Την
περασμένη εβδομάδα γίναμε μάρτυρες μιας σειράς κακών οικονομικών ειδήσεων. Ενώ η
Ελλάδα και η Ισπανία καταρρέουν και συρρικνώνεται η οικονομία των κρατών-μελών
του πυρήνα της ευρωζώνης, οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη φαίνονται ανήμπορες ή
απρόθυμες να αλλάξουν τις πολιτικές λιτότητάς τους. Η Βρετανία παρατηρεί τα
τεκταινόμενα με την οικονομία της να συρρικνώνεται για τρίτο συνεχόμενο
τρίμηνο, απρόσμενα πολύ στη βιομηχανία. Τα στοιχεία της απασχόλησης
της περασμένης εβδομάδας επιβεβαίωσαν πως η ανάκαμψη της Αμερικής καρκινοβατεί.
Αλλά και οι μεγαλύτερες αναδυόμενες
οικονομίες, που ως σήμερα υποστύλωναν κάπως τα επίπεδα της παγκόσμιας ζήτησης,
ιδίως η Ινδία και η Βραζιλία, αλλά ακόμα κι η Κίνα, βλέπουν τους ρυθμούς
ανάπτυξής τους να επιβραδύνουν. Τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της
οικονομικής κρίσης, πολλές πλούσιες καπιταλιστικές οικονομίες δεν έχουν
επανέρθει στα επίπεδα παραγωγής που είχαν πριν την κρίση.
Ακόμα
χειρότερα είναι τα πράγματα όσον αφορά την απασχόληση. Η «διεθνής οργάνωση εργασίας» (ILO)
εκτιμά πως η κρίση έχει οδηγήσει στην ανεργία 60 εκατομμύρια ανθρώπους στον
κόσμο. Σε ορισμένα κράτη σαν την Ισπανία
και την Ελλάδα, τα επίπεδα ανεργίας προσεγγίζουν το 25%, υπερβαίνοντας το 50%
στους νέους. Ακόμα και σε κράτη με «ηπιότερα» επίπεδα ανεργίας, σαν τις ΗΠΑ
και το Ηνωμένο Βασίλειο, αυτή κυμαίνεται ανάμεσα σε 8% και 10%. Αν συνυπολογίσουμε όσους έχουν πια
εγκαταλείψει την προσπάθεια να βρουν δουλειά ή όσους υποχρεούνται να εργάζονται
με μειωμένο ωράριο, η «πραγματική» ανεργία στις χώρες αυτές ξεπερνάει με άνεση
το 15%.
Τα
αντίδοτα που προσφέρονται σε αυτήν την κατάσταση είναι πασίγνωστα: μείωση των
κρατικών δαπανών με περικοπές ιδίως στις «αντιπαραγωγικές» κοινωνικές δαπάνες
που υπονομεύουν την ανάπτυξη και την προθυμία των φτωχότερων να εργασθούν.
Ελάφρυνση της φορολογίας των υψηλότερων εισοδημάτων και απορρύθμιση των
επιχειρήσεων, ώστε οι «πλούσιοι
δημιουργοί» να έχουν περισσότερα κίνητρα να επενδύσουν, να δημιουργούν ανάπτυξη
και να προσλαμβάνουν ανετότερα και φθηνότερα.
Σταδιακά
εμπεδώνεται η πεποίθηση πως στο συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον αυτές οι
πολιτικές δεν αποδίδουν. Αλλά είναι
λιγότερο γνωστό πως υπάρχει πλήθος ιστορικών δεδομένων που δείχνουν πως αυτού
του είδους οι πολιτικές δεν δούλεψαν ποτέ! Ούτε το 1982, κατά την εξέλιξη
της παγκόσμιας κρίσης των ελλειμμάτων, ούτε κατά την κρίση του Μεξικό το 1994, την ασιατική κρίση του 1997 τη βραζιλιάνικη
και ρώσικη κρίση του 1998, την κρίση της Αργεντινής του 2002. Όλες οι χώρες που πλήττονταν από κρίσεις
εξαναγκάζονταν -συνήθως από το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ)- να
περικόπτουν δαπάνες και να έχουν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, μόνο και μόνο
για να βυθίζονται βαθύτερα στην ύφεση. Αν πάμε λίγο πιο πίσω, η «μεγάλη ύφεση» έδειξε επίσης ότι οι βαθιές και γρήγορες περικοπές εν μέσω
ύφεσης απλά επιδεινώνουν την κατάσταση.
Όσο
για την σύνδεση μεταξύ περικοπής κοινωνικών δαπανών και οικονομικής ανάπτυξης,
δεν υπάρχουν ιστορικά δεδομένα που να την επιβεβαιώνουν. Μεταξύ 1945 και 1990,
το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρώπη αυξήθηκε πολύ περισσότερο από ότι στις ΗΠΑ,
παρά το ότι τα κράτη αυτά ανέπτυσσαν συστήματα πρόνοιας κατά 1/3 μεγαλύτερα από
εκείνο των ΗΠΑ. Ακόμα και μετά το 1990, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ευρώπης
άρχισαν να επιβραδύνονται, η Σουηδία και η Φιλανδία αναπτύσσονται ταχύτερα από
τις ΗΠΑ, παρά τις πολύ μεγαλύτερες κοινωνικές τους δαπάνες.
Όσο
για την πεποίθηση πως το να κάνεις
ευκολότερη τη ζωή των πλούσιων με φοροαπαλλαγές και απορρύθμιση της οικονομίας
είναι ευεργετικό για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, ας θυμηθούμε πως αυτό
ακριβώς επιχειρήθηκε σε πάμπολλες χώρες μετά το 1980, με πενιχρά
αποτελέσματα. Στις χώρες αυτές, σε σύγκριση με τις τρεις προηγούμενες
δεκαετίες -που είχαν πολύ βαρύτερη φορολογία και περισσότερες κρατικές
ρυθμίσεις- μειώθηκαν οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και οι ρυθμοί
οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά και
παγκοσμίως, η οικονομία το 19ο αιώνα αναπτυσσόταν πολύ βραδύτερα από ότι την
περίοδο 1945-1980, όταν κυριαρχούσε η φορολογία και η κρατική ρύθμιση... Κι
όμως τότε η φορολογία ήταν πολύ ελαφρύτερη (στις περισσότερες χώρες δεν υφίστατο
καν φορολογία εισοδήματος) και η ρύθμιση της οικονομίας ήταν σχεδόν
ανύπαρκτη!
Αλλά
κι όσον αφορά την πεποίθηση πως η διευκόλυνση των απολύσεων οδηγεί σε
περισσότερες προσλήψεις, αυτή δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά από τα στοιχεία. Την
περίοδο 1945-1980 οι δείκτες ανεργίας στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οικονομίες
ήταν μεταξύ 0% (επί σειρά ετών στην Ελβετία) ως 4%, παρά την αυξανόμενη ρύθμιση της αγοράς
εργασίας. Υπήρχαν πολύ περισσότεροι άνεργοι τον 19ο αιώνα, παρά την παντελή
απουσία κάθε περιορισμού στις προσλήψεις ή τις απολύσεις.
Αλλά
όμως, αν ολόκληρη η ιστορία του καπιταλισμού -και όχι απλά τα τελευταία λίγα
χρόνια- δείχνουν πως η αγωγή που ακολουθείται υποτίθεται για την
καταπολέμηση της σημερινής οικονομικής κρίσης δεν πρόκειται να
αποδώσει, τι ακριβώς νομίζουν ότι κάνουν
οι πολιτικές μας ηγεσίες; Ίσως να είναι παλαβοί, σύμφωνα τουλάχιστο με τον
ορισμό του Αλβέρτου Αινστάιν (Albert Einstein)
σύμφωνα με τον οποίο «παραφροσύνη είναι
να νομίζεις πως η επανάληψη των ίδιων ενεργειών ξανά και ξανά θα φέρει
διαφορετικά αποτελέσματα». Η λογικότερη όμως εξήγηση είναι πως προωθώντας
αυτές τις πολιτικές ενάντια σε κάθε δεδομένο, οι ηγέτες μας απλά μας φανερώνουν
πως πασχίζουν να υπερασπιστούν -ή ακόμα
και να το ενισχύσουν, σε τομείς σαν την κοινωνική πρόνοια- το κατεστημένο
οικονομικό σύστημα, που τους απέφερε τόσα πολλά τις τελευταίες τρεις
δεκαετίες.
Όσο
για μας, ήρθε η ώρα να αποφασίσουμε αν θα συνεχίσουμε αυτό το δρόμο ή θα
εξαναγκάσουμε τους ηγέτες μας να αλλάξουν ρότα.
-
Θέλουμε μια κοινωνία όπου το 50% των νέων παραμένουν χωρίς δουλειά προκειμένου να μειωθούν τα κρατικά ελλείμματα από το 9% στο 3% του ΑΕΠ μέσα σε τρία χρόνια;
-
Μια κοινωνία όπου οι πλούσιοι επιχειρείται να γίνουν γίνονται πλουσιότεροι για να δουλεύουν καλύτερα (υποτίθεται προχωρώντας σε περισσότερες προσλήψεις και επενδύσεις και παράγοντας πλούτο) ενώ για να δουλέψουν πιο σκληρά οι φτωχοί, οφείλουν να γίνονται... φτωχότεροι;
-
Όπου μια μικροσκοπική μειοψηφία -που συχνά αποκαλείται «1%», ενώ στην πραγματικότητα είναι μάλλον 0.1% ή ακόμα και 0.01%- ελέγχει ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο των πάντων -όχι απλά εισοδήματος και πλούτου, αλλά και πολιτικής εξουσίας ή επιρροής, μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ, των δεξαμενών σκέψης, ακόμα και των πανεπιστημίων;
Μπορεί
και να το θέλουμε, αλλά καλό είναι παρόμοιες επιλογές να γίνονται συνειδητά και
όχι σιωπηλά. Ήρθε η ώρα να αποφασίσουμε
σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζούμε.
του Χα-Τζουν Τσανγκ
Ο Ha-Joon Chang είναι Κορεάτης οικονομολόγος
www.ppol.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου