Σημείωση: Όλα τα στοχεία τα έχουμε συλλέξει από το διαδίκτυο (site, blog, facebook) μετά από έρευνα που έγινε περίπου πριν 3 χρόνια. Άν κάποια από τα αρχεία δεν επιθυμεί κάποιος να δημοσιευθούν ας επικοινωνήσει μαζί μας στο 6977266641
Δείτε τα video
Η παρουσία ανθρώπου στα
όρια της σημερινής Περιφερειακής Ενότητας Άρτας μπορεί να πιστοποιηθεί από τα
λιγοστά ευρήματα που χρονολογούνται τη νεολιθική εποχή και αντιπροσωπεύονται από
ένα λίθινο πέλεκη, που εντοπίσθηκε νότια της ακρόπολης του Αμμότοπου (αρχαίο Όρραον). Στην ίδια θέση βρέθηκαν επίσης και λιγοστά
όστρακα αγγείων της εποχής του Χαλκού. Τον 9ο αι. π.Χ. στην περιοχή κοντά στα
παράλια κατοικούσαν οι Δρύοπες ενώ το ορεινό βορειοανατολικό τμήμα αποτελούσε
τμήμα της επικράτειας των Αμφιλόχων και ενδεχομένως και των Αθαμάνων. Η χώρα των
Αθαμάνων, εκτεινόταν μεταξύ Ηπείρου, Θεσσαλίας και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Οι Αθαμάνες, ηπειρωτικό φύλο που κατοικούσαν
στην ορεινή περιοχή των Αθαμανικών Όρεων (Τζουμέρκα) και των βορειοανατολικών Αγράφων, οφείλουν το όνομά τους στο μυθικό βασιλιά Αθάμαντα, που ήρθε από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, εγκαταστάθηκε και βασίλευσε στην
περιοχή. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, οι Αθαμάνες αναφέρονται πρώτη φορά το 395 π.Χ., ενισχύοντας την τετραπλή συμμαχία Κορίνθου, Άργους, Αθήνας και Θήβας. Στρατευμένοι ή μισθοφόροι πολεμιστές, εκστρατεύουν στην
Ιταλία υπό τον βασιλιά Πύρρο κατά τη δεύτερη περίοδο της βασιλείας του (296-272
π.Χ.). Στις βόρειες περιοχές κατοικούσε ο λαός των Μολλοσσών.
Ίδρυση της Αμβρακίας
Το 625 π.Χ. Κορίνθιοι με
αρχηγό τον Γόργο, νόθο γιο του Κυψέλου, τυράννου της Κορίνθου, ίδρυσαν την Αρχαία Αμβρακία. Ετυμολογικά η λέξη Αμβρακία, ή Αμπρακία (Ambracia), ή
Ανπρακία, προέρχεται από το αμφί (αμπί) + ρακία (ραχία) = βραχώδης ακτή,
πετρώδης γιαλός, από το ρήμα ράττω ή αράττω = κτυπώ με δύναμη, συντρίβω. Από το
αμπί και τη ρίζα ράκ προήλθε μάλλον το τοπωνύμιο Αμπ-ρακ-ία και το υδρωνύμιο
(όνομα ποταμού) Ά-ραχ-θος, δηλαδή η πετρώδης ακτή που κτυπιέται εκατέρωθεν (αμπί
= αμφί). Τον 6ο αι. π.Χ. η πόλη υπήρξε αξιόλογο κέντρο του
κορινθιακού εμπορίου στη βορειοδυτική Ελλάδα και σημαντικός σταθμός στα ταξίδια
του προς την Κάτω Ιταλία. Η Αμβρακία έλαβε μέρος στους Περσικούς πολέμους και
συμμετείχε με σημαντική δύναμη (με επτά πλοία στη ναυμαχία της Σαλαμίνος και με
500 οπλίτες στη Μάχη των Πλαταιών). Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού
πολέμου έμεινε πιστή στη μητρόπολη της Κόρινθο, την οποία και βοήθησε στις
πολεμικές της επιχειρήσεις κατά των Κερκυραίων.
Το έτος 582 πΧ η Αμβρακία
είχε δημοκρατικό πολίτευμα, μετά την τυραννία του Περίανδρου, 74 χρόνια προγενέστερη της Δημοκρατίας του
Κλεισθένη στην Αθήνα. Διάσημοι Αμβρακιώτες ήταν ο γλύπτης Πολύστρατος, ο
μουσικός Επίγονος, ο ποιητής της μέσης κωμωδίας Επικράτης και ο ολυμπιονίκης
Λέων της 96ης Ολυμπιάδας (Παυσανίας). Το 500 πΧ κτίσθηκε στην Αμβρακία ο
τεράστιος Ναός του Απόλλωνος Σωτήρος. Τα ερείπιά του σώζονται κοντά στην Πλατεία
Κιλκίς της σημερινής Άρτας. Επί βασιλέως Πύρρου, η Αμβρακία γνώρισε μεγαλείο.
Κτίστηκε η αρχική μορφή του γεφυριού του Αράχθου, το Μικρό Θέατρο (κοντά στον
Άγιο Κωνσταντίνο), το Μεγάλο Θέατρο (κοντά στό Ναό του Απόλλωνος), και το
Πρυτανείο (δίπλα στό Ναό Απόλλωνος).
Το 295 π.Χ. ο
Πύρρος της Ηπείρου, βασιλιάς των Μολοσσών, μετέφερε στην
Αμβρακία την πρωτεύουσα του κράτους του. Ο Πύρρος έδωσε διεθνή αίγλη στην πόλη,
όπως άλλωστε σε ολόκληρη την Ήπειρο και κόσμησε την Αμβρακία με σημαντικά οικοδομήματα.
Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, ο Πύρρος ήταν εκείνος ο βασιλιάς που κατέστησε την
Αμβρακία κέντρο του ηπειρωτικού κράτους, μεταφέροντας εκεί το βασιλικό παλάτι,
εγκαταλείποντας τη μακρά παράδοση της διακυβέρνησης από την πόλη της Πασσαρώνας. Η πρωτεύουσά του γνώρισε αξιοσημείωτη ευημερία η
οποία διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Το 379 π.Χ - 316 π.Χ στην Αμβρακία έζησε η Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το 167 π. Χ. η Αμβρακία πέφτει στα χέρια
των Ρωμαίων και πολλοί θησαυροί της Αμβρακίας μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Με την ίδρυση της Νικόπολης το 31 μ.Χ., η Αμβρακία έπαψε να παίζει αξιόλογο ρόλο
στην περιοχή.
Βυζαντινή Εποχή
Το 1082, η Άρτα αναφέρεται για
πρώτη φορά με το νέο της όνομα, το οποίο πιθανόν να προέρχεται από τη λατινική
λέξη artus ή arta, που σημαίνει στενή ή στενά.
Μετά την κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το 1204, η Άρτα έγινε πρωτεύουσα το
κράτους της Ηπείρου, που είναι γνωστό ως Δεσποτάτο της Ηπείρου. Ιδρυτής του ήταν ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1205-1215), συγγενής της
αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών. Μετά το θάνατο του ο αδερφός του Θεόδωρος (1215-1230) επέκτεινε το κράτος και κατόρθωσε να
ανακαταλάβει τη Θεσσαλονίκη, που μέχρι τότε κατείχαν οι Σταυροφόροι και ίδρυσε
το βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Ο Θεόδωρος έκανε αρκετές προσπάθειες να
ανακαταλάβει επίσης την Κωνσταντινούπολη και να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή
Αυτοκρατορία. Ο ανεψιός του Μιχαήλ Β΄ (1231-1267) κατά τη διάρκεια της εξουσίας του
φρόντισε για την οχύρωση της Άρτας και έκτισε τα μοναστήρια της Κάτω Παναγιάς
και της Παντάνασσας κοντά στη Φιλιππιάδα.
Τα επόμενα χρόνια η Άρτα κυβερνήθηκε από τη
δυναστεία των Ιταλών Orsini (1318-1337). Το 1349 μ.Χ την Άρτα καταλαμβάνει ο
Στέφανος Δούσαν και το 1359-1416 η πόλη πέφτει στα χέρια των ηγεμόνων Λιόσα και
Σπάτα .Το 1416 μ.Χ η πόλη κυριεύθηκε από τον κόμη της Κεφαλονιάς Κάρολο Α' Tόκκο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου