με συγκίνησαν. Και στην εύλογη απορία γιατί παρακάλεσα και το πέτυχα να ασχοληθούν αποκλειστικά γυναίκες για την παρουσίαση του βιβλίου, έχω να πω τα εξής:
Και εγώ ο μπιστικός της αγάπης, παθιασμένος προσκυνητής, εγώ ο δειλός -ερωτικός- σελαγιστής της γυναικείας ομορφιάς, προσφοράς και καλοσύνης, ταπεινά εξομολογούμαι.
Γυναίκα «εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω / ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα». (Νίκος Καββαδίας)
Το «αιώνιο θηλυκό» στην αληθινή προσφορά, γιατί αυτή έχει το θείο προνόμιο να ψαύει την αιωνιότητα. Τίκτει και «δωρίζει» ζωή, μεταδίδει πόθο και ευτυχία. Γυναίκα «υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης».
Κυρίες μου είστε ατελείωτες… .και σας ευχαριστώ.

(Από αριστερά. Κατερίνα Σχισμένου, Ρένα Τριχιά, Βάσω Παππά και Χρήστος Τούμπουρος)

Είναι πολύ, μα πολύ βαρύ το φορτίο να γράφεις και να αναφέρεσαι στον Ηπειρώτικο πολιτισμό, στον Ηπειρώτικο τρόπο ζωής και να τα αποτυπώνεις με την Ηπειρώτικη λαλιά.

Εύλογη, ξάστερη η απορία. Γιατί λοιπόν παντού σ’ όλο το βιβλίο ήπειρος;

Καταρχάς να λάβετε υπόψη πως τόσες μα τόσες φορές το είπα και το γράφω. Δεν είμαι συγγραφέας. Ηπειρώτης είμαι.
Γιατί λοιπόν; Απλούστατα, γιατί με το ασύλληπτο πλήθος των στιγμών, των έντονων εικόνων και αισθήσεων που θησαύρισε η ψυχή μας, για να πλουτίζει και να ομορφαίνει τη ζωή, για να φωτίζει το γήινο και το «ουράνιο», περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, τα ανύποπτα χρόνια, τα υπνωτισμένα με τη λιακάδα, τη λαχτάρα και το όνειρο, στην πατρίδα μας: την Ήπειρο. Με τα λίγα καλούδια, που έδιναν όμως περιεχόμενο στη ζωή μας.
Γι’ αυτό λοιπόν, παντού η Ήπειρος.
Γιατί όμως με την Ηπειρώτικη λαλιά;
Λίγο, αν ασχοληθεί κάποιος με τη γλώσσα ασφαλώς και θα ενθουσιάζεται από την καθαρότητα και τη δυνατότητα του ηπειρώτικου  ισόγλωσσου και μάλιστα του βόρειου ιδιώματος, που δεν γνωρίζουμε μεσημέρι, αλλά μισμέρ’ («τα μισμέρια πααίναμαν στ’ν γούρνα να μπλιατσιαρίσουμε») και δε πα να μας κοροϊδεύουν οι γλωσσικά άδειοι τενεκέδες.Τα κενά δοχεία βροντάν περισσότερο από τα γεμάτα». Ένας πάφλας με λάδ’ δεν θα βροντήσ’. Άδειος θα αχάξ’ ο τόπος).
Έφαες τον περίδρομο, ένα ταψί μπλατσάρα και δεν ντερλίκωσες.
Θα σούρθ’ αγκούσα.
Το βίωμα, βαθιά και άμεση εμπειρία που αποκτά κάποιος ζώντας προσωπικά, καταστάσεις, στιγμές και γεγονότα… Γιατί για κάποιον που έχει μαθητεύσει δίπλα σε γίγαντες γνώσης της Τζουμερκιώτικης ντοπιολαλιάς, και θα αναφέρω εδώ τον μακαρίτη τον Χρήστο Παπακίτσο, μέγας άνθρωπος και μέγας δάσκαλος, ο λόγος είναι ο λυτρωτής και η γραφή ο μύστης. Να σας εκμυστηρευτώ πως κοντλά μας σήμερα είναι και η δασκάλα μου, η κυρία που κάθεται μπροστά, η Ρηνούλα, έτσι τη λέγαμε και έτσι τη λέω και σήμερα, αυτή που της χρωστάω… και τι δεν της χρωστάω. Την νοητική μου πανοπλία, την ύπαρξή μου. Ρηνούλα μου, υποκλίνομαι στο μεγαλείο σου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.

(Ειρήνη Φλούδα Κράββαρη, η δασκάλα!)

Μεγαλώσαμε με βιώματα και με ορμήνιες που επιβεβαιώνονται μισό αιώνα πλέον και επισφραγίζονται ως αληθινές. Άκουσα και έδωσα πολλές συμβουλές στη ζωή μου. «Να μελετάτε, να σπουδάσετε, για να διευρύνετε τον πνευματικό σας ορίζοντα». Σιγά. Η γιαγιά μου τα έλεγε αυτά με καλύτερο και μουσικότερο, αν θέλετε τρόπο. «Μάθ’τε ορέ γράμματα για να ανοίξετε τα φωτερά σας». Ε, αυτά τα λόγια, μαζί με τις πράξεις και τον τρόπο ζωής, αυτά τα βιώματα λοιπόν, που έχω από τον τόπο μου, τα άπιαστα γκρεμοτόπια, τα Τζουμέρκα, θέλησα να βάλω στο χαρτί. Αν το πέτυχα, οι αναγνώστες θα το πουν.
Και να ξέρετε κάτι.
Υπάρχει η λαϊκή ατόφια λαλιά, ψυχή, μουσική και έκφραση στις μέρες μας. Το θέμα είναι πού κατοικεί και πού φωλιάζει.
Υπάρχει και παραϋπάρχει. Οι γιαγιούλες στα χωριά, οι απόμαχοι της ζωής στα Τζουμερκοχώρια, η μάνα η Ηπειρώτισσα που βαστάει ζαλίκα στην πλάτη της όλο αυτό τον πολιτισμό και τη λαλιά, είτε το χειμώνα μένει στην Αθήνα κοντά στα παιδιά της, είτε όταν κατσιαρτάει για το χωριό, πάντα είναι αφκιασίδωτη και ατόφια και στη λαλιά της, αλλά και στη συμπεριφορά της.
Θα καταφύγω στην εμπειρική πραγματικότητα. Δύο παραδείγματα. Ήταν να έρθουν τα συμπεθέρια. Εκεί στην πλατεία του χωριού έξω από το μαγαζί του μπάρμπα Μήτσου κάθονταν μια παρέα χωριανών και τιμούσαν το θείο νέκταρ, το τσίπουρο. Περνάει ένα αυτοκίνητο. Πινακίδες από Αθήνα. Σταματάει μπροστά στην παρέα και ρωτάει πού είναι το σπίτι του εκκολαπτόμενου γαμπρού. Τότε σηκώθηκε ο μεγαλύτερος της παρέας και απαίτησε αυτός να απαντήσει. Και απάντησε ως εξής: «Θα πάς σιαπάν’ και όταν φτάσεις σε μια διχάλα θα πας σιαπέρα, θα βρεις μια βρύσ’ εκεί θα πας σιακάτ’ και μετά θα έρθεις σιαδώθε. Το πρώτο σπίτ’ που θα βρεις είναι το σπίτι που ζητάτε». Τους πετάχτηκαν τα μάτια έξω. Έπαθαν εξοφθαλμία. Έκοψαν λάσπ’. Όπου φύγει, φυγει.

Tο άλλο παράδειγμα είναι το εξής: ήρθε η νύφη στο χωριό λαμπυριζούσα και φωτοστεφανωμένη. Το βράδυ βρέθηκε στο καφενείο του χωριού μαζί με τον άντρα της και έξυπνη, καλόβουλη καθώς ήταν εντάχτηκε άμεσα στην παρέα. Σε μια στιγμή άκουσε έναν χαρακτηρισμό. «Πάψε βρε σκερβελέ». Κάποιος αποκάλεσε έτσι κάποιον. Ρώτησε τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πήρε την απάντηση «σκερβελές σημαίνει τεμπέλης, τιποτένιος, ανεπρόκοπος, ακατάστατος, χαμένο κορμί». Εκεί λειτούργησε η εξυπνάδα της. «Δεν ξέρω τι μού λέτε. Δεν είστε τέτοιοι άνθρωποι. Εγώ σας γνώρισα εργατικούς, πανέξυπνους και αγαπητούς». Εντάχθηκε αμέσως στο γλωσσικό μας περιβάλλον. Παραεντάχτηκε στο κοινωνικό περιβάλλον, έμαθε τη γλώσσα και 31 χρόνια έκανε μια εξαιρετική οικογένεια και η προσφορά της στα κοινά είναι αξιέπαινη και θαυμαστή. Με την Ηπειρώτικη λαλιά…
Είναι η κυρία Νότα Αντωνάκη που μας τιμά όλους με την παρουσία της.


(Νότα Αντωνάκη Αηδόνη, πρώην Αντιδήμαρχος Δήμου Κεντρικών Τζουμέρκων με τον Χρήστο Τούμπουρο)

Τα μουσικά ακούσματα. Αντιστεκόμαστε στην επέλαση της πολιτιστικής βαρβαρότητας του τύπου «τα ματάκια σου με καίνε, γιατί είσαι μανεκένε». Υπάρχει η αντίσταση. Δεν θα τη βρεις στο γραφείο και όχι με έρευνα φυσικά που αφορούν «κατευθυνόμενες ή ημικατευθυνόμενες ερωτήσεις», ειδικών ή και ειδημόνων. Θέλει να σκιστούν τα παλιοπάπουτσα από τις κοφτερίδες και να φουλτακιάσουν για τα καλά τα παλιοπόδαρα από το περπάτημα και το ψάξιμο.
Το ψάξιμο! «Δεν έχει ο δρόμος τελειωμό. Όλο τραβά εμπρός…» και σταματημό δεν έχει! Ψάχνεις, ρωτάς, αγωνιάς, «τα μαζώνεις», τα βάνεις στο χαρτί και εκεί που λες πως τέλειωσες, φτου κι από την αρχή…

Λιανίστηκαν τα παλιοπόδαρα και φολτάκιασαν οι πατούσες από το περπάτημα, το ψάξιμο και το μάθημα. Γιατί όλο μαθαίνεις. Πιο πολύ μαθαίνεις. Και δεν τα βρίσκει κανείς χαζίρκα. Θέλει δουλειά, πολλή δουλειά, χωρίς σταματημό. «Δεν κλώθεται το νήμα εύκολα…» Και περισσότερο «δεν τελειών’ το ρ(η)μάδ’». Απύθμενη η δεξαμενή γνώσεων που κουβαλούν οι γιαγιάδες κι οι παππούδες, όσοι τέλος πάντων έμειναν εκεί στα χωριά, βιγλάτορες και σηματωροί μιας περασμένης ζωής που τα ζείδωρα νάματά της τα κρατούν ατόφια και μας τα μεταδίνουν… Αυτοί που «βαστάν» στητά τα χωριά μας. Εκεί που «μιαν ελπίδα έτσι το φως αργοϋψώνει». Ελπίδα Ανάστασης.

Και η Ανάσταση σηματοδοτείται από μια επίσκεψη. Απλή, καταδεκτική, χωριανική. Την ανταποδίδουν πλουσιοπάροχα. Ανοίγουν «το πουγκί» των γνώσεών τους και «το στόμα τους πάει ροϊδάν’». Λένε, λένε και σταματημό δεν έχουν. Κι όσο πιο καλά αυτιά έχεις, τόσο καλύτερα ακουρμαίνεις και τόσα περισσότερα μαθαίνεις. Κι όσα περισσότερα, τόσο στενότερα μαζί τους, χωρίς να αλαργεύεις, δένεσαι χειροπόδαρα και συνταυτίζεσαι με τον πολιτισμό τους και συμποτίζεσαι από το κελαρυστό και γάργαρο νεράκι της λαλιάς τους.

Και χωρίς να το καταλάβεις νιώθεις τους αμάλαγους καρπούς της συνομιλίας με το παρελθόν, ρουφώντας την πνευματικότητα του Ηπειρώτικου πολιτισμού με τη γεύση της παράδοσης και της καζάντιας μας. Χωρίς κανένα κασαβέτ’ δυναμώνεις την ιστορική μνήμη και συναισθάνεσαι ταυτόχρονα την πολιτιστική μας αξιοπρέπεια. Ο μόνος αληθινός τρόπος αντίστασης, το μόνο γρανιτένιο ανάχωμα στη λαίλαπα που απειλεί να σιαρίσει τα πάντα και να συνθλίψει πολιτισμό και ιδιοπροσωπία.

Η παράδοση! Αληθινός ζευγίτης που μεταφέρει από γενιά σε γενιά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυλής μας. Αυτή που περιντύνει η γλώσσα μας, η Ηπειρώτικη λαλιά. «Χίλια λαλήματα κι ο αυλός ο λυγερός κυλάει». Κωστής Παλαμάς. Αυτή περιμαζεύει, αυτή διαφυλάσσει κι αυτή γίνεται ιερουργός και διαλαλητής της εθνικής μας δημιουργίας.

Η Ηπειρώτικη λαλιά. Ακρίβεια, σαφήνεια, καθαρότητα. Γλώσσα της ελευθερίας, του αδέσμευτου ανασασμού και του ξεσιουμπέιαστου Ηπειρώτικου λογισμού…

Μ’ αυτή πορευόμαστε, με ολόλευκα χρυσά φτερά κι ολογλυκαίνουμε τη στράτα μας. Με αυτή καβαλάμε το όνειρο και περιδιαβαίνουμε…

Ποιον και ποιες να ευχαριστήσω. Όλους σας ευχαριστώ!

Εκεί, λοιπόν, στα Ηπειρώτικα βουνά, στα άπιαστα και απάτητα γκρεμοτόπια, στα Τζουμέρκα, εκεί όπου τα βουνά έχουν λαλιά και οι πλαγιές αχολογούν, τα ρουπάκια ιδροκοπούν και ο τόπος κριτσιανοβολάει και φυσομανώντας ο άνεμος της δημιουργίας σελαγίζει έναν ατελείωτο Ηπειρώτικο πολιτισμό.
Εκεί, ας διαβούμε…
Ας αφήσουμε την ονειροφαντασία μας να ανεβούμε κατά Τζουμέρκα και Ραδοβίζια μεριά. Να μας πνίξουν οι μυρωδιές του έλατου και του αγριοπρίναρου, της φτέρης και της τσερμιτζέλας και να πουμωθούμε από τα θυμιάματα από το ρετσίνι και από τα Ηπειρώτικα ακούσματα.

Αληθινή ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ. Πόθοι κι αγάπες, όνειρα κι ελπίδες στο ηπειρώτικο λιακωτό από λούλουδα βαλμένες.
Εκεί, στον Άραχθο να μπλατσιαράς και να θαραπαύεται η ψ’χούλα σ’ και μετά στης ρεματιάς τη χλωρασιά να πέφτεις να πλαγιάζεις. Ασιουμπέιαστος να σελαγίζεις τα ζωντανά και να βγάζεις για βοσκή τα μανάρια.

Πάνω σου, πιάνοντας τα έλατα να νομίζεις πως πιάνεις τον ουρανό! Να χαίρεσαι τον αέρα, να νιώθεις την ύπαρξη και τη δημιουργία!
Ο άνεμος πάντα γλυκός χαϊδεύει τα χρυσοπράσινα έλατα και μια ατέλειωτη δροσιά κοιμίζει τα Ηπειρώτικα φαράγγια.
Κι αν λάβει κάποιος υπόψη του την καλοκαιρινή ραστώνη, τα πανηγυριάτικα ακούσματα, το αχολόγημα της κλαρινόπληκτης λουλουδιασμένης ιτιάς, τα απίστευτα τσιμπούσια, τις μοναδικές ηπειρώτικες πίτες, τις ατέλειωτες συζητήσεις κάτω απ’ τα Πλατάνια, την τσιπουροκατάνυξη, ΟΛΑ ΑΥΤΑ, τέλος πάντων, μας κάνουν να πιστεύουμε και να διαλαλούμε το αξίωμα:
Η Ήπειρος είναι μοναδική!
Σας ευχαριστώ όλους και όλες…

Δεν υπάρχουν σχόλια: