Η καμπάνα του Αι Νικόλα βάραγε χαρμόσυνα, ωρέ τι διάλο βαράει αυτήν η καμπάνα σήμερα μήπως πήραμαν την Βόρειο Ήπειρο ή την Πόλη ρε Σιούλα λέει ο Μένης.
-Παρήγγειλε ο πρόεδρος να μαζευτούμε ούλοι στην πλατέα θα μάς δώκουν ρούχα θα μας μοιράσουν κονσέρβες μέχρι και μουλάρια λέει ο Σιούλας.
-Τι μπαταλά πράματα είναι αυτά ρε Σιούλα που μας λες.
-Ναι σου λέω οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι μας στέλνουν βοήθεια. Για να πορέψουμε σε τούτα τα δύσκολα χρόνια.
-Κάπως παράξενα τα ακούω εγώ αυτά και ύστερα απού και ως πού φιλοι μας οι Αμερικάνοι εδώ με τους Γοτιστηνούς που είμαστε μια πόρτα κοντεύουμε να βγάλουμε τα μάτια μας λέει ο Μένης
-Τσώπα και αυτοί κάτι θέλουν Σιούλα. Ρε να και ο δάσκαλος.
Για πές δάσκαλε εσύ που κάτι ξέρεις παραπάνω γιατί μας στέλνουν καλούδια οι Αμερικάνοι?
-Δεν μου λες Μένη εσένα που σε είχα μαθητή τι μάθαμε στην μυθολογία τι είπε ο Λαοκόων στους Τρώες [φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας]. Έτσι και εμείς τους πληρώνουμε με το παραπάνω. Προχτές ήρθε στο σχολειό ο πατέρας του Λάκη του Σιαπέρα να μου ζητήσει έναν μεγάλο χάρτη, ξέρεις γιατί ο μικρός δεν χώραγε την Κορέα.
-Τόσο μακριά ειναι η Κορέα και τι δουλειά έχουν εκεί οι οι δικοί μας. Ο Σιούλας επιμένει:
Ναι αλλά μας βοηθήσανε στο Γράμμο και στο Βίτσι! Ο Δάσκαλος του λέει σταματάμε εδώ γιατί έχω και παιδάκια και άμα συνεχίσω θα με φάνε και εμένα τα φίδια.
Τέλος πάντων αρχίζει η μειραή, έβλεπα κάτι φουστάνια μακριά σαν αυτά που φόραγαν κάτι τσιγγάνες, α τώρα που το θυμήθηκα καλά πως μου ήρθε τώρα. Η μαύρη Τόλαινα αράδιασε ίσια με πέντε θυλικά οι τσιγγάνες που είχαν ακουστά για το πρόβλημα της Τόλαινας θέλησαν να της το λύσουν, την βάζουν κάτω απο ένα καζάνι και αρχίσανε [τίγκι τίγκι το καζάνι αρσενικό παιδί να κάνει ]και συνέχεια μέχρι που ξαφρίσανε όλο το σπίτι.
Οι γυναίκες δεν βολεύτηκαν με αυτά γιατί περδικλωνόταν στις πουρνάρες αλλά και περισσότερες που δεν φοράγανε βρακί τα κατουράγανε .Εμένα μου δώκαν ένα παντελόνι με τιράντες όταν έβγαινα απο το χαλέ μοσχομύριζαν είχαν και κάτι άλογα ψηλά αλλά αυτά ήταν μαθημένα από κάμπο, άμα τα καβάλαγες σε γκρεμίζανε, τα αφήσαν νηστικά και γέμισε ο λάκκος του Μουρλά.
Κάποια ούντα βλέπω τον μπάρπα Αναστάση να είναι ξάπλα και να μουτζώνει με χέρια και ποδάρια. Να πάτε στον κόρακα μου δώκαταν ένα άλογο θηρίο πεντακόσιες φορές με έριξε κάτω, δώκαταν στη Βασίλω μια βρακοζώνα και ψάχνω για το πράμα τσ και δεν το βρίσκω, ωρέ φωρτοτήρα που σας χρειάζεται θεομπαίχτες κερατάδες.
Γιώργος Γιαννάκης
Απόδημος Κραψίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου