Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Ειρήνη Παππά: Μια γυναίκα-Οδυσσέας


Μαύρα, βαριά μαλλιά, απ' αυτά που τραβούν το λαιμό μόλις αφήνονται λυτά. Ακόμα πιο μαύρα, νύχτες χωρίς φεγγάρι, τα μάτια με τις μεγάλες, στιλπνές βλεφαρίδες. Το τέλειο εκείνο, ελληνικό προφίλ των αγαλμάτων της αρχαιότητας που γέννησε κάθε αντίληψη για το κάλος, σαν κόρη, σαν Καρυάτιδα, σαν Αφροδίτη της μεγαλοπρέπειας. Προφίλ εξαγώγιμο στα πέρα πέρατα της σινεφίλ οικουμένης.

Φορεί ένα χρυσό, σαν αρχαϊκό κολιέ, μια μάλλινη, μπορντό κάπα και κατάμαυρα. Είναι κάποια στιγμή στη δεκαετία του '90. Η πρώτη συνέντευξη της ζωής, μιας νεαρούλας, πρωτάρας, δημοσιογράφου. Πάνε όλοι προς το μέρος της σταρ. Προς το μέρος της διεθνούς Ειρήνης Παπά, της «σπουδαιότερης ηθοποιού του κόσμου» που είχε πει ο Φελίνι, της πρωταγωνίστριας στο Μπρόντγουεϊ, η «ηθοποιός των 5 ηπείρων», γιατί είχε μεγαλουργήσει σε όλες, στα αρχαία θέατρα της Ιταλίας και στις ταινίες του Χόλιγουντ. Πάει και η νεαρούλα, πρωτάρα δημοσιογράφος, με το χέρι να τρέμει, έτοιμη να ξεσπάσει σε αναφιλητά από την τρομάρα. Η Ειρήνη Παππά, κοιτάει αυστηρά, δωρικά, όμως, την βλέπει, μάλλον τη λυπάται, της πιάνει το χέρι και σταθεροποιεί το μικρόφωνο και μιλάει μόνο σ' αυτήν. Το πρώτο αποκλειστικό της, ήταν από μια σταρ παγκόσμιας εμβέλειας, από μια σύγχρονη Ελληνίδα θεά ζεστής οικειότητας, σαν κάτι μέσα μας να έχει συγγένεια και ας μην ανήκουμε σε κανέναν Όλυμπο. (σ.σ: φυσικά έκτοτε μέσα μου το 'χα, πως είναι τουλάχιστον. θεία μου!)

Μακριά, λοιπόν, απ' αυτόν τον Όλυμπο της μακαριότητας, γεννήθηκε και η ίδια η Ειρήνη Λελέκου, ή Ρηνούλα για τους δικούς της -αλλά ποτέ Ρένα- σε ένα μικρό ορεινό χωριό. Χιλιομόδι Κορινθίας. Και οι δυο γονείς της, δάσκαλοι, αποκτούν το τέταρτο κορίτσι τους. Είναι 3 Σεπτεμβρίου 1926. Πραξικοπήματα, συγκρούσεις, εμφύλιες πάντα διαμάχες, αναστολή του Συντάγματος, κλειστό κοινοβούλιο, ΕΟΝ και παιδιά σε μαύρες στολές να παρελαύνουν στρατιωτικά. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές υποχρεώνονται να εντάξουν τους μαθητές και γενικώς τους νέους στην ΕΟΝ για την «επωφελή διάθεσιν του ελευθέρου από της εργασίας χρόνου των νέων, προς προαγωγών της σωματικής και ψυχικής καταστάσεως αυτών, ανάπτυξιν του εθνικού φρονήματος και της πίστεως προς την θρησκείαν, δημιουργίαν πνεύματος συνεργασίας και κοινωνικής αλληλεγγύης...». Όχι, αυτοί οι δάσκαλοι. Όχι οι γονείς της Ειρήνης.




Είναι η μικρότερη! Την μεγαλώνουν με παραμύθια, αρχαίους μύθους και μια ελεύθερη από κανόνες της εποχής ζωή στην φύση. Όταν δεν είναι σκαρφαλωμένη στα δέντρα, ακούει από την γιαγιά της παραμύθια ή ζει σε έναν κόσμο φαντασίας που δημιουργεί η μάνα της. «Αγάπησα περισσότερο την μητέρα μου και λιγότερο τον πατέρα μου», λέει χρόνια πολλά αργότερα, στο αποκορύφωμα της δόξας και της φήμης, «στο κάτω κάτω ήταν άνδρας και εγώ γυναίκα και μας χώριζε μια άβυσσος. Εκείνος άνηκε στον σκοτεινό κόσμο των ανδρών. Δάσκαλος ο πατέρας μου και η μάνα μου και η θεία μου. Ήταν παραμυθάδες όλοι. Η γιαγιά μου ήξερε του κόσμου τα παραμύθια όπως και η μάνα μου που τα φανταζόταν και το σπίτι μας ήταν γεμάτο ανθρώπους να μιλάνε πολύ, συνεχώς, ακατάπαυστα. Να μιλάνε για βιβλία. Η μάνα ζωγράφιζε και μας έλεγε παραμύθια σε συνέχειες κάθε βράδυ. Αυτά τα σίριαλ στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα μπροστά στην δική της μυθοπλασία σε συνέχειες. Υπήρχε γύρω μας, ένας αόρατος κόσμος και αυτός ήταν ο εντελώς πραγματικός. Και εγώ ζούσα σ' αυτό το σύμπαν φαντασίας. Πίστευα πως τα καλύβια τα μεσάνυχτα ανοίγουν τις πόρτες τους και από μέσα βγαίνουν ορχήστρες, που παίζουν εξαίσιες μουσικές και πως οι κολοκύθες λιώνουν σιγά-σιγά τη νύχτα και στο τέλος γίνονται γυναίκες λαμπερές και πως στις τρύπες των μυρμηγκιών στα χωράφια, από μέσα έχει τεράστιες σκάλες και άμα τις κατέβεις φτάνεις στη ψυχή της γης, που είναι ο κόσμος όλο σοκολάτα, δρόμοι, λίμνες και σοκολατένια παλάτια».
Από τον πατέρα της έμαθε να διαβάζει με πάθος τους αρχαίους Έλληνες. Ο δάσκαλος πατέρας ήταν πραγματιστής και πίστευε πως από τους αρχαίους συγγραφείς μέχρι τον Γκαίτε ήταν η ουσία της γνώσης. «Από τον Γκαίτε και μετά όλοι οι άλλοι γράφουν τόμους μιας λέξης», έλεγε. Μεγάλωνε τα κορίτσια του, ελεύθερα στη φύση, να επικοινωνούν μαζί της και να σέβονται τους δικούς της νόμους. «Χίπηδες πάνω στα βουνά ήμασταν από παιδιά», λέει η Ειρήνη Παππά σε μια εκμυστήρευση της το 1974. «Δεν μας έφτανε ο καθαρός αέρας στο Χιλιομόδι, αλλά το καλοκαίρι μας έπαιρνε και ανεβαίναμε ψηλά στο βουνό, στο Μετόχι και ήμασταν, ένα δέντρο, ένα πηγάδι, ένα εκκλησάκι και εμείς, πάντα ελεύθερα». Ο δάσκαλος πατέρας, μεγαλώνει ανθρώπους και όχι γυναίκες, με πλήρη επίγνωση πως η κοινωνία τις θεωρεί πολίτες β' κατηγόριας.

«Στον πατέρα μου έχω χρεώσει δυστυχίες μου πολλές αλλά και του χρωστάω πολλά. Με έκανε αυτό που είμαι. Με έμαθε να έχω πάντα αμφιβολίες και να ρωτάω το γιατί. Να 'μαι και εγώ και οι αδελφές μου περήφανες γυναίκες. Όχι να είμαστε σκυμμένες και να κεντάμε μαξιλαράκια, αλλά να διαβάζουμε Αριστοτέλη! Και εκείνα τα παιδικά χρόνια όρισαν αυτό που είμαι και δεν έμαθα ποτέ να είμαι μεγάλη».




Γυρνώντας και πάλι στα παιδικά χρόνια, το 1983, η φειδωλή σε προσωπικές εκμυστηρεύσεις γεγονότων, χιλοβραβευμένη ηθοποιός και διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης θα πει, πως «από τα 5 μου χώρισα με τον περιβάλλον. Διδάχθηκα την ασέβεια από τον πατέρα μου. Με έμαθε πως μια και μόνο αριστοκρατία υπάρχει, η αριστοκρατία του πνεύματος. Δεν υπάρχουν "κύριοι" και επίσημοι, αλλά άνθρωποι και πως ο σεβασμός με υποτιμάει, ενώ η αγάπη με εξυψώνει».

Με αυτές τις αρχές, την ελευθερία, τα βιβλία, την επαφή με την φύση η Ειρήνη θα αρχίσει από πολύ μικρή να γράφει ποιήματα και δικές της ιστορίες και να τις κάνει έργα για κούκλες που η ίδια έφτιαχνε από κουρέλια και ξυλαράκια. Όταν όμως στην εφηβεία της θα δηλώσει στην μητέρα της πως θέλει να γίνει ηθοποιός εκείνη θα την αντικρούσει λέγοντας: «Ναι, για να σε περάσουν ακόμα και τα γαϊδούρια». Στεναχωρήθηκε η Ειρήνη, αλλά της απάντησε «ας γίνει έτσι! Όσο γρηγορότερα, τόσο το καλύτερο». Αργότερα θα μετανιώσουν και οι δυο για τις κουβέντες τους.
Η οικογένεια Λελέκου ζει στην Αθήνα. Οδός Ξενοκράτους. Η Ειρήνη είναι 12 χρονών και μέχρι εκείνη την ηλικία δεν έχει σκεφτεί να γίνει ηθοποιός. Στο διπλανό σπίτι, μια κοπελίτσα ίσαμε με 16 ετών, πηγαίνει στην δραματική σχολή του Ροντήρη και κάνει λίγη παρέα με την Ρηνούλα. Στις εφηβικές καμάρες και στις αστικές αυλές, η 16χρονη σπουδάστρια παίζει στη Ρηνούλα τον μονόλογο της Μαργαρίτας απ' τον Φάουστ. «Δεν μου άρεσε καθόλου! Ήθελα σε όλα να βρω τα αίτια που την κάνουν να μιλάει έτσι, να σιωπά, να κλαίει. Γιατί; Ρωτούσα συνέχεια. Και γιατί κλαίει έτσι; Στο χωριό μου, δεν κλαίνε έτσι όπως εσύ, όταν πονάνε στα αλήθεια μέσα τους. Δεν με συγκινούσε! Εκείνη αντιδρούσε. Κόλλησα και εγώ ήθελα να της αποδείξω  πως δεν κλαίνε έτσι. Αυτή ήταν η αφορμή να πάω στην Δραματική Σχολή του Εθνικού».
Γληνός, Παρασκευάς, Καρυντινός, Κατσέλης, Ροντήρης. Τα ιερά τέρατα το κλασικού θεάτρου είναι οι δάσκαλοι της. Και θα πρέπει να μάθει να ζει στην γιγάντια σκιά τους. Να παίζει όπως εκείνοι της μαθαίνουν και να είναι πειθαρχημένη και υπάκουη! Α! Όχι  αυτή, όχι η Ειρήνη, που σκαρφάλωνε στα δέντρα στο Χιλιομόδι και έμαθε να βλέπει τον κόσμο από ψηλά! «Τσακωνόμουνα απ' την αρχή», λέει, «έκανα μάχη να μην πω αυτό που θέλανε όλοι τους. Με το πες- πες, την Ηλέκτρα του Γρυπάρη, ήταν αδύνατον να μην την κάνουμε όπως ήθελε ο Ροντήρης. Ο ίδιος όταν την έκανε ήταν υπέροχος, βέβαια, αλλά το "θα το κάνεις έτσι, όπως θέλω εγώ" δεν το μπορούσα. Του έλεγα, "την Παξινού την σέβομαι, που το κάνει έτσι, αλλά εγώ θα 'θελα να δοκιμάσω το αλλιώς". Τελικά με άφησε στην ίδια τάξη».


Κατά την ίδια, τον τελευταίο της χρόνο στην Σχολή, την είδε ο Σακελλάριος να παίζει στον Μάκβεθ και της ζήτησε να βγει στην επιθεώρηση. Τεράστια αντίθεση και πράξη επαναστατική για ηθοποιό κλασσικής παιδείας. Η Ειρήνη είπε ναι. «Μου άρεσαν οι ηθοποιοί της επιθεώρησης, του μουσικού θεάτρου, γιατί ήταν πιο φυσικοί, κοντά σε αυτό που θεωρούσα καλό παίξιμο. Αυτούς του Εθνικού δεν μπορούσα. Ήταν ψεύτικοι. Καθόμουν, όμως, στο Εθνικό και μαχόμουν. Έλεγα "μήπως και από άγνοια κλείνω ένα παράθυρο;". Βλέπετε, πιστεύω πάντα στις καλές προθέσεις και δύσκολα τις αμφισβητώ. Αν μου πει κάποιος, "έξω  ο ουρανός είναι πράσινος και βγάζει ένα φεγγάρι κόκκινο", θα βγω να το δω και αν όχι, πάντα θα 'χω μέσα μου την έγνοια, μπας και ήταν αλήθεια ο ουρανός πράσινος και το φεγγάρι κόκκινο και εγώ το 'χασα. Δεν με νοιάζει να χάσω αυτήν την εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις των άλλων.»
Ο Αλέκος Σακελλάριος στην αυτοβιογραφία του, πάντως, αναφέρει πως δεν την πρωτοείδε στην Σχολή της, αλλά να περπατά στο Σύνταγμα. Περιγράφει μια μελαχρινή καλλονή, ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που κινιόταν με μεγαλοπρέπεια και συνάμα απλότητα. Σαν να ζωντάνεψε μια Καρυάτιδα λέει και της δίνει για πάντα αυτόν τον χαρακτηρισμό, που υιοθέτησαν οι σπουδαιότεροι δημιουργοί της οικουμένης και σύσσωμος ο τύπος και η ιστορία της υποκριτικής. Ο Σακελάριος την πήγε στον Φίνο για μια ταινία. Ο Φιλοποίμην Φίνος την χρησιμοποίησε τελικά, το 1948. «Χαμένοι άγγελοι». Αυτή είναι η πρώτη της ταινία και η αρχή του μύθου.
Το 1951 ο Φρίξος Ηλιάδης, γυρνά μαζί της την «Νεκρή Πολιτεία» με τον Γιώργο Φούντα στον Μυστρά. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Καννών και εκεί, με την πρώτη προβολή, ο κόσμος βρήκε μια πρωταγωνίστρια που σα να 'χε έρθει από την αρχαϊκή πομπή των Παναθηναίων, να κουβαλούσε την δύναμη και την λιτότητα μιας Σπαρτιάτισσας κόρης, να 'χε την αυστηρότητα και την μεγαλοπρέπεια μιας Ρωμαίας Εστιάδας, βάθος και πολυπλοκότητα Βυζαντινής πριγκίπισσας, μιας Ισπανίδας παθιασμένης δόνας, μιας Αργεντίνας όλο καθήκον αγωνίστριας. Η Ειρήνη Παπά σε εκείνη την σπάνια κόπια πια, είναι όλο βλέμμα βαθιά μυστηριώδες, εκφραστικό, σαγηνευτικό. Μια συγκέντρωση σε χαρακτηριστικά πανέμορφα που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Ένα πλάσμα, που λες και έχει ζήσει πολλές σημαντικές ζωές και τις κουβαλάει σε ένα πρόσωπο φτιαγμένο από γλύπτη σπουδαίο της αρχαιότητας. Είναι 1952 και οι Κάννες ασχολούνται μόνο με την Παππά! Το παγκόσμιο σινεμά έχει ερωτευτεί ένα κορίτσι από το Χιλιομόδι Κορινθίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: